ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B149
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 179/2022]
8 Μαΐου, 2023
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εφεσείων
v
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
*****************
Η. Σατολιάς, για Κώστας Σατολιάς ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα
Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη
******************
ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Στις 17.10.2015 και ώρα 07:22, μικρό όχημα χρώματος ασημί, («το όχημα») παρέσυρε στην οδό Αμπελοκήπων στην Πάφο πεζό, ο οποίος κατά τον χρόνο επαφής του με το όχημα, βρισκόταν περίπου στη μέση του δρόμου. Ο οδηγός του οχήματος, αν και είχε τη δυνατότητα για απρόσκοπτη παρατήρηση του δρόμου και του χώρου όπου εκινείτο ο πεζός, δεν αντέδρασε με οποιονδήποτε τρόπο προς αποφυγή της σύγκρουσης του οχήματος με τον πεζό, αλλά ούτε και κατά την σύγκρουση και αμέσως μετά εγκατέλειψε τον τόπο του δυστυχήματος.
Όπως διαπιστώθηκε, ο πεζός που παρασύρθηκε από το εν λόγω όχημα ήταν ο ΙΧ, με ημερ. γέννησης 22.1.1936, ο οποίος, συνεπεία πολλαπλών κακώσεων σώματος και σπονδυλικής στήλης που του προκλήθηκαν από το επίδικο τροχαίο ατύχημα, απεβίωσε την ίδια ημέρα, 17.10.2015 στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου (στο εξής το θύμα).
Οι υποψίες των αστυνομικών ανακριτικών αρχών για το σοβαρό τραυματισμό και θάνατο του θύματος, στράφηκαν στον Εφεσείοντα ηλικίας 42 ετών.
Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ο Εφεσείων αντιμετώπισε την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του ΚΕΦ. 154, ως και την κατηγορία της εγκατάλειψης τόπου ατυχήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 235 Α του ΚΕΦ.154.
Συναφώς, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν 26 μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή και ακόμα μία μάρτυρας κλητεύθηκε προς αντεξέταση από την Υπεράσπιση, στην βάση των προνοιών του Άρθρου 26 του ΚΕΦ. 9. Για την Υπεράσπιση κατέθεσαν 5 μάρτυρες, ενώ ο Εφεσείων έδωσε ανώμοτη δήλωση. Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την ενοχή του Εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, βασίστηκε αποκλειστικά σε περιστατική μαρτυρία, ενώ ο Εφεσείων αμφισβήτησε έντονα την εμπλοκή του στον θανατηφόρο τραυματισμό του θύματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσκομισθείσας μαρτυρίας, κατέληξε ότι τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας που είχε ενώπιον του οδηγούσαν στην ενοχή του Εφεσείοντα, αποκλείοντας οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα και αφού τον έκρινε ένοχο στις πιο πάνω κατηγορίες, επέβαλε σ' αυτόν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 και 1 έτους, ως και 5 βαθμούς ποινής σ' έκαστη κατηγορία.
Με την Έφεση προσβάλλεται η καταδίκη του Εφεσείοντα, ως και η επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή φυλάκισης.
Με τον 1ο, 3ο, 4ο, 5ο και 6ο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων πλήττει ως εσφαλμένη την αξιολόγηση της προσκομισθείσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας των ΜΚ15, ΜΚ20 και ΜΚ14, ως και την κατάληξη του για την ενοχή του στη βάση περιστατικής μαρτυρίας, ελλείψει άμεσης μαρτυρίας που να συνδέει τον Εφεσείοντα με την διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε και ειδικότερα που να τεκμηριώνει ότι πράγματι αυτός ήταν το πρόσωπο που οδηγούσε το εμπλεκόμενο όχημα, κατά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή που επεσυνέβηκε το δυστύχημα.
Με τον 2ο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων πλήττει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση λόγω πλημμελούς αξιολόγησης των καταθέσεων του στην Αστυνομία, ως και της ανώμοτης δήλωσης του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η επιβληθείσα στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική με 1 λόγο Έφεσης.
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση των λόγων Έφεσης, θεωρούμε πως προέχει η παράθεση των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αποτέλεσαν και το βάθρο της καταδίκης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το θανατηφόρο δυστύχημα, κατέληξε ότι αυτές αποκάλυπταν εκ μέρους του οδηγού του οχήματος που παρέσυρε το θύμα, τέτοια οδηγική συμπεριφορά που καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 210 του ΚΕΦ. 154, εύρημα το οποίο ουδόλως αμφισβητήθηκε από τον Εφεσείοντα, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' Έφεση. Αντίθετα, ενώπιον μας, τούτο έγινε ρητώς παραδεκτό. Πολύ ορθά, εφόσον για τον οδηγό του οχήματος υπήρχε απρόσκοπτη δυνατότητα παρατήρησης του δρόμου και του χώρου όπου εκινείτο το θύμα, το οποίο μάλιστα είχε διανύσει απόσταση εντός του δρόμου. Περιπλέον ο οδηγός, ουδόλως αντέδρασε προς αποφυγή της σύγκρουσης του οχήματος με το θύμα, αλλά και κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, οπότε και εγκατέλειψε τη σκηνή, στοιχεία, που όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποκαλύπτουν πλήρη έλλειψη προσοχής στο δρόμο και, κατ' επέκταση, πλήρη αδιαφορία για όσους χρησιμοποιούσαν ή δυνατόν να χρησιμοποιούσαν το δρόμο.
Το επόμενο ερώτημα αφορούσε το ποιο ήταν το όχημα και ποιος ήταν ο οδηγός του κατά το χρόνο του δυστυχήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, επί περιστατικής μαρτυρίας, ότι ήταν το όχημα [ ], μάρκας ΤΟΥΟΤΑ VITZ, χρώματος αργυρό, με ημερ. κατασκευής 2.1.2005 και ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το οδηγούσε ο Εφεσείων. Έλαβε προς τούτο υπόψη τα ακόλουθα:
1. Το όχημα [ ], μάρκας ΤΟΥΟΤΑ VITZ, χρώματος αργυρό, με ημερ. κατασκευής 2.1.2005, εντοπίστηκε την επόμενη ημέρα του θανατηφόρου δυστυχήματος, δηλ. στις 18.10.2015, στο κλειστό γκαράζ της οικίας του Εφεσείοντα, κατόπιν πληροφορίας που είχε η Αστυνομία ότι εμπλεκόταν στο δυστύχημα. Σύμφωνα με τον ΜΚ20 - πωλητή αυτοκινήτων Toyota στην εταιρεία Δικράν Ουζουνιάν & Σία Λτδ από το 2007, ο οποίος κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας είδε τις φωτογραφίες και λήψεις κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης (Τεκμήριο 60) που κατέγραψε το δυστύχημα - το εμπλεκόμενο στο δυστύχημα όχημα, ήταν μάρκας TOYOTA YARIS ή VITZ, κατασκευής 2005 - 2010.
2. Το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης (Τεκμήριο 41), ως και φωτογραφίες που λήφθηκαν από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης (Τεκμήριο 60), έδειχναν το εμπλεκόμενο όχημα λίγο μετά τη σύγκρουση με το θύμα και συγκεκριμένα η ώρα 07:25, να κινείται στο δρόμο. Φωτογραφία από το Τεκμήριο 60 απεικόνιζε, μέσα από το παράθυρο του συνοδηγού, ζημιά στον ανεμοθώρακα του εμπλεκόμενου οχήματος. Απεικόνιζε επίσης τις ζάντες των ελαστικών του εμπλεκόμενου οχήματος, οι οποίες ήταν ιδίου τύπου με τις ζάντες επί των ελαστικών του οχήματος [ ]. Τόσο το εμπλεκόμενο όχημα, όσο και το όχημα [ ] ήταν ιδίου χρώματος.
Περαιτέρω φωτογραφίες από το Τεκμήριο 60, απεικόνιζαν το εμπλεκόμενο όχημα να έχει στο πίσω μέρος του πινακίδες εγγραφής κίτρινου χρώματος, όπως και το όχημα [ ], σύμφωνα με τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 53. Απεικόνιζαν, επίσης, το εμπλεκόμενο όχημα να φέρει στο αριστερό γωνιακό σημείο του πίσω γυαλιού, ένα μικρό άσπρο στρογγυλό αυτοκόλλητο, όπως και το όχημα [ ] στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Επιπρόσθετα, φωτογραφία από το Τεκμήριο 60, απεικόνιζε το θύμα, συνεπεία της σύγκρουσης, να πέφτει πάνω στο αριστερό μπροστινό μέρος του εμπλεκόμενου οχήματος ενώ αυτό κινείτο και να κτυπά και στο αριστερό μέρος του ανεμοθώρακα του, δηλ. μπροστά από το σημείο του συνοδηγού. Το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης (Τεκμήριο 41), έδειχνε η ώρα 07:23:16, το εμπλεκόμενο όχημα να περνά από το δρόμο και είχε βαθούλωμα στο αριστερό μπροστινό μέρος του καπό, αλλά και μια τρύπα σχήματος οβάλ στον ανεμοθώρακα, μπροστά από τη θέση του συνοδηγού. Σύμφωνα με φωτογραφίες του Τεκμηρίου 53, το όχημα [ ], έφερε βαθούλωμα στο μπροστινό αριστερό μέρος του καπό, το οποίο είχε ανασηκωθεί, αλλά είχε σπασμένο και τον ανεμοθώρακα του σε πλήρη έκταση, με υπολείμματα του ανεμοθώρακα στις άκριες.
3. Ο ΜΚ15, γείτονας του Εφεσείοντα, στις 17.10.15 και ώρα 07:30, ενώ βρισκόταν έξω από την οικία του, είδε τον Εφεσείοντα να οδηγά το όχημα μάρκας TOYTOTA VITZ, χρώματος γκρίζου και να κατευθύνεται από το δρόμο προς το σπίτι του. Αντιλήφθηκε ότι το εν λόγω όχημα είχε ζημιά στο καπό, αλλά και μια τρύπα στον ανεμοθώρακα μπροστά από τη θέση του συνοδηγού.
Όπως προαναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα στηριζόμενο αποκλειστικά στη δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας, ως την μόνη λογική κατάληξη, στη βάση των ευρημάτων του ως ανωτέρω. Καθοδηγητικές επί τούτου είναι οι αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 και στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας».
Έργο του Εφετείου δεν είναι να επανεκδικάσει την υπόθεση, αξιολογώντας εκ νέου και μάλιστα μικροσκοπικά τη μαρτυρία. Ούτε απαιτείται ειδική αναφορά ή αιτιολόγηση για οτιδήποτε τέθηκε. Όπως νομολογήθηκε «δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.» (Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490).
Η αξιολόγηση ήταν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα περιθώρια επέμβασης του Εφετείου είναι περιορισμένα. Παραπέμπουμε στα αναφερθέντα στην υπόθεση Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Lτd (1998) 1 A.A.Δ.
«Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου v. Ρώσσου, Πολιτική ΄Εφεση 8784/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).
Έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες διαχρονικές νομολογιακές αρχές που αφορούν την δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου σ' ό,τι αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στα συνακόλουθα ευρήματα του, καθώς επίσης και στη φύση και δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας, εξετάσαμε με προσοχή τα όσα σχετικά υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσείοντα προς τεκμηρίωση των προαναφερθέντων λόγων Έφεσης. Καταλήξαμε ότι οι αιτιάσεις του, αφενός δεν παρέχουν στο Εφετείο δυνατότητα επέμβασης για παραγκωνισμό των ευρημάτων στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας και αφετέρου, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε, εδράζονταν σε μεγάλο βαθμό σε ουσιαστικά αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που συνίστατο σε λήψεις από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και φωτογραφίες, που όχι μόνο καταδείκνυαν την εμπλοκή του οχήματος [ ] με οδηγό τον Εφεσείοντα, στον σοβαρό τραυματισμό του θύματος, αλλά ταυτόχρονα απέκλειε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα. Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Με δεδομένο λοιπόν για το Δικαστήριο στην βάση όλων των πιο πάνω ότι (α) το με ασημί χρώμα όχημα το οποίο την 17.10.2015 και ώρα 07:22 παρέσυρε και τραυμάτισε θανάσιμα τον Ιωάννη Χριστοδούλου ήταν με βάση και την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΚ20 Toyota Vitz ή Yaris κατασκευής μεταξύ 2005-2010, β) το όχημα KRK518 είναι μάρκας Toyota Vitz, ιδίου χρώματος με το εμπλεκόμενο στο δυστύχημα όχημα, κατασκευής τους 2005, γ) οι ζάντες επί των ελαστικών του εμπλεκόμενου οχήματος στο θανατηφόρο δυστύχημα ήταν οι ίδιες με τις ζάντες επί των ελαστικών του [ ], d) το εμπλεκόμενο στο θανατηφόρο δυστύχημα όχημα έφερε στο πίσω μέρος πινακίδα με αρ. εγγραφής κίτρινου χρώματος όπως και το όχημα [ ] το οποίο εντοπίστηκε στο γκαράζ του κατηγορούμενου, ε) το εμπλεκόμενο στο θανατηφόρο δυστύχημα όχημα έφερε στο γωνιακό αριστερό σημείο του πίσω γυαλιού ένα μικρό άσπρο στρογγυλό αυτοκόλλητο και ότι το ίδιο αυτό αυτοκόλλητο εντοπίζεται στο ίδιο σημείο του [ ], στ) το εμπλεκόμενο στο θανατηφόρο δυστύχημα όχημα έφερε, λόγω του δυστυχήματος, ζημιές στο μπροστινό καπό αλλά και μια τρύπα στον ανεμοθώρακα μπροστά από το σημείο του συνοδηγού και ότι λίγα λεπτά μετά από αυτό το δυστύχημα ο κατηγορούμενος οδηγούσε το [ ] και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του με το εν λόγω όχημα να φέρει μάλιστα ζημιές στο καπό αλλά και τρύπα στο ίδιο σημείο του ανεμοθώρακα του και ζ) κρίνοντας κατ' επέκταση ως αναληθείς ισχυρισμούς που προέβαλε ο κατηγορούμενος τόσο προς τις ανακριτικές αρχές (βλ. ανακριτικές καταθέσεις Τεκμήρια 113 και 114) όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα από την χωρίς όρκο δήλωση του, ως προς το ότι οι ζημιές επί του οχήματος [ ] προκλήθηκαν όταν αυτός κτύπησε περί τα μεσάνυχτα της 17.10.2015 σε μια δομή με πέτρες σε ένα αγροτικό δρόμο, για λόγους που σημειώνω σε καμία περίπτωση δεν εξηγούνται υποστηρίζοντας μάλιστα ότι την επόμενη ημέρα και για τους πιο πάνω λόγους αφαίρεσε τον ανεμοθώρακα και ότι πέταξε αυτόν σε ένα κάλαθο μακριά από το σπίτι του και ο οποίος ανεμοθώρακας σημειώνω ότι με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία ουδέποτε εντοπίστηκε και χωρίς να παραγνωρίζω ότι σε σημείο αυτού του αγροτικού δρόμου, στον οποίο καμία ένδειξη δεν υπήρχε περί σύγκρουσης οχήματος (βλ. φωτογραφίες Τεκμηρίου 80), εντοπίστηκε μετά από πάροδο κάποιων ημερών από το θανατηφόρο δυστύχημα μέρος των μπροστινών πινακίδων εγγραφής του οχήματος [ ] για λόγους, κρίνω, άλλους βεβαίως και οι οποίοι δεν έχω αμφιβολία ότι άπτονται της γενικότερης προσπάθειας του κατηγορούμενου να αποσυνδέσει τον εαυτό του και το όχημα [ ] από το θανατηφόρο δυστύχημα, η κρίση μου είναι ότι το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι το συμπέρασμα ότι το εμπλεκόμενο στο θανατηφόρο δυστύχημα όχημα ήταν το όχημα [ ] με οδηγό μάλιστα τον κατηγορούμενο».
Τα πιο πάνω, αφ' εαυτών, κρίνουμε πως περιέχουν ισχυρότατα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας για την εμπλοκή του οχήματος [ ], με οδηγό τον Εφεσείοντα, στον σοβαρό τραυματισμό του θύματος και επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα, εφόσον κάθε άλλο συμπέρασμα, θα αντιστρατευόταν την απλή κοινή λογική.
Η βασική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα περί εσφαλμένης κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως ο οδηγός του εμπλεκόμενου οχήματος κατά την επίδικη χρονική στιγμή ήταν ο Εφεσείων, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Η χρονική αλληλουχία των γεγονότων, οδηγεί στο μοναδικό λογικό συμπέρασμα ότι ο οδηγός του εμπλεκόμενου οχήματος [ ] κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν ο Εφεσείων. Συγκεκριμένα, ο χρόνος σύγκρουσης του οχήματος με το θύμα στις 07:22, η ύπαρξη των συγκεκριμένων ζημιών επί του εμπλεκόμενου οχήματος στις 07:23:16 - ταυτιζόμενες επακριβώς με τις ζημιές επί του οχήματος [ ] -, η κίνηση του εμπλεκόμενου οχήματος στο δρόμο στις 07:25 και η οδήγηση του [ ] από τον Εφεσείοντα στις 07:30 από το δρόμο προς το σπίτι του, δεν αφήνουν κανένα χρονικό περιθώριο, αλλά ούτε και τη δυνατότητα οδήγησης του οχήματος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κατά τον κρίσιμο χρόνο σύγκρουσης του με το θύμα, ως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι ο Εφεσείων ουδέποτε προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό, τόσο στις ανακριτικές καταθέσεις του στην Αστυνομία, όσο και στην ανώμοτη δήλωση του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Συνεπώς, αφενός δεν είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέτοια στοιχεία μαρτυρικού υλικού, τα οποία να μπορούσαν να δημιουργήσουν εύλογη αμφιβολία ως προς το κατά πόσο η ώρα 07:22 της 17.10.2015, υπήρχε η δυνατότητα ή το ενδεχόμενο το εμπλεκόμενο όχημα [ ] να οδηγείτο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από τον Εφεσείοντα και αφετέρου, με ό,τι τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να κλονισθεί η ισχυρή σύνδεση των κρίκων της περιστατικής μαρτυρίας σε ό,τι αφορά το γεγονός ότι στις 07:22 της 17.10.2015 που επεσυνέβη το επίδικο δυστύχημα, ενεχόμενο όχημα ήταν τον [ ], το οποίο δεν μπορούσε να οδηγείτο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από τον Εφεσείοντα. Όπως υποδείξαμε πρόσφατα στην υπόθεση Π. Πατσαλίδης ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 76/2022, ημερ. 19.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B13 με αναφορά στην Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706,
«Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104.»
Συνακόλουθα, οι 1ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος λόγος Έφεσης απορρίπτονται ως πραγματικά και νομικά αβάσιμοι.
Με τον 2ο λόγο Έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τις ανακριτικές καταθέσεις του Εφεσείοντα στην Αστυνομία, ως και την ανώμοτη δήλωση του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το περιεχόμενο των εν λόγω καταθέσεων του στην Αστυνομία, ως και της ανώμοτης του δήλωσης και ειδικότερα τα όσα ο Εφεσείων επικαλέστηκε σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προκλήθηκαν οι ζημιές στο όχημα [ ] στις 17.10.2015. Καταλήγουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις καταθέσεις και ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα, αναφέροντας σχετικά στη σελ. 17 της απόφασης του:
ζ) κρίνοντας κατ' επέκταση ως αναληθείς ισχυρισμούς που προέβαλε ο κατηγορούμενος τόσο προς τις ανακριτικές αρχές (βλ. ανακριτικές καταθέσεις Τεκμήρια 113 και 114) όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα από την χωρίς όρκο δήλωση του, ως προς το ότι οι ζημιές επί του οχήματος [ ] προκλήθηκαν όταν αυτός κτύπησε περί τα μεσάνυχτα της 17.10.2015 σε μια δομή με πέτρες σε ένα αγροτικό δρόμο, για λόγους που σημειώνω σε καμία περίπτωση δεν εξηγούνται υποστηρίζοντας μάλιστα ότι την επόμενη ημέρα και για τους πιο πάνω λόγους αφαίρεσε τον ανεμοθώρακα και ότι πέταξε αυτόν σε ένα κάλαθο μακριά από το σπίτι του και ο οποίος ανεμοθώρακας σημειώνω ότι με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία ουδέποτε εντοπίστηκε και χωρίς να παραγνωρίζω ότι σε σημείο αυτού του αγροτικού δρόμου, στον οποίο καμία ένδειξη δεν υπήρχε περί σύγκρουσης οχήματος (βλ. φωτογραφίες Τεκμηρίου 80), εντοπίστηκε μετά από πάροδο κάποιων ημερών από το θανατηφόρο δυστύχημα μέρος των μπροστινών πινακίδων εγγραφής του οχήματος [ ] για λόγους, κρίνω, άλλους βεβαίως και οι οποίοι δεν έχω αμφιβολία ότι άπτονται της γενικότερης προσπάθειας του κατηγορούμενου να αποσυνδέσει τον εαυτό του και το όχημα [ ] από το θανατηφόρο δυστύχημα ..»
Συνεπώς ούτε και ο 2ος λόγος Έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.
Παραμένει προς εξέταση ο λόγος Έφεσης που αφορά την κατ' ισχυρισμό, έκδηλα υπερβολική ποινή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι οι συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα είναι έκδηλα υπερβολικές, ενόψει της παρέλευσης σχεδόν 6 ½ ετών από την διάπραξη των αδικημάτων, αλλά και των υπόλοιπων ελαφρυντικών παραγόντων, όπως η μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του μετά την διάπραξη των αδικημάτων, ο επηρεασμός της σταδιοδρομίας του, ο καλός του χαρακτήρας και οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις.
Εξετάσαμε όλα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε για προώθηση της πιο πάνω θέσης του, έχοντας κατά νου ότι το δύσκολο έργο επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η Έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική (βλ. Ismen Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, O.O. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 337/2018 και 351/2018, ημερ. 20/1/2020, xxx xxx xxx H. E. v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 50/2018 και 137/2018, ημερ. 8/4/2020 και χχχ Αθηνάκη ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 218/2017 ημερομηνίας 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B269.) Έκδηλα ανεπαρκής ή υπερβολική ποινή προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής που οριοθετείται από τη νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Στην υπό κρίση περίπτωση, η σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Εφεσείων είναι δεδομένη και σε τέτοιου είδους αδικήματα θα πρέπει να επιβάλλονται αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές. Όπως είναι νομολογημένο, η ποινή που επιβάλλεται σε περιπτώσεις καταδίκης δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τα περιστατικά της υπόθεσης, την υφή της αμέλειας που προκάλεσε τον θάνατο και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
Στην υπόθεση Χ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109, με αναφορά στην υπόθεση R v. Guilfoyle (1973) 2 All E. R. 844, υιοθετήθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες καθορίστηκαν από το Αγγλικό Εφετείο, αναφορικά με τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να αποφασισθεί κατά πόσο ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης στις υποθέσεις θανατηφόρων τροχαίων δυστυχημάτων. Καθοριστικός παράγοντας ως προς το είδος της ποινής, είναι το κατά πόσο πρόκειται για περίπτωση στιγμιαίας αβλεψίας ή εγωιστικής παραγνώρισης και αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σ. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355, αποφασίστηκε ότι στις περιπτώσεις που το δυστύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και ο κατηγορούμενος έχει λευκό ποινικό μητρώο, η ποινή πρέπει να περιορίζεται σε χρηματική και στέρηση της άδειας οδηγού. Στις περιπτώσεις όμως που το δυστύχημα είναι προϊόν εγωιστικής παραγνώρισης της ασφάλειας άλλων προσώπων ή επικίνδυνης ή απερίσκεπτης οδήγησης του κατηγορούμενου, η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού ενδείκνυται.
Στην προκειμένη περίπτωση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, η συμπεριφορά που επέδειξε ο Εφεσείων ως οδηγός, εμπεριείχε το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων προσώπων χρησιμοποιούσαν τον δρόμο. Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Στην παρούσα υπόθεση και με βάση τα γεγονότα, η συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος επέδειξε ως οδηγός εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια όσων άλλων χρησιμοποιούν τον δρόμο. Δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας περίπτωσης ενός στιγμιαίου λάθους του κατηγορούμενου ή μίας λανθασμένης στάθμισης της κατάστασης που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο στον δρόμο. Ο κατηγορούμενος, ως αποκαλύπτει και η απουσία οιασδήποτε αντίδρασης του για αποφυγή της σύγκρουσης με τον πεζό ή αντίδρασης του κατά την διάρκεια αυτής, παρά το ότι υπήρχε δυνατότητα για απρόσκοπτη παρατήρηση, καμία απολύτως προσοχή δεν είχε στον δρόμο, πράγμα που αποκαλύπτει επικίνδυνη από μέρους του συμπεριφορά ως οδηγού και αδιαφορία για όσους χρησιμοποιούσαν τον δρόμο (βλ. Ποινική Έφεση 217/2016 Αστυνομία ν. Μόδεστου Νικολάου) για την οποία έχει γίνει αναφορά στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου). Μάλιστα αυτή η αδιαφορία του κατηγορούμενου και εγωιστική θα έλεγα από μέρους του παραγνώριση της ασφάλειας άλλων προσώπων επιβεβαιώνεται, αυξάνεται και επιβαρύνει την θέση του ενώπιον του Δικαστηρίου από το γεγονός ότι εγκατέλειψε τον τόπο του ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας σε ένα συνάνθρωπο του ο οποίος συνεπεία της δική του επικίνδυνης οδηγικής συμπεριφοράς οδηγήθηκε τελικώς στον θάνατο. Αυτά τα στοιχεία, χωρίς βεβαίως να αγνοείται η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, απαιτούν, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και την έξαρση που και νομολογιακά παρατηρείται στις περιπτώσεις πρόκλησης θανάτων συνεπεία οδηγικής συμπεριφοράς που καλύπτεται από το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, μεταχείριση κατά τρόπο που να συμβάλλει στην αποτροπή επανάληψης τέτοιων συμπεριφορών, όχι μόνο από τον ενώπιον μου κατηγορούμενο, αλλά και από κάθε άλλο επίδοξο εντός της κοινωνίας παραβάτη.»
Είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε προσεκτικά και ορθά, κάθε σχετικό παράγοντα και έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο το οποίο ήταν προς όφελος του Εφεσείοντα, δίδοντας τη δέουσα βαρύτητα στο χρονικό διάστημα των 6 ½ ετών που είχε παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, ως και στη μεταβολή, στο μεσοδιάστημα, των προσωπικών και οικογενειακών του περιστάσεων, παράγοντες στους οποίους έδωσε ιδιαίτερη έμφαση ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα.
Συνεπώς δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών, αλλά και των γεγονότων που την περιβάλλουν. Αντίθετα, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, θα δικαιολογείτο επιβολή αυστηρότερης ποινής, νοουμένου ότι δεν θα παρείρχετο τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής.
Για όλα τα πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται. Η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.