ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:D314
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 233/2019)
14 ΙΟΥΛΙΟΥ 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
AQUA MASTERS PLC,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΡΟΔΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Εφεσίβλητου.
____________________
Μ. Κυριακού (κα) μαζί με Β. Παρπαρίνο, για Λουκάς & Βίας Λ. Παρπαρίνος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Γ. Καραμανώλης για Καραμανώλης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., με Α. Λουκαρή (κα), για Δρ Κ. Χρυσοστομίδης & Σια ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
____________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Γιασεμή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία, κατηγορούμενη στην ποινική υπόθεση αρ. 19419/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (το Δικαστήριο), υπήρξε εργοδότρια του εφεσίβλητου, κατήγορου σε αυτή, δυνάμει γραπτής σύμβασης εργασίας ημερομηνίας 18.2.2008. Κατά τον εφεσίβλητο, η εφεσείουσα τερμάτισε παράνομα την πιο πάνω σύμβαση εργασίας, με ισχύ από τις 2.9.2015, ισχυρισμό τον οποίο η τελευταία αρνήθηκε. Οι συνθήκες τερματισμού της εν προαναφερθείσας εργασιακής σχέσης, δεν αποτελούσαν αντικείμενο της ποινικής υπόθεσης.
Στο πλαίσιο της εν λόγω υπόθεσης, οδηγήθηκαν σε ακρόαση 38 από τις 76 κατηγορίες που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο. Αφορούσαν όλες το ποινικό αδίκημα για «Μη καταβολή μηνιαίου μισθού σε μηνιαίως αμειβόμενο εργοδοτούμενο», ως η έκθεση αδικήματος κάθε κατηγορίας. Τούτο δε, όπως αναφέρεται, κατά παράβαση αριθμού άρθρων του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007, (Ν. 35(Ι)/2007), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»). Στο κατηγορητήριο, είναι γεγονός, αναφέρεται ότι έχουν παραβιαστεί από την εφεσείουσα, διάφορα άρθρα, όμως, από τα γεγονότα, εμφανώς, το εν λόγω, αδίκημα, προέκυπτε από το συνδυασμό των άρθρων 9(1) και 20(1) του Νόμου. Αυτή ήταν και η διαπίστωση του Δικαστηρίου η οποία δεν αμφισβητήθηκε.
Το Δικαστήριο, αφού εκδίκασε την υπόθεση, αποφάσισε ότι αποδείχθηκαν όλες οι κατηγορίες, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και έκρινε την εφεσείουσα ένοχη, σε αυτές. Στη συνέχεια, της επέβαλε πρόστιμο €200,00, σε κάθε κατηγορία. Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου, σε σχέση και με τις δύο, πιο πάνω, πτυχές της. Επίσης, προσβάλλεται η διαταγή του για άμεση πληρωμή, από την εφεσείουσα, των οφειλομένων προς τον εφεσίβλητο μισθών, ανερχόμενων, συνολικά, στο ποσό των €70.048,36.
Η μη πληρωμή από εργοδότη μισθού προς εργοδοτούμενο του, αποτελεί ιδιώνυμο αδίκημα, με βάση το Νόμο. Σκοπός του είναι η αντιμετώπιση, με το δραστικό τρόπο που προσφέρει η ποινική δικαιοδοσία, ενός κοινωνικού προβλήματος, που μπορεί να δημιουργηθεί, συνεπεία συμπεριφοράς εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο του, όπως η προαναφερθείσα, (βλ. Σκουφίδη ν. Χ.Α. Quality Paper Services Ltd, Ποινική Έφεση αρ. 134/2016, 5.6.2018). Αν δε, διαπιστωθεί η οφειλή μη καταβληθέντων μισθών, που δυνατό να υπολογιστούν σε συγκεκριμένο ποσό, το Δικαστήριο, δύναται, με βάση το άρθρο 20(2) του Νόμου, να διατάξει την καταβολή τους, παραχρήμα.
Η εφεσείουσα, λοιπόν, με την παρούσα έφεση προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου όπως έχει προαναφερθεί. Οι περισσότεροι λόγοι σε αυτή, μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες, ενώ μια τρίτη αφορά σε επιμέρους θέματα τα οποία καλύπτουν το στάδιο μετά την καταδίκη. Συγκεκριμένα, με τους λόγους έφεσης 1,2,3,8,9 και 11, ουσιαστικά, τίθεται θέμα, από διάφορες απόψεις, ότι η σύμβαση εργασίας του εφεσίβλητου με την εφεσείουσα, ημερομηνίας 18.2.2008, τερματίστηκε συνεπεία μεταγενέστερης σύμβασης εργασίας. Το Δικαστήριο είχε διαφορετική άποψη. Η κρίση του ως προς τούτο, διαμορφώθηκε με βάση τα ευρήματα του, αναφορικά με τα γεγονότα, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν με την έφεση.
Σύμφωνα με αυτά, ο εφεσίβλητος είχε εργοδοτηθεί από την εφεσείουσα, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, ως γενικός συν-διευθυντής, (co-general manager). Η εν λόγω σύμβαση εργασίας, προέβλεπε ότι αυτός θα εκτελούσε οποιαδήποτε καθήκοντα του ανέθεται η εφεσείουσα, «είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό», κατά την κρίση της. Από το 2011, η εφεσείουσα ανέθεσε στον εφεσίβλητο καθήκοντα στο εξωτερικό και δη στο Κατάρ όπου, επίσης, διεξήγε εργασίες, δεδομένου ότι η βάση της, ήταν, κυρίως, η Κύπρος. Στο πλαίσιο αυτό, ο εφεσίβλητος, στις 10.12.2012, συνήψε σύμβαση εργασίας με την εταιρεία Aqua Masters Qatar Co WLL, η οποία είχε την έδρα των εργασιών της στο Κατάρ. Σημειώνεται ότι, η εφεσείουσα, κατείχε το 39% του μετοχικού κεφαλαίου της προαναφερθείσας εταιρείας. Με την πιο πάνω σύμβαση εργασίας, τροποποιήθηκε, ανάλογα, η αρχική σύμβαση εργασίας του εφεσίβλητου με την εφεσείουσα. Συγκεκριμένα, στη σύμβαση εργασίας με την εταιρεία του Κατάρ, αναφέρονταν, σχετικά, τα εξής: «As of 1st March 2012, whereby Mr Constantinos Rodosthenous has acquired his Residence Permit in Qatar, his existing contract of employment with the mother company Aqua-Masters Plc (Cyprus) is modified to cover his employment with Aqua-Masters WLL (Qatar)."
Στη συνέχεια, ο εφεσίβλητος, συνήψε και μια δεύτερη σύμβαση εργασίας με την εταιρεία του Κατάρ, στις 4.9.2013, με ισχύ από την 1.4.2012, σύντομα μετά που αυτός είχε εξασφαλίσει άδεια παραμονής στην προαναφερθείσα χώρα. Όσον αφορά τη σημασία της τελευταίας σύμβασης εργασίας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μήνυμα, ημερομηνίας 8.6.2012, το οποίο είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους διευθύνοντες σύμβουλοι των δύο εταιρειών, δηλαδή της εφεσείουσας και της εταιρείας του Κατάρ. Σ' αυτό αναφέρονταν τα εξής, σε σχέση με τον εφεσίβλητο: «I attach the "Constantinos Rodosthenous - Contract of Employment with Aqua-Masters WLL" which is an addendum on his "Original Contract of Employment with Aqua Masters PLC" also attached. We have reviewed both contracts with Constantinos and Themis to ensure compatibility.."
Από τα πιο πάνω ευρήματα γεγονότων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος εργοδοτείτο, συγχρόνως και από τις δύο εταιρείες, δηλαδή την εφεσείουσα και την εταιρεία του Κατάρ, μέχρι την ημερομηνία απόλυσης του, την 1.9.2015. Η κρίση του είναι, βέβαια, ορθή. Από το περιεχόμενο των υπό αναφορά συμβάσεων εργασίας, δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε που να υποδηλοί πρόθεση των συμβαλλομένων, ότι ο εφεσίβλητος θα εργοδοτείτο αποκλειστικά στην εταιρεία του Κατάρ. Προφανώς, τα μέρη, δεν είχαν ποτέ τέτοια πρόθεση, κατά νου και ούτε έγινε οποιαδήποτε παραπομπή σε μαρτυρία, εκ μέρους της εφεσείουσας, από την οποία να μπορεί να συναχθεί κάτι τέτοιο. Το Δικαστήριο, προς ενίσχυση της πιο πάνω άποψης του, έλαβε, επίσης, υπόψη, ότι μέχρι την 1.9.2015, ημερομηνία τερματισμού της εργοδότησής του εφεσίβλητου στην εφεσείουσα, η τελευταία δήλωνε τον εφεσίβλητο ως εργοδοτούμενο της και του κατέβαλλε, ως εργοδότρια, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων. Μια βεβαίωση της, «Το whom it may concern", ημερομηνίας 23.10.2015, τον παρουσίαζε ως εργοδοτούμενο της από την 1.9.2004 μέχρι την 1.9.2015. Η ημερομηνία 1.9.2004, παραπέμπει στην αρχική εργοδότηση του εφεσίβλητου από την εφεσείουσα, με διαφορετικά καθήκοντα.
Τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν αμφισβητούνται, ως προς την αλήθεια τους, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Καμιά δε, εισήγηση η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο των προαναφερθέντων λόγων δεν είναι δυνατό να αντικρούσει την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου. Ούτε και η παρουσιαζόμενη, ως η πλέον ισχυρή, ότι δεν ήταν λογικό ο εφεσίβλητος να εργοδοτείτο συγχρόνως, τις ίδιες ημέρες και ώρες και στις δύο εταιρείες, είναι δυνατό να ανατρέψει τα εν λόγω ευρήματα του Δικαστηρίου. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι ήταν επιλογή των δύο εταιρειών, ο εφεσίβλητος να τους προσφέρει, συγχρόνως, τις υπηρεσίες του ως διευθυντικό στέλεχος, με ίδιες αρμοδιότητες, προφανώς, στον κοινό τομέα απασχόλησης τους. Σαφώς, η διεξαγόμενη από τον εφεσίβλητο εργασία, δεν απαιτούσε, αυτός να βρίσκεται, απαραίτητα, στον τόπο διεξαγωγής της.
Η δεύτερη κατηγορία λόγων έφεσης, περιλαμβάνει τους υπ' αριθμό 4,5,6 και 7. Με αυτούς, ουσιαστικά, τίθεται θέμα μη απόδειξης των 38 κατηγοριών, τις οποίες αντιμετώπισε η εφεσείουσα. Αναπτύσσονται στην επιμέρους αιτιολογία του κάθε λόγου, με την αμφισβήτηση ευρημάτων του Δικαστηρίου, κυρίως, σε σχέση με μισθούς που ο εφεσίβλητος είχε να λαμβάνει από αυτή, μηνιαίως, κατά τον ουσιώδη χρόνο, που αφορά η υπόθεση. Από την ανάγνωση και μόνο, των συγκεκριμένων λόγων, διαπιστώνεται ότι αυτοί δεν αφορούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Η εισήγηση στο λόγο έφεσης αρ. 4, πως το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε, «ότι αποδείχθηκαν όλες οι κατηγορίες», είναι ενδεικτική. Εμφανίζεται κατά παρόμοιο τρόπο και στους υπόλοιπους λόγους της ίδιας κατηγορίας. Με την πιο πάνω εισήγηση, καθίσταται σαφές ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης δεν εστιάζουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Σύμφωνα δε, με την εφεσείουσα, δεν είναι όλες οι κατηγορίες που δεν έχουν αποδειχθεί. Ωστόσο, δεν προσδιορίζεται ποιες είναι οι κατηγορίες αυτές. Η ορθή διατύπωση του κάθε λόγου έφεσης επέβαλλε τον προσδιορισμό του σφάλματος του Δικαστηρίου σε σχέση με μια ή περισσότερες, συγκεκριμένες, κατηγορίες και, εν συνεχεία, την ανάπτυξη του με σχετική αιτιολογία. Επομένως, οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης, χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία.
Η μοναδική περίπτωση λόγου έφεσης, όπου γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη κατηγορία, είναι ο λόγος αρ. 10. Αναφέρεται σε αυτό ότι, «Εσφαλμένα και αντινομικά και αντίθετα με τη μαρτυρία που αποδέχτηκε ως αξιόπιστη, το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε η 75η κατηγορία». Στην αιτιολογία, γίνεται εισήγηση ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, με αναφορά σε μαρτυρία, ότι το ποσό που οφείλεται στον εφεσίβλητο, ήταν €3.892,89, ενώ η κατηγορία στις λεπτομέρειες της αναφέρει ως οφειλόμενο το ποσό των €4.220,00. Δεν αιτιολογείται, όμως, από πού συνάγεται η πιο πάνω διαφορά και, επομένως, το σφάλμα, σχετικά, του Δικαστηρίου. Εμφανώς, απαιτείτο περισσότερη λεπτομέρεια, προκειμένου να ήταν σαφής και επαρκής ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης. Παραλείψεις του είδους, δε συμπληρώνονται μέσω του διαγράμματος αγόρευσης.
Με τον λόγο έφεσης αρ. 12 η εφεσείουσα προσβάλλει την επιβληθείσα σε αυτή ποινή, ως έκδηλα υπερβολική. Παραπέμπει, προς τούτο, στη χρηματική ποινή που το Δικαστήριο επέβαλε σε αυτή, εκ ποσού €200,00 σε κάθε κατηγορία. Ο Νόμος, στο άρθρο 20(1), προβλέπει ότι το δικαστήριο, σε σχέση με αδικήματα όπως τα υπό αναφορά, δύναται να επιβάλει χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €15.000.- Το Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση, έλαβε υπόψη κάθε παράγοντα ο οποίος προσμετρούσε στη στάθμιση της επιβληθεισομένης ποινής. Στο πλαίσιο τούτο, έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο της εφεσείουσας, ως και το χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη των αδικημάτων, μέχρι την επιβολή της ποινής. Όσον αφορά το τελευταίο, σημειώνεται ότι οι κατηγορίες αφορούν το χρόνο μεταξύ 2011 και 2015, περίοδο κατά την οποία ο εφεσίβλητος εργοδοτείτο στην εφεσείουσα, στη διευθυντική θέση που έχει προαναφερθεί. Η ποινική υπόθεση καταχωρίστηκε αρχές Νοεμβρίου του 2015 και διήλθε από διάφορα στάδια, μέχρι την εκδίκαση της και την επιβολή ποινής. Προφανώς, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το διαρρεύσαντα χρόνο, αφού, σε κάθε περίπτωση, η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε για κάθε κατηγορία, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερβολική, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών παραγόντων και ειδικά του ανώτατου ποσού των €15.000,00 που προβλέπεται από το Νόμο, για τέτοιο αδίκημα. Όσον αφορά την ίδια πτυχή, δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη ότι τα ποσά μισθών σε κάποιες κατηγορίες ήταν μικρότερα από αυτά που αναφέρονταν στις λεπτομέρειες τους, αφού δεν υπάρχει εύρημα του Δικαστηρίου ότι τούτο συνέβαινε σε κάποιες από τις κατηγορίες.
Τέλος, η εφεσείουσα με το λόγο έφεσης αρ. 13, εισηγείται ότι η έκδοση διατάγματος για πληρωμή του ποσού των €70.048,36, δεν εδικαιολογείτο, υπό το φως της διαδικασίας που υπήρχε, συγχρόνως, στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας, στην οποία περιλαμβανόταν αξίωση για το ίδιο πιο πάνω ποσό. Το Δικαστήριο εξέδωσε το πιο πάνω διάταγμα καταβολής του οφειλόμενου ποσού, δυνάμει του άρθρου 20(2). Τούτο, προβλέπει ότι, «το Δικαστήριο επιπρόσθετα από τις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δύναται μετά την καταδίκη του εργοδότη, να εκδώσει και Διάταγμα καταβολής του οφειλόμενου ποσού προς τον εργοδοτούμενο.». Πουθενά στο Νόμο δεν προβλέπεται ότι το Δικαστήριο εμποδίζεται να ασκήσει την πιο πάνω εξουσία του, στην περίπτωση που υπάρχει διαδικασία για επίλυση εργατικής διαφοράς μεταξύ των ιδίων μερών ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Αντίθετα, στο άρθρο 19(2) του Νόμου προβλέπεται ότι, «Σε περίπτωση που ο εργοδότης καταδικαστεί για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τότε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών θα μπορεί να εκδίδει διάταγμα καταβολής χρηματικών οφειλών τού εργοδότη που προκύπτουν από μη καταβολή μισθών.». Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, ορθώς, ενήργησε εντός των πλαισίων του άρθρου 20(2) του Νόμου. Επομένως ούτε και ο υπό εξέταση λόγος έφεσης ευσταθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500, πλέον Φ.Π.Α.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/γκ