ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B319
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 10/2021)
14 Ιουλίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Σ. Αργυρού, για τον Εφεσείοντα.
Π. Βαρνάβας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική την ποινή των επτά χρόνων που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο μετά από παραδοχή του στα αδικήματα της κατοχής και, κατοχής με σκοπό την προμήθεια, 4 κιλών ξηρής φυτική ύλης κάνναβης.
Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζονται οι κατηγορίες συνοψίζονται ως ακολούθως:
Στις 10.10.2019, μετά από πληροφορία, μέλη της ΥΚΑΝ ανέκοψαν, εντός του κοιμητηρίου Σφαλαγγιώτισσας στη Λεμεσό, τον πρώην συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα. Εντός του οχήματός του, ανευρέθηκε χαρτοκιβώτιο με περιτύλιγμα της εταιρείας ACS με στοιχεία παραλήπτη «Ιάκωβος Ανδρέου». Εντός αυτού, υπήρχε νάιλον συσκευασία εντός της οποίας ανευρέθηκε η πιο πάνω ποσότητα κάνναβης.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, θεάθηκε αυτοκίνητο ενοικιάσεων, το οποίο οδηγείτο από τρίτο άτομο, με συνοδηγό τον εφεσείοντα, να πλησιάζει το εν λόγω σημείο με χαμηλή ταχύτητα. Μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία της Αστυνομίας, ανέπτυξαν ταχύτητα και προσπάθησαν να διαφύγουν. Ανακόπηκαν τελικά από μέλη της ΥΚΑΝ, οι οποίοι ερεύνησαν το όχημα. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ηχούσαν κινητά τηλέφωνα, τα οποία βρίσκονταν εντός του αυτοκινήτου. Τα δύο κινητά τηλέφωνα, που βρίσκονταν στο αυτοκίνητο και αναγνωρίστηκαν από τον εφεσείοντα και το τρίτο πρόσωπο ως τα τηλέφωνα τους, κρατήθηκαν για εξετάσεις.
Με βάση τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που εξασφαλίστηκαν, διαπιστώθηκε ότι, μετά που ο πρώην συγκατηγορούμενος παρέλαβε τα ναρκωτικά μέχρι και που ανακόπηκε από την Αστυνομία, με το μοναδικό άτομο που ήρθε σε επικοινωνία ήταν με τον εφεσείοντα. Παράλληλα, ο πρώην συγκατηγορούμενός του, ανέφερε ότι αγόρασε συγκεκριμένη κάρτα κινητής τηλεφωνίας και επικοινώνησε με τον εφεσείοντα, που θα ήταν ο παραλήπτης των ναρκωτικών, με σκοπό τη συνεννόηση μεταξύ τους και τη διευθέτηση συνάντησης για να του παραδώσει τα ναρκωτικά, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.
Ο εφεσείων βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη, όπου αντιμετώπισε τέσσερις κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και τέσσερις κατηγορίες κλοπής από οικία. Του επιβλήθηκαν στις 20.12.2017 ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 18 μηνών.
Ο πρώην συγκατηγορούμενος του ο οποίος αντιμετώπιζε πέραν των κατηγοριών που αντιμετώπιζε και ο εφεσείων κατηγορίες κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια 998.06 γρ. κοκαΐνης, παραδέχθηκε ενοχή πριν τον εφεσείοντα και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των 7 χρόνων στην κατοχή με σκοπό την προμήθεια των ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β αντίστοιχα.
Με τον πρώτο λόγο, προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Εφετείου ότι η συμμετοχή και ο ρόλος του εφεσείοντα ήταν ο ίδιος με τον πρώην συγκατηγορούμενό του, με το δεύτερο λόγο ότι λανθασμένα θεωρήθηκε ότι η υπόθεση του εφεσείοντα είναι από τις χειρότερες των περιπτώσεων, ενώ με τον τρίτο λόγο, παραπονείται για λανθασμένη εφαρμογή νομολογίας και, με τον τέταρτο λόγο, ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί, όπως αναπτύχθηκαν και ενώπιόν μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα. Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του κου Αργυρού είναι η προβαλλόμενη ανισότητα στην ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα με αυτή που επιβλήθηκε στον πρώην συγκατηγορούμενό του, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και της νομολογίας. Σύμφωνα με την εισήγηση, υπήρξε αδικαιολόγητη διάκριση κατά την επιμέτρηση της ποινής του εφεσείοντα, καθιστώντας ουσιαστικά την ποινή που του επιβλήθηκε έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις. Τονίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η συμμετοχή εκάστου των κατηγορουμένων ήταν όμοια, ενώ, κατά τον μετριασμό της ποινής, καταδείχθηκε και δεν αμφισβητήθηκε ότι ο ρόλος εκάστου των κατηγορουμένων ήταν διαφορετικός. Ο πρώην συγκατηγορούμενος, επιχειρηματολόγησε ότι συνελήφθη έχοντας στην κατοχή του τα ναρκωτικά, ενώ ο εφεσείων συνελήφθη χωρίς να έχει στην κατοχή του οτιδήποτε και η μαρτυρία που τον συνέδεσε με τα αδικήματα ήταν περιστατική.
Από την άλλη, η πλευρά της Δημοκρατίας υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων, τονίζοντας ταυτόχρονα πως οι προσωπικές περιστάσεις και περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες κατά την επιμέτρηση της ποινής. Στα πλαίσια αυτά, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι, μετά τη σύλληψή του, ο εφεσείων συνεργάστηκε κατά κάποιο τρόπο με την Αστυνομία, παρά το ότι δεν έδωσε εξηγήσεις και λεπτομέρειες ως προς τη δική του εμπλοκή. Δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία συνοδεύτηκε από έκφραση μεταμέλειας, μέσω της αγόρευσης του δικηγόρου του.
Λήφθηκε περαιτέρω υπόψη ότι ο εφεσείων δεν ήταν αυτός που θα διοχέτευε έναντι κέρδους στην αγορά τη συγκεκριμένη ποσότητα κάνναβης και πως ενήργησε έναντι χρηματικής αμοιβής, λόγω της οικονομικής του κατάστασης, χωρίς να παραγνωρίζει παράλληλα ότι με την ενέργειά του αυτή θα διοχετευόταν στην αγορά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, η οποία απετράπη λόγω της παρέμβασης της Αστυνομίας. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η συμμετοχή του στη διάπραξη των αδικημάτων ήταν όμοια με αυτή του πρώην συγκατηγορούμενου και πως δεν υπήρχε κάποιο στοιχείο που να διαφοροποιεί το ρόλο τους.
Οι δύσκολες προσωπικές και οικονομικές συνθήκες του εφεσείοντα ρητά αναφέρονται ως μετριαστικός παράγοντας στην απόφαση του Κακουργιοδικείου. Τις συνοψίζουμε:
Ο εφεσείων, ηλικίας 33 ετών, κατάγεται από φτωχή οικογένεια, η οποία συντηρείτο από την επιχείρηση περιπτέρου που διατηρούσε ο πατέρας του. Από ηλικίας 13 ετών, λόγω των συναναστροφών του, εθίστηκε στο κάπνισμα τσιγάρου και σε σύντομο χρονικό διάστημα στο κάπνισμα κάνναβης. Σε ηλικία 17-18 ετών, ο πατέρας του έφυγε από το σπίτι και ο εφεσείων, με στόχο να βοηθήσει την οικογένεια του, άρχισε να βοηθά τον πατέρα του στο περίπτερο που διατηρούσαν. ΄Ομως, λόγω οικονομικών προβλημάτων, το όνομα του πατέρα του τοποθετήθηκε στο μητρώο ΚΑΠ και δεν μπορούσε να εκδώσει επιταγές. Στην ηλικία των 18 ετών αποκτά με τη συμβία του μία θυγατέρα, αργότερα συνήψε γάμο και απέκτησαν και δεύτερη θυγατέρα (κατά την επιβολή ποινής 15 και 10 ετών). Στη συνέχεια, τα οικονομικά του προβλήματα επιτάθηκαν, εγκατέλειψε την επιχείρηση του περιπτέρου και το 2013 πήρε διαζύγιο. Τα προβλήματα αυτά διατάραξαν τον ψυχικό του κόσμο και τον οδήγησαν στη χρήση κοκαϊνης. Το 2016 εμπλέκεται σε παράνομες συμπεριφορές και το 2017 καταδικάζεται για διαρρήξεις και κλοπές. Στη φυλακή μπαίνει σε πρόγραμμα απεξάρτησης στην Αγία Σκέπη, όπου γνωρίζεται με την πρώην κατηγορούμενη 3, με την οποία συνάπτει σχέση, κάτι που δεν ήταν επιτρεπτό από τους κανονισμούς της Αγίας Σκέπης, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στις φυλακές, όπου συνεχίζει τις προσπάθειες απεξάρτησης από τα ναρκωτικά. Με την αποφυλάκιση του, μένει μαζί με την πρώην κατηγορούμενη 3 και τα παιδιά της και προσπαθούν να δημιουργήσουν μία νέα ζωή, όμως λόγω οικονομικών προβλημάτων, αρχίζει πάλι τη χρήση κάνναβης και, για να λάβει ποσό €1.000, αποδέχεται να μεταφέρει ναρκωτικές ουσίες, διαπράττοντας τα υπό κρίση αδικήματα. Μετά την επιβολή της ποινής και ενώ βρισκόταν στις φυλακές, συνήψε γάμο με την πρώην κατηγορούμενη 3.
Οι συνεχείς προσπάθειες του εφεσείοντα για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά, αποτέλεσαν επίσης παράγοντα στον οποίο δόθηκε βαρύτητα από το Κακουργιοδικείο. Η προηγούμενη του καταδίκη λήφθηκε υπόψη, με το Κακουργιοδικείο να επεξηγεί πως η σημασία της έγκειται στο ότι αποτελεί ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου προς την τήρηση των νόμων και, παρόλο που δεν αποτελεί παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, επενεργεί ως παράγοντας περιορισμού της επιείκειας, που θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος.
Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του για σκοπούς ισότητας και το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε στον πρώην συγκατηγορούμενό του. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Έχουμε επίσης λάβει υπόψη μας για σκοπούς ισότητας και το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο 1, σε συνδυασμό πάντα με τα ελαφρυντικά του καθενός και την συμμετοχή του στην διάπραξη των αδικημάτων που όπως πιο πάνω έχουμε καταλήξει ήταν όμοια. Ειδικότερα έχουμε λάβει υπόψη μας, το ότι ο κατηγορούμενος 1 είχε διαπράξει ταυτόχρονα και το αδίκημα της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια περίπου ενός κιλού κοκαΐνης, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 ήταν λευκού ποινικού μητρώου σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 2 ο οποίος βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη για σοβαρά αδικήματα κατά τρόπο που περιόρισε το περιθώριο επιείκειας που μπορεί να επιδειχθεί στο πρόσωπο του, το ότι ο κατηγορούμενος 1 παραδέχτηκε ενώ υπήρχε συντριπτική μαρτυρία εναντίον του σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 2 εναντίον του οποίου η μαρτυρία ήταν περιστατική αλλά και το ότι ο κατηγορούμενος 1 δήλωσε την πρόθεση του να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον των συγκατηγορούμενων του (παρά το ότι τελικά δεν χρειάστηκε να το πράξει ενόψει της παραδοχής του κατηγορούμενου 1 και της διακοπής των κατηγοριών εναντίον της κατηγορούμενης 3) επίσης έχουμε λάβει υπόψη το ότι και οι δύο καταβάλλουν προσπάθειες απεξάρτησης. Στην βάση των πιο πάνω, έχουμε καταλήξει όπως επιβάλουμε το ίδιο ύψος ποινής στον κατηγορούμενο 2 που επιβλήθηκε και στον κατηγορούμενο 1.»
Όπως έχει κατ΄επανάληψη τεθεί από τη νομολογία, το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης, όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και το ζητούμενο δεν είναι ποια ενδεχομένως θα θεωρείτο ως η αρμόζουσα ποινή από το Εφετείο. (βλ. Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κ.ά., ημερομηνίας 5.10.2016, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 127/2019 κ.ά., ημερ. 10.3.2021, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 110/2019, ημερ. 29.9.2019 και Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110)
Η σοβαρότητα των αδικημάτων έχει αναγνωριστεί από τον συνήγορο του εφεσείοντα, ο οποίος δεν αμφισβήτησε ούτε την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Ως προς το ρόλο του εφεσείοντα στην παράνομη επιχείρηση, δεν θεωρούμε ότι υπήρξε σφάλμα στο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου. Το γεγονός ότι ο πρώην συγκατηγορούμενος συνελήφθη έχοντας στη φυσική κατοχή του ναρκωτικά ενώ ο εφεσείων συνδέθηκε με περιστατική μαρτυρία, δεν διαφοροποιεί το ρόλο τους. Τονίζεται ότι ο πρώην συγκατηγορούμενος, μετά που παραδέχθηκε ενοχή, αποδέχθηκε να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση του εφεσείοντα. Η θέση του εφεσείοντα ότι δεν ήταν αυτός που θα διοχέτευε έναντι κέρδους στην αγορά τη συγκεκριμένη ποσότητα κάνναβης και πως ενήργησε έναντι χρηματική αμοιβής, έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο και είναι αυτό το ρόλο στην όλη επιχείρηση, που του καταλόγισε. Δεν κρίνουμε ότι αυτός διαφοροποιείται από το ρόλο του πρώην κατηγορούμενου, ο οποίος παρέλαβε τα ναρκωτικά για να τα παραδώσει στον εφεσείοντα. Στην Rafael Alexis Valdez κ.ά. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 144/2016 κ.ά., ημερ. 21.2.2017, λέχθηκε ότι οι μεταφορείς των ναρκωτικών αποτελούν ένα σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα διακίνησης και διασποράς τους. Στη δε Salaryand v. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 541 τονίστηκε ότι: «Κατ' ουσίαν, η εγκληματικότητα του προμηθευτή ναρκωτικών και του διαμεσολαβητή για τη διάθεσή τους δε διαφέρει. Κοινός είναι ο σκοπός και κοινό το αντικείμενο. Σκοπός είναι η μόλυνση της κοινωνίας και αντικείμενο το κέρδος.».
Συνεπώς, ορθή ήταν η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι «και οι δύο κατηγορούμενοι ενήργησαν και αποτέλεσαν μέρη μίας οργανωμένης διακίνησης και ο ρόλος του καθενός είχε τη σημασία του για την επιτυχή εκτέλεση της όλης επιχείρησης παραλαβής και προμήθειας των ναρκωτικών ουσιών.».
H προηγούμενη καταδίκη του Εφεσείοντα ορθά λήφθηκε υπόψη ως παράμετρος που περιόριζε το βαθμό επιείκειας που μπορούσε να επιδειχθεί. Το ότι η προηγούμενη καταδίκη δεν αφορούσε σε παρόμοια με τα επίδικα αδικήματα, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι προηγούμενες καταδίκες, ανεξάρτητα αν αφορούν σε παρόμοιας φύσης αδικήματα, αποτελούν, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ένδειξη της στάσης και του σεβασμού ενός κατηγορούμενου στους νόμους της Πολιτείας (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17).
Το ζήτημα της άνισης μεταχείρισης μεταξύ αδικοπραγούντων εξετάστηκε στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 79/2019 ημερ. 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B173, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Η αρχή της ισότητας διασφαλίζεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου κατά την επιβολή ποινής είναι να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση, έτσι ώστε να μην προκαλείται, δικαιολογημένα, αίσθημα αδικίας. Η ισότητα, όμως, ενώπιον του Νόμου δε σημαίνει αριθμητική εξίσωση, αλλά ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων, μη αποκλείοντας εύλογες διακρίσεις, εάν αυτό δικαιολογείται από τις περιστάσεις (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 354 και Γερμανός ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 525).
Στην υπόθεση Σιδερένου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 190 . αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε συνάρτηση με το πότε μία ποινή μπορεί να θεωρηθεί άνιση κατ΄ έφεση:
«Πότε όμως μια ποινή μπορεί να θεωρηθεί άνιση κατ' έφεση; Όπως αναφέρθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1 «για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική» και τέτοια που να προκαλεί λόγω της μεγάλης ομοιότητας της θέσης των κατηγορουμένων, αισθήματα αδικίας και να δίδει την αίσθηση ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη. Στην Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, αναφέρθηκε πως η ανισότητα μεταχείρισης του λόγου έφεσης σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα. Τόσο στην πιο πάνω υπόθεση όσο και στην Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, υιοθετήθηκε το απόσπασμα από το σύγγραμμα Principles of Sentencing του D.A. Thomas, 2η Έκδοση, σελ. 71, όπου αναφέρεται σε ελεύθερη μετάφραση ότι:-
«Η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης.»
Όπως τονίζεται σε άλλο σημείο του ίδιου συγγράμματος, στη σελ. 45, δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών και στην ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων που συνηγορούν υπέρ της διαφοροποίησης.»
Στην Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12/2019 κ.ά., ημερ. 7.9.2020, το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο ήταν το λευκό ποινικό μητρώο των εφεσειόντων εν αντιθέσει με αυτό του συγκατηγορουμένου τους, αφού αυτός είχε μια προηγούμενη καταδίκη. Τονίστηκε πως, στη βάση του πιο πάνω στοιχείου, θα αναμενόταν η πρόσδοση κάποιας βαρύτητας, με αντίστοιχη επίταση της ποινής που θα επιβαλλόταν στο συγκατηγορούμενο. Κρίθηκε ότι οι επιβληθείσες στους εφεσείοντες ποινές, δικαιολογημένα δημιουργούσαν αίσθημα αδικίας και άνισης μεταχείρισης και μείωσε τις επιβληθείσες ποινές ανάλογα.
Στην παρούσα περίπτωση, το Κακουργιοδικείο αιτιολόγησε την απόφαση του να επιβάλει την ίδια ποινή στον εφεσείοντα με τον πρώην συγκατηγορούμενο του, στη βάση του ότι είχε προηγούμενη καταδίκη, παρά το ότι ο τελευταίος βρέθηκε ένοχος και για επιπρόσθετη ποσότητα ναρκωτικών τάξεως Α. Δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, κατά την εξέταση αυτού του παράγοντα, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβαση του Εφετείου.
Το Κακουργιοδικείο, εξέτασε κάθε σχετικό παράγοντα και εξισορρόπησε εντός των ορθών πλαισίων που τίθενται από τη νομολογία, τόσο την σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσείων και την ανάγκη αποτροπής, όσο και τις περιστάσεις της υπόθεσης και τις προσωπικές του περιστάσεις, όπως έχουμε αναλύσει πιο πάνω. Η ποινή που του επιβλήθηκε είναι ορθή και ισοζυγισμένη στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης και χωρίς να διακρίνεται στοιχείο άνισης αντιμετώπισης του εφεσείοντα με τον πρώην συγκατηγορούμενο του.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ