ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Ρ. Ερωτοκρίτου, για τους εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις. Μ. Χαραλάμπους για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-09-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΡΤΕΜΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΡΝΑΒΑ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 54/20, 55/20, 5/9/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B433

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 54/20)

(σχ. με 55/20)

 

5 Oκτωβρίου, 2022

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΡΤΕΜΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΡΝΑΒΑ

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

-----

(Ποινική Έφεση Αρ. 55/20)

(σχ. με 54/20)

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

---------

 

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τους εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

Μ. Χαραλάμπους για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου

είναι ομόφωνη.

 

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Στις 31.12.2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε ένταλμα σύλληψης της S.B. από τη Ρωσία, που βρισκόταν στην Κύπρο με μια ανήλικη, με σκοπό την έναρξη διαδικασίας έκδοσης της στην πατρίδα της.  Η σύλληψη της δεν επιτεύχθηκε επειδή τα εν λόγω πρόσωπα δεν εντοπίστηκαν. Τα στοιχεία της καταχωρίστηκαν στον κατάλογο των προσώπων στα οποία η έξοδος από τη Δημοκρατία απαγορεύεται.  Ενημερώθηκαν επίσης τα αεροδρόμια και τα οδοφράγματα.  Τα στοιχεία της ανήλικης τοποθετήθηκαν στον κατάλογο Alert List

 

          Οι εφεσείοντες είχαν αναλάβει, προηγουμένως, τον Οκτώβριο του 2015, την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας στην οικογένεια της S.B. O εφεσείων στην ποινική έφεση αρ. 54/20 (που παρακάτω θα αναφέρεται ως ο εφεσείων 1) είχε εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και εργοδοτούσε τον εφεσείοντα στην ποινική έφεση αρ. 55/20 (που παρακάτω θα αναφέρεται ως ο εφεσείων 2) ο οποίος ανέλαβε ως οδηγός της S.B.  

 

Στα πλαίσια αναζήτησης της S.B. η Αστυνομία και δη ο ΜΚ1 Λοχ. 35, έλαβε καταθέσεις στις 15.1.2016 από τους εφεσείοντες, στις οποίες ισχυρίστηκαν ότι η τελευταία φορά που είχαν δει την S.B. ήταν η προτεραία μόλις της έκδοσης του εντάλματος, ήτοι στις 30.12.2015 στις ελεύθερες περιοχές. Περαιτέρω ανέφεραν αμφότεροι ότι πληροφορήθηκαν για την ύπαρξη του εντάλματος σύλληψης από την Αστυνομία και μόνο.

 

          Πέρασαν 10 μήνες χωρίς καμιά εξέλιξη στην υπόθεση μέχρι τις 24.10.2016 που το ΤΑΕ Αρχηγείου έλαβε μια σχετική πληροφορία προερχόμενη από την Τεχνική Επιτροπή για το Έγκλημα και Θέματα Εγκληματικότητας. Ότι δηλαδή η S.B. και η ανήλικη, συνοδευόμενες από τους εφεσείοντες 1 και 2 και δύο άλλα πρόσωπα (πρώην κατηγορούμενους 3 και 4) είχαν «συλληφθεί» από τις παράνομες «αρχές» στα κατεχόμενα.        

 

Λίγες ημέρες μετά, στις 27.10.2016, οι εφεσείοντες και οι άλλοι δύο πρώην κατηγορούμενοι παραδόθηκαν μέσω των Ηνωμένων Εθνών στις αρχές της Δημοκρατίας στο οδόφραγμα Λήδρα Πάλας και συνελήφθησαν σχετικά με τα αδικήματα του κατηγορητηρίου της παρούσας υπόθεσης.  Δεν έχουμε εντοπίσει αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση για την S.B. και την ανήλικη, όμως καταγράφεται ότι το ένταλμα σύλληψης εναντίον της τελικά δεν εκτελέστηκε ποτέ.  Εξ αυτού προκύπτει ότι διέφυγε.

 

Η θέση της Αστυνομίας ήταν ότι οι εφεσείοντες συνωμότησαν και στη συνέχεια επεχείρησαν ώστε η S.B. και η ανήλικη να διαβούν τη γραμμή αντιπαράταξης κοντά στο κατεχόμενο χωριό Αχερίτου, με σκοπό η S.B. να αποφύγει τη σύλληψη, εφόσον το ψευδοκράτος δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένο, δεν είναι μέλος της Interpol.  Η S.B. θα μπορούσε να διαφύγει από τα κατεχόμενα στην Τουρκία, εφόσον η δημοσίευση της καταχώρισης του ονόματος της ως καταζητούμενο πρόσωπο στη βάση των δεδομένων της Interpol είχε από τον Ιούλιο του 2016, μετά από διαβήματα των δικηγόρων της, ανασταλεί και καμιά από τις χώρες μέλη της Interpol δεν μπορούσε να εντοπίσει την S.Β. ως καταζητούμενο πρόσωπο, πλην της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Κύπρου που την αναζητούσαν σε εθνικό επίπεδο με βάση ημεδαπά εντάλματα σύλληψης. 

 

Το αποτέλεσμα ήταν οι εφεσείοντες και δύο άλλα πρόσωπα να κατηγορηθούν για συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος και για παρεμπόδιση στην εκτέλεση νομίμου εντάλματος.  Οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι μετά από ακρόαση.  Ο πρώην κατηγορούμενος 3 αθωώθηκε.  Ο πρώην κατηγορούμενος 4 διέφυγε και ως αποτέλεσμα τούτου η δίωξη εναντίον του διακόπηκε. 

 

          Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίχθηκε κυρίως σε περιστατική και κυρίως σε εξ ακοής μαρτυρία.  Τούτο ως εκ της ιδιόμορφης κατάστασης που επικρατεί στην πατρίδα μας, ως αποτέλεσμα της τούρκικης εισβολής και κατοχής μεγάλου μέρους της επικράτειας της, στο οποίο οι αρχές της Δημοκρατίας δεν έχουν τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου και ειδικότερα άσκησης αστυνομικών αρμοδιοτήτων.  Η καταπολέμηση του εγκλήματος και ειδικότερα η περισυλλογή πληροφοριών, όταν εμπλέκεται η γραμμή αντιπαράταξης, γίνεται με τη συνεργασία της Αστυνομίας με την εν λόγω Τεχνική Επιτροπή και τα Ηνωμένα Έθνη. 

Θα συνοψίσουμε τη μαρτυρία αρχίζοντας από τη μαρτυρία του ΜΚ1, ο οποίος προς διαλεύκανση της υπόθεσης βρισκόταν σε επικοινωνία με την Τεχνική Επιτροπή και με αρμόδια πηγή των κυρίαρχων περιοχών των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας.

 

          Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στις 24.10.2016 η Αστυνομία πληροφορήθηκε από την Τεχνική Επιτροπή ότι «συνελήφθησαν» από τις κατοχικές δυνάμεις, ενώ προσπαθούσαν να εισέλθουν στα κατεχόμενα από μη ελεγχόμενο σημείο και συνοδεύονταν από τους εφεσείοντες και τα δύο άλλα πρόσωπα.  Σύμφωνα με την προκαταρκτική ενημέρωση ο λόγος που «συνελήφθησαν» είναι γιατί εισήλθαν σε στρατιωτική περιοχή.

 

          Στις 27.10.2016 όμως η Αστυνομία έτυχε νέας ενημέρωσης από την Τεχνική Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω τέσσερα πρόσωπα είχαν μεταβεί νόμιμα στις κατεχόμενες περιοχές και αργότερα «πέρασαν» την S.B. και την ανήλικη στα κατεχόμενα από περίφραξη κοντά στο κατεχόμενο χωριό Αχερίτου.  Τότε έγιναν αντιληπτοί από τις κατοχικές δυνάμεις και «συνελήφθησαν».  Αυτά έγιναν στις 21.10.2016. 

          Αργότερα, στις 27.10.2016 ο ΜΚ1 πληροφορήθηκε από την Τεχνική Επιτροπή ότι έλαβαν επίσημη ενημέρωση από την Αστυνομία των Ηνωμένων Εθνών πως οι κατοχικές δυνάμεις απέλυσαν τους τέσσερις υπόπτους και θα τους παρέδιδαν στην κυπριακή Αστυνομία στο οδόφραγμα Λήδρα Πάλας, πράγμα που έγινε, οπότε και συνελήφθησαν δυνάμει δικαστικών ενταλμάτων σύλληψης. Δεν συνεργάστηκαν με την Αστυνομία. 

 

          Εξ ακοής ήταν και η μαρτυρία του Πέτρου Μάρκου, ΜΚ3, ανώτερου υπαστυνόμου των Αγγλικών Βάσεων, ο οποίος ανέφερε ότι στις 27.10.2016 είχε επικοινωνήσει μαζί του ο ΜΚ1 και του είχε ζητήσει βοήθεια σχετικά με την υπόθεση αυτή, την οποία διερευνούσε.  Ο ΜΚ3 επικοινώνησε αυθημερόν με ένα πρόσωπο, το οποίο χαρακτήρισε ως πολύ καλή και αξιόπιστη πηγή πληροφοριών της Αστυνομίας των Αγγλικών Βάσεων, το οποίο είχε πρόσβαση στην «Αστυνομία» και το «Τελωνείο» του ψευδοκράτους.  Το πρόσωπο αυτό ενημέρωσε τον ΜΚ3 ότι (α) ο πρώην κατηγορούμενος 4 εισήλθε στα κατεχόμενα μέσω του οδοφράγματος Στροβιλιών χωρίς συνεπιβάτες στις 18:27 της 21.10.2016, (β) ο εφεσείων 2 οδηγώντας άλλο όχημα με συνεπιβάτες τους εφεσείοντα 1 και τον πρώην κατηγορούμενο 3 πέρασαν στα κατεχόμενα μέσω του οδοφράγματος τρία λεπτά αργότερα και (γ) ότι όλοι οι προαναφερόμενοι «συνελήφθησαν» από τις «αρχές» των κατεχομένων την ίδια ημέρα, κοντά στην γραμμή αντιπαράταξης στο κατεχόμενο χωριό Αχερίτου, όταν προσπαθούσαν να παραλάβουν γυναίκα από τη Ρωσία, η οποία διάβαινε πεζή από τις Αγγλικές Βάσεις στα κατεχόμενα μέσω της γραμμής αντιπαράταξης.  Η εν λόγω γυναίκα επίσης «συνελήφθη». 

 

Ο ΜΚ2, Λοχ. 3848, έλαβε περαιτέρω εξ ακοής πληροφόρηση από αστυφύλακα των Αγγλικών Βάσεων, ο οποίος είχε πληροφορία από κάτοικο στις κατεχόμενες περιοχές, ότι στις 21.10.2016 και περί 18:25 τα εν λόγω πρόσωπα πέρασαν μέσω του οδοφράγματος Στροβιλιών στα κατεχόμενα και στη συνέχεια μετέβηκαν σε σημείο του δρόμου προς το κατεχόμενο χωριό Αχερίτου, με σκοπό να παραλάβουν την S.B. και την ανήλικη πλησίον της περίφραξης.  Την ώρα που η S.B. διάβαινε πεζή από τις Αγγλικές Βάσεις στα κατεχόμενα κατέφθασε το όχημα του εφεσείοντα 2, στο οποίο επέβαιναν οι εφεσείοντες και τα άλλα πρόσωπα.  Σε αυτό επιβιβάστηκαν η S.B. και η ανήλικη και αφού οδηγήθηκε περί τα 100 μ. ανακόπηκε από «αστυνομικούς» του ψευδοκράτους.

 

Η κυπριακή Αστυνομία διερεύνησε την πρακτική δυνατότητα διέλευσης από τη γραμμή αντιπαράταξης στην περιοχή.  Ο ΜΚ2 ανέφερε σχετικά ότι η συρμάτινη περίφραξη κατά μήκος της γραμμής αντιπαράταξης ήταν σε κάποια σημεία της ελλιπής και καταστραμμένη, κάτι που καθιστούσε τη διέλευση στα κατεχόμενα εφικτή, με την επιφύλαξη βέβαια της ύπαρξης φυλακίων (σκοπιών) του τούρκικου κατοχικού στρατού.  Παράγοντας που, εν προκειμένω, προκύπτει να ανέκυψε, εφόσον σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου η S.B. μπόρεσε μεν να περάσει την περίφραξη, έγινε όμως αντιληπτή από τα τούρκικα φυλάκια. 

 

          Το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα παραπάνω δεδομένα και αξιολόγησε τη μαρτυρία με βάση το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο θέτει τα κριτήρια αξιολόγησης της εξ ακοής μαρτυρίας.  Αφού έλαβε γενικότερα υπόψη και τους κινδύνους που ενέχει η αποδοχή μιας εξ ακοής μαρτυρίας και ειδικότερα το γεγονός ότι προέρχεται από πρόσωπο άλλο από εκείνο που ευρίσκεται στο εδώλιο του μάρτυρα, κατέληξε να βασιστεί στη μαρτυρία αυτή και να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με τα επίδικα θέματα, καταδικάζοντας τους εφεσείοντες. 

Οι τελευταίοι, με την έφεση, εισηγούνται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους κανόνες αναφορικά με την εξ ακοής και την περιστατική μαρτυρία.  Προβαίνουν δε σε εκτεταμένη αναλυτική αιτιολογία.  Λ.χ. στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, που αφορά σε εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων αναφορικά με την εξ ακοής μαρτυρία, καταγράφεται ότι κακώς το δικαστήριο δέχθηκε εξ ακοής μαρτυρία που περιλαμβανόταν σε έγγραφο της Τεχνικής Επιτροπής (τεκ. 24), διότι δεν αναφερόταν η πηγή πληροφόρησης της Επιτροπής για το ότι «συνελήφθησαν» όταν επιχειρούσαν τη διάβαση τους στις μη ελεγχόμενες περιοχές, από μη ελεγχόμενο σημείο.  Ή λ.χ. δεν κατονομάζεται η πηγή της πληροφόρησης του τουρκοκύπριου αστυνομικού των Βάσεων, αναφορικά με την ακριβή κατ'  ισχυρισμόν τοποθεσία από την οποία φέρεται να εισήλθε η αλλοδαπή και η ανήλικη στα κατεχόμενα και δεν ανέφερε κατά πόσον είναι ο ίδιος που την είδε να διέρχεται, ή αν το πληροφορήθηκε από τρίτο πρόσωπο.  Ή ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι κατά τη λήψη της πληροφορίας από τον τουρκοκύπριο αστυνομικό των Βάσεων, ο ΜΚ2 δεν τήρησε σημειώσεις και δεν παρουσίασε οποιοδήποτε έγγραφο από τον τουρκοκύπριο αστυνομικό, αλλά από μνήμης ανέφερε τα όσα του είχε μεταφέρει ο τελευταίος, ως λεχθέντα από μη κατονομαζόμενο κάτοικο της περιοχής ή λ.χ. το δικαστήριο κακώς απέδωσε κίνητρο στους εφεσείοντες να βοηθήσουν την S.B., παραγνωρίζοντας ότι το ένταλμα σύλληψης της δεν ήταν σε γνώση των εφεσειόντων.  Επί της ίδιας γραμμής συνεχίζει η αιτιολογία του εφετηρίου, στην οποία δεν θα επεκταθούμε άλλο. Θα τονίσουμε όμως την εισήγηση ότι το δικαστήριο, αν και αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 27 του Νόμου, παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία προσεκτικά και κατά τρόπον που να επεξηγεί με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους απέδωσε βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης και το γεγονός ότι δεν αποκαλυπτόταν η πρωτογενής πηγή προέλευσης. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, αγορεύοντας ενώπιον μας, αναφέρθηκε χαρακτηριστικά σε διπλή, ή ακόμα και σε τριπλή εξ ακοής μαρτυρία. 

 

Αδιαμφισβήτητα η υπόθεση χαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό επί εξ ακοής μαρτυρίας.  Ανακύπτει ασφαλώς η ανάγκη εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 27 του Κεφ.9, το οποίο έχει ως ακολούθως:

«27.-(1)  Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.

(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:

(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·

(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·

(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·

(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·

(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·

(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·

(ζ) κατά πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·

(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.


(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο καταρχάς σημείωσε ότι η κατηγορούσα αρχή δεν μπορούσε να κλητεύσει ως μάρτυρες τα πρόσωπα που προέβησαν στην αρχική δήλωση.  Πρόκειται για πρόσωπα που υπηρετούν στις «αρχές» του ψευδοκράτους και για κάτοικο του ψευδοκράτους, που δεν υπήρχε δυνατότητα να κλητευθεί.  Σημειώνει, περαιτέρω, το δικαστήριο ότι ο βαθμός εξ ακοής μαρτυρίας θα περιοριζόταν αν εκαλείτο το μέλος της Τεχνικής Επιτροπής που είχε έρθει σε επικοινωνία και έλαβε την πληροφορία.  Από την άλλη όμως έλαβε υπόψη ότι η πληροφορία αυτή «εξασφαλίστηκε στο πλαίσιο συνεργασίας του δικοινοτικού σημείου επαφής, μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που λειτουργεί με τη βοήθεια και του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και ακριβώς έχει ως σκοπό του την επικοινωνία για θέματα εγκληματικότητας, η πιθανότητα, γεγονότα να έχουν παραποιηθεί μεταξύ των διαφόρων βαθμών εξ ακοής μαρτυρίας, ή η αρχική δήλωση να είναι ουσιωδώς διαφορετική, κατά την κρίση μου, είναι περιορισμένη.»  Έλαβε επίσης υπόψη το δικαστήριο ότι η πληροφόρηση, μέσω της Τεχνικής Επιτροπής, επιβεβαιώθηκε και συμπληρώθηκε από τη μαρτυρία του ανώτερου υπαστυνόμου των Αγγλικών Βάσεων, ΜΚ3, ο οποίος αναφέρθηκε στην πηγή του ως αξιόπιστο πληροφοριοδότη της Αστυνομίας των Αγγλικών Βάσεων βάσει προηγούμενης εμπειρίας.  Έλαβε περαιτέρω υπόψη το αποτέλεσμα της διερεύνησης της περίφραξης από την Αστυνομία, που αποκάλυψε ότι στο συγκεκριμένο σημείο, στο οποίο αναφερόταν η πληροφορία, η περίφραξη ήταν πεσμένη. 

 

Η βαρύτητα της εξ ακοής μαρτυρίας θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό το σύνολο των περιστάσεων όπως επιβάλλει το εδάφιο (1) του Άρθρου 27 του Κεφ.9.  Εν προκειμένω, είναι δεδομένο ότι εκκρεμούσε εναντίον της S.B. ένταλμα σύλληψης, από την εκτέλεση του οποίου διέφευγε για μήνες και η ύπαρξη του οποίου κατά τον επίδικο χρόνο και από πολύ προηγουμένως ήταν εν γνώσει των εφεσειόντων. Η πλήρης εξουδετέρωση του εντάλματος θα μπορούσε να επιτευχθεί με διαφυγή της στην Τουρκία μέσω των κατεχομένων. Οι εφεσείοντες δεν ήταν τυχαίοι σε σχέση με την S.B..  Είχαν αναλάβει την ασφάλεια της και ο εφεσείων 2 ήταν ο οδηγός της.  Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι ίδιοι «συνελήφθησαν» από τον κατοχικό στρατό επειδή «εισήλθαν σε στρατιωτική περιοχή».  Όλες οι πληροφορίες δόθηκαν στο πλαίσιο της λειτουργίας της αρμόδιας Τεχνικής Επιτροπής, όπως προσδιορίστηκε ως άνω, από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Όλες οι πληροφορίες εν τέλει συνταυτίζονται και συμπίπτουν στην ίδια μεγάλη εικόνα.  Ότι δηλαδή οι εφεσείοντες επεχείρησαν να περάσουν την S.B. στα κατεχόμενα από το συρματόπλεγμα και όχι από ελεγχόμενο σημείο διέλευσης,  με σκοπό την εξουδετέρωση του εντάλματος σύλληψης. Υπό το σύνολο των περιστάσεων ορθά το δικαστήριο απέδωσε πλήρη αποδεικτική βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία και καταδίκασε τους εφεσείοντες. 

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται. 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                                          Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

/φκ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο