ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D39
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 14/2023)
7 Φεβρουαρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]
[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
Γ. Δ.,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
----------------------------------------------------------
Αλ. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Μιχαήλ (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας παρέπεμψε τον Εφεσείοντα μαζί με άλλα άτομα σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας που θα συνεδριάσει στις 16/2/2023 για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του Άρθρου 205 και του Άρθρου 20 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154. Στο Κατηγορητήριο της υπόθεσης Κατηγορούμενοι είναι επτά, συνολικά, άτομα. Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας μαζί με άλλα τέσσερα άτομα (Κατηγορούμενους 1, 2, 3 και 5), ενώ δύο άλλα πρόσωπα (οι Κατηγορούμενοι 6 και 7) αντιμετωπίζουν το αδίκημα της παράλειψης αποτροπής κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 369, 35 και 20 του Κεφ. 154.
Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση του επικαλούμενη τον κίνδυνο φυγοδικίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο πιο πάνω λόγος ευσταθούσε και διέταξε την κράτηση του μέχρι την 16/2/2023.
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας την παρούσα Έφεση στην οποία προβάλλονται τέσσερις συνολικά Λόγοι Έφεσης. Κατά την ακρόαση ο Λόγος 'Εφεσης 4 απεσύρθη. Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος και την πιθανότητα καταδίκης, χωρίς να ασχοληθεί με τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, ενώ με το Λόγο Έφεσης 2 ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσης. Με το Λόγο Έφεσης 3 ο Εφεσείων διατείνεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την εμπλοκή του Εφεσείοντα ήταν λανθασμένα, με αποτέλεσμα η κατάληξη του ως προς την πιθανότητα καταδίκης να είναι λανθασμένη.
Οι αρχές αναφορικά με το θέμα κράτησης είναι παγιωμένες. Η κράτηση ή μη ενός υποδίκου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με περιορισμένα τα όρια επέμβασης του Εφετείου. Επέμβαση χωρεί αν διαπιστωθεί ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε δικαστικά, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε διότι παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα. Αφετηρία αποτελεί η ατομική ελευθερία και η κράτηση μέτρο κατ' εξαίρεση.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι το αδίκημα που ο Εφεσείων αντιμετωπίζει είναι πολύ σοβαρό με μεγίστη προβλεπόμενη ποινή τη δια βίου φυλάκιση. Ούτε, βεβαίως, αμφισβητείται το ύψος της ενδεχόμενης ποινής σε περίπτωση καταδίκης. Αυτό που αμφισβητείται μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης είναι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την πιθανότητα καταδίκης.
Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα καθόσον αφορά τον 3ο Λόγο Έφεσης ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης αναφέρθηκε λανθασμένα στο ότι υπήρχε μαρτυρία από κλειστό κύκλωμα συμφώνως της οποίας ο Εφεσείων μαζί με άλλα πρόσωπα παρουσιάζονται να προσέρχονται στο σημείο όπου το θύμα ήταν ακινητοποιημένο στο έδαφος και δεχόταν ανελέητη επίθεση με κλωτσιές και μπουνιές από άλλα δύο πρόσωπα (τους Κατηγορούμενους 1 και 2) και ακολούθως ο Εφεσείων να κλωτσά το θύμα τρεις φορές στην κοιλιά. Όπως υποστηρίχθηκε, η μαρτυρία από κλειστό κύκλωμα, την οποία η Κατηγορούσα Αρχή επικαλέστηκε, φέρεται να έδειχνε τον Εφεσείοντα να ανεβαίνει πρώτος στο δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας και να παραμένει εκεί μέχρι τη στιγμή που το θύμα κατεβαίνει τις σκάλες. Ό,τι, δηλαδή, υποστηρίζει η πλευρά του Εφεσείοντα, είναι ότι η εμπλοκή του περιορίζετο στα όσα αναφέρει συγκατηγορούμενος του σε κατάθεση του - ο Κατηγορούμενος 7 - και ότι το κλειστό κύκλωμα που εντοπίστηκε δεν παρουσιάζει τον Εφεσείοντα να προβαίνει σε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια αλλά μόνο να βρίσκεται στο εν λόγω σημείο. Τούτου δοθέντος, αποτέλεσε εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι το κλειστό κύκλωμα δεν υποστηρίζει τη μαρτυρία του συγκατηγορούμενου και αυτό θα έπρεπε να δημιουργήσει ουσιαστική αμφιβολία στο πρωτόδικο Δικαστήριο στο να καταλήξει με ασφάλεια αναφορικά με την πιθανότητα καταδίκης του Εφεσείοντα.
Να υπενθυμίσουμε ότι το στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, ECLI:CY:AD:2015:B437, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).
Όπως είναι δε νομολογημένο, είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο που εξετάζει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή. (βλ. Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).
Τα όσα προέβαλε ο Εφεσείων σε σχέση με τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε η κατάθεση του συγκατηγορούμενου του - Κατηγορούμενου 7 - ο οποίος είχε αναφέρει ότι είχε δει τον Εφεσείοντα να κλωτσά το θύμα δυνατά και το θύμα να βγάζει κραυγές πόνου. Και ότι στη συνέχεια είδε τον Εφεσείοντα μαζί με δύο άλλα άτομα που κατονομάζει να στέκονται μπροστά από το θύμα, το οποίο βρισκόταν πεσμένο μπρούμυτα στο πλατύσκαλο και τον Εφεσείοντα μαζί με ακόμη ένα πρόσωπο να γυρίζουν το σώμα του θύματος μεταφέροντας τα πόδια του προς τα σκαλιά.[1] Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Είναι δε μέσα σε αυτό το πλαίσιο που το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την κατάθεση του Κατηγορούμενου 7, συγκατηγορούμενου του Εφεσείοντα. Ό,τι αποφασίζεται, εν προκειμένω, είναι μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).
Σε ό,τι αφορά το παράπονο του Εφεσείοντα ότι από τη δήλωση της Κατηγορούσας Αρχής δεν φαίνεται να υπάρχει μαρτυρία από κλειστό κύκλωμα η οποία να υποστηρίζει τη μαρτυρία του συγκατηγορούμενου του, η μη ύπαρξη τέτοιας μαρτυρίας δεν ενέχει οποιαδήποτε σημασία. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, ήταν αν υπήρχε μαρτυρία που να μπορούσε να οδηγήσει σε πιθανολόγηση καταδίκης. Η κατάθεση του συγκατηγορούμενου, από μόνη της, ήταν αρκετή να οδηγήσει σε τέτοια πιθανολόγηση.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι δικαιολογημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι πιθανολογείτο καταδίκη στην περίπτωση του Εφεσείοντα.
Ενόψει των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.
Μετά την εξέταση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζει η νομολογία για σκοπούς κράτησης μέχρι τη δίκη (σοβαρότητα αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας), ορθά στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στους υποκειμενικούς παράγοντες του Εφεσείοντα και στο κατά πόσο οι προσωπικές του περιστάσεις συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Αφού λοιπόν συνυπολόγησε τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές συνθήκες του Εφεσείοντα ως στοιχεία άμεσα συναρτημένα με την ύπαρξη κινδύνου μη προσέλευσης του, έκρινε ότι ο κίνδυνος αυτός παρέμενε περισσότερο από ορατός. Ούτε και η διαγωγή του Εφεσείοντα στη διερεύνηση της υπόθεσης, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε μαζί με τα πιο πάνω δεδομένα, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να επενεργήσει υπέρ της απόλυσης του υπό όρους. Παρατίθεται πιο κάτω η σχετική αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Σημειώνω εδώ ότι, σε σχέση με τις προσωπικές συνθήκες των συγκεκριμένων κατηγορουμένων, ήτοι των κατηγορουμένων 2, 3, 4 και 5, αλλά και την όλη διαγωγή τους στην διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης, έχω σταθμίσει όλα τα δεδομένα που έχω προαναφέρει και θεωρώ ότι οι εν λόγω συνθήκες και διαγωγή δε μπορούν να υπερακοντίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ώστε τα στοιχεία αυτά να επενεργήσουν υπέρ της απελευθέρωσης τους (βλ. σχ. Χαραλάμπους και Νικολάου ανωτέρω). Εξάλλου, σύμφωνα με τη σχετική Νομολογία, εκεί όπου συγκρούεται το δημόσιο με το ιδιωτικό συμφέρον το τελευταίο υποχωρεί, (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7). Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα δεν έχω διαπιστώσει να συντρέχουν τέτοιες συνθήκες που να οδηγούν σε οποιαδήποτε αντίθετη κατάληξη (βλ. σχετικά Καλλής Αντωνίου Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 319/2015, 21/12/2015, ECLI:CY:AD:2015:B855).»
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι απόλυτα ορθή και ευθυγραμμισμένη με τη σχετική νομολογία. Όσο πιο σοβαρό είναι ένα αδίκημα ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο ενός κατηγορουμένου να αποφύγει τη δίκη του (Τσαπατσάρης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 600 και Νικολάου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790).
Όπως, συναφώς, διαπιστώνεται, όλα τα πιο πάνω δεδομένα που αφορούσαν στο πρόσωπο του Εφεσείοντα συνυπολογίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πλην, όμως, δεν κρίθηκαν ικανά να εξουδετερώσουν τον κίνδυνο φυγοδικίας όπως αυτός προέκυπτε από την κατάληξη του ως προς τους τρεις αντικειμενικούς παράγοντες που τον θεμελίωναν.
Στη βάση των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Είναι, συνεπώς, η κατάληξη μας ότι κανένας λόγος δεν έχει καταδειχθεί στην προκείμενη υπόθεση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε του αιτήματος.
Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
[1] «Ερώτηση 26: Τι έγινε στη συνέχεια; Απάντηση: θυμάμαι τον ηλικιωμένο που βρισκόταν στο έδαφος να φωνάζει «αφήστε με, αφήστε με» να προσπαθεί να αμυνθεί και δεν τον είδα σε καμία περίπτωση να χτυπάει κάποιον. Αφού ο ηλικιωμένος δεν σηκώθηκε από το πάτωμα, ο Δ. ο οποίος στεκόταν στην πόρτα του διαμερίσματος, και δίπλα του στα αριστερά του στεκόταν ο J.. Είδα τον Δ. να τον κλωτσάει δυνατά δύο φορές στο πάνω μέρος του σώματος του, στην περιοχή της κοιλιάς στο πλάι. Την ώρα εκείνη που τον κλώτσησε ο Δ., ο ηλικιωμένος έβγαζε κραυγές πόνου.......Εγώ ένιωσα άσχημα, αφού είχα δει τον τρόπο με τον οποίο χτυπούσαν ο Μ., ο Δ. και ο J. έναν γέρο άνθρωπο έτσι ξεκίνησα να φύγω κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Όπως κατέβαινα τα σκαλιά προς τον 1° όροφο άκουσα έναν θόρυβο, και κατάλαβα ότι κάποιος έπεσε κάτω. Γύρισα πίσω και είδα τον ηλικιωμένο άνθρωπο ότι ήταν πεσμένος στο πάτωμα μπρούμυτα, αλλά αυτή τη φορά στο πλατύσκαλο, και μπροστά του στεκόταν ο Φ. και πίσω του ο Δ. με τον J.. Είδα τον J. μαζί με τον Δ. που γύρισαν το σώμα του ηλικιωμένου, μεταφέροντας τα πόδια του προς τα σκαλιά....»