ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B110
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 22/2022)
27 Μαρτίου 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Χρ. Θεοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με δύο λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία καταδικάστηκε ότι επιτέθηκε και κτύπησε το γιό της πρώην συμβίας του, προκαλώντας του πραγματική σωματική βλάβη (’ρθρο 3(1) και (4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν.119(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί).
Η καταδίκη του θεμελιώθηκε στη μαρτυρία του παραπονούμενου τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστο μάρτυρα. Η μαρτυρία του ιδίου του Εφεσείοντα απορρίφθηκε. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 1 ως εσφαλμένη και ανεπαρκής και που οδήγησε σε ευρήματα αντίθετα με αυτή.
Στην Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ.202/2020, ημερ.20.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B356, υπενθυμίζονται οι διαχρονικά αναλλοίωτες αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μεταφέρουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος:
«Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επε΅βαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.
Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, 101).»
Αντιπαραβάλλει ο Εφεσείων στην ενώπιον μας επιχειρηματολογία του το ουσιώδες μέρος της κατάθεσης του παραπονούμενου στην Αστυνομία αναφορικά με το περιστατικό, με τη μαρτυρία του κατά την αντεξέταση του, υποδεικνύοντας σημεία που, κατά τη θέση του, αναδεικνύουν τέτοιες αντιφάσεις, που θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να τον κρίνει αναξιόπιστο. Από την άλλη, παραπονείται ότι ο ίδιος κρίθηκε αναξιόπιστος στη βάση των προθέσεων του όταν ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε ο παραπονούμενος ως συνοδηγός.
Το επίδικο περιστατικό επεσυνέβη στο δρόμο από την Ξυλοφάγου προς το Λιοπέτρι, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 4.4.2018. Ο παραπονούμενος ήταν συνοδηγός σε αυτοκίνητο που οδηγούσε άλλος άνδρας. Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, ο Εφεσείων οδηγώντας άλλο αυτοκίνητο, αφού τους προσπέρασε, φρέναρε και ακινητοποίησε το αυτοκίνητο που οδηγούσε μπροστά τους, αναγκάζοντας και αυτούς να σταματήσουν. Για το τί επακολούθησε, στην κατάθεση του στην Αστυνομία είχε αναφέρει ότι: «Στην συνέχεια κατέβηκε κάτω από το αυτοκίνητο του και ήρθε στην μεριά την δική μου και άρχισε να μου φωνάζει λέγοντας μου διάφορες απειλές όπως "θα σκοτώσω την μάνα σου, τώρα να δεις τι θα κάνω του θείου σου του Νίκου και ότι θα σκοτώσω τον παππού σου επειδή παίρνει με Δικαστήριο". Τότε άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και με πήρε με τα δύο του χέρια από τον λαιμό. Εγώ προσπάθησα να ξεφύγω και άρχισε να με κτυπά, με γροθιές στην πλάτη μου».
Υπέδειξε ο Εφεσείων ότι ο παραπονούμενος στη δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε ότι, όταν ο Εφεσείων κατέβηκε από το αυτοκίνητο του, πλησίασε πρώτα το παράθυρο του οδηγού και στη συνέχεια κινήθηκε προς την πλευρά του συνοδηγού όπου καθόταν ο ίδιος. Αυτή ήταν πράγματι η εκδοχή που υποστήριξε ο παραπονούμενος. Ωστόσο, η παράλειψη, αν μπορεί έτσι να χαρακτηριστεί, αναφοράς στην αρχική ενέργεια του Εφεσείοντα στην κατάθεση του στην Αστυνομία, δεν ήταν ουσιώδης ώστε να επηρεάζεται η αξιοπιστία του παραπονούμενου. Στην κατάθεση του ο παραπονούμενος περιγράφει πολύ συνοπτικά τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν τα παράπονα του. Η περιγραφή του ως προς τον τρόπο που κινήθηκε ο Εφεσείων δεν ήταν ασυμβίβαστη με αυτή που έδωσε δια ζώσης, απλά υπολειπόταν δευτερευούσης σημασίας περιστατικών. Αντιπαραβάλλοντας το περιεχόμενο της κατάθεσης του παραπονούμενου στην Αστυνομία, με τη μαρτυρία του κατά την αντεξέταση του, δεν διαπιστώνουμε ότι οι περιγραφές του περιστατικού στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζουν διαφορές που δεν συγκεράζονται και που θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογείτο να μην αποδώσει τη σημασία που εισηγείται ο Εφεσείων στα επιμέρους σημεία της μαρτυρίας του παραπονούμενου. Αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 227, όπου λέχθηκε ότι «Οι μικροαντιφάσεις και μικροανακρίβειες σε επουσιώδεις λεπτομέρειες ενδυναμώνουν, κατά τη γνώμη μας, εξεταζόμενες στο σύνολο της όλης μαρτυρίας, την αξιοπιστία των μαρτύρων και προβάλλουν το φυσικό τρόπο με τον οποίο διατύπωσαν τα σχετικά γεγονότα που είχαν στη μνήμη τους» και επεξήγησε δικαιολογώντας πειστικά γιατί αποδέχτηκε ότι ο παραπονούμενος ήταν μάρτυρας της αλήθειας.
Ως προς το πώς κατέβηκε από το αυτοκίνητο ο παραπονούμενος, η υπόδειξη του Εφεσείοντα ότι ο παραπονούμενος παραδέχτηκε ότι κατέβηκε μόνος του δεν ευσταθεί. Ο παραπονούμενος ανέφερε ότι ήταν ο Εφεσείοντας που τον τράβηξε και τον κατέβασε από το αυτοκίνητο. Η περίπτωση κατά την οποία είχε κατεβεί μόνος από το αυτοκίνητο αφορούσε, όπως εξήγησε, άλλο περιστατικό και όχι το επίδικο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε «χωρίς καμία απολύτως επιφύλαξη», όπως ανέφερε, καταλήξει ότι ο παραπονούμενος ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Το κίνητρο, που ο Εφεσείων του είχε αποδώσει, για να ψευδολογήσει εναντίον του, κατέρρευσε. Το βράδυ του περιστατικού, καταγγέλλοντας το στην Αστυνομία, ο παραπονούμενος ζήτησε να μην διωχθεί ο Εφεσείων. Ήταν μετά από ενάμισι περίπου μήνα, την 25.5.2018, που έδωσε συμπληρωματική κατάθεση και ζήτησε τη δίωξη του Εφεσείοντα, αφού είχε μεσολαβήσει και άλλο παρόμοιο περιστατικό. Ήταν εύλογος ο συλλογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αν ο παραπονούμενος είχε διάθεση να ψευδολογήσει εναντίον του Εφεσείοντα θα ζητούσε και τη δίωξη του το βράδυ του επίδικου επεισοδίου. Αντίθετα, από τα λεχθέντα του παραπονούμενου, κατά την αντεξέταση του από τον Εφεσείοντα, διαφάνηκε ότι ο αυτός δεν έτρεφε αρνητικά συναισθήματα προς τον Εφεσείοντα τον οποίο αντιμετώπιζε ως πατέρα, που τον αγαπούσε και του συμπεριφερόταν καλά ενόσω συμβίωνε με τη μητέρα του. Βρίσκουμε ότι το βασικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ο παραπονούμενος δεν είχε κανένα λόγο να κατασκευάσει το περιστατικό αυτό για εκδικητικούς λόγους» ήταν απόλυτα εύλογο και τεκμηριωμένο.
Περαιτέρω, η μαρτυρία του παραπονούμενου για τον τρόπο που ο Εφεσείων του επιτέθηκε και τα μέρη του σώματος του όπου του ασκήθηκε βία, υποστηριζόταν από την ιατρική μαρτυρία. Τις πρώτες πρωινές ώρες μετά το επίδικο περιστατικό, ο παραπονούμενος επισκέφθηκε ιατρό στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου, ο οποίος διαπίστωσε εκδορές και ερυθρότητα στη περιοχή του τραχήλου του παραπονούμενου και κατέγραψε στην ιατρική του αναφορά ότι ο παραπονούμενος είχε παραπονεθεί για άλγος στην δεξιά ωμοπλάτη.
Σε σχέση με την αξιολόγηση της δικής του μαρτυρίας, ο Εφεσείων θεωρεί τις προθέσεις του όταν ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε ο παραπονούμενος ως συνοδηγός ως παράμετρο άσχετη με την υπόθεση, αφού αφορούσαν τον οδηγό του αυτοκινήτου και όχι τον παραπονούμενο. Είναι η θέση του ότι δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη. Και έχει περαιτέρω παράπονο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο «επικεντρώθηκε» στη θέση του ότι είχε βίντεο με τον παραπονούμενο να ομολογεί ότι τον είχε καταγγείλει ψευδώς, αποδίδοντας του αναξιοπιστία εφόσον δεν το παρουσίασε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων είχε προβάλει αντιφατικές εκδοχές για το λόγο που σταμάτησε το αυτοκίνητο του. Αρχικά είπε ότι σταμάτησε για να μιλήσει με τον παραπονούμενο για κάποια παρεξήγηση που είχε προηγηθεί, αντεξεταζόμενος όμως πρόβαλε άλλη θέση, ασυμβίβαστη με την αρχική του εκδοχή, υποστηρίζοντας ότι εξαναγκάστηκε να σταματήσει επειδή ο οδηγός του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε ο παραπονούμενος οδηγούσε προκλητικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε μέσα από τις απαντήσεις του Εφεσείοντα, κατά την αντεξέταση του, ότι υπήρχε εμπάθεια του Εφεσείοντα προς το πρόσωπο του άνδρα που οδηγούσε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο παραπονούμενος, τον οποίο χαρακτήρισε ως το «νέο γκόμενο» της μητέρας του παραπονούμενου, πρώην δικής του συμβίας, υπενθυμίζουμε. Με αυτό το υπόβαθρο και τη γενική του συμπεριφορά, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί ότι ο Εφεσείων αντέδρασε σε ειρηνικά και ήρεμα πλαίσια, όπως επεδίωξε να προβάλει κατά τη δίκη.
Το δε σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εάν υπήρχε μαρτυρία παραδοχής του παραπονούμενου ότι τον είχε καταγγείλει ψευδώς, η οποία ουσιαστικά θα απάλλασσε τον Εφεσείοντα, θα αναμενόταν να παρουσιαστεί, ήταν δικαιολογημένο. Και ήταν ένα από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του αξιολογώντας τη μαρτυρία του Εφεσείοντα. Δεν είναι ορθή η θέση του τελευταίου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «επικεντρώθηκε» στο σημείο αυτό.
Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία μέσα στα ορθά πλαίσια και τα ευρήματα γεγονότων στα οποία κατέληξε βασίζονταν στη μαρτυρία που είχε προσαχθεί κατά τη δίκη, ήταν εύλογα και έχουν αιτιολογηθεί. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για να παρέμβει το Εφετείο. Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 2, και όπως συγκεκριμενοποιείται με την αιτιολογία του, ό,τι καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι δεν εξέτασε την υπεράσπιση του ’ρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, δηλαδή ζήτημα αυτοάμυνας, στη βάση της αναφοράς του παραπονούμενου ότι σε κάποιο στάδιο έσπρωξε τον Εφεσείοντα.
Ο Εφεσείων αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο «προώθησε ακροθιγώς και την υπεράσπιση της αυτοάμυνας» χαρακτηρίζοντας την προσέγγιση του οξύμωρη αφού η θέση που διατήρησε ήταν πως δεν επιτέθηκε στον παραπονούμενο και δεν τον κτύπησε.
Στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα δεν εγειρόταν ζήτημα αυτοάμυνας. Ο Εφεσείων επιτέθηκε και κτύπησε τον παραπονούμενο, χωρίς να έχει προηγηθεί οιαδήποτε ενέργεια του τελευταίου που θα μπορούσε να είχε θέσει τον Εφεσείοντα σε κατάσταση προάσπισης του εαυτού του. Ο λόγος έφεσης 2 είναι αβάσιμος και επίσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.