ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B23
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 183/2021)
25 Ιανουαρίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσείων,
v.
ΜΑΡΙΟΣ & ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΥΛΟΥ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Στ Παπουή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κωνσταντίνου για Μιχαηλίδη & Κωνσταντίνου ΔΕΠΕ, για την
Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ενοχή σε πέντε κατηγορίες παράλειψης λήψης μέτρων, σύμφωνα με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τα εργοτάξια, για τη διαφύλαξη της ασφάλειας και υγείας στα εργοτάξια, κατά παράβαση των σχετικών Κανονισμών των περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Ελάχιστες Προδιαγραφές και Προσωρινά ή Κινητά Εργοτάξια) Κανονισμών του 2015 και των σχετικών Άρθρων του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1996, Ν.89(Ι)/1996. Επιβλήθηκαν ποινές προστίμου €150 στην κάθε κατηγορία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προσβάλλει τις ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων, το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, τα γεγονότα της υπόθεσης, καθώς επίσης και την ανάγκη για γενική και ειδική πρόληψη και αποτροπή. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες και, συγκεκριμένα, στην άμεση παραδοχή της εφεσίβλητης, το λευκό της ποινικό μητρώο και ότι δεν προκλήθηκε οποιοσδήποτε τραυματισμός ως αποτέλεσμα των παραλείψεών της. Για τον τελευταίο η εισήγηση που προβάλλεται είναι ότι δεν αποτελεί μετριαστικό παράγοντα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αρμόδιοι Επιθεωρητές του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας διενήργησαν έλεγχο σε χώρο όπου ανεγείρονταν τέσσερις διώροφες κατοικίες, όπου διαπίστωσαν συγκεκριμένες παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας, ήτοι ότι δεν τηρούντο θέματα ασφαλείας και υγείας και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, κάτι που αποτυπώνεται και στις φωτογραφίες που είχαν ληφθεί επιτόπου. Δεν υπήρχαν κατάλληλα ικριώματα (σκαλωσιές), δεν υπήρχαν σωστά στερεωμένες σκαλωσιές, υπήρχαν ανοίγματα στα δάπεδα και στους χώρους και δεν υπήρχε η κατάλληλη σήμανση και περίφραξη που να εμποδίζει κάποιον να εισέλθει στο εργοτάξιο. Περαιτέρω, δεν υπήρχε κατάλληλη φορητή κλίμακα (σκάλα) της οποίας οι εγκοπές να τοποθετούνται μέσα τους ορθοστάτες, έτσι ώστε να εμποδίζεται η ολίσθηση ή ακούσια μετακίνησή της.
Ένεκα αυτών των παραλείψεων, οι οποίες κρίθηκαν σοβαρές, εκδόθηκε ειδοποίηση απαγόρευσης. Το έργο ολοκληρώθηκε, χωρίς όμως το Γραφείο Εργασίας να ειδοποιηθεί για να εξετάσει επιτόπου και να άρει την ειδοποίηση απαγόρευσης. Οι παραλείψεις που εντοπίστηκαν στοιχειοθετούν τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, όπως αποτυπώνονται στο κατηγορητήριο, τις οποίες παραδέχθηκε η εφεσείουσα, και δεν θεωρούμε σκόπιμο να τις επαναλάβουμε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μία λιτή απόφαση, αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που αφορούν στην ασφάλεια και υγεία στους χώρους εργασίας, με παραπομπή στην προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή, έλαβε υπόψη του τα όσα αναφέρθηκαν προς μετριασμό της ποινής και, κυρίως, την παραδοχή της εφεσίβλητης, την οποία θεώρησε άμεση και αποκαλύπτουσα την έμπρακτη μεταμέλειά της. Έλαβε, επίσης, υπόψη το λευκό της ποινικό μητρώο και το γεγονός ότι δεν προκλήθηκε οποιοσδήποτε τραυματισμός λόγω των παραλείψεων που παρατηρήθηκαν.
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε επιβληθείσες ποινές συνοψίζονται στην Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, ECLI:CY:AD:2016:B469, 862-3, ως ακολούθως:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015, xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779).»
Όπως τέθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νικολάου, Ποιν. Έφ. Αρ. 185/2016, ημερ. 20.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B118:
«...όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός. Η ανεπάρκεια πρέπει να προκύπτει είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή μετά από το συσχετισμό των δύο παραγόντων.»
Το στοιχείο της υπερβολής ή ανεπάρκειας, ως η περίπτωση, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).
Αφετηρία κατά την επιβολή ποινής αποτελεί η ποινή που προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία, όπου, στην παρούσα περίπτωση, με την τροποποίηση του Νόμου που επήλθε το 2011 (Ν.33(Ι)/2011), ανέρχεται σε ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσα τα τέσσερα έτη ή ποινή προστίμου μη υπερβαίνουσα τις €80.000 ή και τις δύο αυτές ποινές.
Η ανώτατη ποινή που προβλέπεται από το Νόμο είναι ενδεικτική της σοβαρότητας ενός αδικήματος. Στη Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας ν. Χρυσοστόμου κ.ά. (2002) 2 ΑΑΔ 575 έγινε αναφορά στη νομολογία που σχετίζεται με την πρέπουσα ποινή για τέτοιου είδους αδικήματα, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση αδικημάτων που σχετίζονται με την ασφάλεια στους χώρους εργασίας έχει τονιστεί επανειλημμένα (βλ. Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. Βάσου Μαρκίδη Εστέϊτς κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 340, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. Γενεθλής Λτδ (1992) 2 Α.Α.Δ. 373, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. Μ.Γ. Μακροσέλλης Λτδ (1992) 2 Α.Α.Δ. 328, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Sedora Enterprises Ltd κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 332, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Εργοληπτικών Επιχειρήσεων Π. Γιατρός Λτδ (1996) 2 Α.Α.Δ. 7, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Πάφου ν. Aristo Developers Ltd κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 63, Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδη Λτδ κ.ά. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Πάφου ν. Κώστα Κυριάκου & Υιοί Λτδ κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 290).
Στην Sedora (πιο πάνω) τονίστηκε ότι αποτρεπτικές ποινές μπορεί και πρέπει να επιβάλλονται για αδικήματα που δυνατό να επηρεάσουν ή αποτελούν κίνδυνο στην άνεση και την υγεία του κοινού. Αναφορικά με τη φύση του αδικήματος λέχθηκαν τα εξής (βλ. σελ. 337):
"Η υποχρέωση διατήρησης συνθηκών ασφάλειας σε εργοστάσια και άλλους χώρους που απασχολούνται άνθρωποι, δεν είναι μόνο μια υποχρέωση που πηγάζει από το Νόμο, είναι μια προέκταση διεθνών υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τη Δημοκρατία κάτω από το άρθρο 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, κάτω από τον οποίο μια συμβαλλόμενη χώρα αναλαμβάνει όχι μόνο τη θέσπιση κανονισμών για συνθήκες ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων στον τόπο εργασίας αλλά και την περαιτέρω υποχρέωση της εφαρμογής τους με μέτρα για την αποτελεσματική εποπτεία της συμμόρφωσης προς τις ανειλημμένες αυτές υποχρεώσεις.
Η αποτελεσματική εποπτεία συνεπάγεται την εφαρμογή των Νόμων και των Κανονισμών και, όπου απαιτείται, την ποινική δίωξη και τον εξαναγκασμό των παραβατών προς συμμόρφωση προς αυτούς. Επομένως και τα δικαστήρια έχουν καθήκον να προσεγγίζουν τα θέματα αυτά, ανάλογα βέβαια με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, με τη δέουσα σοβαρότητα χάριν της επίτευξης των σκοπών του Νόμου που, πέραν των ανθρωπιστικών στόχων, αποτρέπει τη μείωση της παραγωγικότητας και την αποφυγή ασκόπων οικονομικών επιβαρύνσεων λόγω τραυματισμού, επηρεασμού της υγείας και θανάτου.»
Η ανάγκη όπως επιδεικνύεται αυξανόμενη ευαισθησία για αδικήματα που άπτονται της ασφάλειας των εργοδοτουμένων τονίστηκε και στην Peppis Company Ltd κ.ά. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 ΑΑΔ 272.
Όπως προκύπτει από τη συνοπτική έκθεση του Επιθεωρητή, ο οποίος επιθεώρησε το εργοτάξιο, καθώς και από τις επισυναπτόμενες φωτογραφίες, είναι σαφές ότι, ενώ διεξήγοντο εργασίες για την ανέγερση των τεσσάρων διώροφων κατοικιών, διαπιστώθηκαν οι παραλείψεις που αναφέρονται στις κατηγορίες, με αποτέλεσμα αυτό να ήταν επικίνδυνο για τους εργαζόμενους. Χαρακτηριστική είναι φωτογραφία που επισυνάπτεται στην έκθεση, όπου φαίνεται ένας εργοδοτούμενος στο δεύτερο όροφο της υπό ανέγερση οικοδομής να εργάζεται σε μεγάλο ύψος, χωρίς την ύπαρξη προστατευτικού κιγκλιδώματος. Το Γραφείο Εργασίας, ως αποτέλεσμα των διαπιστώσεών του, εξέδωσε ειδοποίηση απαγόρευσης.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης είναι σαφές ότι το εργοτάξιο δεν ήταν ασφαλές, ούτε για τους εργαζόμενους, ούτε για όσους κυκλοφορούσαν πέριξ αυτού, εφόσον ο χώρος του δεν απομονωνόταν για όσους είτε ηθελημένα, είτε άθελα, εισέρχονταν σ΄ αυτό. Τα αδικήματα, συνεπώς, που διαπράχθηκαν από την εφεσίβλητη είναι σοβαρά. Όπως δε σημειώνεται στην έκθεση του Επιθεωρητή, το έργο ολοκληρώθηκε, χωρίς όμως να ειδοποιηθεί το Γραφείο Εργασίας, έτσι ώστε να αρθεί η ειδοποίηση απαγόρευσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στους μετριαστικούς παράγοντες, πέραν της παραδοχής της εφεσίβλητης και του λευκού της ποινικού μητρώου, έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι δεν προκλήθηκε οποιοσδήποτε τραυματισμός στο εργοτάξιο. Όσον αφορά στην απουσία τραυματισμού υποβλήθηκε από την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα ότι αυτή δεν αποτελεί μετριαστικό παράγοντα. Η εισήγηση είναι ορθή και προκύπτει σαφώς από τη νομολογία ότι, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ότι ουδείς τραυματίστηκε (Επαρχιακός Λειτουργός Επαρχίας Λεμεσού ν. Εργοληπτικών Επιχειρήσεων Π. Γιατρός Λτδ (1996) 2 ΑΑΔ 7). Στόχος του Νόμου είναι η δημιουργία συνθηκών ασφαλείας, έτσι ώστε να αποφεύγονται τα ατυχήματα στο χώρο εργασίας. Το γεγονός ότι από ευτυχείς συγκυρίες δεν έχει επέλθει οποιοσδήποτε τραυματισμός, δεν αποτελεί μετριαστικό παράγοντα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης ανέφερε, τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιον μας, ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στη διακρίβωση της ποινικής της ευθύνης, κάτι που, σε συνδυασμό με την άμεση παραδοχή της, αποτελεί μετριαστικό παράγοντα. Παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε ρητή αναφορά σε αυτό τον παράγοντα, θεωρούμε ότι εμπεριέχεται στη γενικότητα της αναφοράς του ότι έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν από την υπεράσπιση. Είναι γεγονός ότι παρατηρείται κάποια καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, λόγω των μέτρων που εφαρμόζονταν για την παρεμπόδιση της εξάπλωσης του κορονοϊού, κάτι που λαμβάνεται υπόψη, ακόμα και σε περιπτώσεις επιβολής προστίμου (Wellfit Engineering v. Χαπίδη (2004) 2 ΑΑΔ 271).
Έχοντας υπόψη τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, τις πολλαπλές παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας, χωρίς να αγνοούμε την παραδοχή της εφεσίβλητης και το λευκό της ποινικό μητρώο, καθώς και την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, θεωρούμε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν είναι έκδηλα ανεπαρκείς και δεν αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν.
Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και οι επιβληθείσες ποινές παραμερίζονται και αντικαθίστανται με ποινές προστίμου €1.500 στην κάθε κατηγορία.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΧΤΘ