ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Ιωαννίδης, Ιωάννης Κ. Χατζηϊωάννου, για Α.Κ. Χατζηϊωάννου amp;amp;amp; Σία, για τον Εφεσείοντα. Π. Βαρνάβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-06-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ v. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 132/2021, 16/6/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:B209

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 132/2021)

 

16 Ιουνίου, 2023

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ  ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ

Εφεσείων

       v.

 

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Εφεσίβλητου

_________________________

    Κ. Χατζηϊωάννου, για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για τον Εφεσείοντα.

   Π. Βαρνάβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

              

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:   Ο ΄Εφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, υπεύθυνος για την  πιστή και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν. 95(Ι)/2000, διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές φορολογικές παραλείψεις εκ μέρους της εταιρείας Pallifer Ltd (Αριθμός Μητρώου Φ.Π.Α. 10163293Ν), της οποίας Διευθυντής ήταν ο Εφεσείων.   Διενεργήθηκε έλεγχος, ο οποίος στις 20.4.2011 κατέληξε σε Βεβαίωση Φόρου.  Την ίδια ημέρα επεδόθη στον Εφεσείοντα, για λογαριασμό της εταιρείας και υπό την ιδιότητα του Διευθυντή αυτής, η πιο πάνω Βεβαίωση Φόρου (Τεκμήριο 1), στην οποία γινόταν αναφορά, ανάμεσα σ΄ άλλα, στα ακόλουθα:

 

          «..  Ενόψει των  πιο πάνω:

         

·        Το ποσό των €177.972,24 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς  δυνάμει του άρθρου 49(1)  και (2) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2011 (Ν.95(Ι)/2000-2011).

·        Καλείστε, δυνάμει του άρθρου 43 και της Παραγράφου 4 του Δέκατου Παραρτήματος των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 2000 μέχρι 2011, να καταβάλετε €177.972,24 (εκατόν εβδομήντα εφτά χιλιάδες εννιακόσια εβδομήντα δύο ευρώ και είκοσι τέσσερα cents).   Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο καταβλητέο φόρο για την περίοδο από 01/11/2005 μέχρι 31/07/2010.

·        Πληροφορείστε επίσης ότι με βάση το άρθρο 45(3) των περί ΦΠΑ Νόμων του 2000 μέχρι 2011, επιβάλλεται επί του ποσού των €177.972,24 πρόσθετος φόρος με ποσοστό 10% δηλαδή €17.797,23.

·        Επιπρόσθετα των πιο πάνω ποσών, δηλαδή €195.769,46, με βάση το άρθρο 45(4) των περί ΦΠΑ Νόμων του 2000 μέχρι 2011, επιβάλλεται τόκος προς 9% ετησίως για τα έτη μέχρι το 2006.  Για τα έτη 2007, 2008 και 2009 επιβάλλεται τόκος προς 8% ετησίως δυνάμει του περί Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου του 2006.   Για το έτος 2010 επιβάλλεται τόκος προς 5,35% και για το 2011 προς 5,00% δυνάμει του ιδίου Νόμου.

·        Η πληρωμή του συνολικού οφειλόμενου ποσού πρέπει να γίνει μέσα σε τριάντα μέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτής σε ένα από τα καταστήματα των εμπορικών τραπεζών ή των συνεργατικών ιδρυμάτων που συνεργάζονται με την Υπηρεσία ΦΠΑ, χρησιμοποιώντας το έντυπο πληρωμής που εσωκλείεται.   Μετά την πληρωμή των πρώτο αντίτυπο θα πρέπει να αποσταλεί στον Έφορο ΦΠΑ 1471 Λευκωσία.»

 

    

   Στις 17.6.2011 η εταιρεία, μέσω του Διευθυντή αυτής/Εφεσείοντα, υπέβαλε γραπτή ένσταση, χωρίς όμως να παρουσιάσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία.   Ως εκ τούτου, ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων και Έφορος Φ.Π.Α. (ως ήταν τότε) απέρριψε την ένσταση, με επιστολή του ημερ. 4.10.2011, ενημερώνοντας ταυτόχρονα πως θα μπορούσε να υποβληθεί γραπτώς ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών εντός 60 ημερών από την ημερομηνία της επιστολής του, δυνάμει των προνοιών του Νόμου και ότι θα μπορούσε ακόμη να καταχωριστεί προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Με την εν λόγω επιστολή, γινόταν ρητή αναφορά πως η Βεβαίωση Φόρου ημερ. 20.4.2011 εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ, και ζητούσε όπως υπάρξει συμμόρφωση για να μην  ληφθούν μέτρα.

 

    Στις 22.10.2012 η πιο πάνω εταιρεία, μέσω του Εφεσείοντα/Διευθυντή αυτής, απέστειλε επιστολή προς τον Έφορο Φ.Π.Α., με τίτλο «Διερεύνηση Αδικημάτων Φ.Π.Α.»,  με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«. Σας πληροφορούμε ότι αποδεχόμαστε ανέκκλητα το ποσό των €177.972,24 ως οφειλόμενο προς εσάς φόρο, το ποσό των €17.797,23 που είναι ο αναλογών σε αυτό πρόσθετος φόρος και το ποσό των €45.365,03 που είναι οι αναλογούντες στα πιο πάνω ποσά τόκοι μέχρι και 10.10.2012.  Επίσης αποδεχόμαστε ανέκκλητα το ποσό των €5.610,00 που αποτελεί χρηματική επιβάρυνση μη έγκαιρης γνωστοποίησης εγγραφής στο μητρώο της Υπηρεσίας ΦΠΑ και το ποσό των €1.275,00 που αποτελεί χρηματική επιβάρυνση μη έγκαιρης υποβολής φορολογικών δηλώσεων.  Τα ποσά αυτά συμποσούνται σε €248.019,45.

 

Τα πιο πάνω ποσά θα εξοφληθούν ως εξής:

 

(Παρατίθεται ο τρόπος αποπληρωμής)

 

Ευελπιστώντας σε θετική ανταπόκριση σας.»            

 

 

    Να σημειώσουμε εδώ πως ανεξάρτητα από την πιο πάνω επιστολή, ο Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε με την επιστολή ημερ. 20.4.2011,  ήταν έτσι και αλλιώς οφειλόμενος, αφού ουδέποτε η εν λόγω διοικητική πράξη προσεβλήθη μέσω της νόμιμης οδού και κατ΄ επέκταση ουδέποτε αυτή ακυρώθηκε (Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ. ν. Δημοκρατίας (2017) 3(Β) Α.Α.Δ. 893, ECLI:CY:AD:2017:C438).      

    Ο Έφορος Φ.Π.Α. με επιστολή του ημερ. 23.10.2012 ενημέρωσε την εταιρεία πως γινόταν δεκτός ο προτεινόμενος τρόπος αποπληρωμής της συνολικής οφειλής ύψους €248.019,45.   Ταυτόχρονα την ενημέρωνε  για το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής του ήδη βεβαιωθέντος φόρου (΄Αρθρο 46 (11) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν. 95(Ι)/2000)[1] και για τις ποινές που αυτό επισύρει.   

 

    Τα συμφωνηθέντα δεν τηρήθηκαν από την εταιρεία και τον Εφεσείοντα.  Τόσο εναντίον της εταιρείας όσο και εναντίον του Εφεσείοντα καταχωρίστηκε αρχικά, στις 21.6.13, η Ποινική Υπόθεση 10236/13, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία είχε συμπεριληφθεί, ανάμεσα σ΄ άλλες κατηγορίες, και κατηγορία που αφορούσε στην μη  καταβολή Φ.Π.Α. ύψους €177.972,24 που είχε βεβαιωθεί  με την επιστολή ημερ. 20.4.2011.  Σημειώνεται ότι στην πιο πάνω ποινική υπόθεση ο Εφεσείων είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες.  Με άλλα λόγια είχε παραδεχθεί  πως παρανόμησε.  Στις 17.3.2016, και ενώ η υπόθεση  ήταν ορισμένη για τις 21.3.2016 για γεγονότα και επιβολή ποινής, ο τότε συνήγορος του απέστειλε επιστολή στον τότε Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ζητώντας από αυτόν να ασκήσει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη εξουσία του για αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του.  Στην εν λόγω επιστολή καταγράφονταν και τα ακόλουθα:

 

«Ο Κατηγορούμενος 2 κ. Ευάγγελος Χατζηκυριάκου είναι σήμερα ηλικίας 65 ετών.  Αποτελεί παλαιό επιχειρηματία στην αγορά της Κυπριακής Δημοκρατίας που όμως, οι συνθήκες της οικονομικής κρίσεως, αλλά και το βεβαρυμένο του ιατρικό ιστορικό, τον έχουν 'εξαφανίσει' από τον χάρτη των κυπρίων επιχειρηματιών και, πραγματικά, τον έχουν λυγίσει.

 

..............................

 

Ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2, αποτελεί έναν ευυπόλυπτο πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος δεν είχε ποτέ σκοπό του να καταδολιεύσει ή να ξεγελάσει τις κρατικές αρχές.   Ενεργούσε, μια ολόκληρη ζωή, πάντοτε νομότυπα και στην βάση των δικών του αρχών, ως έχει γαλουχηθεί από τα γεννοφάσκια του.

 

...............................

 

Ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2, ουδέποτε είχε και έχει, επί ονόματι του, την οποιασδήποτε τάξεως περιουσία, για να μπορεί, ακόμα και για λόγους Μετριασμού της Ποινής του, να καταβάλει ποσά, προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.

 

...............................

 

Άξιον αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι, επί της παρούσης, οι τρεις κατηγορούμενες εταιρείες, η κάθε μια ξεχωριστά κατηγορούμενη επί των τριών Κατηγορητηρίων, παραμένουν  αδρανείς.

 

..............................

 

Ως εκ τούτων και σύμφωνα με τα πιο πάνω είναι η άποψη μας πως, συντρέχουν λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν το ενδεχόμενο Αναστολής της Ποινικής Δίωξης ......»

    Ο Γενικός Εισαγγελέας αντέδρασε θετικά στο αίτημα του Εφεσείοντα, και με επιστολή του ημερ. 27.5.2016 προς τον Έφορο Φορολογίας (τον προϊστάμενο πλέον του Τμήματος Φορολογίας δυνάμει του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2014, Ν. 70(Ι)/2014), την οποία κοινοποίησε στον τότε συνήγορο του Εφεσείοντα, αποφάσισε την αναστολή της ποινικής δίωξης «. υπό το φως των ανθρωπιστικών λόγων που προβάλλονται από το δικηγόρο του κατηγορουμένου και λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις σας περί αβεβαιότητας ως προς το ποσό των οφειλόμενων ποσών το οποίο θα υπολογιστεί μετά την υποβολή δηλώσεων από τον κατηγορούμενο.   Το θέμα θα επανεξεταστεί για να αποφασιστεί η τυχόν επανακαταχώριση της υπόθεσης  με τα ακριβή οφειλόμενα ποσά. ..».  (Η υπογράμμιση γίνεται από το Εφετείο)

 

   Αναφέρουμε από τώρα πως η εταιρεία ουδέποτε υπέβαλε δηλώσεις για την περίοδο που αφορούσε η Βεβαίωση Φόρου ημερ. 20.4.2011.  Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας στην Ποινική Υπόθεση 2677/17 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που αντιμετώπισε στη συνέχεια τόσο η εταιρεία, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από συνήγορο,  όσο και ο Εφεσείων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, και στην οποία εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση που τώρα προσβάλλεται, ο Εφεσείων κατέθεσε ενόρκως.   Ισχυρίστηκε, ανάμεσα σ΄ άλλα, και τα ακόλουθα: 

«Προσθέτω ότι αδυνατώ να εξετάσω ενδεχόμενο υποβολής δηλώσεων για την περίοδο που αφορά το Τεκμήριο 1 τόσο λόγω της παρέλευσης του χρόνου όσο και διότι πλείστα στοιχεία κατέχονται από το τμήμα του ΦΠΑ ή απωλέσθηκαν.

 

Ακόμη αναφέρω ότι στην ετοιμασία των θέσεων μου δυσκολεύτηκα και δυσκολεύομαι τόσο λόγω του χρόνου και της απώλειας μνήμης όσο και λόγω απώλειας εγγράφων αφού μετά την αναστολή θεωρήσαμε το ζήτημα λήξαν και περαιτέρω οι πρώην δικηγόροι μου δεν έχουν πλέον τους φακέλους τους εγώ δε απώλεσα πολλά έγγραφα σε μετακομίσεις.  Ενθυμούμαι μόνο ότι μετά την αναστολή της προηγούμενης ποινικής δίωξης οι δικηγόροι μου ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι διότι θεωρούσαν ότι ακυρώθηκε και η επιβληθείσα φορολογία.»

 

 

     Να σημειώσουμε πως ο Εφεσείων προσπάθησε και στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης 2677/17 να εξασφαλίσει αναστολή ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα.  Με σχετική επιστολή του ημερ. 17.9.2020, παραδεχόταν και πάλι τη φορολογική οφειλή.  Έλεγε  όμως πως τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και η οικονομική  κρίση του 2013 «του έδεσαν απολύτως τα χέρια» με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τηρήσει τα συμφωνηθέντα.    Για να προσθέσει πως «. ουδέποτε είχα την  όποια πρόθεση να προβώ σε παραβατική συμπεριφορά και κυρίως τέτοια συμπεριφορά, που προσβάλλει το ήθος και τις αρχές μου».    Το αίτημα του αυτή τη φορά απερρίφθη.  

      

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε το πλεονέκτημα να δεί, να ακούσει  και να παρακολουθήσει τον Εφεσείοντα και την εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, και αφού έθεσε ενώπιον του  και το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, σημείωσε πως αυτός «δεν προκάλεσε καθόλου καλή εντύπωση στο Δικαστήριο ως  μάρτυρας της αλήθειας».  Ουσιαστικά τον έκρινε αναξιόπιστο.   Μάλιστα παρέθεσε με  ιδιαίτερη λεπτομέρεια, συγκεκριμένους λόγους γιατί ο Εφεσείων δεν του έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας.   Το μέρος αυτό της απόφασης του καταλαμβάνει, όχι αδικαιολόγητα, επτά ολόκληρες σελίδες.   Εμείς θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο:  

 

«.  Πολύ περισσότερο, αν πράγματι ένοιωθε ότι «πείσθηκε» ή ακόμα ότι παραπλανήθηκε ή ξεγελάστηκε από την υπηρεσία Φ.Π.Α να αποδεχθεί «ανέκκλητα» την επίδικη βεβαίωση φόρου, δεν θα παραδεχόταν την διάπραξη των αδικημάτων που του προσάφθηκαν με την προηγούμενη ποινική δίωξη[6] (η οποία αφορούσε την ίδια βεβαίωση φόρου[7]), αιτούμενος στη συνέχεια την αναστολή της για λόγους εντελώς διαφορετικούς από εκείνους που προέβαλε κατά τη δίκη. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η εκδοχή του Κατηγορούμενου 2 σε σχέση με την εκτελεστότητα της επίδικης βεβαίωσης φόρου, αφού, αν πράγματι θεωρούσε ότι δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη επειδή η επίδικη βεβαίωση φόρου ανακλήθηκε ή αναιρέθηκε, όπως ισχυρίστηκε κατά τη δίκη, ο λόγος αυτός, αναμενόμενα, θα περιλαμβάνονταν στους λόγους για τους οποίους αιτήθηκε με επιστολή του στις 17/09/2020 την αναστολή της παρούσας ποινικής δίωξης (Τεκμήριο 17), επιστολή με την οποία προέβαλε μόνο ανθρωπιστικούς λόγους για την υποστήριξη του αιτήματος αναστολής, χωρίς να αμφισβητήσει με οποιοδήποτε τρόπο την επίδικη βεβαίωση φόρου.

 

.............................

 

To Δικαστήριο αισθάνεται βεβαιότητα ότι όλα όσα ανέφερε ο Κατηγορούμενος 2 σε σχέση με την ορθότητα και εκτελεστότητα της επίδικης βεβαίωσης φόρου, περιλαμβανομένων των όσων ισχυρίστηκε ότι του αναφέρθηκαν στο πλαίσιο συναντήσεων που είπε ότι είχε με λειτουργούς της υπηρεσίας ΦΠΑ, δεν αποτελούν  παρά εκ των υστέρων σκέψεις και έναν κακόπιστο σχεδιασμό τον οποίο επινόησε στηριζόμενος στο περιεχόμενο της επιστολής του Εφόρου Φορολογίας ημερομηνίας 10/5/2016 (Τεκμήριο 15), επιδιώκοντας να δώσει έρεισμα στην εκδοχή του ότι η επίδικη βεβαίωση φόρου ανακλήθηκε ή αναιρέθηκε από τον Έφορο Φορολογίας».

 

 

     Εν κατακλείδι, αφού απέρριψε όλες τις εισηγήσεις της Υπεράσπισης, στις οποίες θα κάνουμε αναφορά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο, βρήκε στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη, πως η Κατηγορούσα Αρχή, η οποία είχε και το βάρος απόδειξης, απέδειξε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όλες τις κατηγορίες και έκρινε ενόχους  τόσο την εταιρεία όσο και τον Εφεσείοντα/Διευθυντή αυτής.  

 

    Ο τελευταίος δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, εξού και η καταχώριση εκ μέρους του της υπό εκδίκαση έφεσης.    Τέσσερεις είναι οι λόγοι έφεσης, στο περιεχόμενο των οποίων θα κάνουμε αναφορά αμέσως πιο κάτω.           

        

    Ξεκινούμε από τον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:

 

«3ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στην ακροαματική διαδικασία με τις ενέργειες του και ενδιάμεσες αποφάσεις του εμπόδισε την προβολή της υπεράσπισης του κατηγορούμενου και τήρησε μια αδικαιολόγητα εχθρική στάση εναντίον του κατηγορούμενου.

 

Αιτιολογία

 

1.    Άρχισε την ακρόαση ενώ είχε ήδη κρίνει αναξιόπιστο τον κατηγορούμενο.

2.   Στη διαδικασία της δίκης δεν επέτρεψε ερωτήσεις που έτειναν να καταδείξουν το δικαιολογημένο της ανάκλησης και επανεξέτασης ως το Τεκμήριο 15 της φορολογίας.

3.   Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και  ιδίως της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του κατηγορούμενου δεν έλαβε υπόψη ούτε προφανώς ανέγνωσε τα Τεκμήρια που  παρουσιάσθηκαν και υποστήριζαν τα όσα ο κατηγορούμενος έλεγε δεχόμενο προφορική μαρτυρία του ΜΚ1 που συγκρούετο με τα Τεκμήρια και παραβλέποντας την επιλεκτική παρουσίαση γεγονότων.

4.   Οι επιχειρηματολογίες που εκθέτει το Δικαστήριο εκδηλώνουν την καταδικαστική διάθεση του Δικαστηρίου.»

 

    Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης που καταχώρισε στις 13.9.2021, επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του τρίτου λόγου έφεσης μαζί με την αιτιολογία του, και προσθέτει πως «Ο Μ.Κ. 1 και κατ΄ επέκταση η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο όλη την αλήθεια αδικαιολόγητα», και τούτο γιατί ο Μ.Κ. 1 δήλωσε πλήρη άγνοια για τα δημοσιεύματα στον τύπο και για τους λόγους που επανακαταχωρίστηκε ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα.  Ακόμη ότι ο Μ.Κ. 1 «Οχυρώνετο συνεχώς πίσω από την δήθεν ισχύουσα εκτελεστή διοικητική πράξη Τεκμήριο 1 και τα γραπτά».

 

     Υπό το φως του δραστικού περιεχομένου του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, έχουμε μελετήσει, πολύ προσεκτικά, τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας που έχουν τηρηθεί, παρόλο που ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν μας παρέπεμψε σ΄ αυτά, εις επίρρωση των συγκεκριμένων θέσεων του Εφεσείοντα.   Με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, διαφωνούμε ριζικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εν γένει συμπεριφορά και ενέργειες του «. τήρησε μια αδικαιολόγητα εχθρική στάση έναντι του κατηγορουμένου».   Θα είμαστε συγκεκριμένοι.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος όχι μόνο αντεξέτασε επί μακρόν τον ένα και μοναδικό μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής αλλά του επετράπη, μέσω της αντεξέτασης του συγκεκριμένου μάρτυρα, να καταθέσει συγκεκριμένα έγγραφα ως τεκμήρια προς αναγνώριση.   Περαιτέρω, του επετράπη να καταθέσει ως τεκμήριο άλλη γραπτή δήλωση στην οποία ο μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής είχε προβεί στο πλαίσιο άλλης ποινικής υπόθεσης, ικανοποιώντας και πάλι σχετικό αίτημα της Υπεράσπισης.   Με το πέρας της αντεξέτασης του συγκεκριμένου μάρτυρα κατηγορίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος δήλωσε «Νομίζω δεν έχω τίποτε άλλο».   Αμέσως το πρωτόδικο Δικαστήριο τον ερώτησε αν είχε ολοκληρώσει την αντεξέταση του μάρτυρα, για να λάβει καταφατική απάντηση.

 

    Στη συνέχεια, ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν εισηγήθηκε πως δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.   Είχε αναφέρει πως «Η θέση μας είναι  ότι ο μάρτυρας ήταν βεβαίως αναξιόπιστος αλλά δεν είναι θέμα που θα εξεταστεί τώρα».   Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του, που εξέδωσε αμέσως μετά, βρήκε πως είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και κάλεσε τον Εφεσείοντα να  προβάλει την Υπεράσπιση του αφού του εξήγησε τα δικαιώματα του.  Η ορθότητα της απόφασης του αυτής δεν αμφισβητείται.   Ακολούθως, ο ευπαίδευτος συνήγορος ζήτησε χρόνο για να ετοιμάσει την Υπεράσπιση του πελάτη του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποίησε το συγκεκριμένο αίτημα και όρισε την υπόθεση για περαιτέρω ακρόαση σε άλλη ημερομηνία που βόλευε και τον κ. Χατζηϊωάννου,  και συγκεκριμένα στις 28.5.2021 και ώρα 11.00 π.μ..  Κατά την πιο πάνω ημερομηνία,  ο κ. Χατζηϊωάννου εμφανίστηκε η ώρα 11.30 π.μ. αντί 11.00 π.μ. και απευθυνόμενος προς το Δικαστήριο, το οποίο τον είχε υπενθυμίσει πως η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση η ώρα 11.00 π.μ., είπε τα ακόλουθα:  «Ναι ήμουν έξω.  Απολογούμαι, δεν ξέρω πως προέκυψε».   Το θέμα θεωρήθηκε λήξαν, και ο ευπαίδευτος συνήγορος κάλεσε ως μάρτυρα τον Εφεσείοντα, ο οποίος και κατέθεσε ενόρκως. 

 

   Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, ο κ. Χατζηϊωάννου ζήτησε χρόνο για να κλητεύσει την Πρωτοκολλήτρια του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για να καταθέσει συγκεκριμένους φακέλους ποινικών υποθέσεων.   Επρόκειτο για τους φακέλους των υποθέσεων που αντιμετώπισε προηγουμένως ο Εφεσείων, ο οποίος τότε, εκπροσωπούμενος από άλλο συνήγορο υπεράσπισης, είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημείωσε πως η υπόθεση ήταν παλαιά, όμως ενέκρινε το αίτημα του κ. Χατζηϊωάννου και όρισε την υπόθεση για περαιτέρω ακρόαση σε άλλη ημερομηνία  κατά την οποία ζητήθηκε και πάλι αναβολή από τον κ. Χατζηϊωάννου, ο οποίος είχε αναφέρει στο Δικαστήριο πως η Πρωτοκολλήτρια δεν είχε εντοπίσει τους συγκεκριμένους φακέλους.  Το αίτημα απορρίφθηκε, όμως ο κ. Χατζηϊωάννου ζήτησε λίγο χρόνο για να «φωνάξει τον Πρωτοκολλητή».  Το αίτημα εγκρίθηκε, η Πρωτοκολλήτρια εμφανίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατέθεσε ως μάρτυρας Υπεράσπισης, χωρίς να αντεξεταστεί.  Ο κ. Χατζηϊωάννου αμέσως μετά έκλεισε την υπόθεση του πελάτη του και ζήτησε χρόνο για τελικές αγορεύσεις.   Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του και όρισε την υπόθεση σε άλλη ημερομηνία για τελικές αγορεύσεις.   Ο κ. Χατζηϊωάννου την ημερομηνία που η υπόθεση ήταν ορισμένη για τελικές αγορεύσεις παρέδωσε στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο ενώ του επετράπη να αγορεύσει και προφορικά.   Η προφορική του αγόρευση καλύπτει τρεις περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες.   Μετά την προφορική του αγόρευση ευχαρίστησε το Δικαστήριο, το οποίο ακολούθως άκουσε την αγόρευση του ευπαίδευτου εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής.   Στις 18.6.2021 επεφύλαξε την τελική του απόφαση, την οποία εξέδωσε στις 23.7.2021.   Στις 30.7.2021 επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 2 μηνών με τριετή  αναστολή.    Μάλιστα διέταξε όπως η εν λόγω ποινή φυλάκισης «. είναι συντρέχουσα με την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην Υπόθεση 2676/17 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας».  Πρόκειται για την ποινική υπόθεση στην οποία αναφέρεται η Ποινική Έφεση αρ. 133/21.        

 

    Όχι τυχαία παραθέσαμε με κάποια λεπτομέρεια το ιστορικό της ακροαματικής διαδικασίας, για να φανεί το  αβάσιμο του τρίτου λόγου έφεσης.   Ουδεμία εχθρική στάση εναντίον του Εφεσείοντα και   ουδεμία καταδικαστική διάθεση του Δικαστηρίου αποκαλύπτεται.   Όσον αφορά στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε ερωτήσεις που έτειναν να καταδείξουν το δικαιολογημένο της ανάκλησης και επανεξέτασης της φορολογίας (αιτιολογία 2 στο συγκεκριμένο λόγο έφεσης) σημειώνουμε τα ακόλουθα.   Ενόσω ο κ. Χατζηϊωάννου αντεξέταζε τον Μ.Κ. 1 επί του  περιεχομένου της διοικητικής απόφασης με την οποία είχε επιβληθεί η επίδικη φορολογία (Τεκμήριο 1), ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δικαιολογημένα έφερε ένσταση λέγοντας πως κάτι τέτοιο δεν αφορούσε στα επίδικα θέματα της υπόθεσης.    Τότε ο κ. Χατζηϊωάννου δήλωσε (σελ. 11 από τα πρακτικά) πως η αντεξέταση δεν γινόταν «για να καταστεί αυτό το Δικαστήριο αναθεωρητής της πράξης», αλλά για να τεθεί το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκε ο Έφορος «για να επανεξετάσει».   Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αυτή τη δήλωση, επέτρεψε ερωτήσεις σημειώνοντας πως «εξ όσων αντιλαμβάνομαι αυτή θα είναι και η ουσία της υπεράσπισης από πλευράς του κατηγορούμενου 2».    Όταν όμως διαπίστωσε, και δικαιολογημένα, πως ερωτήσεις που υποβάλλονταν συνέχισαν να αφορούν στο κύρος και την ορθότητα της φορολογίας που είχε επιβληθεί με τη Βεβαίωση ημερ. 20.4.2011 (Μαχάμαντ ν. Εφόρου Φορολογίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 44/21, ημερ. 7.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:B134), ορθά δεν τις επέτρεψε.   Συνεπώς, είναι αβάσιμα και τα όσα εκτίθενται στην αιτιολογία 2 του συγκεκριμένου λόγου έφεσης.      

 

    Τελειώνοντας με αυτόν τον λόγο έφεσης, ο οποίος υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «τήρησε μια αδικαιολόγητα εχθρική στάση εναντίον του κατηγορουμένου» θα αρκεστούμε να παρεπέμψουμε σε ένα μικρό απόσπασμα από την υπόθεση Σπύρου ν. Ξενή, Ποιν. ΄Εφ. Αρ. 223/2014, ημερ. 19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B331, το οποίο υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Αλέκα Π. Παπακόκκινου ν. Εταιρείας Γεω. Παυλίδης και Αραούζος Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 57/2014, ημερ. 25.1.2022:

 

«. τέτοιου είδους αιτήματα ή επικρίσεις κατά Δικαστή δεν πρέπει να τίθενται με τέτοια ευκολία χάριν εντυπώσεων.  Πρέπει να συνοδεύονται από ικανά στοιχεία και μαρτυρία διαφορετικά μόνο επιζήμιες επιπτώσεις δημιουργούνται στο όλο σύστημα δικαιοσύνης.  Και αναμένεται από τους δικηγόρους, λειτουργούς κατά τα άλλα της δικαιοσύνης, να προτάσσουν τέτοια ζητήματα με την αναγκαία περίσκεψη και φειδώ.»

 

 

     Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

     Προχωρούμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής: 

 

          «2ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι αποδείχθηκαν οι  κατηγορίες εναντίον του κατηγορούμενου 2 στον απαιτούμενο βαθμό».  

 

     Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης γίνεται αναφορά, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι «. Οι κρίσεις του Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν ευσταθούν και ελέγχονται ως αντικειμενικά εσφαλμένες».  

 

    Διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον Εφετείου ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει δύσκολο έργο.   Ως γνωστό, είναι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου.    Καταλήγουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πως ουδέν περιθώριο παρέμβασης μας υπάρχει στον ομολογουμένως εμβριθή τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, τον οποίο, ως ελέχθη, έκρινε αναξιόπιστο (Φαναράς ν. Κυπριανίδη (2015) 1 Α.Α.Δ. 884, ECLI:CY:AD:2015:A287).   Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε πολλούς ικανούς και πειστικούς λόγους που δικαιολογούσαν πλήρως το εύρημα του πως αυτός δεν ήταν μάρτυρας προσηλωμένος στην αλήθεια.   Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο για καλούς και πειστικούς λόγους που επίσης παρέθεσε, έκρινε αξιόπιστο τον βασικό μάρτυρα κατηγορίας, Μ.Κ. 1, και κατ΄  επέκταση δικαιολογημένα απεδέχθη την μαρτυρία του «στην ολότητα της».    Για την Μ.Υ. 1, Πρωτοκολλήτρια του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, σημείωσε, δικαιολογημένα, πως η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε.   Αντιλαμβανόμαστε πως δεν προσβάλλεται αυτό το εύρημα αξιοπιστίας, και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε.

 

    Αβάσιμη είναι και η θέση του Εφεσείοντα ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από την προσαχθείσα μαρτυρία.  Η θέση μας είναι πως αυτά δικαιολογούνται πλήρως από την αξιόπιστη προσαχθείσα μαρτυρία.   Μάλιστα, όπως πολύ ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, πάρα πολλά ουσιώδη γεγονότα δεν είχαν αμφισβητηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία, όπως «η έκδοση και επίδοση της επίδικης βεβαίωσης φόρου, το γεγονός ότι μετά την απόρριψη της ένστασης δεν υποβλήθηκε εναντίον της οποιαδήποτε νέα ένσταση ή προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και ότι ουδέν ποσό καταβλήθηκε έναντι των ποσών που αναφέρονται στις κατηγορίες όπως και, γενικότερα, το περιεχόμενο των τεκμηρίων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη δεν αμφισβητήθηκαν ...».

 

    Τέλος, αβάσιμη είναι και η θέση του Εφεσείοντα ότι η επιβληθείσα με την Βεβαίωση, ημερ. 20.4.2011, φορολογία, είχε ανακληθεί και συνεπώς δεν ήταν πληρωτέα.   Αυτό ενδεχομένως θα συνέβαινε εάν η εταιρεία, και κατ΄ επέκταση ο Εφεσείων, υπέβαλλε φορολογικές δηλώσεις για την περίοδο στην οποία αυτή αναφερόταν. Ο Εφεσείων γι΄ αυτή την παράλειψη του επικαλέστηκε, ενόρκως, απώλεια μνήμης, και απώλεια εγγράφων λόγω μετακομίσεων.   Έχουμε ήδη αναφέρει πως και αυτή η  μαρτυρία του απερρίφθη από το  πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ο Εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος.  Ακόμη όμως και να γινόταν δεκτή, δεν θα μπορούσε, εν προκειμένω, να τον απαλλάξει από την ποινική του ευθύνη.   Να επαναλάβουμε πως ο ίδιος όχι μόνο δεν αμφισβήτησε την ορθότητα/νομιμότητα της απόφασης επιβολής Φ.Π.Α. αλλά με την επιστολή του ημερ. 22.10.2012 (Τεκμήριο 4) απεδέχθη, χωρίς επιφύλαξη, την επίδικη φορολογία και παρακάλεσε να του δοθούν διευκολύνσεις για να καταβάλει στο Κράτος τον οφειλόμενο φόρο.   Όμως δεν τήρησε αυτά που υποσχέθηκε, με αποτέλεσμα να καταχωριστεί αρχικά εναντίον του ποινική υπόθεση, στην οποία κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής στις κατηγορίες.  Ως ελέχθη,  λίγο πριν του επιβληθεί ποινή, ζήτησε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναστολή ποινικής δίωξης κυρίως για ανθρωπιστικούς λόγους που επικαλέστηκε.   Το αίτημα του ικανοποιήθηκε.  Όμως ουδέν νέο στοιχείο προσκομίστηκε για αναθεώρηση της επιβληθείσας φορολογίας και κατ΄ επέκταση αυτή ουδέποτε έπαυσε να ισχύει.   Ορθά στις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας γινόταν αναφορά πως η εταιρεία και ο Εφεσείων παρέλειψαν να καταβάλουν στον Έφορο Φορολογίας εντός 30 ημερών από τη λήψη της Βεβαίωσης ημερ. 20.4.2011, το ποσό του φόρου που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν. 95(Ι)/2000.  Αυτό που διαπιστώνουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, είναι πως δόθηκε απλώς η δυνατότητα να καταβληθούν τα  οφειλόμενα, με τον τρόπο που ο ίδιος ο Εφεσείων ζήτησε, για να αποφύγει την ποινική δίωξη, τόσο αυτός όσο και η εταιρεία της οποίας ήταν ο Διευθυντής.  Οι υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν, και συνεπώς δικαιολογημένα του είχαν προσαφθεί οι συγκεκριμένες κατηγορίες, υπό την ιδιότητα του διευθυντή της εταιρείας (Άρθρο 48 του Νόμου), με τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες, στις οποίες  τώρα κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας.   Τα όσα περί αντιθέτου ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, με κάθε σεβασμό, δεν  μας βρίσκουν σύμφωνους.

 

    Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

    Προχωρούμε  με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:

 

 

          «1ος Λόγος Έφεσης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε τις κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντος λόγω της υπέρμετρης καθυστέρησης στη δίωξη του εφεσείοντος και στην εκδίκαση της υπόθεσης καθώς και καταδίωξης του εφεσείοντος.

 

Αιτιολογία.

 

1.    Τα γεγονότα που υποστηρίζουν τη φορολογία που οδήγησε στα ισχυριζόμενα αδικήματα έλαβαν χώρα μεταξύ 2005-2010 και διαπιστώθηκαν δήθεν την 20.4.11.

2.   Καταχωρήθηκε το πρώτον ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορούμενου το 2013 η 10236/13 η οποία στη συνέχεια ανεστάλη υπό του Γενικού Εισαγγελέα.

3.   Στη συνέχεια καταχωρήθηκε η παρούσα δίωξη εναντίον του εφεσείοντος και της κατηγορούμενης 1 εταιρείας μετά από δημοσιεύματα στον τύπο και πολιτικές πιέσεις ως το Τεκμήριο 16 χωρίς να γίνει, οποιαδήποτε επανεξέταση της φορολογίας.

4.   Το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει την καθυστέρηση και εσφαλμένα κρίνει ότι δεν δημιουργεί τεκμήριο επηρεασμού παρά το ότι παρήλθαν 10 χρόνια από την ισχυριζόμενη επιβολή φορολογίας και 11-16 χρόνια από τα γεγονότα που την υποστηρίζουν.

5.   Το Δικαστήριο περαιτέρω κρίνει ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι επηρεάστηκε στην Υπεράσπιση παραβλέποντας ότι ο κατηγορούμενος κανένα στοιχείο είχε πλέον για αμφισβήτηση της φορολογίας και των κατηγοριών αφού μεταξύ άλλων η κατηγορούμενη 1 εταιρεία έχει εν το μεταξύ αδρανήσει και δεν υπήρχαν εξελεγμένοι λογαριασμοί της κατηγορούμενης 1 όλα δε τα έγγραφα απωλέσθησαν ή δεν εντοπίζονται.» 

 

   

     Ξεκινούμε από την κατ΄ ισχυρισμόν καταδίωξη για την οποία γίνεται αναφορά στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης.   Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η εν λόγω αναφορά είναι ατυχής και άδικη.   Για ποια καταδίωξη μπορεί να ομιλεί ο Εφεσείων, όταν:

 

    (α)   Όχι μόνο δεν  προσέβαλε μέσω της νόμιμης οδού την Βεβαίωση Φόρου ημερ. 20.4.2011, η οποία του γνωστοποιήθηκε την ίδια ημέρα, αλλά με επιστολή του  ημερ. 22.10.2012 απεδέχθη, χωρίς επιφύλαξη, τις φορολογικές οφειλές και ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους πίστωση χρόνου για να καταβάλει, με συγκεκριμένο τρόπο που ο ίδιος ζήτησε, τα οφειλόμενα.   Και η οποία πίστωση χρόνου του δόθηκε απλόχερα. 

 

    (β)  Ουδέποτε τήρησε την υπόσχεση που έδωσε για να αποφύγει την ποινική δίωξη ως Διευθυντής της εταιρείας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, η οποία ασκήθηκε εναντίον του αρχικά το 2013.  Ως ελέχθη,   στο πλαίσιο της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης, παραδέχθηκε τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.    Λίγες ημέρες πριν του επιβληθεί ποινή ζήτησε από την Πολιτεία να επιδείξει ευσπλαχνία προς το πρόσωπο του και να του αναστείλει την ποινική δίωξη, επικαλούμενος σοβαρά προβλήματα υγείας και τον οικονομικό του αφανισμό συνεπεία της οικονομικής κρίσης.  Η Πολιτεία ικανοποίησε και αυτό το αίτημα του αφού ο Γενικός Εισαγγελέας, δεχόμενος τα προβλήματα υγείας που επικαλέστηκε,  ανέστειλε  για ανθρωπιστικούς λόγους την ποινική δίωξη, ευελπιστώντας πως  θα υποβάλλονταν φορολογικές δηλώσεις για την περίοδο για την οποία είχε επιβληθεί η φορολογία, οπότε σε τέτοια περίπτωση τα οφειλόμενα ποσά ενδεχομένως να διαφοροποιούνταν.

    (γ)  Ουδέποτε υποβλήθηκαν τέτοιες φορολογικές δηλώσεις.  Τα ποσά παρέμεναν ως είχαν, με αποτέλεσμα να καταχωριστεί εκ νέου ποινική υπόθεση εναντίον του τον Φεβρουάριο του 2017.   Κατά την ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα, αφού ο Εφεσείων τώρα αρνήθηκε τις κατηγορίες, αυτός  ισχυρίστηκε πως απώλεσε την  μνήμη του και πως αδυνατούσε «να εξετάσει το ενδεχόμενο υποβολής δηλώσεων για την περίοδο που αφορά το Τεκμήριο 1 τόσο λόγω της παρέλευσης του χρόνο όσο και διότι πλείστα στοιχεία κατέχονται από το Τμήμα του ΦΠΑ ή απωλέσθηκαν».  Να επαναλάβουμε πως η μαρτυρία του αυτή απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αυτός κρίθηκε αναξιόπιστος.

 

    Δεν διαπιστώνουμε επηρεασμό οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του Εφεσείοντα συνεπεία της καθυστέρησης για την οποία ουσιαστικά ευθύνεται ο ίδιος και οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις που αυτός έδιδε στις αρμόδιες αρχές του Κράτους.   Με άλλα λόγια, εν προκειμένω η συμπεριφορά του Εφεσείοντα έχει τη σημασία της (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223, 233), ή όπως τέθηκε στην Κωνσταντίνου ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (2009) 2 Α.Α.Δ. 403, 407 «. εδώ δεν έχουμε περίπτωση τέλεσης ορισμένου αδικήματος κατά ορισμένη ημερομηνία και ποινική δίωξη πέντε χρόνια μετά χωρίς οτιδήποτε άλλο».   

 

     Να προσθέσουμε πως ο Εφεσείων γνώριζε πολύ καλά τί θα αντιμετώπιζε κατά την ακρόαση της ποινικής του υπόθεσης και προέβαλε όλες τις θέσεις του αντεξετάζοντας, μέσω συνηγόρου, τον βασικό μάρτυρα κατηγορίας και καταθέτοντας ο ίδιος ενόρκως.   Να επαναλάβουμε πως οι κατηγορίες που αντιμετώπισε τόσο το 2013 όσο και το 2017 είχαν ως βάση την ίδια Βεβαίωση Φόρου, Τεκμήριο 1, την οποία ο Εφεσείων όχι μόνο δεν αμφισβήτησε αλλά απεδέχθη, χωρίς επιφύλαξη, με επιστολή του.  Υπήρχαν βεβαίως και κατηγορίες που αφορούσαν σε παράλειψη εμπρόθεσμης υποβολής φορολογικών δηλώσεων, στις οποίες επίσης κρίθηκε ένοχος. 

  

     Το δεύτερο κατηγορητήριο καταχωρίστηκε το 2017 και η ποινική του ευθύνη διαγνώστηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, το 2021.   Παρόλο που το παράπονο του δεν επικεντρώνεται στον  πιο πάνω διαρρεύσαντα χρόνο, το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. Αρ.228/18, ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102, ισχύει και εδώ:

      

«. Στην παρούσα περίπτωση ναι μεν τα αδικήματα που καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα διαπράχθηκαν με ορίζοντα το 2000, αλλά οι εναντίον του κατηγορίες διατυπώθηκαν το 2016 και η ποινική του ευθύνη διαγνώστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στις 18.4.2018, δηλαδή μέσα σε δύο περίπου χρόνια.  Κατά συνέπεια δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη ....».

   Ούτε  συμφωνούμε με τη θέση του Εφεσείοντα, ως αυτή καταγράφεται στην αιτιολογία 4 του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ότι γενικά η παρέλευση χρόνου δημιουργεί τεκμήριο επηρεασμού της υπεράσπισης.  Όπως  λέχθηκε στην υπόθεση Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 5/20, ημερ. 30.7.2021:

 

«Το ερώτημα κατά πόσο ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει δίκαιης δίκης, μετά την απώλεια ή καταστροφή σχετικού μαρτυρικού υλικού, λόγω του διαρρεύσαντα χρόνου, όπως και στην περίπτωση της μη δυνατότητας κλήσης μαρτύρων, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και επικεντρώνεται στη φύση και την έκταση του δυσμενούς επηρεασμού που προκαλείται σ΄  αυτόν.

Εν προκειμένω, το βάρος, ήταν στους ώμους του Εφεσείοντα να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι λόγω της απουσίας του συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού και μη δυνατότητας κλήσης συγκεκριμένων μαρτύρων, υπέστη δυσμενή επηρεασμό σε βαθμό που η δίκη δεν ήταν δίκαιη.»   

 

      Εν προκειμένω, ο Εφεσείων ουδέποτε βρέθηκε αντιμέτωπος με κατηγορίες που αφορούσαν σε θέματα για τα οποία δεν είχε λάβει γνώση στο  παρελθόν.  Ως ελέχθη, αυτός είχε αναγνωρίσει στο παρελθόν και είχε παραδεχθεί, χωρίς επιφύλαξη, τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας στην οποία ήταν ο Διευθυντής, ζητώντας μάλιστα πότε χρόνο για να καταβληθούν τα οφειλόμενα και πότε αναστολή ποινικής δίωξης για ανθρωπιστικούς λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο του.

     

      Υπό το φως των πιο πάνω, ο Εφεσείων δεν απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, οποιονδήποτε δυσμενή επηρεασμό.  Να τονίσουμε εδώ πως ο διαρρεύσας, από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία επιβολής ποινής στον Εφεσείοντα, χρόνος,  δεν αγνοήθηκε (Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, 354).  Λήφθηκε υπόψη, και ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που του επέβαλε. 

 

     Όσον αφορά στη θέση του Εφεσείοντα ότι η ποινική δίωξη έλαβε χώρα «μετά από δημοσιεύματα στον τύπο και πολιτικές πιέσεις ως το Τεκμήριο 16 χωρίς να γίνει οποιαδήποτε επανεξέταση της φορολογίας» (αιτιολογία 3 στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης), θα πούμε μόνο πως τέτοια θέση μειώνει,  αδικαιολόγητα, τον Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανεξάρτητο αξιωματούχο της Πολιτείας.   Είναι σ΄ αυτόν τον αξιωματούχο που ο Εφεσείων είχε αποταθεί, δύο φορές, ζητώντας αναστολή ποινικής δίωξης.   Να σημειώσουμε πως ο Εφεσείων δεν εισηγείται πως αυτός δεν είχε δίκαιη δίκη λόγω δημοσιευμάτων στον Τύπο και λόγω πολιτικών πιέσεων.  Όπως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94 «. τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με την συγκεκριμένη επίδραση τους στο πλαίσιο της δίκης που καθηκόντως διεξάγεται».   Εν πάση περιπτώσει, βρίσκουμε ότι ο Εφεσείων είχε δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστή.           

    Και ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

               

    Τελειώνουμε με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο οποίος είναι κάπως πρωτότυπος, και έχει ως εξής:  

 

«4ος Λόγος ΄Εφεσης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε το κατηγορητήριο  και την κατ΄ εξουσιοδότηση  μαρτυρία επί το ότι καταχωρήθηκε και εξουσιοδοτήθηκε αντίστοιχα ανυπόστατα.

 

Αιτιολογία.

 

 

1.    Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε εκ μέρους του Εφόρου Φορολογίας που δεν είναι ανεξάρτητος θεσμός αλλά μια θέση στη Δημόσια Υπηρεσία που ήταν κενή εφ΄ όσον ο διορισμός του κ. Τσαγγάρη ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

2.   Οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο κ. Τσαγγάρης πριν την ακύρωση του διορισμού του δεν μπορούν να διασωθούν με οποιοδήποτε τρόπο ενόψει του λόγου ακυρότητας του διορισμού που διαπιστώθηκε.

3.   Εν πάση περιπτώσει αντιβαίνει στην απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα Τεκμήριο 19.»                               

     

     Κατ΄ αρχάς να σημειώσουμε πως δεν αμφισβητείται πως το κατηγορητήριο ορθά καταχωρίστηκε από τον Έφορο Φορολογίας.  Ούτε αμφισβητείται ότι αυτό υπεγράφη από πρόσωπο που μπορούσε να το υπογράψει για λογαριασμό του.   Και το πιο ουσιώδες, ουδέποτε αμφισβητήθηκε πως η ποινική δίωξη ασκήθηκε εναντίον του και προωθήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 46(14) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν. 95(Ι)/2000 και Άρθρο 87(1) και (2) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, Ν. 94(Ι)/2004).           

 

   Ο Εφεσείων ουδέποτε ισχυρίστηκε, πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας (21.5.2021), ότι η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του κατέστη αντικανονική και το Κατηγορητήριο ανυπόστατο, λόγω του γεγονότος ότι ακυρώθηκε με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 16.3.2020, ο διορισμός του κ. Τσαγγάρη στη θέση του Εφόρου Φορολογίας. 

 

    Ως ελέχθη, η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε με την απόφαση του Εφετείου ημερ. 7.6.2021, για την οποία έγινε αναφορά πιο  πάνω.    Είναι στο πλαίσιο αυτής της ποινικής δίωξης, την εγκυρότητα της οποίας τώρα αμφισβητεί, που είχε προβάλει την υπεράσπιση του η οποία απερρίφθη, για καλούς λόγους, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.   Μάλιστα,  με επιστολή του ημερ. 17.9.2020 προς τον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (δηλαδή μετά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του κ. Τσαγγάρη), ζητούσε να του δοθεί, και πάλι, αναστολή ποινικής δίωξης, «στη βάση του ανθρωπιστικού χαρακτήρα και του λευκού του ποινικού μητρώου στα 68 του έτη», αναγνωρίζοντας έτσι το νόμιμο της άσκησης και προώθησης ποινικής δίωξης εναντίον του.  Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρίσκουμε πως η ακύρωση του διορισμού του κ. Τσαγγάρη στη θέση του Εφόρου Φορολογίας,  ουδόλως καθιστούσε το κατηγορητήριο ανυπόστατο, ως ο Εφεσείων ισχυρίζεται.  

 

     Αβάσιμη είναι και η άλλη θέση του Εφεσείοντα ότι η μαρτυρία του Νίκου Σταύρου (Μ.Κ. 1) επηρεάζεται από την ακύρωση του διορισμού του κ. Τσαγγάρη.   Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς.   Ο εν λόγω μάρτυρας, Λειτουργός Φ.Π.Α. Α΄ (κάτι που δεν αμφισβητήθηκε), κατέθεσε ως μάρτυρας για γεγονότα που ο ίδιος γνώριζε υπό την πιο πάνω ιδιότητα του και όχι «κατ΄ εξουσιοδότηση» του Εφόρου Φορολογίας.  Υπό αυτή την ιδιότητα του υπέγραψε και κατέθεσε ως Τεκμήριο 6 και το πιστοποιητικό για το οποίο κάνει αναφορά ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000, Ν. 95(Ι)/2000 (άρθρο 43 του Νόμου και Δέκατο Παράρτημα του Νόμου).   

 

   Τέλος, η θέση του Εφεσείοντα ότι η εκ νέου καταχώριση κατηγορητηρίου εναντίον του «αντιβαίνει στην απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα Τεκμήριο 19» (αιτιολογία αρ. 3 στον πιο πάνω λόγο έφεσης), είναι επίσης αβάσιμη.  Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας με την επιστολή του, Τεκμήριο 19, ουδέποτε ανέφερε στον Εφεσείοντα ότι δεν θα καταχωρούσε στο μέλλον κατηγορητήριο εναντίον του για τις ίδιες κατηγορίες.   Αυτό που κατέγραψε στην εν λόγω επιστολή του ήταν πως αποφάσισε να αναστείλει την ποινική δίωξη υπό το φως των ανθρωπιστικών λόγων που είχαν προβληθεί από τον τότε ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα και αφού βεβαίως έλαβε υπόψη του και τις απόψεις του Εφόρου Φορολογίας πως σε περίπτωση που ο Εφεσείων υπέβαλλε δηλώσεις τα οφειλόμενα ποσά ενδεχομένως να εδιαφοροποιούνταν.   Μάλιστα ρητά καταγραφόταν στην εν λόγω επιστολή πως «Το θέμα θα επαναξεταστεί για να αποφασιστεί η τυχόν επανακαταχώριση της υπόθεσης με τα ακριβή οφειλόμενα ποσά».     Τέτοιες φορολογικές δηλώσεις ουδέποτε υποβλήθηκαν και συνεπώς τα οφειλόμενα ποσά παρέμεναν ως είχαν.   Συνεπώς, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι η καταχώριση εκ νέου ποινικής υπόθεσης εναντίον του, η οποία έλαβε χώρα συνεπεία της πιο πάνω παράλειψης του, «αντιβαίνει στην απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα Τεκμήριο 19».

 

    Και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

    Η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή από κάθε άποψη.

 

    Τελειώνοντας, θα πρέπει να σημειώσουμε  και τα ακόλουθα.  Το κράτος είχε στα χέρια του Βεβαίωση Φόρου η οποία όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, μέσω της νόμιμης οδού, αλλά έγινε αποδεκτή, χωρίς επιφύλαξη, τόσο από το υποκείμενο στον Φόρο νομικό πρόσωπο  όσο και από τον Διευθυντή του, τον Εφεσείοντα.   Ο οφειλόμενος Φ.Π.Α., ο οποίος μαζί με τους τόκους και τον πρόσθετο φόρο, ξεπέρασε το ποσό των €250.000,00  ουδέποτε καταβλήθηκε και ούτε αναμένεται να καταβληθεί στο μέλλον.   Με άλλα λόγια, έσοδα του Κράτους που παράνομα κατακρατήθηκαν, δεν θα επιστραφούν.  Οι νομοταγείς πολίτες και ειδικότερα αυτοί που συμμορφώνονται με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, δικαιολογημένα μπορεί να νιώθουν δυσαρεστημένοι από τέτοιες εξελίξεις, οι οποίες πλήττουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα.   Δεν είναι δικό μας έργο να προτείνουμε λύσεις.   Θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε αυτό που λέχθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρου κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ. 276/15 (σχ. με 277/15), ημερ. 18.9.2017, πως οι ανώτατες ποινές που προβλέπονται από τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000, Ν. 95(Ι)/2000, δεν αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων.     Εισηγούμαστε όπως ο Νομοθέτης εξετάσει το ζήτημα της αποτρεπτικότητας και αποτελεσματικότητας της σχετικής νομοθεσίας (Semenal Investments Ltd κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 226/20 (σχετ. με 37/21 και 38/21), ημερ. 19.5.2022).

 

 

 

 

     Η ΄Εφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

         



[1]     Άρθρο 46(11):  Κάθε πρόσωπο που παραλείπει η αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις Διατάξεις των άρθρων 49 και 49Α, εντός 30 ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποιήσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.5.000 ή σε φυλάκιση  μέχρι 12 μήνες  ή και στις δύο αυτές ποινές.   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο