ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B262
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 29/2022)
23 Ιουνίου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
ΣΩΚΡΑΤΗ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείοντα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Α. Χρίστου με Ν. Ζένιου για Α. Χρίστου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα:
Φρ. Κακούρη (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α', εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με επτά λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να τον καταδικάσει σε επτά κατηγορίες, αναφορικά με τρία περιστατικά που έλαβαν χώρα την 29.1.2020 το πρώτο και την 10.2.2020 τα άλλα δύο.
Σε σχέση με το πρώτο χρονικά περιστατικό καταδικάστηκε σε δύο κατηγορίες και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των τεσσάρων μηνών, που διατάχτηκε να εκτιθούν διαδοχικά ως προς τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των πέντε μηνών, που του επιβλήθηκαν στις υπόλοιπες πέντε κατηγορίες, που αφορούσαν το κύριο δεύτερο και τρίτο περιστατικό. Έτσι ο χρόνος που θα εκτίσει στις φυλακές ανέρχεται σε εννέα μήνες. Την ποινή αυτή προσβάλλει με τρεις επιπλέον λόγους έφεσης.
Η παραπονούμενη 1 είναι η πρώην σύζυγος του Εφεσείοντα. Οι σχέσεις τους ήταν τεταμένες. Κατά τους ουσιώδεις χρόνους η παραπονούμενη 1 διέμενε στη πρώην συζυγική κατοικία με τα δύο από τα τρία ανήλικα παιδιά του ζεύγους. Συζούσε με τον παραπονούμενο 3, με τον οποίο διατηρούσε δεσμό. Μαζί τους διέμενε και η παραπονούμενη 2, αδελφή του παραπονούμενου 3, με τα δικά της παιδιά.
Το πρώτο περιστατικό επεσυνέβηκε την 29.1.2020. Καθώς ο παραπονούμενος 3 μετέφερε με το αυτοκίνητο του το γιο του ζεύγους στο σχολείο, ο Εφεσείων με το αυτοκίνητο που οδηγούσε, σκόπιμα προσέκρουσε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του παραπονούμενου 3 και στη συνέχεια το προσπέρασε και το ξανακτύπησε στη δεξιά του πλευρά. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν πιο πέρα και μετά από λογομαχία, ο Εφεσείοντας έσπρωξε τον παραπονούμενο 3, πήρε τον ανήλικο γιο του και αποχώρησε. Καταδικάστηκε για κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητο του παραπονούμενου 3 (’ρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154) και ότι οδηγούσε το δικό του αυτοκίνητο κατά τρόπο αλόγιστο, βεβιασμένο ή αμελή, κατά τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει σωματική βλάβη στον παραπονούμενο 3 (’ρθρο 236(α) του Κεφ.154) (κατηγορίες 14 και 15, αντίστοιχα).
Το δεύτερο περιστατικό επεσυνέβηκε το βράδυ της 10.2.2020. Η παραπονούμενη 1 και η παραπονούμενη 2 μετέβησαν με το αυτοκίνητο της τελευταίας στη μάντρα του Εφεσείοντα για να παραλάβει η παραπονούμενη 1 το αυτοκίνητο της, που είχε πιάσει ο Εφεσείων. Στο χώρο εξελίχθηκε επεισόδιο σε σχέση με το οποίο ο Εφεσείων αντιμετώπισε αριθμό κατηγοριών και καταδικάστηκε σε τέσσερις από αυτές. Ότι επιτέθηκε και προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη στις παραπονούμενες 1 και 2 (’ρθρο 3(1) και (4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν.119(Ι)/2000 και ’ρθρο 243 του Κεφ.154 αντίστοιχα) (κατηγορίες 5 και 6, αντίστοιχα), ότι απείλησε με βία την παραπονούμενη 2 ότι θα τη σκοτώσει (’ρθρο 91Α του Κεφ.154) (κατηγορία 7) και ότι εσκεμμένα και παράνομα προκάλεσε ζημιά στο κινητό της τηλέφωνο (’ρθρο 324(1) του Κεφ.154) (κατηγορία 8).
Το τρίτο περιστατικό επεσυνέβηκε λίγες ώρες μετά. Ο Εφεσείων καταδικάστηκε ότι κακόβουλα προκάλεσε ζημιά στο αυτοκίνητο της παραπονούμενης 2 (’ρθρο 324(1) του Κεφ.154) (κατηγορία 20).
Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων ήταν ένοχος στην κατηγορία της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης στην παραπονούμενη 1, αφού έκρινε τη μαρτυρία της στην ολότητα της αναξιόπιστη.
Ο λόγος δεν έχει υπόσταση. Δεν είναι απαραίτητο η στοιχειοθέτηση μιας κατηγορίας να εδράζεται στη μαρτυρία του παραπονούμενου. Ακόμα και όταν το αδίκημα αφορά σε παράνομη επέμβαση στο πρόσωπο του. Αξιόπιστη μαρτυρία που αποδεικνύει τη διάπραξη του αδικήματος από τον κατηγορούμενο, μπορεί να προέρχεται από άλλη μαρτυρία. Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βασίστηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης 1 στην οποία δεν είχε αποδώσει, όπως ανάφερε, οποιαδήποτε βαρύτητα. Για την καταδίκη του Εφεσείοντα στην υπόψη κατηγορία βασίστηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης 2, την οποία είχε κρίνει αξιόπιστη.
Ουσιαστικός είναι λοιπόν ο λόγος έφεσης 2 με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη 2 ήταν αξιόπιστη. Στη μαρτυρία της βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταδικάσει τον Εφεσείοντα και στις υπόλοιπες τρείς κατηγορίες σχετικά με το δεύτερο περιστατικό. Το άλλο πρόσωπο που ήταν παρόν στο περιστατικό ήταν ο ίδιος ο Εφεσείων. Η απόρριψη ως αναξιόπιστης της δικής του μαρτυρίας προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 7. Με το λόγο έφεσης 6 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του παραπονούμενου 3, που αφορούσε, κατά κύριο λόγο, το πρώτο περιστατικό.
Με το λόγο έφεσης 5 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η καταδίκη του Εφεσείοντα στην κατηγορία της πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς στο αυτοκίνητο της παραπονούμενης 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον Εφεσείοντα στη βάση περιστατικής μαρτυρίας, αφού είχε διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ότι αυτός είχε προκαλέσει τη ζημιά. Κατά τον Εφεσείοντα, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχουν καμιά νομική υπόσταση, ούτε και λογική εξήγηση.
Με το λόγο έφεσης 4 προσβάλλονται ως εσφαλμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων κατείχε πυροβόλα όπλα κατά το δεύτερο περιστατικό. Από την αιτιολογία του λόγου προκύπτει πως ό,τι κατ' ουσία προσβάλλεται είναι η αξιοπιστία της παραπονούμενης 2, στη μαρτυρία της οποίας βασίστηκαν, όπως αναφέρεται, τα σχετικά συμπεράσματα. Επισημαίνεται ακόμη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αθωώσει και απαλλάξει τον Εφεσείοντα στις κατηγορίες της κατοχής τόσο κυνηγετικού όπλου, όσο και πιστολιού, που αντιμετώπιζε.
Στον ίδιο λόγο έφεσης γίνεται αναφορά και στο τρίτο περιστατικό και ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων είχε εισέλθει στο γκαράζ της κατοικίας της παραπονούμενης 1, όπου βρισκόταν το αυτοκίνητο της παραπονούμενης 2, ήταν εσφαλμένο, αφού η μόνη μαρτυρία που υπήρχε προερχόταν από την παραπονούμενη 2, που είχε μαρτυρήσει ότι δεν είδε καθαρά τον Εφεσείοντα να εισέρχεται στο γκαράζ.
Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα σε δίκαια δίκη, ως απόρροια της πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία.
Θα εξετάσουμε πρώτους τους λόγους έφεσης που αφορούν στην αξιοπιστία των παραπονούμενων 2 και 3 και του Εφεσείοντα, αφού υπενθυμίσουμε τις διαχρονικά αναλλοίωτες αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επε΅βαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.
Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι η παραπονούμενη 2 είχε μαρτυρήσει την αλήθεια. Η αναφορά, αμέσως προηγουμένως ότι του άφησε «σε γενικές γραμμές» θετικές εντυπώσεις και στα καταληκτικά του σχόλια ότι η εκδοχή της «σε γενικές γραμμές» γίνεται αποδεχτή, δεν αλλοιώνει το εύρημα ότι ήταν αξιόπιστη και δεν συνιστά δισταγμό του Δικαστηρίου, όπως έγινε εισήγηση. Από το σύνολο της απόφασης προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καμιά επιφύλαξη για την φιλαλήθεια της παραπονούμενης 2 και η αναφορά φαίνεται να καλύπτει επουσιώδεις ανακρίβειες που το Δικαστήριο δεν απέδωσε σε έλλειψη εντιμότητας. Δεν διέλαθε λοιπόν της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κάποια γεγονότα που ανάφερε η παραπονούμενη 2 στη δια ζώσης μαρτυρία της διέφεραν από τα όσα είχε αναφέρει στην κατάθεση της στην Αστυνομία. Δεν είχαν όμως άμεση σχέση με τα ουσιώδη για την υπόθεση ζητήματα, όπως ποιά από τις παραπονούμενες οδήγησε για να φτάσουν στη μάντρα, αφού ότι πήγαν εκεί με το αυτοκίνητο ήταν γεγονός. Όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η παραπονούμενη 2 έδωσε την κατάθεση της, όταν ένα πρόσωπο λειτουργεί κάτω από έντονη συναισθηματική φόρτιση, αυτό μπορεί να συντείνει ώστε να μην παραθέσει με πλήρη ακρίβεια τα γεγονότα. Περαιτέρω, σημείωσε ότι το περιεχόμενο του ιατρικού εντύπου, που περιγράφει τις σωματικές της βλάβες, υποστήριζε την εκδοχή της, ως επίσης και το γεγονός της παραδοχής του παραπονούμενου στην κατάθεση του ότι την είχε σπρώξει και αυτή έπεσε στο έδαφος. Σε σχέση με το τρίτο περιστατικό, η θέση της για τη ζημιά στο αυτοκίνητο της επιβεβαιωνόταν από το σπασμένο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου.
Μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας στο διάγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα, αναλώνεται σε σύγκριση της μαρτυρίας της παραπονούμενης 2 με αυτή της παραπονούμενης 1. Η μαρτυρία της παραπονούμενης 1 δεν θα μπορούσε να συνιστά μέτρο σύγκρισης, ακόμα και αν αναδεικνύονταν σημαντικές διαφορές, αφού η παραπονούμενη 1 κρίθηκε αναξιόπιστη και, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη μαρτυρία της δεν μπορούσε να αποδοθεί βαρύτητα. Ούτε βέβαια η σχέση της με την παραπονούμενη 1 και τον παραπονούμενο 3 καθιστούσε την παραπονούμενη 2 εκ προοιμίου αναξιόπιστη και η σχέση αυτή ήταν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν έκρινε την αξιοπιστία της.
Ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι κατά τη μαρτυρία της η παραπονούμενη 2 παραδέχτηκε ότι προέβηκε στην καταγγελία εναντίον του εκδικητικά. Παράπεμψε σε συγκεκριμένη απάντηση της. Της είχε εξηγηθεί από το Δικαστήριο ότι ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι τον κατάγγειλε όχι γιατί επεσυνέβησαν τα γεγονότα για τα οποία κατάθεσε, αλλά γιατί ο Εφεσείων την είχε καταγγείλει στο γραφείο ευημερίας ότι είχε κτυπήσει το παιδί του και απάντησε: «Ναι, αλλά εγώ δεν έκαμα και έχω μιλήσει με την κοπέλλα του Γραφείου Ευημερίας και της έχω εξηγήσει». Κανένας αντικειμενικός παρατηρητής δεν θα κατέληγε ότι η παραπονούμενη 2, με το «Ναι» που είπε ,παραδεχόταν ότι η κατάθεση της ήταν ψευδής. Πρόκειται για μικροσκοπική προσέγγιση, την οποία ο Εφεσείων υιοθετεί και αλλού, όπως αναφέρουμε στη συνέχεια στα πλαίσια του λόγου έφεσης 5.
Ο Εφεσείων εισηγείται τέλος ότι η παραπονούμενη 2 υπέπεσε σε ουσιώδη αντίφαση σε σύγκριση με τη μαρτυρία του αστυνομικού οργάνου που προσέτρεξε στη μάντρα αφότου του καταγγέλθηκε το περιστατικό, σε σχέση με την ορατότητα την οποία θα μπορούσε να έχει από το σημείο που στάθμευσε το αυτοκίνητο της, προς το σημείο όπου εξελίχθηκε το επεισόδιο μεταξύ του Εφεσείοντα και της παραπονούμενης 1. Δεν έχουμε διαπιστώσει τέτοια αντίφαση. Το αστυνομικό όργανο μαρτύρησε την αντίληψη του ως προς την ορατότητα προς το υποστατικό της μάντρας του Εφεσείοντα από τον χαμηλότερο δρόμο, χωρίς αναφορά στο πού βρισκόταν στα πρώτα στάδια του περιστατικού η παραπονούμενη 2.
Ο παραπονούμενος 3 είχε αφήσει πολύ θετικές εντυπώσεις στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δεν εντόπισε, όπως καταγράφει, ουσιαστική αντίφαση στη μαρτυρία του και τον έκρινε απόλυτα ειλικρινή. Τα σημεία που επικαλείται ο Εφεσείων κάθε άλλο παρά εκθεμελιώνουν το δικαιολογημένο της πρωτόδικης κρίσης. Η παραδοχή του παραπονούμενου 3 ότι συζητούσε την υπόθεση με την παραπονούμενη 1, αναδείκνυε την ειλικρίνεια του, η δε επιθυμία του να αποσύρει το παράπονο του για τη ζημιά στο αυτοκίνητο του, υποδήλωνε την καλή του θέληση και όχι ότι είχε προβεί σε ψευδή καταγγελία, όπως ουσιαστικά εισηγείται ο Εφεσείων.
Σε σχέση με τη μαρτυρία του ίδιου του Εφεσείοντα διαπιστώνουμε ότι οι λόγοι που το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε ήταν πειστικοί και ορισμένοι τόσο ισχυροί που έστω και ένας θα ήταν αρκετός για να αποκλίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο από του να τον πιστέψει. Ο Εφεσείων δεν υιοθέτησε το περιεχόμενο των περισσότερων καταθέσεων του στην Αστυνομία και εύλογη ήταν η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το έπραξε προσπαθώντας να αποποιηθεί ποινικών του ευθυνών, εφόσον σε εκείνες που δεν υιοθέτησε εμπεριέχονταν ενοχοποιητικά στοιχεία. Η εκδοχή του για το περιστατικό των συγκρούσεων με το αυτοκίνητο του παραπονούμενου 3 δικαιολογημένα απορρίφθηκε, αφού η οδική του συμπεριφορά, όπως ο ίδιος την περίγραψε, δεν δικαιολογείτο στη βάση της ανησυχίας του, όπως το είχε θέσει, για την ασφάλεια του γιού του που επέβαινε του αυτοκινήτου του παραπονούμενου 3. Και ενώ κατά τη δίκη επέρριψε ευθύνη για τις συγκρούσεις στον τρόπο οδήγησης του παραπονούμενου 3, σύμφωνα με κατάθεση αστυνομικού οργάνου, που είχε γίνει παραδεχτή για την αλήθεια του περιεχόμενου της, η αρχική τοποθέτηση του Εφεσείοντα ήταν ότι δεν είχε συγκρουστεί με το αυτοκίνητο του παραπονούμενου 3.
Ούτε στην αιτιολογία του σχετικού λόγου, ούτε και με το διάγραμμα του, επιχείρησε ο Εφεσείων να αμφισβητήσει τις βασικές παραμέτρους στις οποίες είχε βασιστεί το πρωτόδικο Δικαστήριο για να απορρίψει τη μαρτυρία του. Περιορίστηκε στην προσβολή των εντυπώσεων παρά των λόγων που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα του, με ιδιαίτερη μνεία στην αναφορά του Δικαστηρίου ότι δεν είχε δώσει εξηγήσεις για την κατάσταση της παραπονούμενης 1, ισχυριζόμενος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέθεσε το βάρος στους ώμους του να αποδείξει την αθωότητα του σε σχέση με την κατηγορία ότι της επιτέθηκε. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ατυχής, διαπιστώνουμε ωστόσο ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα δεν εδραζόταν στην απουσία εκ μέρους του εξηγήσεων για την κατάσταση της παραπονούμενης 1, αλλά σε άλλα στοιχεία, με κυριότερα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω, που δικαιολογούσαν πλήρως την απόρριψη της εκδοχής του από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι παρέχεται περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την παραπονούμενη 2, τον παραπονούμενο 3 και τον Εφεσείοντα. Επομένως ο λόγος έφεσης 2 και ο λόγος έφεσης 4 στην έκταση που αφορά την αξιοπιστία της παραπονούμενης 2, και οι λόγοι έφεσης 6 και 7 απορρίπτονται.
Χωρίς, λοιπόν, να διαταράσσεται το υπόβαθρο μαρτυρίας στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 4 και 5, να διαπιστώσουμε, δηλαδή, κατά πόσο δικαιολογείτο συμπέρασμα, όπως αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι κατά το δεύτερο περιστατικό ο Εφεσείων είχε αναλάβει όπλα και κατά πόσο η σχετική περιστατική μαρτυρία δικαιολογούσε την καταδίκη του στην κατηγορία της πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς στο αυτοκίνητο της παραπονούμενης 2 κατά το τρίτο περιστατικό.
Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι ο Εφεσείων κατείχε είτε πιστόλι, είτε κυνηγετικό όπλο και τον αθώωσε και απάλλαξε στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε για την κατοχή τους και των πυρομαχικών τους (κατηγορίες 1-4), ήταν αντινομικό να τον καταδικάσει σε άλλη κατηγορία που να περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της, τέτοια κατοχή. Εφόσον, δηλαδή, τον αθώωσε και απάλλαξε στην κατηγορία της κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας «Β», που είναι το πιστόλι, δεν μπορούσε να τον καταδικάσει στην κατηγορία 7 της απειλής, ότι προκάλεσε τρόμο στην παραπονούμενη 2 «απειλώντας την με βία, δηλαδή τοποθέτησε το πιστόλι που κρατούσε πάνω στο κεφάλι της και την απείλησε με την φράση «ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ»». Η αθώωση του Εφεσείοντα στις κατηγορίες της κατοχής των όπλων, ήταν το αποτέλεσμα της αμφιβολίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσο τα αντικείμενα, που δέχτηκε ότι κρατούσε ο Εφεσείων, ήταν αληθινά όπλα ή ομοιώματα. Αυτό θα έπρεπε να έχει τις ανάλογες επιπτώσεις και στην κατηγορία της απειλής, γιατί όταν στις λεπτομέρειες αναφέρεται «πιστόλι» απαρέγκλιτα εννοείται πυροβόλο όπλο κατηγορίας «Β», δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση πραγματικό πιστόλι.
Γεγονός είναι ότι με το λόγο έφεσης δεν προσβάλλεται η καταδίκη στην κατηγορία της απειλής, αλλά μόνο το επιμέρους συμπέρασμα ότι χρησιμοποιήθηκε πιστόλι, που δεν ήταν απαραίτητο για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος, που μπορούσε να διαπραχτεί διαφορετικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει τον Εφεσείοντα στην κατηγορία της απειλής, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου, διευκρινίζοντας ότι είχε αποδειχτεί μέρος της κατηγορίας και δεν είχε αποδειχτεί ότι το αντικείμενο που κρατούσε ο Εφεσείων ήταν πιστόλι.[1] Κατ' ουσία αυτό έπραξε, αναφέροντας κατά την εξέταση της κατηγορίας της απειλής ότι: «Επίσης η 2η παραπονούμενη, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, τρόμαξε και φοβήθηκε. Είναι αδιάφορο αν το πιστόλι στην προκειμένη περίπτωση ήταν όντως ψεύτικο ή αληθινό. Και τούτο γιατί η 2η παραπονούμενη τρόμαξε, εφόσον δεν γνώριζε κατά πόσο αυτό ήταν όντως ψεύτικο». Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε. Η καταδίκη δεν αφορά στη χρήση πραγματικού πιστολιού, που εφόσον στοιχειοθετείτο θα είχε και ανάλογη βαρύτητα στην επιβολή της ποινής στη σχετική κατηγορία που αναμφίβολα θα έπρεπε να ήταν πολλαπλάσια. Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καταλήξει σε συμπέρασμα όπως του καταλογίζεται.
Η καταδίκη του Εφεσείοντα για την πρόκληση κακόβουλης ζημιάς στο αυτοκίνητο της παραπονούμενης 2, ήταν το αποτέλεσμα περιστατικής μαρτυρίας, με βασικότερο πυλώνα την αναγνώριση του από την παραπονούμενη 2 ως το πρόσωπο που είδε να εξέρχεται από το γκαράζ της κατοικίας της παραπονούμενης 1, όπου βρισκόταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο της. Ήταν σύντομα μετά τα μεσάνυχτα όταν η παραπονούμενη 2 άκουσε φασαρία από το γκαράζ και σηκώθηκε από το κρεββάτι της και προσέτρεξε στο παράθυρο. Ο Εφεσείων προσεγγίζει κατά τρόπο μικροσκοπικό την επί του προκειμένου μαρτυρία της παραπονούμενης 2. Η παραπονούμενη 2 ήταν κατηγορηματική ότι αναγνώρισε τον Εφεσείοντα ως το πρόσωπο που εξήλθε από το γκαράζ και που στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο, το οποίο επίσης αναγνώρισε ως το μαύρο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα. Ότι αποδέχτηκε πως δεν είδε το πρόσωπο του, δεν ανατρέπει την ισχύ της αναγνώρισης, δεδομένου ότι επρόκειτο για άτομο γνωστό της. Παραπέμπει ο Εφεσείων στα πρακτικά στην αντεξέταση της παραπονούμενης 2: «Ε. Εγώ σας λέω ότι δεν είστε σε θέση να γνωρίζετε αν ήταν ακόμα και να έγινε κάποιο τέτοιο συμβάν, δεν είστε σε θέση, γιατί ήταν σκοτεινά. Εσείς η ίδια το είπατε στην κατάθεση σας. Α. Ναι.» και διατείνεται ότι με την απάντηση της αυτή, η παραπονούμενη 2 δήλωσε καταφατικά ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει αν το πρόσωπο στο γκαράζ ήταν ο Εφεσείων. Η ερώτηση είχε ακολουθήσει την κατηγορηματική δήλωση της παραπονούμενης 2 ότι ήταν ο Εφεσείων και δεν ήταν ανατρεπτική της θέσης της. Η αντίφαση στη μαρτυρία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και κατά τρόπο δίκαιο. Μονολεκτική απάντηση, ένα ναι ή ένα όχι, σε διφορούμενη ερώτηση δεν αναδεικνύει κάτι τέτοιο. Εδώ η ερώτηση μπορούσε να εκληφθεί ότι αναφερόταν στην προκληθείσα ζημιά ή κάτι άλλο.
Βρίσκουμε ότι ήταν δικαιολογημένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη 2 αναγνώρισε κατά τρόπο θετικό τον Εφεσείοντα και επομένως η μαρτυρία της αυτή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, μαζί με άλλα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας προς τεκμηρίωση της κατηγορίας της κακόβουλης ζημιάς στο αυτοκίνητο της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αποσπάσματα από δύο αυθεντίες (Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 615, ECLI:CY:AD:2014:B585, 629 και Ξυδιάς & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 192) στο αποτέλεσμα ότι η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ενοχής όταν δεν συμβιβάζεται με οτιδήποτε άλλο, παρά με συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου. Αυτό συμβαίνει όταν δεν επιδέχεται άλλη λογική ερμηνεία ή εξήγηση, συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, έτσι ώστε η ενοχή του κατηγορούμενου να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική και εμπειρία.
Κατέληξε ότι η παρουσία του Εφεσείοντα στο γκαράζ της κατοικίας της παραπονούμενης 1, όπου δεν είχε λόγο να βρίσκεται, οι διαφορές τους και οι πολύ τεταμένες σχέσεις τους, και μεταξύ του Εφεσείοντα και της παραπονούμενης 2, με αποκορύφωμα το δεύτερο περιστατικό και η ζημιά που δεν υφίστατο και διαπιστώθηκε το πρωί, δεν άφηναν καμιά λογική αμφιβολία ότι τη ζημιά είχε προκαλέσει ο Εφεσείων. Η κατάληξη ήταν δικαιολογημένη και αυτή στην οποία όφειλε υπό τις περιστάσεις να αχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως, και το υπόλοιπο μέρος του λόγου έφεσης 4, όπως και ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτονται.
Αναφορικά με το εγειρόμενο ζήτημα της δίκαιης δίκης, αναγνωρίζει ο Εφεσείων ότι για να απαλλαγεί, έχει το βάρος να αποδείξει επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι οι παραλείψεις των ανακριτικών αρχών τον είχαν θέσει σε μειονεκτική θέση κατά τη δίκη του (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 376, ECLI:CY:AD:2014:B344, 390-1). Εισηγείται ότι εφόσον γινόταν ορθή διερεύνηση από την Αστυνομία θα διαφαινόταν ότι δεν είχαν ριχθεί πυροβολισμοί στη σκηνή του δεύτερου περιστατικού, γιατί σε σχέση με τις συναφείς με το περιστατικό αυτό κατηγορίες περιορίζεται η εισήγηση και θα διαψευδόταν η παραπονούμενη 2 και θα πληττόταν η αξιοπιστία της μαρτυρίας της που ήταν το θεμέλιο της καταδίκης του στις σχετικές κατηγορίες.
Η εισήγηση του Εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης 2 και εντούτοις διατήρησε αμφιβολίες κατά πόσο τα όπλα που κρατούσε ο Εφεσείων ήταν αληθινά. Πέραν του ότι η παραπονούμενη 2 τα είδε, μαρτύρησε και για τη ρίψη πυροβολισμών. Πρόδηλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αισθανθεί βεβαιότητα ότι επρόκειτο για πραγματικούς πυροβολισμούς, γιατί εάν επρόκειτο για πραγματικούς πυροβολισμούς το αναπόδραστο συμπέρασμα θα ήταν ότι βλήθηκαν από πραγματικό πυροβόλο όπλο. Προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν διατεθειμένο να πιστέψει την παραπονούμενη 2, είτε αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο για πραγματικούς πυροβολισμούς, είτε όχι. Επομένως, η ελλιπής διερεύνηση δεν έβλαψε τον Εφεσείοντα στην υπεράσπιση του. Αντίθετα, εάν η έρευνα καταδείκνυε ότι είχαν ριχθεί πραγματικοί πυροβολισμοί, θα είχαν αποδειχθεί οι συναφείς σοβαρότατες κατηγορίες και το δεύτερο περιστατικό θα αναδεικνυόταν ως πολύ πιο σοβαρό και επικίνδυνο. Επομένως, και ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Οι τελευταίοι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν στις επιβληθείσες ποινές. Με το λόγο έφεσης 9 προσβάλλονται όλες οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης ως έκδηλα υπερβολικές, στη βάση ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης και οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα δεν δικαιολογούσαν την αντιμετώπιση που είχε. Με το λόγο έφεσης 8 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως οι ποινές φυλάκισης στις κατηγορίες 14 και 15 είναι διαδοχικές σε σχέση με τις ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις υπόλοιπες κατηγορίες στις οποίες ο Εφεσείων καταδικάστηκε. Εγείρεται και ζήτημα παραβίασης της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Με το λόγο έφεσης 10, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης. Κατά τον Εφεσείοντα, οι περιστάσεις της υπόθεσης και οι προσωπικές του περιστάσεις δικαιολογούσαν στο έπακρο την αναστολή τους.
Ο Εφεσείων εδράζει την εισήγηση του για έκδηλα υπερβολική ποινή στις περιστάσεις της υπόθεσης και τις προσωπικές του περιστάσεις, κατά κύριο λόγο το λευκό του ποινικό μητρώο στην ηλικία των 45 χρόνων και ότι είναι πατέρας τεσσάρων ανηλίκων παιδιών, αναφέροντας ότι δύο από αυτά διαμένουν μαζί του. Η τελευταία αυτή θέση είχε διερευνηθεί και διαπιστώθηκε ότι τα δύο παιδιά που δεν διαμένουν πλέον με την παραπονούμενη 1 διαμένουν με τον παππού τους, πατέρα του Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων έχει καθημερινή επαφή με τα παιδιά του, όμως δεν μένει μαζί τους.
Σε σχέση με το πρώτο περιστατικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε το στοιχείο του κινδύνου της ανθρώπινης ζωής από τέτοιου είδους οδικές συμπεριφορές, με αναφορά όχι μόνο στους επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο του παραπονούμενου 3, αλλά και του κοινού που χρησιμοποιεί το δημόσιο δρόμο. Επισημαίνουμε ότι επρόκειτο για επί σκοπό οδική συμπεριφορά, που ορθά αντιμετωπίστηκε με την επιβολή ποινής φυλάκισης, το εύρος της οποίας δεν θεωρούμε υπερβολικό.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων που ενέχουν το στοιχείο της ενδοοικογενειακής βίας, διάχυτο στο δεύτερο περιστατικό, δεν αμφισβητείται. Η νομολογιακή προσέγγιση, όπως αποτυπώνεται στην πρωτόδικη απόφαση (Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 219, 224-5, Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575, 580, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464, 469 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, 275-6) για αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές, ήταν λεπτομερής και πειστική για τους λόγους που αυτό γίνεται. Τέτοια αδικήματα υπονομεύουν και δηλητηριάζουν το θεσμό της οικογένειας και ακόμα και μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση καταστρέφουν τις σχέσεις που είναι απαραίτητο να συνεχίσουν σε κάποιο βαθμό, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν παιδιά.
Το σύνολο των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα μνημονεύονται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι μόνο. Εξηγείται και η σημασία τους, έτσι ώστε να είναι βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη και προσμέτρησαν στην κρίση του. Το ζήτημα είναι ότι αυτά εξετάστηκαν σε εσφαλμένο υπόβαθρο σε σχέση με το πρώτο περιστατικό βιαιοπραγίας εναντίον των παραπονούμενων 1 και 2, που ήταν και το επίκεντρο της υπόθεσης. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στα γεγονότα όπως το ίδιο τα διαπίστωσε. Καταγράφεται ότι λήφθηκε υπόψη ότι:
« . από τα κτυπήματα που δέχθηκαν οι παραπονούμενες δεν έχουν υποστεί οποιαδήποτε μόνιμα κατάλοιπα εφόσον παρουσίασε (sic) μόνο εκδορές σε διάφορα μέρη του σώματος της (sic), χωρίς όμως να παραγνωρίζω το γεγονός ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αυτές να υποστούν βαρύτερες σωματικές βλάβες εφόσον δέχθηκε πολλαπλά κτυπήματα και για λίγα λεπτά.»
Και στη συνέχεια ότι:
«Η 1η παραπονούμενη διαπιστώθηκε ότι έφερε εκδορά στον αγκώνα αριστερά καθώς και αιμάτωμα στον γλουτό αριστερά ενώ η 2η παραπονούμενη διαπιστώθηκε ότι έφερε μικρή εκδορά 0.5 cm κάτω από το αυτί δεξιά, μικρής έκτασης ερυθρότητα στην επιφάνεια των πηχεοκαρπικών αρθρώσεων, μικρή ερυθρότητα αριστερά στην περιοχή άνωθεν του ισχίου αριστερά και επίσης εκδορά στην ονυχοφόρων φάλαγγα του 1ου και 2ου δακτύλου άκρας χειρός δεξιά.»
Ακόμα ότι:
«. έχουμε τον κατηγορούμενο να επιτίθεται με μένος, βαναυσότητα και με επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά στις παραπονούμενες. Η επίθεση ήταν προσχεδιασμένη και διαπράχθηκε στη φάρμα του όταν ήταν σκοτεινά έχοντας μάλιστα στη κατοχή του όπλο, ασχέτως αν με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης δεν έχει αποδειχθεί, αν όντως αυτό ήταν αληθινό ή ψεύτικο, γεγονός το οποίο δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν οι παραπονούμενες».
Έτσι, παρά τις μετριαστικές για την ποινή περιστάσεις, κατέληξε ότι η αρμόζουσα ποινή ήταν εκείνη της φυλάκισης, την επιβολή της οποίας έκρινε απόλυτα αναγκαία, σημειώνοντας ότι οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε το σκοπό του νομοθέτη, αλλά θα έστελνε και λανθασμένα μηνύματα στην κοινωνία, τονίζοντας ταυτόχρονα το καθήκον του Δικαστηρίου να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν αποδεχτές. Και επέβαλε στον Εφεσείοντα φυλάκιση πέντε μηνών στις κατηγορίες της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Όμως, τα ουσιώδη γεγονότα του δεύτερου περιστατικού, όπως τα εξηύρε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιλάμβαναν πολλαπλά κτυπήματα, κατ΄ακρίβεια κανένα κτύπημα δεν περιγράφεται. Μεταφέρουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος των ευρημάτων του, που επαναλαμβάνεται και στην απόφαση για την ποινή:
«Μόλις στάθμευσαν, βγήκε έξω από το σπίτι της μάντρας ο κατηγορούμενος, κρατώντας ένα όπλο, το οποίο είχε γυρισμένο προς την 1η παραπονουμένη και της φώναζε, γιατί η τελευταία τον έβγαζε φωτογραφίες. Η 1η παραπονούμενη, ακολούθως, μετέβη στο όχημα της για να το επιθεωρήσει. Σε κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος την πλησίασε και την έσπρωξε, με αποτέλεσμα η ίδια να πέσει κάτω. Η 1η παραπονούμενη ζήτησε από τη 2η παραπονούμενη να φύγει αλλά, λόγω του ότι ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε, η ίδια προέτρεξε προς αυτή για βοήθεια. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος πλησίασε τη 2η παραπονούμενη και την έσπρωξε στη δεξιά πλευρά του λαιμού της. Η ίδια, τότε, έχασε την ισορροπία της και επειδή είχε κατηφορικό χωματόδρομο, άρχισε να κατρακύλα, κάνοντας δύο κύκλους καταλήγοντας σε μπρούμυτη στάση. Ενώ η ίδια βρισκόταν στο έδαφος και προσπάθησε να σηκωθεί, ο κατηγορούμενος την έπιασε από τον αυχένα και την έσπρωχνε προς το έδαφος. Στον αριστερό της κρόταφο ένιωσε κάτι σαν πιστόλι και γυρίζοντας είδε τον κατηγορούμενο να κρατά ένα πιστόλι χρώματος μαύρου στον κρόταφο της, απειλώντας την ότι θα τη σκοτώσει. Μετά άρπαξε το κινητό της ο κατηγορούμενος και το έσπασε με μια πέτρα. Ακολούθως η ίδια εισήλθε στο όχημα της και αποχώρησε. Μόλις εισήλθε σε αυτό, είδε τον κατηγορούμενο να κρατά όπλο και να πυροβολεί δύο φορές στο χώμα και προς τον αέρα.»
Πέραν τούτου, ασφαλώς και ήταν απόλυτα σχετικό ότι δεν είχε αποδειχτεί ότι το όπλο ή τα όπλα ήταν αληθινά. Για σκοπούς ποινής θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε εντελώς αποβάλει από τη σκέψη του ότι μπορεί να ήταν αληθινά.
Η αναφορά στην απόφαση για την ποινή για τα αδικήματα των επιθέσεων σε παραμέτρους επιβαρυντικές, που δεν υποστηρίζονται από τα ευρήματα στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει, καθιστά αναγκαία την παρέμβαση μας σε σχέση με το εύρος των ποινών που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες αυτές. Θα επανέλθουμε αφού εξετάσουμε το ζήτημα της διαδοχικότητας.
Προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντα κατά της απόφασης για διαδοχικές ποινές, είναι η εισήγηση ότι η εγκληματική του συμπεριφορά θα μπορούσε να εκληφθεί ως ενιαίο σύνολο (Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433, 439-40).
Διαπιστώνουμε ότι τα αδικήματα του πρώτου και του δεύτερου περιστατικού διακρίνονταν ως προς το χρόνο διάπραξης τους, παρά το ότι ο χρόνος μεταξύ τους ήταν μικρός. Διακρίνονταν και ως προς τη φύση τους, γιατί παρά το ότι το κίνητρο για τη διάπραξη όλων ήταν οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ του Εφεσείοντα και της παραπονούμενης 1, στην πρώτη χρονικά περίπτωση η βιαιότητα του Εφεσείοντα εκφράστηκε με τον απερίσκεπτο και επικίνδυνο τρόπο οδήγησης του αυτοκινήτου του σε δημόσιο δρόμο. Δικαιολογείτο λοιπόν, στη βάση των αρχών που διέπουν το ζήτημα (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331, 333-4, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, 132-3, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, 446-8, Παπασυμεού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 523, 529-30, Δημητρίου (Μιχαήλ) ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 21, 23 και Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433, 439-40) η επιβολή διαδοχικών ποινών για τα αδικήματα των δύο περιστατικών, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιβάλει διαδοχικές ποινές φυλάκισης.
Το ουσιαστικότερο ζήτημα αφορά, με δεδομένη πλέον τη διαταγή για διαδοχικές ποινές, στο εύρος των ποινών για τις επιθέσεις, σε συνάρτηση με το ζήτημα της συνολικότητας της ποινής, ώστε ο χρόνος που ο Εφεσείων θα εκτίσει στη φυλακή να ανταποκρίνεται στη συνολική άνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, όπως καθορίστηκε με τα ευρήματα του ιδίου του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε αυτή τη βάση καταλήγουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές στις κατηγορίες των επιθέσεων θα πρέπει να μειωθούν σε τρεις μήνες. Σε αυτή την έκταση επιτυγχάνει ο λόγος έφεσης 9. Ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.
Στην ίδια βάση που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η φυλάκιση ήταν η μόνη αρμόζουσα ποινή, κατέληξε ότι δεν υπήρχε περιθώριο να αναστείλει την έκτιση της. Τέτοιο ενδεχόμενο, ανάφερε, θα έστελνε στην κοινωνία λανθασμένα μηνύματα.
Πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο, στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αναστολή ή όχι ποινής φυλάκισης, παρέχεται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του (Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποιν. Εφ. Αρ.92 και 93/2017, ημερ.19.7.2019, Αστυνομία ν. Μιχαήλ, Ποιν. Εφ. Αρ.78/2019, ημερ.15.10.2020, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 261 και Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, 27). Η αποτίμηση των σχετικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κατά πόσο θα ανέστελλε την ποινή, προσέδωσε βαρύτητα στο στοιχείο της γενικής αποτροπής, εκτιμώντας ότι η αναστολή της ποινής φυλάκισης θα εξουδετέρωνε σημαντικά την απαξία τέτοιων συμπεριφορών (Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.121/2017, ημερ.21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311) παράμετρος επιτρεπτή και δικαιολογημένη στα περιστατικά της υπόθεσης (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, 939, Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.9/2021, ημερ.29.7.2021 και Achraf v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.156 &157/2021, ημερ.15.4.2022). Καταλήγουμε πως ούτε εδώ υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας.
Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Οι επιβληθείσες ποινές στις κατηγορίες 5 και 6 μειώνονται από πέντε σε τρεις μήνες φυλάκιση. Σε αυτή την έκταση επιτυγχάνει ο λόγος έφεσης 9. Στην υπόλοιπη τους έκταση οι λόγοι έφεσης κατά της ποινής απορρίπτονται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1] ’ρθρο 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.