ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Δ. Λοχίας, για τον Εφεσείοντα. Ολ. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-07-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο GIVIKUT CHASHVILI v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 94/2020, 4/7/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B289

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 94/2020)

 

4 Ιουλίου, 2022

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/στές]

 

GIVIKUT CHASHVILI

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________________

    Δ. Λοχίας, για τον Εφεσείοντα.

Ολ. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

              

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

 

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:Ο Εφεσείων ήταν ο κατηγορούμενος στην Ποινική Υπόθεση αρ. 6757/19 ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού.  Το Κατηγορητήριο αφορούσε σε σοβαρά ποινικά αδικήματα, όπως ληστεία, διαρρήξεις κατοικιών, κλοπές, κακόβουλη ζημιά σε περιουσία κλπ.   Ο Εφεσείων αρνήθηκε ενοχή στις πιο πάνω κατηγορίες και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία.   Να σημειώσουμε πως είχε προηγουμένως παραδεχθεί τις κατηγορίες 13-15, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι οι κατηγορίες 7-9, οι οποίες αφορούσαν σε συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, σε διάρρηξη κατοικίας, και σε κλοπή, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.Σύμφωνα με το Κατηγορητήριο, τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί την 31.1.2018, και αφορούσαν στην κατοικία του Δ.Λ. στην οδό [ ], στη Λεμεσό. 

 

    Το Κακουργιοδικείο στις 9.6.2020 τον έκρινε ένοχο στις κατηγορίες που δεν είχε παραδεχθεί, πλην των κατηγοριών 10-12,από τις οποίες τον αθώωσε και απάλλαξε.     Στις 16.6.2020 του επέβαλε ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη εκ των οποίων επιβλήθηκε στην κατηγορία της Ληστείας (5η κατηγορία), και ήταν 10 έτη.    Στην 8η κατηγορία του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών, στην 9η κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 έτους ενώ στην 7η κατηγορία, που αφορούσε στο αδίκημα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ορθά δεν επέβαλε ποινή.   Στη συνέχεια σημείωσε τα ακόλουθα:   «Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 8 και 9 να συντρέχουν μεταξύ τους, ενόψει του γεγονότος ότι εντάσσονται και απορρέουν από την ίδια, ενιαία, χρονικά, έκνομη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και να είναι διαδοχικές της ποινής που επιβλήθηκε στην κατηγορία 5.  Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 13, 14 και 15 να συντρέχουν τόσο μεταξύ τους όσο και με την ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην κατηγορία 5, ενόψει της αρχής της συνολικότητας της ποινής».   Ουσιαστικά για την όλη εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντα, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 ετών.

 

    Ο Εφεσείων με τον πρώτο  λόγο έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου στις κατηγορίες 7-9, για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω.   Είναι η θέση του ότι το Κακουργιοδικείο «. δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές που διέπουν την καταδίκη με μοναδική βάση την περιστατική μαρτυρία με αποτέλεσμα η καταδίκη του Εφεσείοντα να είναι εσφαλμένη και/ή ακροσφαλής και ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετατόπισε το βάρος απόδειξης στους ώμους του Εφεσείοντα».

 

    Ο δεύτερος λόγος έφεσης, όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, θα πρέπει να εξεταστεί σε περίπτωση που αποτύχει ο πρώτος λόγος έφεσης.   Αν συμβεί αυτό, θεωρεί ο Εφεσείων, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ότι η συνολική ποινή φυλάκισης των 12 ετών είναι έκδηλα υπερβολική «ως εκ της διαταγής για διαδοχική έκτιση των ποινών φυλάκισης της 5ης και 8ης κατηγορίας».

 

    Και οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι με τα σύντομα αλλά ικανά διαγράμματα που κατέθεσαν, παρέθεσαν τις θέσεις τους με αναφορά στη Νομολογία.   Θα αναφερθούμε στο περιεχόμενο αυτών όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. Σημειώνουμε από τώρα πως διευκρινίστηκε από την ευπαίδευτη δικηγόρο της Εφεσίβλητης, και ορθά, ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 7-9, βασίστηκε εξ ολοκλήρου στην επιστημονική μαρτυρία που αφορούσε σε γενετικό υλικό.

 

    Η εν λόγω επιστημονική μαρτυρία δόθηκε από τον κ. Μ. Α. Καριόλου (Μ.Κ. 11), ο οποίος στο πλούσιο βιογραφικό του σημείωμα (τεκ. 77) καταγράφει, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι από το 1999 μέχρι και σήμερα κατέχει στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ) τη θέση του Διευθυντή τόσο του Τμήματος Καρδιαγγειακής Γενετικής όσο και του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής (ΕΔΙΓ).  Από τις 14.2.2012 κατέχει τον ακαδημαϊκό τίτλο του Καθηγητή στη Σχολή Μοριακής Ιατρικής Κύπρου του ΙΝΓΚ.  Το Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής διεξάγει εργασίες DΝΑ σε αστυνομικά τεκμήρια από το 1995.   Το Κακουργιοδικείο, αφού κάνει αναφορά στην πραγματογνωμοσύνη και τα προσόντα του, σημειώνει τα ακόλουθα:

 

«Στη μαρτυρία του επισήμανε ότι παραδόθηκαν στο εργαστήριο τους παρειακά επιχρίσματα του κατηγορουμένου και δειγματοληψίες που λήφθηκαν από τις πιο πάνω σκηνές των αδικημάτων.  Στα πλαίσια των καθηκόντων του ετοίμασε συνολικά τρεις εκθέσεις (βλ. Τεκ. 78.1, 78.2 και 78.3).

 

...................................

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στα πλαίσια της διάρρηξης που έγινε την 31.1.2018 στην κατοικία της οδού [ ], λήφθηκαν διάφορες δειγματοληψίες, μεταξύ άλλων και από το εσωτερικό  μέρος της παραβιασμένης εισόδου (βλ. Τεκ. 63).  Ο δρ. Μ. Καριόλου επισήμανε ότι από το πιο πάνω επίχρισμα μεικτό γενετικό υλικό και ο κατηγορούμενος είναι εκ των δοτών του μεικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το πιο πάνω αντικείμενο (βλ. Τεκ. 78.2, 78.1 και 78.3, συμπεράσματα 4, 6 και 3 αντίστοιχα).

 

....................................

 

Στη μαρτυρία του επισήμανε ότι δεν μπορεί να καθοριστεί ο χρόνος εναπόθεσης γενετικού υλικού πάνω σε ένα αντικείμενο αλλά ούτε και μπορεί να καθοριστεί ως προς το πώς φτάνει ή εναποτίθεται γενετικό υλικό κάποιου ατόμου σε ένα αντικείμενο (βλ. Τεκ. 78.1σελ. 6).

 

..................................»

 

Αναφέρουμε από τώρα πως η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση και έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο.   Εκείνο που επιδιώχθηκε από την Υπεράσπιση, ήταν να δοθούν κάποιες λεπτομέρειες σε σχέση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας του και των εκθέσεων που είχε ετοιμάσει και καταθέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου (τεκμ. 78.1, 78.2 και 78.3).

 

    Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε για το πώς πρέπει να προσεγγίζεται η περιστατική  μαρτυρία ούτε να αναφέρουμε οτιδήποτε για την αποδεικτική δύναμη αυτής. Αυτά είναι γνωστά.  Αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί εν  προκειμένω, είναι κατά πόσο η συγκεκριμένη επιστημονική μαρτυρία, που αφορούσε σε εντοπισμό γενετικού υλικού, μπορούσε ή όχι να οδηγήσει σε καταδίκη του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 7-9.  

 

    Ως γνωστό, κάθε υπόθεση εξετάζεται και αποφασίζεται στη βάση των ιδιαίτερων δικών της γεγονότων.   Άκαμπτος κανών προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, δεν υπάρχει.  Όπως εύστοχα σημειώθηκε στην Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ, 195, «. δεν υπάρχει οτιδήποτε το εγγενές στη φύση της μαρτυρίας από γενετικό υλικό που να το καθιστά μη αποδεκτό αφ΄ εαυτού ή που να δικαιολογεί ειδικό, ιδιαίτερο κανόνα, ότι μαρτυρία που εμπίπτει σ΄ αυτή τη κατηγορία δεν είναι δυνατό να στηρίξει καταδίκη στην απουσία άλλης μαρτυρίας».     Έτσι, σε κάποιες υποθέσεις η εν λόγω επιστημονική μαρτυρία, δεν ήταν αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη του κατηγορουμένου.   Κάτι τέτοιο έγινε στην υπόθεση Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ, 687, όπου το Εφετείο παραμέρισε την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου, αφού βρήκε πως το υπόβαθρο της καταδίκης δεν ήταν ασφαλές, και τούτο γιατί η περιστατική μαρτυρία δεν είχε την αποτελεσματικότητα που της απέδωσε το Κακουργιοδικείο.   Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε «. Στην προκείμενη περίπτωση δημιουργείται τουλάχιστον υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς το κατά πόσο το συμπέρασμα ενοχής του Εφεσείοντα είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα επί της περιστατικής μαρτυρίας».

 

Και στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ, 428, παραμερίστηκε η καταδίκη που είχε στηριχθεί μόνο στην ύπαρξη γενετικού υλικού.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 439:

 

«Ο εντοπισμός του γενετικού υλικού του εφεσείοντα, όσο σημαντικό στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας και αν ήταν, δεν δικαιολογούσε λοιπόν από μόνο του την καταδίκη. Το ίδιο δε το κακουργιοδικείο επεσήμανε όχι μόνο ότι δεν υπήρχε άλλη περιστατική μαρτυρία αλλά και ότι «η προσπάθεια της κατηγορούσας αρχής να θέσει περαιτέρω στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας» (όπως το χρώμα των μαλλιών του δράστη, που να τον συνέδεε με τον εφεσείοντα) «απέτυχε». Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν ασφαλές για το Κακουργιοδικείο να απορρίψει κάθε άλλη πιθανότητα ως ανωτέρω έμμεσης εναπόθεσης του γενετικού υλικού του εφεσείοντα, και δη εφόσον, με τη διερεύνηση της πιθανής εμπλοκής του εφεσείοντα τόσο χρόνο μετά από τη ληστεία, δεν θα αναμενόταν λογικά να μπορούσε να δοθούν εύκολα εξηγήσεις γι' αυτό το γεγονός. Με την ίδια λογική θα μπορούσε να καταδικαστεί για τη ληστεία και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του οποίου το γενετικό υλικό ανευρίσκετο στον πάγκο της τράπεζας μετά τη ληστεία - και αναμφιβόλως αυτό δεν θα ήταν δύσκολο. Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε άλλης περιστατικής μαρτυρίας αφαιρούσε την ασφάλεια του υπόβαθρου της καταδίκης από το Κακουργιοδικείο.»

 

     Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 ΑΑΔ, 525, παραμερίστηκε η αθωωτική απόφαση και αντικαταστάθηκε με καταδικαστική, αφού το Εφετείο βρήκε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε παραγνωρίσει σημαντικά δεδομένα όπως, (α)  την πολύ καλή ποιότητα και επαρκή ποσότητα του γενετικού υλικού, με ουσιαστικά αποκλειστικό δότη τον κατηγορούμενο,  (β)  την άμεση εναπόθεση του γενετικού υλικού, αφού η έμμεση μεταφορά είχε πρακτικώς αμελητέες πιθανότητες, (γ)  την απευθείας επαφή του χεριού με το αντικείμενο, και (δ)  τον χρόνο  που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της εναπόθεσης του γενετικού υλικού και της επιστημονικής ανίχνευσης του γενετικού προφίλ του  κατηγορουμένου, που ήταν σύντομος.

 

Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 231, υπήρξε επιστημονική μαρτυρία βάσει της οποίας στο κάτω μέρος εσωτερικής φόδρας τσάντας, εντός της οποίας υπήρχαν ναρκωτικά, εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό, η κύρια συνεισφορά του οποίου προερχόταν από τον Εφεσείοντα.  Σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία, υπήρξε άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού στο εν λόγω σημείο προερχόμενο, ως επί το πλείστον, από δερματικά κύτταρα.  Περαιτέρω, υπήρχαν  και άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες οι οποίοι, μαζί με την επιστημονική μαρτυρία, «δεν επέτρεπαν διαφορετικό συμπέρασμα, παρά ότι ο Εφεσείων συμμετείχε στην τοποθέτηση των ναρκωτικών στην εν λόγω τσάντα» (σελ. 240 από την απόφαση).  Η καταδικαστική απόφαση επικυρώθηκε.  

 

Αφήσαμε τελευταία την απόφαση του Εφετείου που εξεδόθη στις 27.5.2021 στην Ποινική Έφεση αρ. 59/20, Δημοκρατία ν. Νικολάου.   Εκεί το Εφετείο παραμέρισε την αθωωτική απόφαση και την αντικατέστησε με καταδικαστική.   Ωστόσο, όπως ορθά ανέφερε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, τα γεγονότα εκεί ήταν εντελώς διαφορετικά.   Κατ'  αρχάς, σύμφωνα με την εκεί επιστημονική μαρτυρία, η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το «γενετικό υλικό που εντοπίστηκε επί της επίδικης συσκευασίας ήταν πλήρες».    Κατ΄  επέκταση ο πραγματογνώμων «απέκλεισε την πιθανότητα να παρατηρηθεί το πλήρες γενετικό  προφίλ του Εφεσίβλητου ως αποτέλεσμα έμμεσης μεταφοράς σε ένα υποθετικό σενάριο όπου ο Ρ.Μ. και ο εφεσίβλητος ήταν  μαζί στο χώρο όταν έγινε η συσκευασία  και έκαναν προηγουμένως χειραψία».    Μάλιστα, στη βάση των κατατεθέντων ηλεκτροφερογραμμάτων «δεν απουσίαζε απολύτως κανένα γενετικό χαρακτηριστικό από τα γενετικά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται στο παρειακό επίχρισμα του εφεσίβλητου».     Ως εκ τούτου, η μαρτυρία του  πραγματογνώμονα ήταν ότι υπήρξε άμεση  μεταφορά του γενετικού υλικού του Εφεσίβλητου/Κατηγορουμένου επί της συσκευασίας.    Είναι στη βάση όλων των  πιο πάνω που το Εφετείο σημείωσε πως «. ο εφεσίβλητος στην μακράν ανώμοτη του δήλωση δεν έδωσε καμία εξήγηση για το πως βρέθηκε το  γενετικό του υλικό, ούτε και αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο περιστατικό που  να δημιουργεί υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα  μπορούσε να θεμελιωθεί εύρημα για έμμεση μεταφορά. ...».    Περαιτέρω,  εκεί υπήρχε, πέρα από την ανεύρεση γενετικού υλικού, και άλλη περιστατική μαρτυρία, την οποία δεν χρειάζεται να παραθέσουμε, με αποτέλεσμα το Εφετείο να καταλήξει πως «. Το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας, όπως έχουν αναλυθεί πιο πάνω, περιλαμβανομένης και της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου να φυγοδικήσει κατά την διαδικασία  παραπομπής του στο Κακουργιοδικείο, δεν άφηνε περιθώρια λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσείων ενεπλέκετο στη διάπραξη των αδικημάτων».   

 

Στρεφόμαστε στα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Ο πραγματογνώμων δρ Μ. Καριόλου (Μ.Κ. 11) ήταν σαφής στη μαρτυρία του πως «. οι εξετάσεις σε επίπεδο γενετικού υλικού δεν μπορούν να μας πουν οτιδήποτε σε σχέση με το πότε εναποτίθεται γενετικό υλικό πάνω σε ένα αντικείμενο, αλλά ούτε και πως βρέθηκε εκεί.   Απαντούν μόνο ως προς το σε ποιον ανήκει το γενετικό υλικό...».   Ερωτηθείς, αντεξεταζόμενος, κατά πόσο υπάρχουν εργαστηριακές εξετάσεις οι οποίες μπορούν να προσδιορίσουν τον χρόνο εναπόθεσης οποιουδήποτε γενετικού υλικού απάντησε ως εξής:   «Γίνεται μια προσπάθεια στην επιστημονική κοινότητα για να γίνει δυνατό αυτό, συμπεριλαμβανομένου και του δικού  μας εργαστηρίου, όμως προς το παρόν όλες οι  προσπάθειες είναι σε καθαρά ερευνητικό επίπεδο και δεν υπάρχει κάτι το συγκεκριμένο».    Ο εν λόγω πραγματογνώμων ερωτήθηκε και για τον τρόπο εναπόθεσης του γενετικού υλικού, και κατά πόσο υπάρχει συγκεκριμένη εργαστηριακή εξέταση που να μπορεί να καταδείξει πώς αυτό εναποτέθηκε.   Η απάντηση του  ήταν:  «Όπως έχω αναφέρει σε σχέση με τον τρόπο εναπόθεσης αν και εφόσον το γενετικό προφίλ που εμφανίζεται είναι πλήρες και μονό, όπως έχω αναφέρει από τις δικές μας τις μελέτες που ξέρουμε ότι αυτό είναι κάτι δύσκολο, πάλι από τη δική μας την εμπειρία και από την τεκμηριωμένη μελέτη που είχαμε δημοσιεύσει και επειδή αναφέρομαι αρκετά θα ήθελα να υποδείξω στο τεκμήριο 77 ότι αναφέρομαι στην εργασία που είχαμε δημοσιεύσει.   Αν κοιτάξει κάποιος στο τεκμήριο 77 στη σελίδα 4 είναι η τέταρτη δημοσίευση από το τέλος που έχει δημοσιευτεί στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό International Journal of Legal Medicine του 2016.   Αυτή η μελέτη βασικά όπως έχω πει την αναφέρουμε ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί πλήρες μονό γενετικό προφίλ από δευτερεύουσα μεταφορά γενετικού υλικού».  (Η υπογράμμιση γίνεται από το Εφετείο)

 

    Στην προκείμενη περίπτωση απομονώθηκε μικρή ποσότητα μεικτού γενετικού υλικού.   Δεν εντοπίστηκε πλήρες μονό γενετικό προφίλ, όπου σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με την πιο πάνω επιστημονική μαρτυρία, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πρόκειται περί  δευτερεύουσας μεταφοράς γενετικού υλικού.  Ο Εφεσείων ήταν δότης αυτού του μεικτού γενετικού υλικού μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο.   Όπως διευκρίνισε ο δρ Μ. Καριόλου(Μ.Κ. 11), «. δεν  μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη 'ταυτίζεται' λόγω του ότι όταν το γενετικό υλικό και το γενετικό προφίλ είναι περισσότερο από μια πηγή δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείται ο όρος 'ταυτίζεται'.   Ως εκ τούτου στο συμπέρασμα 4 καταγράφω ότι είναι δότης όμως αυτού του μεικτού γενετικού υλικού με κάποιο άλλο άγνωστο πρόσωπο». Αμέσως μετά την πιο  πάνω απάντηση του, ερωτήθηκε από την Υπεράσπιση ποια είναι η σημασία της εναπόθεσης αυτού του  μεικτού γενετικού υλικού στη συγκεκριμένη υπόθεση, για να απαντήσει ότι «. είναι το Δικαστήριο που θα αποφασίσει για τη σημασία που έχει ο εντοπισμός, η θέση του εντοπισμού του γενετικού υλικού και όχι εγώ».    

 

Τέλος, ερωτήθηκε τι είδους γενετικό υλικό ήταν η μικρή ποσότητα μεικτού γενετικού υλικού που εντοπίστηκε, για να απαντήσει πως οι εξετάσεις που διενεργήθηκαν με τους λαμπτήρες δεν κατέδειξαν ότι αυτό αφορούσε σε αίμα, σάλιο ή σπέρμα για να καταλήξει πως «. η πιο πιθανή προέλευση αυτού του γενετικού υλικού θα είναι τα δερματικά κύτταρα, τα οποία προέρχονται από το δέρμα του σώματος χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο, ούτε και να μπορώ να το τεκμηριώσω ενώπιον του Δικαστηρίου».      

 

     Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του παραθέτει ένα εκτενές απόσπασμα από την υπόθεση Reginav. Tsekiri (2017) E.W.C.A. Crim. 40 (17.2.17).  Επρόκειτο περί υποθέσεως ληστείας εις βάρος γυναικός καθ΄ ον χρόνο αυτή, καθήμενη στη θέση του οδηγού του αυτοκινήτου της, ετοιμαζόταν να μεταβεί στην οικία της.   Τότε, ένας άνδρας που βρισκόταν έξω από το αυτοκίνητο της, άνοιξε τη θύρα του οδηγού του αυτοκινήτου της, και χρησιμοποιώντας βία εναντίον της, της αφαίρεσε από το λαιμό ένα χρυσό περιδέραιο. 

 

Προσεκτική μελέτη της πιο πάνω απόφασης, αποκαλύπτει πως εκεί η επιστημονική μαρτυρία είχε άλλη δύναμη από αυτή της παρούσας υπόθεσης.    Πιο συγκεκριμένα, εκεί η επιστημονική μαρτυρία συνηγορούσε υπέρ της άμεσης εναπόθεσης του γενετικού υλικού επί του αντικειμένου (χερούλι της θύρας του αυτοκινήτου), αφού επρόκειτο περί γενετικού προφίλ με κύρια/βασική εισφορά του κατηγορουμένου.   Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται «. In this case the expert evidence was that secondary transfer was unlikely explanation for the presence of the defendants DNA on the door handle».Κατ΄ επέκταση, η επιστημονική μαρτυρία μπορούσε να δικαιολογήσει εύρημα ότι ο κατηγορούμενος είχε αγγίξει το χερούλι της θύρας του αυτοκινήτου επί του οποίου εντοπίστηκε το γενετικό υλικό.  Είναι στη βάση κυρίως των πιο πάνω,που το Δικαστήριο σημείωσε:  «On the facts of this case it is quite clear that there was a case for the appellant to answer.  His was the major DNA profile on the door handle of the car which was used by the offender in the course of the robbery.  The expert evidence was that the likely reason for the defendant΄s DNA profile being on the door handle was that he had touched it.   At the close of the prosecution case there was no explanation for this fact .». 

 

Στη δική μας υπόθεση ελλείπουν τα πιο πάνω.  Η επιστημονική μαρτυρία εν προκειμένω δεν μπορούσε να αποκλείσει τη δευτερεύουσα μεταφορά γενετικού υλικού, αφού επρόκειτο περί μικρής ποσότητας μεικτού γενετικού υλικού, όπου δεν εντοπίστηκε πλήρες μονό γενετικό προφίλ.     Με άλλα λόγια, η έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού δεν ήταν μια «πρακτικώς αμελητέα πιθανότητα», όπως ήταν στην  υπόθεση Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 ΑΑΔ, 525(πιο πάνω).Συνεπώς, δεν μπορούσε να συναχθεί πως ο Εφεσείων άγγιξε το συγκεκριμένο σημείο που σχετίζεται με τα αδικήματα των κατηγοριών που αντιμετώπισε.

 

    Το Κακουργιοδικείο δεν σχολιάζει και δεν προβληματίζεται σε σχέση με την πιο πάνω ουσιώδη επιστημονική μαρτυρία. Αρκέστηκε να σημειώσει πως «. Στην προκείμενη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου εντοπίστηκε στο εσωτερικό μέρος της παραβιασμένης εισόδου και ελλείψει οποιασδήποτε λογικής και πειστικής εξήγησης εκ μέρους του, κρίνουμε ότι η αιτιώδης σχέση μεταξύ της πιο πάνω περιστατικής μαρτυρίας και της συμμετοχής του κατηγορουμένου είναι άμεση αφενός και δεν μπορεί να συμβιβαστεί αφ'  ετέρου με οποιαδήποτε άλλη λογική ερμηνεία».    Αυτό ήταν λάθος, αφού στα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, η παράλειψη του Εφεσείοντα να δώσει εξηγήσεις για την ύπαρξη του συγκεκριμένου γενετικού υλικού, ουσιαστικά μετέθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους του για το πώς εναποτέθηκε το γενετικό υλικό, όταν αυτό μπορούσε, σύμφωνα με την προσαχθείσα επιστημονική  μαρτυρία, να είχε εναποτεθεί με έμμεσο τρόπο και  μάλιστα πριν από την ημερομηνία διάπραξης των συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων. Όπως λέχθηκε στην Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ, 459:

 

«. Αποτελεί βασικό σφάλμα αρχής, η αναμονή εξηγήσεων από την υπεράσπιση. Στο σύστημα δικαίου που ακολουθείται στην Κύπρο, συχνά λησμονείται άμεσα ή έμμεσα, ότι η υπεράσπιση δεν έχει να αποδείξει οτιδήποτε. Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να υπερπηδήσει πρώτιστα το μέτρο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και στη συνέχεια να αποκόψει και το νήμα της απόδειξης ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Κατά την προσπάθεια της αυτή, η κατηγορούσα αρχή έχει να αντιμετωπίσει τη νόμιμη προσπάθεια της υπεράσπισης να δημιουργήσει εύλογες ρωγμές στο  όλο οικοδόμημα της, ούτως ώστε το Δικαστήριο να παραμείνει στο τέλος της ημέρας με εκείνη την αμφιβολία που θα ήταν νομολογιακά λανθασμένο να καταδικάσει».

 

 

Ουσιαστικά το Κακουργιοδικείο με τον τρόπο που ενήργησε, κάλεσε τον Εφεσείοντα να αποδείξει την αθωότητα του, αφού από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας μπορούσε εύλογα να εξαχθούν διαζευκτικές πιθανότητες (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ, 41).  Τέλος, να επαναλάβουμε το αυτονόητο, πως δεν επιτρέπονται υποθέσεις όσο εύλογες και αν είναι (Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ, 363, Petkovav. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ, 521,Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ, 485 και Marianoκ.ά. ν. Αστυνομίας (2015) 2(Β) ΑΑΔ, 808).Εάν δε στο τέλος της ημέρας, υπάρχει, έστω υποβόσκουσα αμφιβολία («lurking doubt»), τότε η αθώωση είναι αναπόφευκτη (Munteanu, πιο πάνω).

 

Εν κατακλείδι, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και επιτυγχάνει.  Η καταδικαστική απόφαση στις  κατηγορίες 7-9 παραμερίζεται.   Το ίδιο ισχύει και για τις επιβληθείσες στις κατηγορίες 8 και 9 ποινές.   Ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες 7-9.Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης μας, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν έχει πλέον αντικείμενο.

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                     

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο