ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B404
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 184/2021)
26 Οκτωβρίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________________
Σ. Αργυρού και Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 27.8.2017, οι Μ.Κ. 2 και 5, οι οποίοι είναι κουμπάροι, είχαν μεταβεί οικογενειακώς στην παραλία Γιάννα Μαρί του Πρωταρά για μπάνιο. Μαζί τους ήταν ο 'Γ', ηλικίας 10 ετών, παιδί του Μ.Κ. 2, ο 'Σ', ηλικίας 11 ετών, αδελφότεκνος του Μ.Κ. 2 και ο 'Δ', ηλικίας 11 ετών, παιδί του Μ.Κ. 5. Σε κάποια στιγμή, και τα τρία ανήλικα παιδιά κατευθύνθηκαν προς το μέρος όπου βρίσκεται αποβάθρα για να παίξουν, ενώ οι γονείς παρέμειναν στην παραλία.
Η ώρα 17.00 περίπου πλησίασαν τους γονείς ανήσυχοι και τρομαγμένοι οι ανήλικοι 'Σ' και 'Δ'. Αμέσως ο Μ.Κ. 2 τους ερώτησε πού ήταν το δικό του παιδί, ο 'Γ'. Ο 'Δ' κλαίοντας τους ανέφερε ότι υπάρχει ένας γυμνός άνδρας ο οποίος τους είπε να μείνουν κοντά του να τον προσέχουν για να μην τον δει κανείς. Τους ανέφερε ακόμη ότι ο 'Γ' φοβήθηκε και παρέμεινε στο μέρος με τον άγνωστο άνδρα. Για το τί έγινε στη συνέχεια, θα παραθέσουμε τα όσα ο Μ.Κ. 2 ανέφερε σε κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία αργότερα την ίδια ημέρα, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε στο Δικαστήριο:
«.. Αμέσως εγώ μαζί με τον κουμπάρο μου [Χρ. ], τρέξαμε προς την αποβάθρα της εν λόγω παραλίας και είδα ένα άνδρα 40-45 ετών περίπου να έχει το παντελονάκι του κατεβασμένο μέχρι τα γόνατα και όπως ήταν καθιστός σε πλάγια προς τα πίσω στάση πάνω στους βράχους με το δεξί του χέρι αυνανιζόταν δημόσια δηλαδή έπαιζε τον βίλλο του κανονικά. Ο γιός μου βρισκόταν περίπου τέσσερα με πέντε μέτρα μακριά του φοβισμένος, παλαβωμένος μπορώ να πώ, να του μιλώ και να μην απαντά από το φόβο του. Είμαι σίγουρος ότι από το θέαμα που είδε έπαθε όλο αυτό το σόκ. Φώναξα το γιό μου να έρθει πάνω, ο γιός μου ήλθε κοντά μου κλαίγοντας και μου είπε '’παπα θέλω να φύω αλλά δεν με αφήνει' και στη συνέχεια εγώ φώναξα στον άγνωστο άνδρα 'Τι κάμνεις τζιαμέ ρε ανώμαλε' και πηγαίνοντας προς το μέρος του αυτός βούτηξε στη θάλασσα με σκοπό να διαφύγει. Ακολούθως βούτηξα και εγώ στη θάλασσα και κολυμπώντας χωρίς να τον χάσω από τα μάτια μου κατευθύνθηκε προς τη στεριά και πάλι και προσπάθησε να βγει στην άμμο όπου εκεί βρισκόταν ο κουμπάρος μου [Χρ. ] και μαζί με άλλους παρευρισκόμενους τον περιορίσαμε στην παραλία. Τον καθίσαμε σε ένα κρεβατάκι της παραλίας και καλέσαμε την Αστυνομία. Ενώ αναμέναμε την Αστυνομία αυτός σηκώθηκε και τρέχοντας προσπάθησε και πάλι να διαφύγει. Μαζί με τους υπόλοιπους τον περιορίσαμε και πάλι ενώ αυτός αντιστεκόταν σθεναρά με σκοπό να διαφύγει. Όταν στο μέρος έφθασε η Αστυνομία υποδείξαμε τον άγνωστο άνδρα στην Αστυνομία όπου ανέλαβε και τα περαιτέρω .....».
Πάνω στην ίδια βάση περίπου κινήθηκε και η κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία την ίδια ημέρα ο Μ.Κ. 5, το περιεχόμενο της οποίας επίσης υιοθέτησε στο Δικαστήριο. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει από την κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα, είναι το τί ακριβώς έγινε αμέσως μετά που ο άγνωστος άνδρας βούτηξε στη θάλασσα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία τους:
«... Ο κουμπάρος μου βούτηξε και αυτός στη θάλασσα για να τον πιάσει ενώ εγώ έφυγα περπατητός από εκεί για να τον πιάσω όταν βγει στην ακτή. Αφού κολύμπησε για περίπου 5 με 10 λεπτά το πρόσωπο αυτό ξεκίνησε να κατευθύνεται προς την ακτή. Μόλις έφθασε στην ακτή, κοντά στο μπαράκι με την ονομασία Μπικίνι, και χωρίς να χάσω σε καμιά στιγμή οπτική επαφή με το άγνωστο πρόσωπο, τον πλησίασα και τον άρπαξα από το χέρι. Αυτός προέβαλε αντίσταση και προσπάθησε να μου ξεφύγει χωρίς να τα καταφέρει. Σε εκείνη τη στιγμή έφθασε ο κουμπάρος μου ο Ανδρέας που κολυμπούσε από πίσω του και με την βοήθεια του, το βγάλαμε έξω στην ακτή και τον ακινητοποιήσαμε. Αυτός προσπαθούσε να μας ξεφύγει, σπρώχνοντας μας, και εμείς βάλλαμε περισσότερη βία για να μην μας ξεφύγει. Αμέσως φώναξα στον κόσμο που συγκεντρώθηκε στην περιοχή να καλέσουν την Αστυνομία και μετά από πάροδο λίγων λεπτών ήρθαν δύο Αστυνομικοί οι οποίοι παρέλαβαν το άγνωστο πρόσωπο».
Για την πιο πάνω συμπεριφορά, ο Εφεσείων, ο οποίος είναι Αστυνομικός, αντιμετώπισε την Ποινική Υπόθεση αρ. 497/18 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας- Αμμοχώστου. Αυτός αρνήθηκε και τις τέσσερεις κατηγορίες, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ακροαματική διαδικασία. Με απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 21.9.2021, ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις ακόλουθες δύο κατηγορίες:
«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Αρ. κατηγορίας 2.
Σεξουαλική κακοποίηση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 5 και 6(1) (7) του Περί Σεξουαλικής Φύσης κατά ανηλίκων Νόμου με αριθμό 91(Ι)/2014, όπως έχει τροποποιηθεί.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία προκάλεσε παιδί ήτοι τον Γ. Χ., ημερ. γεν. ΧΧΧ το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης να γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων δηλαδή αυνανιζόταν στην παρουσία του.
ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Αρ. κατηγορίας 4.
΄Ασεμνη πράξη, κατά παράβαση των άρθρων 176 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 145(Ι)/2002.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία διενήργησε δημοσία άσεμνη πράξη δηλαδή αυνανιζόταν σε δημόσιο μέρος.»
Επειδή η Κατηγορούσα Αρχή θεωρούσε πως αυτός κατά τον ίδιο χρόνο και τόπο είχε αυνανιστεί και στην παρουσία των άλλων δύο ανήλικων αγοριών, του είχε προσάψει και τις κατηγορίες 1 και 3 που αφορούσαν στους ανήλικους 'Δ' και 'Σ', αντίστοιχα. Στις εν λόγω κατηγορίες αθωώθηκε και απαλλάχθηκε για τους λόγους για τους οποίους θα κάνουμε αναφορά στη συνέχεια.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στις 12.10.21 του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών στη δεύτερη κατηγορία (την πιο σοβαρή) και ποινή φυλάκισης 1 έτους στην τέταρτη κατηγορία. Διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης συντρέχουν.
Να σημειώσουμε ευθύς εξ αρχής, ότι ο Νόμος επί του οποίου βασίζονταν οι κατηγορίες 1, 2 και 3 τιτλοφορείται «Ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014, Ν. 91(Ι)/14» και όχι ο περί Σεξουαλικής Φύσης κατά Ανηλίκων Νόμος, ως εσφαλμένα είχε περιγραφεί στη νομική βάση των εν λόγω κατηγοριών. Ωστόσο, είχε αναγραφεί ο ορθός αριθμός του Νόμου, «Ν. 91(Ι)/14».
Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε πέντε μάρτυρες. Ως ελέχθη, οι Μ. Κ. 2 και 5 κατέθεσαν ως αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος, και ως αυτοί οι οποίοι καταδίωξαν και συνέλαβαν, ουσιαστικά επ΄ αυτοφώρω, τον άνδρα που αυνανιζόταν, τον οποίον στη συνέχεια παρέδωσαν στην Αστυνομία.
Ο Εφεσείων, κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης, άσκησε το αναφαίρετο δικαίωμα της σιωπής. Κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης τον ιατροδικαστή Πανίκο Σταυριανό (Μ.Υ. 1) και τον αδελφό του Α.Π. (Μ.Υ. 2). Ο Μ.Υ. 1 ανέφερε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Αστυνομία όφειλε να είχε προβεί σε ιατρική εξέταση του Εφεσείοντα. Τέτοια εξέταση, ανέφερε, θα απεκάλυπτε εάν στα πέλματα του υπήρχαν ή όχι εκδορές ή αμυχές οι οποίες αναμένεται «να σχηματίζονται» όταν κάποιος πατά πάνω σε βράχια ξυπόλυτος. Είπε ακόμη πως «. το χρώμα και το είδος του μαγιού και το κατά πόσο υπήρχαν βιολογικά υγρά που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν την παρουσία σπέρματος», ήταν σχετικά γεγονότα που έπρεπε να είχαν διερευνηθεί από την Αστυνομία. Όσον αφορά στο τελευταίο αυτό θέμα, η Κατηγορούσα Αρχή του υπέβαλε πως δεν υπήρξε μαρτυρία ότι ο άνδρας εκσπερμάτωσε. Είπε ακόμη πως «. για μια κατάσταση όπως περιγράφεται με παρουσία πολλών ατόμων, είναι σχεδόν αδύνατον να μην χάσει την οπτική του επαφή ένας άνθρωπος με ένα κολυμβητή ο οποίος βρίσκεται μέσα στη θάλασσα και κολυμπά. Η μόνη περίπτωση είναι να μην υπάρχει κανένας άλλος μέσα στη θάλασσα. Τί σημαίνει; Ότι με βάση τη λογική είναι αδύνατον». Το τελευταίο αυτό μέρος της μαρτυρίας του δεν ήταν επιστημονική άποψη.
Η μαρτυρία του αδελφού του Εφεσείοντα (Μ.Υ. 2) αφορούσε σε κατάθεση φωτογραφιών του Εφεσείοντα για να καταδείξει ότι ο τελευταίος στο αριστερό του μπράτσο είχε κατά τον επίδικο χρόνο και έχει μέχρι και σήμερα δερματοστιξία (τατουάζ). Να σημειωθεί εδώ ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, o M.K. 2 ερωτήθηκε, αντεξεταζόμενος, κατά πόσο πρόσεξε αν ο άνδρας που αυνανιζόταν είχε κάποιο τατουάζ (δεν διευκρινίστηκε που). Ο μάρτυρας απάντησε πως δεν πρόσεξε. Ακολούθως του υποβλήθηκε ότι ο Εφεσείων είχε από τότε και συνεχίζει να έχει, τατουάζ «το οποίο δεν μπορούσες να μην το δεις». Ούτε και τώρα διευκρινίστηκε από την Υπεράσπιση σε ποιο σημείο του σώματος του ήταν αυτό το τατουάζ. Ο μάρτυρας απάντησε πως δεν πρόσεξε τατουάζ ούτε πάνω στον Εφεσείοντα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία στο σύνολο της καθοδηγούμενο από τη σχετική Νομολογία. Για λόγους που καταγράφει, αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των Αστυνομικών μαρτύρων (Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 4). Αξιόπιστους έκρινε και τους αυτόπτες μάρτυρες (Μ.Κ. 2 και Μ. Κ. 5). Για τον Μ.Κ. 3, ο οποίος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας αλλά ενημερώθηκε από τους γονείς των άλλων παιδιών ότι ο ανήλικος υιός του 'Σ' έγινε μάρτυρας του δημόσιου αυνανισμού του άνδρα, σημείωσε τα ακόλουθα: «Σε ότι αφορά το Μ.Κ. 3, ο ίδιος αποτελεί συγγραμματική έννοια του μάρτυρα, ο οποίος προσφέρει μαρτυρία εξ ακοής και μάλιστα δευτέρου βαθμού και θεωρώ ότι δεν μπορώ να στηριχθώ στη μαρτυρία του προς εξαγωγή οποιωνδήποτε ασφαλή συμπερασμάτων».
Για τον Μ.Υ. 1, τον οποίο αποδέχθηκε ως εμπειρογνώμονα, σημείωσε τα ακόλουθα: «Έχοντας παρακολουθήσει πολύ προσεχτικά τον Μ.Υ.1 τολμώ να πω ότι στην αγωνία του να εξυπηρετήσει παρέβη το καθήκον του σαν εμπειρογνώμονας, να παρουσιάσει δηλαδή την ανεξάρτητη γνώμη του αντικειμενικά και αμερόληπτα, ενώ κατά την κρίση μου δεν τεκμηρίωσε επαρκώς και με πειστικότητα τα ευρήματα και συμπεράσματα του. Θα πρόσθετα δε εδώ, με κάθε σεβασμό, και ότι η τεκμηρίωση στην οποία προέβη ήταν σε τέτοιο βαθμό γενικόλογη που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά την τεκμηρίωση που θα αναμένετο να κάνει ένας έμπειρος ιατροδικαστής». Για λόγους που επίσης παραθέτει, απέρριψε και τη μαρτυρία του Μ.Υ.2.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σχολιάσει το γεγονός ότι ο Εφεσείων, κατά την ακροαματική διαδικασία, άσκησε το δικαίωμα της σιωπής για το οποίο σημείωσε ότι «. είναι αναφαίρετο και η επιλογή του κατηγορούμενου να μην πει τίποτε δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση και ως θέμα αρχής, και προς τούτο αυτοπροειδοποιούμαι, να επενεργήσει δυσμενώς ως προς τις θέσεις που η Υπεράσπιση προώθησε».
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Πέντε είναι οι λόγοι έφεσης. ΄Ολοι στρέφονται εναντίον της καταδίκης.
Υπάρχει λόγος έφεσης (πρώτος) ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν έλαβε υπόψη ότι δεν έγινε αναγνώριση του κατηγορουμένου με το Δέοντα και Νόμιμο τρόπο από την Αστυνομία και εσφαλμένα επέτρεψε και/ή έδωσε άδεια να γίνει αναγνώριση στο εδώλιο του Κατηγορουμένου και/ή έδωσε βαρύτητα σε μια τέτοια αναγνώριση η οποία οδήγησε σε καταδίκη του Εφεσείοντα». Πρόκειται περί αβάσιμου λόγου. Παρόμοια θέση είχε προβληθεί και στην υπόθεση Καττής ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 438. Ούτε και εκεί έγινε αναγνωριστική παράταξη. Ο Νικολάτος, Δ., όπως ήταν τότε, απορρίπτοντας παρόμοια θέση που είχε προβληθεί από τον Εφεσείοντα, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Από την συνδυασμένη δράση των Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 4 δεν υπήρξε οποιοδήποτε κενό στην παρακολούθηση του αυτοκινήτου και των επιβαινόντων σ΄ αυτό και ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως το πρόσωπο που είδε ο Μ.Κ. 2 να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΑΑΧ 724 από τη θέση του συνοδηγού, ήταν ο εφεσείων.
...................................
Με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία θεωρούμε ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε λάθος στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αναγνώριση του εφεσείοντα από τους Μ.Κ.2 και 4.
....................................
Η θέση ότι για να είναι αξιόπιστη η μαρτυρία του Μ.Κ. 2 θα έπρεπε να είχε προηγηθεί αναγνωριστική παράταξη είναι ανυπόστατη.»
Εν προκειμένω, οι Μ.Κ. 2 και 5 κατέθεσαν πως είδαν ιδίοις όμμασι έναν άνδρα να αυνανίζεται δημοσίως, τον καταδίωξαν και σε λίγα λεπτά τον ακινητοποίησαν μέχρι που τον παρέδωσαν στην Αστυνομία. Ουσιαστικά ο δράστης εδώ συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω από τους Μ.Κ. 2 και 5, και συνεπώς δεν ετίθετο θέμα αναγνώρισης του από τους εν λόγω μάρτυρες. Οι άλλοι παρευρισκόμενοι είδαν τον Εφεσείοντα μόνο στην παραλία, όταν πλέον αυτός είχε ακινητοποιηθεί, και η αναγνώριση του από αυτούς δεν θα προσέφερε οτιδήποτε.
Τέλος, ουδέποτε αμφισβητήθηκε πως ο κατηγορούμενος στην πιο πάνω ποινική υπόθεση, ήταν το πρόσωπο που ακινητοποιήθηκε από τους Μ.Κ. 2 και 5, το οποίο στη συνέχεια παρεδόθη στην Αστυνομία. Συνεπώς, δεν χρειαζόταν να γίνει οποιαδήποτε αναγνώριση από το εδώλιο του μάρτυρα (dock identification), στην οποία, εν πάση περιπτώσει, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα, ως εσφαλμένα αναφέρεται στον πιο πάνω λόγο έφεσης, ο οποίος είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Υπάρχει λόγος έφεσης που αφορά στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας. Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τί είπε ο Μ.Κ. 2 όταν αντιλήφθηκε τον άνδρα να βουτά στη θάλασσα (κυρίως εξέταση):
«Ε. Βούτηξε στη θάλασσα και τί έκαμε;
Α. ΄Αρχισε να κολυμπά προς τη στεριά. Πετάχτηκα και εγώ βούτηξα και εγώ στη θάλασσα και τον καταδίωξα. Ο κουμπάρος μου ο Χρ.Χ. πήγε από γύρω από την άμμο και όταν βγήκε στη στεριά τον συλλάβαμε στην άμμο.
Ε. Τί εννοείς όταν λες τον καταδίωξα;
Α. Προσπάθησε να διαφύγει.
Ε. Πώς το κατάλαβες αυτό;
Α. Του φώναξα 'τι κάμνεις τζιαμέ ρε ανώμαλε', πήγα προς τα πάνω του και βούτηξε και κολύμπησε να φύγει.
Ε. Ενώ ήσουν στο νερό και κολυμπούσες για να τον πιάσεις του ξαναφώναξες;
Α. Ναι, ξαναφώναξα αλλά δεν εσταμάταν.
Ε. Παρατήρησες αν ήταν σε στύση όταν αυνανιζόταν;
A. Ναι, αφού αυνανιζόταν.»
Αντεξεταζόμενος έδωσε την ακόλουθη μαρτυρία (παρατίθενται αυτολεξεί οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις):
«Ε. Δηλαδή λες ότι κολυμπούσες με το κεφάλι συνέχεια μπροστά ελεύθερο, κτυπούσες τα χέρια σου και δεν έμπαινε νερό και έβλεπες συνέχεια προς τα πάνω;
Α. Ναι, για να μην τον χάσω.
Ε. Δεν θυμάσαι πόση απόσταση;
Α. Από την αποβάθρα μέχρι το ξενοδοχείο Vrisaki.
Ε. Και η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο;
Α. Ναι, και μέσα στο νερό και έξω από το νερό.
Ε. Σου λέω ότι θα ήταν αδύνατο να κολυμπάς ελεύθερο και να κτυπάς τα χέρια και για τόσο μεγάλη απόσταση όπως λες, από τη μια μεριά μέχρι την άλλη και να έχεις συνέχεια μάτια ανοιχτά και να παρακολουθείς το άτομο αυτό που λες ότι διέπραξε το αδίκημα χωρίς να παρεμποδιστεί η οπτική σου επαφή.
Α. Δεν είχα πρόβλημα, κολυμπούσα κανονικά.
Ε. Σου λέω κ. Μάρτυρα ότι περνούσες και ανάμεσα από άλλο κόσμο. Εγώ σου λέω κ. Μάρτυρα ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να χάσεις επαφή με το άτομο το οποίο εσύ ισχυρίζεσαι ότι ακολουθούσες και να συγχυστείς με τον πολύ κόσμο που υπήρχε στο νερό.
Α. Τον ακολουθούσα, δεν έφυγε το βλέμμα μου από πάνω του μέχρι που τον συλλάβαμε»
(Η υπογράμμιση γίνεται από το Εφετείο)
Ας δούμε τώρα τί είπε και ο Μ.Κ. 5:
«Ε. Πες μας ακριβώς τί έγινε όταν είδατε αυτό το συμβάν που λέτε με τον κουμπάρο σας;
Α. ... Σε κλάσματα δευτερολέπτου έβαλε το μαγιό του ο κατηγορούμενος, βούτηξε στη θάλασσα και κολυμπούσε παράλληλα της ακτής προς τον Πρωταρά, προς τα ξενοδοχεία. Ο κουμπάρος μου στο σημείο τζίνον βούτηξε για να πιάσει τον κατηγορούμενο και εγώ πήγα από την ακτή και συνέχεια τον έβλεπα και τον κουμπάρο μου και τον κατηγορούμενο που κολυμπούσαν προς την ακτή. Περίμενα και όταν έφθασαν αφού κολυμπούσαν περίπου 5-10 λεπτά, όχι παραπάνω, και έφτασαν στο σημείο που είναι το «Μπικίνι», μπαρ, κατευθύνθηκαν προς τα έξω και τον περίμενα να έρθει στην παραλία για να τον πιάσουμε και να τον παραδώσουμε, να έρθει η Αστυνομία.
....................................
Α. Καμία επαφή δεν έχασα από την ώρα που βούτηξε στη θάλασσα μέχρι που βγήκε στην παραλία.
....................................
Ε. Σου υποβάλλω ότι δεν είχες οπτική συνεχόμενη επαφή.
Α. Αποκλείεται. Όταν βλέπεις ένα άνθρωπο 3-4 μέτρα και κολυμπά και ένα άλλο πίσω του να τον τρέχει δεν χάνεις επαφή. Ούτε δευτερόλεπτο».
(Η υπογράμμιση γίνεται από το Εφετείο)
Δεν θα παραθέσουμε την πλούσια Νομολογία που αφορά στο πότε το Εφετείο παρεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων στα οποία προβαίνουν τα Πρωτόδικα Δικαστήρια, τα οποία έχουν και την ευθύνη για τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων. Θα αρκεστούμε να παραθέσουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 202/20, ημερ. 20.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B356:
«Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επε΅βαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.
Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, 101).»
Δεν διαπιστώνουμε αντιφάσεις που αφορούν σε ουσιώδη γεγονότα μεταξύ της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2 και της μαρτυρίας του Μ.Κ. 5, ως η εισήγηση του Εφεσείοντα. Μάλιστα η Υπεράσπιση αντεξετάζοντας τον Μ.Κ. 5 του υπέβαλε ότι είχε λεχθεί πως ο άνδρας αυνανιζόταν ιστάμενος και όχι καθήμενος. Η υποβολή αυτή ήταν παραπλανητική αφού ουδέποτε ο Μ.Κ. 2 ή οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας είχε αναφέρει κάτι τέτοιο. Τουναντίον, ο Μ.Κ. 2 είχε αναφέρει και επέμενε, πως ο άνδρας αυνανιζόταν «καθιστός σε πλάγια προς τα πίσω στάση». Ο Μ.Κ. 5 όμως απάντησε ως εξής: «Δεν γνωρίζω τί ανέφερε ο κουμπάρος μου», και επέμενε και αυτός πως ο άνδρας δεν αυνανιζόταν ιστάμενος.
Ούτε βρίσκουμε αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας των Μ.Κ. 2 και 5 ότι αυτοί ακινητοποίησαν τον άνδρα και τον παρέδωσαν στην Αστυνομία, με την μαρτυρία του Αστυφύλακα Μ.Κ. 4 ότι όταν έφθασε στο μέρος ο άνδρας έκανε ντους, ως η άλλη εισήγηση του Εφεσείοντα. Δεν προκύπτει από το γεγονός ότι έτρεχε νερό πάνω από τον άνδρα, πως αυτός δεν ήταν ακινητοποιημένος και ότι έκανε ελεύθερος και αμέριμνος το ντους του. Κάθε άλλο. Όπως ανέφερε ο Μ.Κ. 4, «Πρώτο μέλημα ήταν να προστατέψω τον άνθρωπο που μου υπόδειξαν, να τον μεταφέρω στο σταθμό για να τον προστατέψω .. Υπήρχε ένταση και φόβος ότι μπορούσε να δεχθεί επίθεση τόσο ο ίδιος όσο και εμείς .. Ο άνθρωπος όταν τον εντόπισα ήταν κάτω από το ντους, έτρεχε νερό πάνω του, συνέχεια ήταν ακίνητος, έκλεισα εγώ το ντους και τον βοήθησα να απομακρυνθεί επειδή όπως ανέφερα είχε κόσμο μαζεμένο ..».
Εν κατακλείδι, αφού έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της, καταλήγουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πως όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα και σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο δεν παρεμβαίνει (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 618, 633).
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων αναφέρει ότι: «Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείοντας δεν αντέδρασε και δεν ανέφερε οτιδήποτε όταν ακινητοποιήθηκε από τους Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 5 συγκρούεται με την ανάλυση του Δικαστηρίου για το δικαίωμα της σιωπής αλλά και συνεπακόλουθο εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείοντας ακινητοποιήθηκε επειδή προσπαθούσε να αποδράσει .».
Είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε υπόπτου να παραμένει σιωπηλός από την έναρξη των ανακρίσεων μέχρι και την έκδοση δικαστικής απόφασης. Αυτό το δικαίωμα ο Εφεσείων άσκησε, όταν ανακρινόμενος ως ύποπτος δεν απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από τον Ανακριτή. Μάλιστα, είχε τότε αναφέρει στον Ανακριτή «. Και χίλιες ερωτήσεις να μου υποβάλεις εγώ δεν πρόκειται να σου απαντήσω σε οτιδήποτε. Έχω επιλέξει το δικαίωμα της σιωπής το οποίο πρόκειται να τηρήσω».
Αυτό το δικαίωμα άσκησε και ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως κατηγορούμενος. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά το δικαίωμα της σιωπής των κατηγορουμένων και καθοδηγήθηκε ορθά, αφού στην απόφαση του ρητά σημειώνει τα ακόλουθα: «Πρέπει, επομένως, να θεωρείται δεδομένο ότι το δικαίωμα της σιωπής είναι αναφαίρετο και η επιλογή του κατηγορουμένου να μην πεί τίποτε, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση και ως θέμα αρχής, και προς τούτο αυτοπροειδοποιούμαι, να επενεργήσει δυσμενώς ως προς τις θέσεις που η Υπεράσπιση προώθησε». Συνεπώς ουδέποτε είχε εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα και ουδέποτε έγινε οποιοσδήποτε συσχετισμός επειδή ο Εφεσείων άσκησε αυτό το δικαίωμα του.
Αδικαιολόγητα ο Εφεσείων συσχετίζει το πιο πάνω δικαίωμα της σιωπής με τη σιωπή που τηρεί κάποιος κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις που καθιστούν πιο λογικά πιθανό αυτός να απαντήσει σε μία «κατηγορία» παρά να μην απαντήσει. Τέτοια θέματα εξετάστηκαν στην υπόθεση Vassiliou v. Demetriou (1971) 1 CLR 429. Στην εν λόγω υπόθεση η Ενάγουσα με την αγωγή της αξίωνε εναντίον του Εναγομένου αποζημιώσεις γιατί αυτός δεν εκπλήρωσε την υπόσχεση που της είχε δώσει να την νυμφευθεί. Ο Εναγόμενος, νυμφευμένος ήδη και πατέρας τριών ανήλικων τέκνων, αρνήθηκε ότι έδωσε τέτοια υπόσχεση στην 31χρονη Ενάγουσα, στην οποία άλλος άνδρας στο παρελθόν επίσης της είχε δώσει υπόσχεση γάμου. Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, προσήχθη μαρτυρία στη βάση της οποίας ενόσω συζούσαν για περίπου οχτώ συνεχόμενα βράδια, έχοντας σεξουαλικές επαφές, επισκέφθηκαν μαζί στις 3.11.1970 εμπορικό κατάστημα στη Λεμεσό, όπου η Ενάγουσα αγόρασε ένα κασετόφωνο αξίας Λ.Κ.40, το οποίο δώρησε στον Εναγόμενο. Η Ενάγουσα τότε είχε συστήσει τον Εναγόμενο στον καταστηματάρχη ως τον αρραβωνιαστικό της. Ο Εναγόμενος δεν αντέδρασε σ΄ αυτή τη σύσταση και δεν διέψευσε την Ενάγουσα. Παρέμεινε σιωπηλός. Γι΄ αυτή τη σιωπή του δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση. Καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου παραδέχθηκε μεν πως είχε συνοδεύσει την Ενάγουσα στο εμπορικό κατάστημα, ισχυρίστηκε όμως πως ο καταστηματάρχης απουσίαζε τη συγκεκριμένη ημέρα από το κατάστημα. Όμως η μαρτυρία του καταστηματάρχη (P.W. 1) ότι ήταν παρών και ότι έγινε η σύσταση, κρίθηκε αξιόπιστη. Ο τότε Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αείμνηστος Στυλιανίδης (μετέπειτα Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), με αναφορά στην In Wiedemann v. Walpole (1891) 2 Q.B. 534, 539[1], σημείωσε τα ακόλουθα:
«Had the defendant not promised to marry the plaintiff, had he not been the plaintiff's fiance, one would expect him to deny this and in some way to refute the introduction. He kept silent. A man, in the ordinary behaviour of mankind, cannot be introduced as a fiancé and remain silent if this silence cannot be explained. The defendant failed to give any explanation of his silence. He elected to deny the introduction, alleging that P.W. 1 was not in the shop at the time.
In the particular circumstances of this action, this amounts to corroboration of the plaintiff's evidence.»
Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, η θέση του Εφεσείοντα κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, δεν ήταν ότι παρέμεινε σιωπηλός, αλλά ότι αντέδρασε, ως θα αναμενόταν. Υπεβλήθη στους μάρτυρες κατηγορίας πως όταν αυτός «βγήκε από τη θάλασσα», εντός της οποίας προηγουμένως κολυμπούσε αμέριμνος, ξαφνικά κτυπήθηκε από τους Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 5. Τους υπεβλήθη ακόμη πως αμέσως ο Εφεσείων τους ερώτησε γιατί τον κτυπούν και μάλιστα τους ανέφερε ότι είναι Αστυνομικός. Τις υποβολές όμως αυτές οι Μ.Κ. 2 και 5 απέρριψαν κατηγορηματικά. Μαρτυρία εκ μέρους του Εφεσείοντα ή άλλη μαρτυρία, που να υποστηρίζει τη θέση ότι ο Εφεσείων αντέδρασε κατά τον πιο πάνω τρόπο, ουδέποτε προσήχθη.
Θα σημειώσουμε όμως και τα ακόλουθα που υποστηρίζουν τις θέσεις των Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 5 ότι ουδέποτε ο Εφεσείων αντέδρασε κατά τον πιο πάνω τρόπο και ουδέποτε τους απεκάλυψε την αστυνομική του ιδιότητα. Είπε ο Αστυφύλακας 1771, Τ. Δημητρίου (Μ.Κ. 4), και το μέρος αυτό της μαρτυρίας του ουδόλως αμφισβητήθηκε από τον Εφεσείοντα, πως όταν μετέβη στο μέρος λίγο μετά που ο Εφεσείων ακινητοποιήθηκε, ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να του μιλήσει. Προκύπτει, να του μιλήσει κατ΄ ιδίαν. Αφού απομακρύνθηκαν από τον κόσμο, διανύοντας μιαν απόσταση ασφαλείας 10-15 μέτρων, χωρίς να μπορεί κάποιος να τους πλησιάσει και να τους ακούσει, ο Εφεσείων του απεκάλυψε την αστυνομική του ιδιότητα. Εάν όμως ο Εφεσείων είχε ήδη κάνει γνωστή την αστυνομική του ιδιότητα σε τρίτα πρόσωπα, και ειδικά στους Μ.Κ. 2 και 5 που τον είχαν ακινητοποιήσει και συνέχιζαν να τον ακινητοποιούν μέχρι την άφιξη της Αστυνομίας στο μέρος, γιατί να ήθελε να αποκαλύψει την αστυνομική του ιδιότητα στο συνάδελφο του εν κρυπτώ και παραβύστω;
Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι είναι αδικαιολόγητα τα όσα καταγράφονται στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης ότι: «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τη θέση του κατηγορουμένου ότι ανέφερε στους Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 5 ότι είναι Αστυνομικός μετά που ζήτησε το λόγο που τον κτύπησαν και το Πρωτόδικο Δικαστήριο οικοδομεί ολόκληρο επιχείρημα αναφορικά με τη σιωπή του Εφεσείοντα». Δεν υπήρξε ίχνος μαρτυρίας για τέτοια θέση και συνεπώς ουδέποτε αποδείχθηκε κάτι τέτοιο. Τουναντίον, αυτό που αποδείχθηκε από την αξιόπιστη μαρτυρία, ήταν ότι ο Εφεσείων προσπάθησε να ξεφύγει από τους Μ.Κ. 2 και 5.
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Υπάρχει λόγος έφεσης ότι: «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποίησε την κατηγορία 2 στο κατηγορητήριο και βρήκε ένοχο τον Εφεσείοντα στην προκείμενη, εν αντιθέσει των κατηγοριών 1 και 3 στις οποίες τον αθώωσε και απάλλαξε».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως γι΄ αυτές τις δύο κατηγορίες, η Κατηγορούσα Αρχή προσέφερε εξ ακοής μαρτυρία αφού οι ανήλικοι 'Δ' και 'Σ' δεν έδωσαν καταθέσεις στην Αστυνομία και δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες. Για να καταλήξει ως εξής: «Οικοδόμημα καταδίκης με θεμέλιο την εξ ακοής μαρτυρία και μόνο είναι υποκείμενο κατάρρευσης». Δεν εξετάζεται τώρα η ορθότητα της πιο πάνω γενικευμένης προσέγγισης, αφού η Εφεσίβλητη δέχεται πως ορθά ο Εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες 1 και 3.
Λέγει ο Εφεσείων πως με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να είχε απαλλαχθεί και από την δεύτερη κατηγορία που αφορούσε στον ανήλικο 'Γ'. Διαφωνούμε. Εδώ η αξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και 5 κατέδειξε πως αυτοί είδαν τον άνδρα να αυνανίζεται στην παρουσία του ανήλικου 'Γ'. Και πως και ο ανήλικος έβλεπε τον άνδρα να αυνανίζεται. Ενδεικτικά και μόνο θα παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από τη μαρτυρία του Μ.Κ. 2. Να σημειώσουμε πως το συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας του, όπως ορθά υπέδειξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης, ουδόλως αμφισβητήθηκε από τον Εφεσείοντα:
«Ε. Ο λόγος που στεκόταν λες κοντά στο άτομο αυτό, περίγραψε μας λίγο τη θέση του 'Γ' σε σχέση με το άτομο αυτό.
Α. Ο 'Γ' ήταν σε απόσταση κοντά του 5-6 μέτρα ήταν πλάγια αλλά κοίταζε πάνω του, έβλεπε τον που αυνανιζόταν. Ο 'Γ' έβλεπε τον άνθρωπο απέναντι του που αυνανιζόταν.
Ε. Ο άνθρωπος που αυνανιζόταν που έβλεπε;
Α. Έβλεπε προς το 'Γ'.»
Από την πιο πάνω αδιαμφισβήτητη και αξιόπιστη μαρτυρία προκύπτει πως ο Μ.Κ. 2 ήταν αυτόπτης μάρτυρας του αυνανισμού του άνδρα, ο οποίος ελάμβανε χώρα στην παρουσία του ανήλικου τέκνου του που τον έβλεπε. Αυτή η μαρτυρία δεν υπήρχε για τις κατηγορίες 1 και 3, οι οποίες αφορούσαν στους ανήλικους 'Δ' και 'Σ', αντίστοιχα. Συνεπώς, η αθώωση και απαλλαγή του Εφεσείοντα από τις κατηγορίες 1 και 3 δεν εξαφάνισε τη μαρτυρία επί της οποίας βασίστηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο για να κρίνει ένοχο τον Εφεσείοντα στη δεύτερη κατηγορία (Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486).
Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Τέλος, υπάρχει λόγος έφεσης ότι οι έρευνες των Ανακριτικών Αρχών ήταν πλημμελείς γιατί αυτές παρέλειψαν να λάβουν καταθέσεις από τα τρία ανήλικα παιδιά. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον πιο πάνω λόγο έφεσης: «Οι τρεις ανήλικοι ήταν οι πιο ουσιώδεις μάρτυρες σ΄ αυτή την υπόθεση. Συνεπώς η μαρτυρία τους, αν βέβαια δινόταν, θα ήταν καθοριστική για την αθώωση ή την καταδίκη του Εφεσείοντα/Κατηγορουμένου. Σημείο επίσης καθοριστικό θα ήταν αφού οι Ανακριτικές Αρχές αποφάσισαν υπακούοντας την επιθυμία των γονέων τους να μην τους πάρουν κατάθεση οι τρεις ανήλικοι να λάμβαναν μέρος σε αναγνωριστική παράταξη του Εφεσείοντα σε δωμάτιο ειδικά διαρυθμισμένο στο οποίο υπάρχει γυαλί καθρέφτης για προστασία του μάρτυρα που θα προβεί στην αναγνώριση».
Διαφωνούμε. Τα τρία ανήλικα παιδιά ουδέποτε αναγνώρισαν ή υπέδειξαν τον Εφεσείοντα ως τον αυνανιζόμενο άνδρα. Ουδέποτε το Πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε πάνω στα όσα είχαν αναφέρει στους γονείς τους για να τον καταδικάσει. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσείοντα από τις κατηγορίες 1 και 3 επειδή οι αυτόπτες μάρτυρες (Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 5) δεν είδαν τον Εφεσείοντα να αυνανίζεται μπροστά στα μάτια και των άλλων δύο ανήλικων αγοριών, για τα οποία γινόταν αναφορά στις εν λόγω κατηγορίες. Να επαναλάβουμε πως η μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και 5 ότι είδαν ένα άνδρα να αυνανίζεται μπροστά στα μάτια του ανήλικου 'Γ' ουδέποτε αμφισβητήθηκε, αφού η Υπεράσπιση του Εφεσείοντα ήταν πως δεν ήταν αυτός που είχε προβεί στην εν λόγω πράξη αλλά άλλος άνδρας.
Ούτε συμφωνούμε ότι υπήρξε οποιαδήποτε παράλειψη ή οτιδήποτε άλλο εκ μέρους της Αστυνομίας που επηρέασε δυσμενώς την Υπεράσπιση του Εφεσείοντα. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Κόλιας ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 106/15 (σχ. με 126/15 και 127/15), ημερ. 17.5.2016, ισχύει και εδώ: «. η καταδίκη του Εφεσείοντα εδράστηκε επί συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού και δεν διαφάνηκε σε καμιά περίπτωση ότι εμφυλοχώρησαν παραλείψεις ή οποιαδήποτε συμπεριφορά στην πορεία του ανακριτικού έργου, βλαπτική των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα».
Η δε υπόθεση Κουρέας ν. Αστυνομίας (2014) 2 (B) AAΔ.896, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, ουδόλως εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση. Εκεί, ο κατ΄ ισχυρισμόν αυτόπτης μάρτυρας, ισχυρίστηκε πως είδε τον Εφεσείοντα να παίρνει τη συσκευασία με τα ναρκωτικά και να την τοποθετεί στο έδαφος. Αντεξεταζόμενος λοιπόν ερωτήθηκε να αποκαλύψει το μέρος στο οποίο ήταν κρυμμένος μαζί με τη συνάδελφο του Αστυφύλακα, κατά την διάρκεια της παρακολούθησης. Καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου πως ως θέμα απλής λογικής, ο μάρτυρας θα έπρεπε να είχε οπτική επαφή με τον Εφεσείοντα. Αυτός όμως αρνήθηκε να απαντήσει στην εν λόγω κρίσιμη ερώτηση που του τέθηκε. Αποφασίστηκε πως η άρνηση του αυτή, έπληττε ανεπανόρθωτα τη δυνατότητα αντεξέτασης του στο πλέον σημαντικό μέρος της μαρτυρίας του. Η καταδίκη παραμερίστηκε.
Εν προκειμένω, όλοι οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και ειδικότερα οι πιο βασικοί, δηλαδή οι Μ.Κ. 2 και 5, απάντησαν σε όλες τις ερωτήσεις και τις υποβολές που τους είχαν γίνει από την Υπεράσπιση. Η δε μαρτυρία τους κρίθηκε αξιόπιστη και συνεπώς ήταν πλήρως δικαιολογημένο και το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «.. η διάπραξη του αυνανισμού και η σύλληψη του δράστη ακολούθησαν η μια την άλλη χρονικά άμεσα και σε αλληλουχία».
Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Η Κατηγορούσα Αρχή είχε το βάρος απόδειξης της ενοχής του Εφεσείοντα. Και το απέσεισε στη βάση σαφούς και αξιόπιστης μαρτυρίας, η οποία αφορούσε σε όλα εκείνα τα γεγονότα που επέτρεπαν στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε ασφαλή ευρήματα για τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων της δεύτερης και τέταρτης κατηγορίας.
Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.
[1] «Silence is not evidence of admission, unless there are circumstances which render it more reasonably probable that a man would answer the charge made against him than that he would not.»