ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Αλ. Αλεξάνδρου, για την Εφεσείουσα. Π. Βαρνάβα και Ν. Πάπουτσα (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-06-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο B.T.T. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 111/2023, 23/6/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:B225

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 111/2023)

 

 

 23 Ιουνίου, 2023

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

B.T.T.,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για την Εφεσείουσα.

 

Π. Βαρνάβα και Ν. Πάπουτσα (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα αντιμετωπίζει μαζί με δύο άλλα πρόσωπα από κοινού κατηγορίες οι οποίες αφορούν σε συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα και παράνομη εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και συγκεκριμένα μεθαμφεταμίνη βάρους 4 κιλών και 458,7 γρ. κατά παράβαση του Νόμου 29/1977, ως έχει τροποποιηθεί και των Άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα.

 

Εμφανιζόμενη η Εφεσείουσα, μαζί με τους συγκατηγορούμενους της, ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 23/5/2023 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση, καταχώρησε μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 17/7/2023.

 

Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση της Εφεσείουσας επί τη βάσει του κινδύνου της φυγοδικίας. Για τους συγκατηγορούμενους της δεν υπήρξε ανάλογο αίτημα και για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας τους την ημερομηνία της δίκης επιβλήθηκαν εγγυητικοί και περιοριστικοί όροι.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού έκρινε ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας στα περιστατικά της υπόθεσης ευσταθούσε, διέταξε την κράτηση της Εφεσείουσας μέχρι την παρουσίαση της στο Δικαστήριο κατά την ορισθείσα ημερομηνία για ακρόαση.

 

Η Εφεσείουσα δεν έμεινε ικανοποιημένη από την πιο πάνω απόφαση, την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας την παρούσα Έφεση, στην οποία προβάλλονται δύο, συνολικά, Λόγοι Έφεσης.

 

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη του το γεγονός ότι η Εφεσείουσα είναι μητέρα ενός βρέφους ηλικίας 16 μηνών, το οποίο εξακολουθεί να θηλάζει και ότι δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο συγγενικό της για τη φύλαξη του βρέφους, με συνεπακόλουθο το βρέφος να το αναλάβει το Γραφείο Ευημερίας. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση και/ή κρίση ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα καταδίκης, καθότι τα στοιχεία που είχε ενώπιον του δεν ήταν ικανά να το οδηγήσουν σε τέτοιο συμπέρασμα.

 

Οι αρχές αναφορικά με το θέμα κράτησης είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες. Η κράτηση ή μη ενός υποδίκου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με περιορισμένα τα όρια επέμβασης του Εφετείου. Επέμβαση χωρεί, αν διαπιστωθεί, ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε δικαστικά, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε διότι παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα. Αφετηρία αποτελεί η ατομική ελευθερία και η κράτηση μέτρο κατ' εξαίρεση.

 

Όπως είναι νομολογημένο, ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002)                      2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).

 

Αναφορικά με τα αντικειμενικά κριτήρια, δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στην Εφεσείουσα είναι πολύ σοβαρά. Ενδεικτικό της σοβαρότητας τους είναι οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι για την εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου η προβλεπόμενη εκ του Νόμου κατ' ανώτατο όριο ποινή είναι η δια βίου φυλάκιση. Ούτε αμφισβητείται ότι, σε περίπτωση καταδίκης, αναμένεται η επιβολή αυστηρών ποινών φυλάκισης.

 

Το παράπονο της Εφεσείουσας μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης είναι, όπως γίνεται αντιληπτό, η κατ' ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία και εξέταση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του για να αποφανθεί επί της πιθανολόγησης της καταδίκης.

 

Να υπενθυμίσουμε ότι στο στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορουμένου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (βλ. Ευριπίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 690, Τσεκκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54 και Χαμντ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 165/2021, ημερ. 27/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B485).

 

Όπως είναι δε νομολογημένο, «κατ' εξοχή .. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).

 

Όπως προέκυψε από το μαρτυρικό υλικό, κατασχέθηκε στις 8/4/2023 στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης πακέτο μέσα στο οποίο, κατόπιν ελέγχου, διαφάνηκε ότι υπήρχε μεθαμφεταμίνη. Με βάση τις πληροφορίες του εν λόγω πακέτου, παραλήπτης του ήταν ο A.E. με διεύθυνση «Room 103, B [ ] Paphos - Cyprus» και ένα αριθμό τηλεφώνου. Ακολούθησε συνεννόηση των Τελωνειακών Αρχών της Γερμανίας με την Αστυνομία Κύπρου για παράδοση του εν λόγω πακέτου στο αεροδρόμιο Λάρνακας, μέσω της διαδικασίας της ελεγχόμενης παράδοσης. Συνοδεία Γερμανού Τελωνειακού Λειτουργού το πακέτο έφτασε στη Δημοκρατία στις 15/4/2023 και αφού έτυχε ελέγχου διαπιστώθηκε ότι εντός αυτού υπήρχε ποσότητα μεθαμφεταμίνης πέραν των 4 κιλών. Στις 18/4/2023 και για σκοπούς ελεγχόμενης παράδοσης και αφού προηγουμένως οι προαναφερόμενες συσκευασίες με ναρκωτικές ουσίες αντικαταστάθηκαν με ομοιώματα, υπό κάλυψη Αστυνομικός, ενεργώντας ως οδηγός εταιρείας ταχυμεταφορών κάλεσε στον αριθμό τηλεφώνου που αναγραφόταν στις πληροφορίες παραλήπτη του προαναφερόμενου πακέτου. Αρχικά δεν υπήρξε ανταπόκριση, αλλά στη συνέχεια το πρόσωπο που κατείχε τον εν λόγω αριθμό τηλεφώνου κάλεσε πίσω το υπό κάλυψη μέλος της Αστυνομίας. Επρόκειτο για γυναίκα η οποία στην αγγλική γλώσσα του ανέφερε ότι είναι η παραλήπτης του πακέτου και του ζήτησε όπως η παράδοση γίνει σε συγκεκριμένη οδό έξω από συγκεκριμένο κατάστημα. Μετά από πάροδο κάποιου χρόνου χωρίς να εμφανιστεί κάποιος, ο υπό κάλυψη Αστυνομικός δέχθηκε κλήση από τον προαναφερόμενο αριθμό τηλεφώνου και η γυναίκα με την οποία είχε συνομιλήσει του ζήτησε εκ νέου να της παραδώσει στο σημείο που αρχικά του είχε ζητήσει το πακέτο. Όταν ο υπό κάλυψη Αστυνομικός στάθμευσε το όχημα της εταιρείας ταχυμεταφορών το οποίο οδηγούσε, σε συνεννόηση και με την εν λόγω εταιρεία, έξω από το συγκεκριμένο χώρο, είδε όχημα να προσεγγίζει και να σταματά πίσω από το δικό του. Εντός αυτού βρισκόταν η Εφεσείουσα, η οποία καθόταν στα πίσω καθίσματα, ενώ στα μπροστινά βρίσκονταν οι συγκατηγορούμενοι της. Αυτή κατέβηκε από το όχημα, προσέγγισε τον υπό κάλυψη Αστυνομικό και του είπε ότι είναι η παραλήπτρια του πακέτου με το όνομα Μπέκυ. Η Εφεσείουσα υπέγραψε το δελτίο παραλαβής και, αφού της παραδόθηκε το πακέτο, ο υπό κάλυψη Αστυνομικός αποκάλυψε την ιδιότητα του. Η Εφεσείουσα απάντησε «I ordered shoes and clothes from Dubai». Ακολούθησε η σύλληψη της. Ανακρινόμενη στη συνέχεια προφορικά ανέφερε ότι η διεύθυνση παραλήπτη και ο αριθμός τηλεφώνου που αναγράφονταν στις πληροφορίες του πακέτου της ανήκουν. Ανέφερε περαιτέρω ότι ο A.E., όνομα το οποίο αναφερόταν στο πακέτο ως παραλήπτης, είναι φίλος της από το Καμερούν, ο οποίος δεν έχει σταθερή διεύθυνση διαμονής και κυπριακό αριθμό τηλεφώνου και είχε χρησιμοποιήσει τη δική της διεύθυνση και αριθμό τηλεφώνου. Κατά την προφορική της ανάκριση ανέφερε ότι το εν λόγω πρόσωπο είχε επικοινωνήσει μαζί της τηλεφωνικά και της ζήτησε όπως παραλάβει η ίδια το συγκεκριμένο πακέτο.

 

Εξέταση της εκκαλούμενης Απόφασης αναδεικνύει ξεκάθαρα ότι το Κακουργιοδικείο, προτού αποφανθεί για την πιθανότητα καταδίκης, διερχόμενο του μαρτυρικού υλικού, εξέτασε όλα τα στοιχεία ενώπιον του και η αντίθετη προς τούτο θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα, με κάθε σεβασμό, δεν έχει έρεισμα.  Η δε καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ως προς το τρόπο αξιολόγησης της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιόν του στη βάση των αρχών που προέκυπταν από αυτή. Ορθά περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού, χωρίς να υπεισέλθει στη βαρύτητα της μαρτυρίας και μέχρι πού αυτή μπορούσε να οδηγήσει.

 

Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο αυτό εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Ό,τι αποφασίζεται είναι αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (βλ. Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135 και Μαρκίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).

 

Ενόψει των πιο πάνω και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του, το οποίο το Κακουργιοδικείο εξέτασε, δικαιολογημένα αποφάνθηκε ότι πιθανολογείτο η καταδίκη της Εφεσείουσας.

 

Μετά την εξέταση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζει η νομολογία για σκοπούς κράτησης μέχρι τη δίκη (σοβαρότητα αδικήματος, πιθανότητα καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής ποινής), το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στους υποκειμενικούς παράγοντες της Εφεσείουσας και στο κατά πόσο οι προσωπικές της περιστάσεις και οι δεσμοί της με τη Δημοκρατία συνηγορούσαν υπέρ της να αφεθεί ελεύθερη υπό όρους.

 

Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος, έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).

 

Όπως, συναφώς, διαπιστώνεται η Εφεσείουσα είναι αιτήτρια πολιτικού ασύλου και βρίσκεται στη Δημοκρατία τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πριν τη σύλληψη και κράτηση της δεν εργαζόταν και διέμενε μαζί με το παιδί της, ηλικίας σήμερα 16 - 17 μηνών και ένα πρόσωπο με το οποίο διατηρούσε δεσμό. Από τις 20/4/2023 και ενώ βρισκόταν υπό κράτηση, η Εφεσείουσα είχε δώσει τη συγκατάθεση της το παιδί της να διαμένει με φιλικό της πρόσωπο σε συγκεκριμένη διεύθυνση. Ακολούθως και λόγω μη επιθυμίας του εν λόγω προσώπου να συνεχίζει να φροντίζει το παιδί, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας αφού αποτάθηκαν στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου στις 19/5/2023 εξασφάλισαν προσωρινό διάταγμα με το οποίο αφαιρέθηκε η γονική μέριμνα του παιδιού από την Εφεσείουσα και ανατέθηκε στη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και/ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο. Σήμερα το παιδί τυγχάνει φροντίδας από ανάδοχη, εγκεκριμένη από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, οικογένεια.

 

Αφού λοιπόν το Κακουργιοδικείο συνυπολόγισε όλες αυτές τις καταστάσεις και υποκειμενικά δεδομένα της υπόθεσης ως στοιχεία άμεσα συναρτημένα με την ύπαρξη κινδύνου μη προσέλευσης, δεν τα έκρινε ικανά να αποτρέψουν τον κίνδυνο της φυγοδικίας, ο οποίος προέκυπτε από την κατάληξη του σε σχέση με τους τρεις αντικειμενικούς παράγοντες, στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Ως έχουμε προαναφέρει το ενδεχόμενο η κατηγορούμενη 1 να καταδικαστεί στις σοβαρές κατηγορίες που αντιμετωπίζει και να της επιβληθούν πολυετείς ποινές φυλάκισης, είναι υπαρκτό. Μια τέτοια πιθανή εξέλιξη, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την για χρόνια αποστέρηση της ελευθερίας της κατηγορούμενης 1, θα αποτελούσε μια ιδιαιτέρως σοβαρή επίπτωση για την ίδια την οποία υπάρχει ενδεχόμενο να υποστεί σε περίπτωση παρουσίας της στην δίκη και εκδίκασης της εναντίον της υπόθεσης. Από την άλλη, εάν η κατηγορούμενη 1 επιλέξει να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία και/ή να καταλήξει σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και κατ' επέκταση φυγοδικήσει, με βάση τις προσωπικές τις συνθήκες καμία επίπτωση και/ή δυσμενή επηρεασμό της ζωής της δεν θα έχει. Η κατηγορούμενη 1, η οποία κανένα σοβαρό και/ή ισχυρό δεσμό δεν έχει με την Δημοκρατία, ούτε εργασία θα απωλέσει αλλά ούτε και θα στερηθεί την οικογένεια της η οποία από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας προκύπτει να αποτελείται από την ίδια και το ανήλικο παιδί της. Το ότι μέχρι και τις 26.5.2023 βρίσκεται σε ισχύ ένα διάταγμα το οποίο της αφαιρεί την γονική μέριμνα και το οποίο προφανώς από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας έχει εκδοθεί λόγω της κράτησης της για τα αδικήματα των οποίων η διάπραξη τους της αποδίδεται στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει την σε μεταγενέστερο χρόνο της 26.5.2023 εγκατάλειψη της Δημοκρατίας από την ίδια μαζί με το παιδί της ή διαφυγή τους σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.»

 

 

Όπως, συνεπώς, προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε τις προσωπικές περιστάσεις της Εφεσείουσας και τους δεσμούς της με τη Δημοκρατία στο πλαίσιο του συνόλου της υπόθεσης, διεργασία απολύτως θεμιτή και εμπίπτουσα στη διακριτική του ευχέρεια.

 

Τα όσα δε προέβαλε ο κ. Αλεξάνδρου προς υποστήριξη του 1ου Λόγου Έφεσης παραγνωρίζουν το ουσιώδες: «Ότι η κράτηση ενός υπόδικου μέχρι την δίκη, ή, η εξασφάλιση της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου. Η άσκηση δε της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου»                     (βλ. Α. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251).

 

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της έλλειψης επαφής της Εφεσείουσας με το παιδί της, στο οποίο ο κ. Αλεξάνδρου έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως παραγνώρισε ότι συνέχιση της κράτησης της θα έχει ως αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα συνεχούς και απρόσκοπτης επαφής μεταξύ μιας μάνας και του παιδιού της, περιλαμβανομένης και της όποιας ανάγκης θηλασμού που η Υπεράσπιση είχε επικαλεστεί. Έλαβε, ωστόσο, υπόψη του το γεγονός ότι οι Υπηρεσίες του Κράτους έχουν ήδη ενεργήσει και μεριμνήσει για τη φροντίδα του παιδιού της Εφεσείουσας και ότι, σε κάθε περίπτωση, είναι έτοιμες να διευθετούν επαφή της με το παιδί της. Όπως, μάλιστα, διευκρινίστηκε και ενώπιον μας από τον ευπαίδευτο εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, στο διάστημα που μεσολάβησε δεν ζητήθηκε τέτοια επαφή και, σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρξε άρνηση από τις αρμόδιες Αρχές να τη διευθετήσουν.

 

Έχοντας εξετάσει την εκκαλούμενη Απόφαση υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών, δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι κινούμενο μέσα στα ορθά νομολογημένα πλαίσια έλαβε υπόψη του, συνεκτίμησε και εξισορρόπησε τους σχετικούς παράγοντες δίδοντας επαρκείς λόγους. Λόγοι οι οποίοι συνήδαν με το πλαίσιο άσκησης δικαστικώς της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                      Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο