ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Ιωαννίδης, Ιωάννης Λ. Μούζουρου (κα) με Μ. Αρτεμίου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα. Α. Αναστασίου (κα) με Β. Δανιηλίδου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-10-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΡΑΝΤΖΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 63/2022, 26/10/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B447

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 63/2022)

 

 

26 Οκτωβρίου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΡΑΝΤΖΙΔΗΣ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

____________________

 

 

Λ. Μούζουρου (κα) με Μ. Αρτεμίου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αναστασίου (κα) με Β. Δανιηλίδου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

 

    ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

___________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης σε σχέση με ναρκωτικά που παραδέχτηκε.  Η μεγαλύτερη ποινή, 12 μήνες, επιβλήθηκε για την κατοχή 51,7051 γρ. κοκαΐνης, ενώ για την κατοχή 2,5413 γρ. φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, τέσσερις μήνες και για το κάπνισμα τέτοιου φυτού δύο μήνες.

 

    Είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων ήταν στη φυλακή, εκτίοντας ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων, που του είχε επιβληθεί την 4.3.2021 για εμπρησμό που είχε διαπράξει τον Ιούλιο του 2020.  Με την καταδίκη του εκείνη, είχε ενεργοποιηθεί περίοδος φυλάκισης 35 ημερών που είχε ανασταλεί με χάρη του Προέδρου της Δημοκρατίας και όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο Εφεσείων θα αποφυλακιζόταν την 1.6.2025.

 

    Ό,τι δεν αναφέρθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι εκκρεμούσε σε αναστολή περίοδος φυλάκισης 361 ημερών στη βάση άλλης Προεδρικής χάρης.  Ο Εφεσείων είχε αποφυλακιστεί την 27.9.2013 και στην περίπτωση που μέσα στα επόμενα τρία χρόνια διέπραττε νέο αδίκημα και καταδικαζόταν σε φυλάκιση, έστω και μετά την πάροδο των τριών χρόνων, η περίοδος φυλάκισης των 361 ημερών θα ενεργοποιείτο αυτόματα.

 

    Τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης διαπράχτηκαν την 11.12.2013, σύντομα μετά την αποφυλάκιση του Εφεσείοντα και μέσα στην περίοδο των τριών χρόνων της αναστολής.  Η επιβολή ποινής φυλάκισης στον Εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση θα είχε ως αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί αυτόματα η περίοδος φυλάκισης των 361 ημερών (Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 356, 364-5).  Αυτή η παράμετρος, όπως προαναφέραμε, δεν ήταν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

    Οι επιβληθείσες ποινές, ουσιαστικά η 12μηνη φυλάκιση, προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα ως έκδηλα υπερβολική και ότι παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας της ποινής (λόγος έφεσης 1) ότι εσφαλμένα δεν αναστάλθηκε, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων διάπραξης των αδικημάτων και των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα (λόγος έφεσης 2) και ότι εσφαλμένα διατάχτηκε να εκτιθεί διαδοχικά προς την ποινή φυλάκισης των πέντε χρόνων που εκτίει ο Εφεσείων (λόγος έφεσης 3).  Παρά το ότι γίνεται αναφορά σε διάφορες παραμέτρους που αφορούν στην ποινή, η επιχειρηματολογία της δικηγόρου του Εφεσείοντα επικεντρώθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη και στη διαφορετική, κατά την εισήγηση της, αντιμετώπιση που θα έπρεπε να είχε ο Εφεσείων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην περίπτωση που είχε τεθεί ενώπιον του η σχετική πληροφόρηση.

 

    Η αυτόματη ενεργοποίηση ανασταλείσας περιόδου φυλάκισης μπορεί να έχει, ανάλογα με τα περιστατικά, καταλυτική σημασία όχι μόνο ως προς το εύρος ποινής φυλάκισης που ενδέχεται να επιβληθεί, αλλά και στο κατά πόσο η φυλάκιση είναι η ορθή επιλογή.  Στην Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, φυλάκιση δύο μηνών αντικαταστάθηκε με πρόστιμο γιατί «υπό τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ήταν υπερβολική. Και τούτο διότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ουσιαστικά ένεκα του προαναφερόμενου αδικήματος, ο εφεσείων θα εκτίσει συνολική ποινή φυλάκισης περίπου 16 μηνών».  Ενεργοποιείτο δηλαδή ανασταλείσα περίοδος φυλάκισης 14 μηνών.  Στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155, οι ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, σε συνάρτηση με το μεγάλο χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, οδήγησαν το Εφετείο, «Εξαντλώντας τα περιθώρια επιείκειας» να παραμερίσει ποινή φυλάκισης έξι μηνών, που είχε συνέπεια την ενεργοποίηση περιόδου φυλάκισης, που μπορεί να υπολογιστεί ότι ήταν ιδιαίτερα μεγάλη.

 

    Αναμφίβολα το γεγονός ότι με την επιβολή ποινής φυλάκισης η περίοδος φυλάκισης των 361 ημερών θα ενεργοποιείτο αυτόματα, ήταν παράμετρος που θα έπρεπε να είχε αντίχτυπο στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο (Σωτηριάδου, 361-3 και Χρίστου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.151/2020, ημερ. 18.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B207).  Επομένως, ό,τι ενδιαφέρει είναι η ορθότητα της επιβληθείσας ποινής λαμβάνοντας υπόψη τη συνέπεια της αυτόματης ενεργοποίησης στην περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης που, επαναλαμβάνουμε, δεν ήταν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

    Ακόμα και έτσι, η ποινή της φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη.  Η φύση του αδικήματος και το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών που ο Εφεσείων κατείχε, δεν άφηναν άλλη επιλογή.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις καταστροφικές συνέπειες που επιφέρει η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, κυρίως από νεαρά πρόσωπα και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, παραθέτοντας περικοπή από την Ismen Bora ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.79/2017, ημερ.13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110

 

    Ούτε οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα θα μπορούσαν να συνδράμουν ώστε να επιλεγεί άλλου είδους ποινή.  Το ποινικό του μητρώο αρχίζει από το 2000.  Φυλακίστηκε τέσσερις φορές, σε αντίστοιχο αριθμό υποθέσεων, που αφορούσαν διαρρήξεις, σε δύο από τις οποίες είχαν ληφθεί υπόψη αριθμός άλλων υποθέσεων, κυρίως διαρρήξεις.  Είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση τριών χρόνων το 2001, σε φυλάκιση τριών χρόνων το 2004, σε φυλάκιση τεσσάρων χρόνων το 2007 και σε φυλάκιση επίσης τεσσάρων χρόνων το 2010.  Η φυλάκιση των πέντε χρόνων που τώρα εκτίει, δεν συνιστά προηγούμενη καταδίκη σε σχέση με την εφεσιβαλλόμενη ποινή.  Ορθά λοιπόν σημειώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επιείκεια που θα μπορούσε διαφορετικά να επιδειχτεί, είχε περιοριστεί σε ουσιαστικό βαθμό.  Και όση συμπάθεια και αν δικαιολογείται για τα όσα βίωσε ο Εφεσείων στην παιδική του ηλικία , δεν θα μπορούσαν, στις περιστάσεις της υπόθεσης, να δικαιολογήσουν άλλη ποινή.

 

    Ούτε και η μεγάλη καθυστέρηση μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της επιβολής της ποινής ήταν, στις περιστάσεις της υπόθεσης, ικανή να επιφέρει διαφορετική αντιμετώπιση.  Ανάφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε αρχικά καταχωριστεί άλλη υπόθεση εναντίον του το 2015 που αφορούσε και άλλα δύο πρόσωπα.  Δεν είχε όμως καταστεί εφικτή η επίδοση της στον Εφεσείοντα και διακόπηκε εναντίον του, για να καταχωριστεί το 2017 η υπόθεση στην οποία επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη ποινή.  Στα πλαίσια της νέας υπόθεσης παρατηρήθηκε μεγάλη καθυστέρηση, τα αίτια της οποίας διερεύνησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να διαπιστώσει ότι οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Εφεσείοντα, που τρεις φορές είχε αλλάξει δικηγόρο, ενώ σε δύο περιπτώσεις είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης λόγω παράλειψης του να παρουσιαστεί στη δίκη του.  Δεν ευθυνόταν, όμως, ο Εφεσείων αποκλειστικά για την καθυστέρηση που, ως αντικειμενικό γεγονός, λήφθηκε υπόψη προς όφελος του, στη βάση των διαχρονικών αρχών της νομολογίας (Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, 10, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71, 77 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, 361) αντανακλώμενη στο εύρος της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής που επέβαλε.  Κρίνουμε ότι ενήργησε μέσα στα ορθά πλαίσια και η κατάληξη του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.  Ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί ώστε να δοθεί μια περαιτέρω ευκαιρία στον καταδικασθέντα για αναμόρφωση εκτός των φυλακών, με το ενδεχόμενο της ενεργοποίησης σε περίπτωση παραβίασης των όρων της αναστολής συνήθως να επενεργεί ανασταλτικά για τη διάπραξη νέου αδικήματος.  Το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα κάθε άλλο παρά συνηγορούσε υπέρ της αναστολής.  Περαιτέρω, ακόμα μια φορά στο παρελθόν είχε λάβει Προεδρική χάρη και αδικοπράγησε επιστρέφοντας στη φυλακή, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, διέπραξε τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης δυόμισι μήνες μετά που του απονεμήθηκε χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

 

     Ως προς το ζήτημα κατά πόσο η ποινή θα ήταν διαδοχική ή θα συνέτρεχε με την ποινή φυλάκισης που εξέτιε ο Εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη σχετική νομολογία και την εφάρμοσε. Διαπίστωσε ότι τα αδικήματα στα οποία είχε επιβάλει ποινές δεν αποτελούσαν μέρος μιας ενιαίας ενέργειας σε σχέση με το αδίκημα του εμπρησμού για το οποίο ο Εφεσείων ήταν στη φυλακή, καταλήγοντας ότι η ποινή που επέβαλε δεν δικαιολογείτο να συντρέχει με τη φυλάκιση που εξέτιε ο Εφεσείων.

 

    Η συνολικότητα της ποινής είναι θεμελιακή αρχή που εφαρμόζεται κατά την επιβολή ποινής.  Υπαγορεύει ότι η τιμωρία δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του καταδικασθέντα.  Όχι μόνο στα πλαίσια της υπόθεσης που εκδικάζεται, αλλά και με αναφορά σε υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη ή που έχει ήδη καταδικαστεί και του επιβλήθηκε ή και εκτίει ποινή (Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, 447-8).  Ωστόσο, παράμετρος που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται είναι ότι η ποινή που θα επιβληθεί, δεν πρέπει να είναι τέτοια που να δημιουργεί στον κατηγορούμενο το αίσθημα ότι δεν τιμωρήθηκε για την αδικοπραξία του και γενικότερα την εντύπωση ότι μπορεί κάποιος να αδικοπραγεί χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.  Ότι εφόσον έχει αδικοπραγήσει, θα είναι δυνατόν άλλες αδικοπραγίες του, έστω μικρότερης σοβαρότητας, να απορροφηθούν από την σοβαρότερη εξαλείφοντας κάθε συνέπεια.

 

    Η ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τα δεδομένα που είχαν τεθεί ενώπιον του, ήταν απρόσβλητη.  Έλαβε υπόψη του τα γεγονότα της υπόθεσης, την καθυστέρηση και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες.  Ορθά αποφάσισε να επιβάλει ποινή φυλάκισης και ορθά έκρινε ότι δεν θα έπρεπε να την αναστείλει, αλλά ούτε και να διατάξει να συντρέχει με τη φυλάκιση που εξέτιε ο Εφεσείων.

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέτρησε την ποινή που θα επέβαλλε έτσι ώστε για τις επίδικες αδικοπραξίες του ο Εφεσείων να εκτίσει ποινή φυλάκισης για ακόμα ένα χρόνο.  Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι με την αυτόματη ενεργοποίηση, θα εξέτιε ποινή φυλάκισης για ακόμα δύο χρόνια.  Η περίοδος των 361 ημερών αφορούσε παρελθούσα συμπεριφορά του, όμως είχε ευεργετηθεί με την αναστολή της και η ποινή για τις επίδικες αδικοπραξίες προκαλούσε την ενεργοποίηση της.  Η ενεργοποίηση ήταν συνέπεια της επιβληθείσας ποινής, που έτσι επιτεινόταν ως προς τις επιβαρυντικές συνέπειες της για τον Εφεσείοντα.

 

    Υπό τις περιστάσεις, η επέμβαση του Εφετείου καθίσταται επιβεβλημένη.  Η επιβληθείσα ποινή στην κατηγορία 2 μειώνεται σε έξι μήνες φυλάκιση, συντρέχουσα με τις ποινές που επιβλήθηκαν στις άλλες δύο κατηγορίες και που θα εκτιθεί διαδοχικά προς την ποινή που εκτίει ο Εφεσείων, όπως διέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σε αυτή την έκταση ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει, ενώ οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.

 

    Δραττόμαστε της ευκαιρίας να επαναλαμβάνουμε την πρόσφατη υπόμνηση στην Χρίστου, ότι αποτελεί πρωταρχική ευθύνη της Κατηγορούσας Αρχής να πληροφορήσει σχετικά το Δικαστήριο που θα επιβάλει ποινή και ότι, παράλληλα, αποτελεί και υποχρέωση του ίδιου του κατηγορούμενου, να αναφέρει οτιδήποτε το οποίο θα μπορεί να επηρεάσει την κρίση του Δικαστηρίου αυτού.  Δεν ήταν η πρώτη φορά που το Ανώτατο Δικαστήριο, εντοπίζοντας τέτοιες παραλείψεις, αναφέρθηκε στο καθήκον, κυρίως της Κατηγορούσας Αρχής, να αναφέρει στο εκδικάζον Δικαστήριο τα γεγονότα που σχετίζονται με ανασταλείσα ποινή του κατηγορούμενου για να ληφθούν υπόψη κατά την επιβολή της νέας ποινής (Παπαχρίστου, 66, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327, 329, Πετρίδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.194/2015, ημερ. 27.1.2016, ECLI:CY:AD:2016:B38, Μιχαηλίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.204/2016, ημερ.16.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:B50, Αρέστη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.195/2016, ημερ.6.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B71 και Αποστόλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.196/2018, ημερ.4.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B132).  Εντούτοις, τέτοιου είδους παραλείψεις συνεχίζουν να παρατηρούνται με αμείωτη συχνότητα.  Ενίοτε στοιχειοθετούν το μόνο λόγο της έφεσης κατά της ποινής, που θα ήταν αχρείαστη εφόσον ασκείτο η δέουσα επιμέλεια κατά την πρωτόδικη διαδικασία και επιβαλλόταν η αρμόζουσα ποινή.

 

    Και στην προκειμένη περίπτωση, η παράλειψη προκάλεσε την παρέμβαση του Εφετείου σε μια καθόλα ισορροπημένη πρωτόδικη κρίση στη βάση των στοιχείων που το εκδικάζον Δικαστήριο είχε ενώπιον του.

 

    Η έφεση επιτυγχάνει.  Η επιβληθείσα ποινή στην κατηγορία 2 μειώνεται σε έξι μήνες φυλάκιση.

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο