ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Μαρίνος Καούλας με Χαρά Αλεξάνδρου (κα), για Δημητρίου amp;amp;amp; Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Αγγέλα Τιμοθέου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-06-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΥΜΕΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 205/2019, 23/6/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D266

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 205/2019)

 

23 Iουνίου, 2022

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΥΜΕΟΥ,

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                Εφεσίβλητης.

___________________

Μαρίνος Καούλας με Χαρά Αλεξάνδρου (κα), για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Αγγέλα Τιμοθέου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΠΑΝΑΓΗ, Π.:-Ο εφεσείων-κατηγορούμενος 1, μαζί με άλλο κατηγορούμενο (κατηγορούμενος 2), κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε τέσσερεις κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορίες 1 και 2) και της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι ποσότητας 11 κιλών και 524 γραμμαρίων κάνναβης, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη (κατηγορίες 3 και 4 αντίστοιχα).  Ο εφεσείων  κρίθηκε ένοχος σε ακόμη δύο κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι ποσότητας 9,46 γραμμαρίων της ίδιας ναρκωτικής ουσίας (κατηγορία 5) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (κατηγορία 6).  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, όλα τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 18.2.2017, εντός των κυρίαρχων περιοχών της Βρετανικής Βάσης Ακρωτηρίου (οι Βάσεις).

 

Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι στις 18.2.2017, οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν εντός των Βάσεων και στην κατοχή τους εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης. Σύμφωνα δε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, το ποσό χρημάτων ύψους €2.375, αντικείμενο της 6ηςκατηγορίας, βρέθηκε στην κατοχή του εφεσείοντα και αποτελούσε μέρος του ποσού των €2.500 που αυτός έλαβε για τη διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 1, 2, 3  και 4.  Τα ναρκωτικά της 5ης κατηγορίας, βρέθηκαν σε όχημα στο οποίο επέβαιναν και οι δύο κατηγορούμενοι.

 

Η Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών της Αστυνομίας (Υ.ΚΑ.Ν) οδηγήθηκε στη σκηνή μετά από πληροφορία ότι οι κατηγορούμενοι  έκρυβαν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών σε χωράφι που βρισκόταν σε έδαφος των Βάσεων.  Στις 18.2.2017, ομάδα αστυνομικών μετέβηκε στο χωριό Τραχώνι, όπου προστέθηκε στην ομάδα αστυφύλακας των Βάσεων, ο ΜΚ4, ο οποίος ήταν εντεταλμένος από τις αρχές των Βάσεων να συνεργάζεται με αστυνομικούς της Δημοκρατίας σε επιχειρήσεις αυτής της φύσης.  Οι αστυφύλακες της Υ.ΚΑ.Ν., ΜΚ2 και ΜΚ3, κατέβηκαν πεζοί στο χωράφι μαζί με τον ΜΚ4, όπου περί τις 18:53 έφτασε όχημα τύπου Pajero, σταμάτησε και από αυτό εξήλθαν οι δύο κατηγορούμενοι κρατώντας από μία μεγάλη πράσινη νάιλον σακούλα. Οι τρεις αστυφύλακες προσέγγισαν τους κατηγορούμενους και τους φώναξαν «Αστυνομία σταματάτε».  Αυτοί, όμως, αγνόησαν τη διαταγή των αστυφυλάκων και προσπάθησαν να τραπούν σε φυγή. Ο ΜΚ2 έριξε δύο προειδοποιητικούς πυροβολισμούς στον αέρα και οι κατηγορούμενοι, τότε, έπεσαν στο έδαφος.  Ο ΜΚ4 ζήτησε από τον ΜΚ2 να συλλάβει τον εφεσείοντα  και από τον ΜΚ3 να συλλάβει τον κατηγορούμενο 2.  Αφού ο ΜΚ2 επέστησε την προσοχή του εφεσείοντα στο νόμο για το αδίκημα που διέπραττε, αυτός απάντησε «εν ναρκωτικά».  Ο ΜΚ2 συνέλαβε τον εφεσείοντα για αυτόφωρο αδίκημα, του επέστησε εκ νέου την προσοχή στο νόμο και αυτός απάντησε «ντάξει ρε ε δικά μου».  Ο ΜΚ3  επέστησε την προσοχή του κατηγορούμενου 2 στο νόμο και μετά που αυτός απάντησε, προχώρησε στη σύλληψη του.

 

Η νομιμότητα της σύλληψης των κατηγορουμένων αμφισβητήθηκε στα αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όταν ζητήθηκε από τον αστυφύλακα ΜΚ1 να καταθέσει χρηματικό ποσό ως τεκμήριο.  Η ένσταση της υπεράσπισης στράφηκε κατά της κατάθεσης «οποιουδήποτε τεκμηρίου» είχε συλλεγεί  από τη σκηνή μετά τη σύλληψη των κατηγορουμένων και συνίστατο στους ακόλουθους λόγους, οι οποίοι αποτέλεσαν το αντικείμενο δίκης εντός δίκης, με το πέρας της οποίας απορρίφθηκαν με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.2.2019:

«.η άσκηση αστυνομικών καθηκόντων αλλά και η εν γένει σύλληψη των δύο κατηγορουμένων από Αστυνομικούς της Κυπριακής Δημοκρατίας εντός των Βρετανικών Βάσεων είναι παράνομη ενόψει του ότι οι Αστυνομικοί της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν εξουσίες σύλληψης προσώπων εντός των Ανεξάρτητων Κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων.  Η παρανομία αυτή αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος των κατηγορουμένων στην ελευθερία τους, συμφώνως του άρθρου 11 του Συντάγματος.

.ανεξάρτητα του γεγονότος ότι η παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος των κατηγορουμένων έλαβε χώρα  σε εδαφική περιοχή υπό την απόλυτη κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι στις Βρετανικές Βάσεις, δεν αποτελεί παράγοντα που να δικαιολογεί μη εφαρμογή των Συνταγματικών προνοιών στους κατηγορούμενους οι οποίοι εμφανίζονται και δικάζονται  ενώπιον Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας και προς τούτο δικαιούνται της συνταγματικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους.»

 

Με την τελική τους αγόρευση, οι συνήγοροι των κατηγορούμενων αμφισβήτησαν εκ νέου την νομιμότητα της σύλληψης των κατηγορουμένων και κατ' επέκταση την κατάθεση των τεκμηρίων που παραλήφθηκαν από τη σκηνή, συμπεριλαμβανομένων των νάιλον σακούλων με τα ναρκωτικά.  Κατά την εισήγηση τους, παρόλο που το ζήτημα αυτό είχε εξεταστεί στα πλαίσια της δίκης εντός δίκης, πληρούνταν οι προϋποθέσεις που τάσσονται στη νομολογία για την επανεξέταση της νομιμότητας ή μη της σύλληψης.  Συγκεκριμένα, δεν είχαν παραδοθεί έγκαιρα στην υπεράσπιση οι φωτογραφίες, Τεκμήρια 32 και 41, οι οποίες απεικόνιζαν την κατάσταση πραγμάτων στη σκηνή, με αποτέλεσμα τη μη προσαγωγή τους ως μαρτυρία στη δίκη εντός δίκης, η οποία διεξήχθη για το ζήτημα της παράνομης σύλληψης των κατηγορουμένων. Κατ' επέκταση, παραβιάστηκε το δικαίωμα των κατηγορουμένων για δίκαιη δίκη.  Κατά την εισήγηση, αν οι φωτογραφίες παραδίδονταν έγκαιρα, θα αποδεικνυόταν ότι οι σακούλες που κρατούσαν οι κατηγορούμενοι κατά την προσπάθεια διαφυγής τους ήταν κλειστές και θα αποκλειόταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι οι ΜΚ 2, 3 και 4 είχαν εύλογες υποψίες για να νομιμοποιείτο η επακόλουθη ανακοπή και σύλληψη των κατηγορουμένων. Σημειώνεται ότι οι φωτογραφίες δόθηκαν στην υπεράσπιση μετά την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 19.2.2019.

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε σκόπιμο, προτού παραθέσει την τελική του κρίση για το ζήτημα που έθεσε η υπεράσπιση, να αναφερθεί σε κάποια ζητήματα που προβλήθηκαν και αποφασίστηκαν στα πλαίσια της δίκης εντός δίκης γιατί διαδραμάτιζαν, όπως ανέφερε, ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της απόφασης του. Το Κακουργιοδικείο, στη συνέχεια, παράθεσε «κάποιες αναφορές» από την ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 19.2.2019, τις οποίες θεώρησε ότι σχετίζονταν με το ζήτημα της επανεξέτασης της απόφασης του που είχε τεθεί από την υπεράσπιση.

 

Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην κατάληξη του στη δίκη εντός δίκης, ότι «δεν ετίθετο οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με την κατάθεση . των σακουλιών με την πράσινη ξηρή φυτική ύλη καθότι δεν αποτελούσαν τον καρπό οποιασδήποτε παράνομης ενέργειας».  Αυτό γιατί οι δύο δράστες έριξαν τις εν λόγω σακούλες με τα ναρκωτικά, μόλις άκουσαν «Αστυνομία, σταματάτε», προτού ακουστούν οι προειδοποιητικοί πυροβολισμοί, θέση η οποία, κατά το Δικαστήριο, είχε υποστηρίξει και η υπεράσπιση.

 

Τελικά το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι κανένα στοιχείο δεν είχε τεθεί ενώπιον του στην κυρίως δίκη, που να δικαιολογεί την αναθεώρηση της απόφασης του επί του συγκεκριμένου θέματος.  Αποτέλεσε δε μέρος των τελικών ευρημάτων του, στην κυρίως δίκη, ότι οι δράστες έριξαν τις σακούλες με την ξηρή φυτική ύλη πριν τη ρίψη των δύο πυροβολισμών.

 

Mε βάση λοιπόν, το εύρημα του Κακουργιοδικείου, η εξασφάλιση της μαρτυρίας αυτής ήταν εντελώς ασύνδετη με τη σύλληψη και έρευνα των δραστών η οποία ακολούθησε και εκτός αν φανεί από την εξέταση των λόγων έφεσης ότι δικαιολογείται η ανατροπή του, το εύρημα θα είναι καθοριστικό για τη νομιμότητα της παραλαβής από τη σκηνή των δύο σακουλιών με τα ναρκωτικά (αντικείμενο των κατηγοριών 3 και 4) και την κατάθεση τους ως τεκμήρια ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

Όσον αφορά τα υπόλοιπα τεκμήρια, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία ενώπιον του- αναφερόμαστε τώρα στη δίκη εντός δίκης - κατά πόσο αυτά είχαν παραληφθεί πριν ή μετά τους προειδοποιητικούς πυροβολισμούς. Ως εκ τούτου, εξέτασε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η σύλληψη των δύο δραστών και στη συνέχεια κατά πόσο αυτές καθιστούσαν τη σύλληψη τους παράνομη.  Δεν εξέτασε, όμως, κατά πόσο οι αστυνομικοί είχαν εύλογες υποψίες που να δικαιολογούσαν τη σύλληψη, θεωρώντας ότι το θέμα δεν είχε εγερθεί, είτε άμεσα είτε έμμεσα. 

 

Το Κακουργιοδικείο, όμως, στην κυρίως δίκη, θεώρησε ότι το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι εύλογης υποψίας έχρηζε εξέτασης, για λόγους που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν. Εξετάζοντας το στη συνέχεια, το προσέγγισε στη βάση του Άρθρου 5(Ι)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), οι πρόνοιες της οποίας, ανέφερε, «αποτελούν μέρος του Δικαίου που εφαρμόζεται στις Βρετανικές Βάσεις και αποτελεί ως είναι γνωστό μέρος του Δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας».   Σημείωσε ότι η εν λόγω πρόνοια «επιτρέπει τη σύλληψη ή την κράτηση ενός προσώπου εάν υπάρχει εύλογη υποψία ότι έχει διαπραχθεί ένα αδίκημα, ή όταν το μέτρο αυτό κρίνεται εύλογα αναγκαίο για την αποτροπή διάπραξης ενός αδικήματος ή διαφυγής μετά τη διάπραξη αδικήματος. Οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις δεν πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά».  Αφού αναφέρθηκε, επίσης, σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) και στο σύγγραμμα «Η δίκαιη ισορροπία» - Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Αντώνη Σάρμα, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η όλη συμπεριφορά των δύο κατηγορούμενων, αντικειμενικά κρινόμενη, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που κατείχαν οι ΜΚ2, 3, 4 και 8 (ο επικεφαλής της επιχείρησης) «τους δημιούργησαν εύλογες υποψίες ότι αυτοί [οι κατηγορούμενοι] εμπλέκονταν στη διάπραξη αδικήματος, υποψίες που δικαιολογούσαν τόσο την ανακοπή αλλά και τη σύλληψη των δύο κατηγορουμένων».

 

Από τους έντεκα λόγους έφεσης που περιλαμβάνονται στην ειδοποίηση έφεσης, ο εφεσείων προώθησε τους επτά και απέσυρε τους λόγους 7, 9, 10 και 11.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο, κατά παράβαση του συνταγματικού του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και ενώ «είχε απαιτήσει» την προσαγωγή μαρτυρίας αλλοδαπού δικαίου στα πλαίσια της δίκης εντός δίκης, διαδικασία την οποία έκρινε στη βάση του δικαίου που ισχύει στις Βάσεις, κατά το στάδιο της κυρίως δίκης δεν αναζήτησε μαρτυρία εμπειρογνώμονα για το ισχύον δίκαιο στις Βάσεις. Ο εφεσείων θεωρεί, επομένως, ότι η εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα εντός των Βάσεων στις 18.2.2017, χωρίς μαρτυρία αναφορικά με το ισχύον νομικό καθεστώς, αποτελεί το σοβαρότερο λάθος του Κακουργιοδικείου, «ειδικά όταν έθεσε ως προαπαιτούμενο την προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας στα πλαίσια της δίκης εντός δίκης», γεγονός το οποίο παγιώνει την παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη .Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι από τη στιγμή που τα ουσιώδη γεγονότα έλαβαν χώρα εντός των Βάσεων, καθίστατο απαραίτητη η προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνώμονα για το νομικό καθεστώς που ισχύει εκεί, κάτι που δεν έπραξε η Κατηγορούσα Αρχή η οποία έφερε το αποδεικτικό βάρος της υπόθεσης.

 

Το παράπονο του εφεσείοντα τίθεται με γενικότητα, αφού δεν προσδιορίζεται στο λόγο έφεσης για ποιο ζήτημα θα έπρεπε να υπάρχει μαρτυρία για το ισχύον δίκαιο στις Βάσεις.  O εφεσείων, από τη γραμμή της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής  και την τελική αγόρευση του συνηγόρου του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, φαίνεται να συνδέει την έλλειψη μαρτυρίας με το ζήτημα της  ύπαρξης ή όχι εύλογης υποψίας να ερευνήσουν και συλλάβουν οι αστυνομικοί τους κατηγορούμενους, κάτι το οποίο, υπενθυμίζουμε, είναι εντελώς ασύνδετο χρονικά, καθώς και άσχετο, με την παραλαβή των ναρκωτικών από τη σκηνή, υπό το φως του ευρήματος του Κακουργιοδικείου, ότι αυτά ρίχθηκαν από τους κατηγορούμενους στο έδαφος πριν από τους προειδοποιητικούς πυροβολισμούς και τη σύλληψη. Εύρημα το οποίο δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Το παράπονο, λοιπόν, περιορίζεται, εκ των πραγμάτων, στα τεκμήρια που το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι  παραλήφθηκαν μετά τη σύλληψη των κατηγορούμενων.  Από αυτά, σχετικά για τους σκοπούς της έφεσης, είναι τα τεκμήρια αντικείμενο των κατηγοριών 5 και 6 (Τεκμήρια 3, 5, 17 και 18).

 

Όσον αφορά τα τεκμήρια αυτά, παρατηρούμε ότι ο εφεσείων, ανακρινόμενος από την Αστυνομία των Βάσεων αναγνώρισε στην κατάθεση του ημερομηνίας 21.2.2017, Τεκμήριο 29, η θεληματικότητα και δεχτότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε, ότι η ξηρή φυτική ύλη, αντικείμενο της κατηγορίας 5 που βρέθηκε στο όχημα του, Pajero, ήταν δική του. Δήλωση την οποία δέχτηκε το Κακουργιοδικείο. Στην ίδια κατάθεση του ο εφεσείων ανέφερε, όταν του υποδείχθηκαν τα ναρκωτικά σε νάιλον σακούλα, «Εν τα πράματα που ήταν να μεταφέρω», διευκρινίζοντας «Εννοώ τα ναρκωτικά δηλαδή κάνναβη» και ότι τα μετέφερε για να εξοφλήσει ποσό €2.500 που δανείστηκε από τοκογλύφο. Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε με βάση τη δήλωση του εφεσείοντα ότι, για την παράνομη δραστηριότητα που αφορά τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 2, 3 και 4, ο εφεσείων αποκόμισε οικονομικό όφελος, ήτοι το ποσό των €2.500.

 

Σημειώνουμε, περαιτέρω, ότι κατά την αντεξέταση του ΜΚ3, ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε στον μάρτυρα «Κύριε μάρτυς, ο πρώτος κατηγορούμενος λέει στην κατάθεση του Τεκμήριο 29, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, ότι του δόθηκε ένα ποσό χρημάτων για να μεταφέρει αντικείμενα, 2.400 συγκεκριμένα, το οποίο δανείστηκε από τοκογλύφους .»(η υπογράμμιση είναι δική μας).   Στη βάση αυτή το Κακουργιοδικείο θεώρησε πρόδηλο πως ήταν αποδεκτό από την υπεράσπιση ότι ο εφεσείων αποκόμισε έσοδα από τη διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 1, 2, 3 και 4 που ανέρχονταν στο ποσό των €2.500. Aκολούθως, έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε ότι το ποσό που βρέθηκε στην κατοχή του εφεσείοντα όταν συνελήφθη, αποτελούσε έσοδο - περιουσία που απέκτησε από διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, ήτοι τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 2, 3 και 4. Κατόπιν υπαγωγής των ευρημάτων του στη νομική πτυχή που αφορούσε στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι, το Κακουργιοδικείο ικανοποιήθηκε για την απόδειξη της ενοχής τους στον απαιτούμενο βαθμό.

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης καθίσταται αλυσιτελής.

 

Με βάση τις παρατηρήσεις και την κατάληξη μας αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, συμπαρασύρεται σε αποτυχία και ο δεύτερος λόγος, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε μαρτυρία η οποία δόθηκε στα πλαίσια της δίκης εντός δίκης και όχι στα πλαίσια της κυρίως δίκης, για να προβεί σε εύρημα ότι η ΕΣΔΑ αποτελεί μέρος του δικαίου που εφαρμόζεται στις Βάσεις.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αποφάσισε να καλέσει τους συνηγόρους των δύο πλευρών κατά το τελικό στάδιο των αγορεύσεων και δη κατά την αγόρευση της υπεράσπισης, να αγορεύσουν κατά πόσο θα μπορούσε να αποκλίνει από την ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 19.2.2019.

 

Το παράπονο του εφεσείοντα είναι παντελώς αβάσιμο. Κατ' αρχάς, παρατηρούμε ότι όπως είναι διατυπωμένος ο λόγος έφεσης, ακόμη και αν επιτύχει, δεν θα έχει οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα για τον εφεσείοντα, αφού τυχόν επιτυχία του δεν θα οδηγήσει στην επιτυχία της έφεσης.  Το Κακουργιοδικείο, βέβαια, είχε κάθε εξουσία και δικαίωμα στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων να ζητήσει από τους συνηγόρους των διαδίκων, να αγορεύσουν για το ζήτημα της απόκλισης από την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 19.2.2019, εφόσον το θεωρούσε σχετικό με τα όσα καλείτο να αποφασίσει.

 

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ευσταθεί η αιτιολογία του λόγου έφεσης ότι το θέμα της απόκλισης προέκυψε εξαιτίας αλλαγής στη θέση του ΜΚ3 για το χρονικό σημείο που οι κατηγορούμενοι έριξαν τις σακούλες με τα ναρκωτικά στο έδαφος, μετά που του υποδείχθηκαν οι φωτογραφίες στην κυρίως δίκη- ζήτημα το οποίο δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε - αυτό δεν θα είχε καταλυτικά αποτελέσματα για το ζήτημα. Ο ΜΚ3 στη γραπτή κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία και στη δίκη εντός δίκης, ανάφερε ότι οι κατηγορούμενοι έριξαν τις σακούλες πριν από τους προειδοποιητικούς πυροβολισμούς και σύλληψή τους, μαρτυρία στην οποία βασίστηκε το Κακουργιοδικείο, ενώ στην κυρίως δίκη δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να έριξαν τις σακούλες μετά τη ρίψη των πυροβολισμών. Ωστόσο, δεν προσβάλλεται με την έφεση το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου στην τελική του απόφαση, ότι κανένα στοιχείο δεν είχε τεθεί ενώπιον του που να δικαιολογεί την αναθεώρηση της απόφασης του στη δίκη εντός δίκης επί του συγκεκριμένου σημείου.  Ούτε προσβάλλεται το τελικό εύρημα του ότι οι σακούλες έπεσαν στο έδαφος πριν από τους προειδοποιητικούς πυροβολισμούς, ως έχει ήδη αναφερθεί.

 

Για τους ίδιους λόγους και για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, δεν θεωρούμε, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε εύρημα περί μη παραβίασης του δικαιώματος του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, εξαιτίας της υπέρμετρης καθυστέρησης στην παράδοση του φωτογραφικού υλικού (όγδοος λόγος έφεσης).

 

Το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.186(Ι)/2014 για να συνάδει με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/13/ΕΕ, προβλέπει ότι μετά την επίδοση στον κατηγορούμενο κλήσης ή εντάλματος δυνάμει του άρθρου 44 του εν λόγω Νόμου, αυτός  δικαιούται με γραπτό αίτημα προς την Κατηγορούσα Αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα.  Η πρόνοια αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας και της προετοιμασίας της υπεράσπισης του κατηγορούμενου.

 

Εν προκειμένω, ο εφεσείων είχε ζητήσει το εν λόγω μαρτυρικό υλικό, το οποίο απεικόνιζε την κατάσταση πραγμάτων στη σκηνή, γραπτώς και επανειλημμένα. Τελικά, αυτό παραδόθηκε στον συνήγορό του μετά το πέρας της δίκης εντός δίκης. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι η μη έγκαιρη παράδοση του εν λόγω φωτογραφικού υλικού δεν επηρέασε με δυσμενή τρόπο την υπεράσπιση του εφεσείοντα σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα. Κατ' αρχάς, η υπεράσπιση ουδέποτε αιτήθηκε την αναβολή της υπόθεσης για το λόγο ότι δεν κατείχε τις εν λόγω φωτογραφίες.  Επίσης, όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, η σκηνή που απεικονιζόταν στις φωτογραφίες ήταν πάντα γνωστή στους κατηγορούμενους και δεν φαίνεται από το περιεχόμενο τους οτιδήποτε που να ξέφευγε της γνώσης και αντίληψής τους. Εφόσον κρατούσαν από μία σακούλα με ναρκωτικά όταν αποβιβάστηκαν από το όχημα, γνώριζαν κατά πόσο αυτές ήταν ανοικτές ή κλειστές, κατά πόσο ήταν δεμένες και έφεραν ή όχι κολλητική ταινία. Έπειτα υπάρχουν και τα ακόλουθα. Με την ένσταση της υπεράσπισης στην  κατάθεση των τεκμηρίων που είχαν συλλεγεί από τη σκηνή, αμφισβητείτο ότι οι αστυνομικοί της Κυπριακής Δημοκρατίας είχαν εξουσίες σύλληψης προσώπων εντός των Βάσεων, ζήτημα με το οποίο δεν είχε καμία σχέση η κατάσταση των πραγμάτων στη σκηνή, όπως απεικονιζόταν στις εν λόγω φωτογραφίες. Το ζήτημα, όμως, της ύπαρξης εύλογης υποψίας από τους αστυνομικούς που συμμετείχαν στην επιχείρηση και με το οποίο η υπεράσπιση συναρτούσε το φωτογραφικό υλικό, απασχόλησε στην κυρίως δίκη, κατά την οποία ο ΜΚ3 αντεξετάστηκε σε σχέση με το υλικό αυτό.  Απασχόλησε και το Κακουργιοδικείο στην τελική του απόφαση, στην οποία το εξέτασε για πρώτη φορά, καταλήγοντας ότι η συμπεριφορά των κατηγορουμένων, αντικειμενικά κρινόμενη, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που κατείχαν οι ΜΚ 2,3,4 και 8, τους δημιούργησαν εύλογες υποψίες που δικαιολογούσαν την ανακοπή αλλά και την έρευνα και σύλληψη των δύο κατηγορούμενων.

 

Το παράπονο του εφεσείοντα κρίνεται ως αβάσιμο.

 

Αβάσιμο θεωρούμε και το παράπονο του ότι το Κακουργιοδικείο «σε πολλά σημεία της ακρόασης του αντιστρέφει το βάρος απόδειξης και εναποθέτει τούτο στους ώμους του εφεσείοντα με αποτέλεσμα να προβαίνει σε άτοπα ή άδικα ευρήματα και/ή αγνοεί οποιαδήποτε στοιχεία και/ή γεγονότα επενεργούν υπέρ του», (έκτος λόγος έφεσης).Μελετήσαμε όλα τα σημεία στα οποία παραπέμπει ο εφεσείων στην αιτιολογία του λόγου. Τα πρώτα δύο αφορούν το ζήτημα που έχει ήδη κριθεί αναφορικά με τη μη έγκαιρη παράδοση των φωτογραφιών, Τεκμήρια 31 και 42. Το τρίτο και τελευταίο αφορά στη μη αξιολόγηση  των Τεκμήριων 9-16 και 9Α-16Α, δηλαδή τις σακούλες εντός των οποίων βρέθηκε η ξηρή φυτική ύλη και οι ίδιες οι σακούλες εντός των οποίων ήταν συσκευασμένη, ειδικά το γεγονός ότι δεν ανευρέθηκε και δεν ταυτοποιήθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα, ούτε ανευρέθηκαν δακτυλικά του αποτυπώματα ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, πέραν του συμβάντος, που να συνδέει τον εφεσείοντα με τις κατηγορίες που αντιμετώπισε. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά.  Η μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή και αποδέχτηκε το Κακουργιοδικείο ήταν επαρκώς ισχυρή ώστε να οδηγήσει με ασφάλεια στην καταδίκη του εφεσείοντα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους ο έκτος και ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 15.4.2019, το Κακουργιοδικείο απέρριψε ένσταση της υπεράσπισης, όταν επιχειρήθηκε η κατάθεση των ναρκωτικών ουσιών από την Κατηγορούσα Αρχή, ότι η μεταφορά των ναρκωτικών από αστυνομικό των Βάσεων εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας παραβίαζε το δικαίωμα των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη. Συγκεκριμένα, στις 24.2.2017, αστυνομικός των Βάσεων μετέφερε τα ναρκωτικά στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής της Δημοκρατίας για εξέταση και την ίδια ημέρα, τα παρέλαβε και τα μετέφερε για εξέταση στο Κρατικό Χημείο της Δημοκρατίας. Ακολούθως, στις 28.2.2017 αποφασίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα των Βάσεων η παραπομπή της υπόθεσης στη Δημοκρατία για εκδίκαση.  Η παραπομπή έγινε την 1.3.2017, ημέρα κατά την οποία παραδόθηκαν οι κατηγορούμενοι και τα τεκμήρια, εκτός από τα ναρκωτικά, από την Αστυνομία των Βάσεων στην Αστυνομία της Δημοκρατίας. Την επόμενη ημέρα, 2.3.2017 και αφού είχε ήδη αναλάβει η Δημοκρατία δικαιοδοσία, αστυνομικός των Βάσεων μετέβη στο Κυβερνητικό Χημείο από το οποίο παρέλαβε τα ναρκωτικά και τα παρέδωσε σε αστυνομικό, μέλος της Υ.ΚΑ.Ν. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απορριπτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου.

 

Υποστηρίχθηκε από την υπεράσπιση πρωτόδικα, στη βάση των πιο πάνω παραδεκτών γεγονότων, ότι η κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών από πρόσωπο το οποίο δεν ήταν αστυνομικός της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτελώντας εξουσίες των Αστυνομικών της Δημοκρατίας εντός του εδάφους της, παραβίαζε το συνταγματικό δικαίωμα των κατηγορουμένων για δίκαιη δίκη, γιατί τα τεκμήρια θεωρούνται ως «μολυσμένη μαρτυρία» και ως προϊόν έκδηλης παρανομίας.  Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυριακής Δημοκρατίας δεν προνοεί για συνδρομή από τις Βάσεις στην προστασία των περιοχών της Δημοκρατίας, ούτε για την αστυνόμευση ή άμυνα της.  Επίσης, η ενέργεια των αστυνομικών των Βάσεων παραβιάζει τις πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 160/79, η οποία καθορίζει ποια πρόσωπα νομιμοποιούνται να κατέχουν ελεγχόμενα φάρμακα εντός της Δημοκρατίας.

 

Τις θέσεις αυτές, απέρριψε ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής εισηγούμενος ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για μεταφορά των ναρκωτικών δυνάμει της Κ.Δ.Π. 160/79, ενώ επισήμανε πως ο ισχυρισμός  της υπεράσπισης περί παραβίασης του δικαιώματος των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη ήταν «αφηρημένος». 

 

Το Κακουργιοδικείο, επανέλαβε τη θέση που διατύπωσε στην ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 19.2.2019, ότι με βάση τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Κυπριακή Δημοκρατία και οι αρχές των Βάσεων, θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους για την προστασία και καλύτερη αστυνόμευση των περιοχών των Βάσεων.  Αποτέλεσε διαπίστωσή του ότι οι αστυνομικοί των Βάσεων νομιμοποιούνταν, δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 5(στ) της Κ.Δ.Π.160/79, να κατέχουν τα ναρκωτικά εφόσον ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον να τα μεταφέρουν σε «εξουσιοδοτημένο πρόσωπο». Κατάληξη η οποία απαντούσε και στη θέση της υπεράσπισης ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη. Σε περίπτωση, όμως, που ήθελε θεωρηθεί ότι η κατοχή των ναρκωτικών από αστυνομικό των Βάσεων, εντός του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 160/79, δεν επρόκειτο για παρανομία η οποία έφθανε «στα όρια της αντισυνταγματικότητας», καθότι δεν είχε καταδειχθεί παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος που επικαλέστηκε η υπεράσπιση ή οποιουδήποτε άλλου άρθρου του Συντάγματος.  Επομένως, εφαρμόζονταν οι αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Sang [1979] 2 All E.R. 1221, βάσει των οποίων η μεταφορά των ναρκωτικών, ως ανωτέρω, δεν επηρέασε τους κατηγορούμενους με οποιοδήποτε τρόπο. 

 

Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης επαναλαμβάνονται οι θέσεις που προβλήθηκαν πρωτόδικα ως προς την παράνομη μεταφορά των ναρκωτικών από αστυνομικό των Βάσεων σε έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς εξουσία και αφού η υπόθεση είχε ήδη παραπεμφθεί στη Δημοκρατία για χειρισμό.  Γίνεται λόγος και για εσφαλμένη ερμηνεία από το Κακουργιοδικείο του Νόμου 29/1977 και της Κ.Δ.Π. 160/79,σύμφωνα με την οποία, υποστηρίζεται, μόνο αστυνομικοί της Δημοκρατίας εν ώρα καθήκοντος καθώς και συγκεκριμένα πρόσωπα, κατόπιν αδείας του Υπουργού Υγείας, μπορούν να μεταφέρουν και να διακινούν ναρκωτικά στη Δημοκρατία.  Οι Αστυνομικοί των Βάσεων δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό.

 

Ο Κανονισμός 5 (ε) και (στ) της Κ.Δ.Π. 160/79 προβλέπει ότι:

 

«Έκαστον των ακολούθων προσώπων δύναται, ανεξαρτήτως των Γενική των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Νόμου, νά έχη έν τη κατοχή του οιονδήποτε έλεγχόμενον φάρμακον, ήτοι—

[..]

(ε) πρόσωπον άσχολούμενον έν τη υπηρεσία Κυβερνητικού Χημείου, είς τό όποιον τό φάρμακον απεστάλη προς έξέτασιν, έν τη εκτελέσει του τοιούτου καθήκοντός του˙

(στ) πρόσωπον άσχολούμενον έν τή μεταφορά του φαρμάκου είς πρόσωπον έξουσιοδοτημένον δυνάμει των παρόντων Κανονισμών να έχη τούτο έν τη κατοχή αυτού.»

 

Αναφορικά με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της εν λόγω πρόνοιας, συμφωνούμε με την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, ότι «με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 5(στ) οιονδήποτε πρόσωπο δύναται να κατέχει ελεγχόμενο φάρμακο εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, νοουμένου ότι η κατοχή είναι στα πλαίσια μεταφοράς του φαρμάκου σε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο». Αυτή η ερμηνεία συνάδει με τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης.  Εν προκειμένω, ο αστυνομικός των Βάσεων που μετέφερε τα ναρκωτικά στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής και από εκεί στο Κυβερνητικό Χημείο, καθώς και ο αστυνομικός των Βάσεων που τα παρέλαβε από το Κυβερνητικό Χημείο και τα παρέδωσε σε αστυνομικό μέλος της Υ.ΚΑ.Ν., με βάση τα γεγονότα ήταν πρόσωπα τα οποία ήταν επιφορτισμένα με το καθήκον να μεταφέρουν τα ναρκωτικά σε «εξουσιοδοτημένο πρόσωπο».  Δεν αμφισβητείται ότι το Κυβερνητικό Χημείο και ο αστυνομικός, μέλος της Υ.ΚΑ.Ν., ήταν πρόσωπα εξουσιοδοτημένα δυνάμει των προνοιών των πιο πάνω Κανονισμών να έχουν τα ναρκωτικά στην κατοχή τους.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνεται αβάσιμος και ο πέμπτος λόγος έφεσης.

 

Αφήσαμε τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 19.2.2019, να τον εξετάσουμε τελευταίο. Ο εφεσείων παραπονείται ότι η εν λόγω απόφαση «πάσχει νομικά και/ή το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από εσφαλμένη νομική θεώρηση προέβη σε εσφαλμένα ευρήματα».

 

Υπενθυμίζουμε ότι αντικείμενο της απόφασης ήταν η ένσταση της υπεράσπισης στην κατάθεση τεκμηρίων που είχαν παραληφθεί από την Αστυνομία στη σκηνή μετά τη σύλληψη των κατηγορούμενων.

 

Όπως αναφέραμε, το Κακουργιοδικείο, απέρριψε την ένσταση.  Θεώρησε ότι η εισήγηση της υπεράσπισης πως οι αστυνομικοί της Κυπριακής Δημοκρατίας,ΜΚ2 και ΜΚ3, δεν είχαν εξουσία να συλλάβουν τους κατηγορούμενους, δεν έβρισκε έρεισμα στα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο. «Αντιθέτως με βάση τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προκύπτει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και οι αρχές των Βάσεων θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους για την προστασία και την καλύτερη αστυνόμευση των περιοχών των Βάσεων».

 

Κεντρική θέση του εφεσείοντα είναι ότι μόνο οι αστυνομικές δυνάμεις των Βάσεων έχουν εξουσία σύλληψης των κατηγορουμένων και όχι οι αστυνομικοί της Δημοκρατίας. Δηλαδή το Κακουργιοδικείο ερμήνευσε λανθασμένα τις σχετικές πρόνοιες της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, θεωρώντας ότι η αναφορά σε δικαίωμα «συνδρομής» ισοδυναμεί με αντικατάσταση του αποκλειστικού δικαιώματος σύλληψης των αστυνομικών των Βάσεων από τους αστυνομικούς της Δημοκρατίας.

 

Στο πλαίσιο αυτό αμφισβητείται και η ορθότητα των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου ως προς το χρονικό σημείο που οι κατηγορούμενοι έριξαν τις σακούλες με τα ναρκωτικά στο έδαφος.  Ζήτημα για το οποίο υπάρχει, υπενθυμίζουμε, εύρημα του Κακουργιοδικείου στην κυρίως δίκη, το οποίο δεν αμφισβητείται με την έφεση, αλλά ούτε η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού επί του οποίου εδράζεται, με αποτέλεσμα το εύρημα να παραμένει αλώβητο.  Επομένως, ακόμη και επί των όρων που τίθεται το ζήτημα από την υπεράσπιση - της χρονικής στιγμής που αφέθηκαν τα ναρκωτικά στο έδαφος - αυτό δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Έπειτα, οι αστυνομικοί ΜΚ2, ΜΚ3 και ΜΚ4 είχαν ιδίαν αντίληψη των γεγονότων στη σκηνή, τα οποία συνέδεαν τους κατηγορούμενους με τα ναρκωτικά, τα οποία εντόπισαν εκεί. Είδαν τους κατηγορούμενους να αποβιβάζονται από όχημα κρατώντας από μία σακούλα και στην προσπάθεια τους να τραπούν σε φυγή να εγκαταλείπουν τις σακούλες που κρατούσαν στο έδαφος, οι οποίες περιείχαν την ξηρή φυτική ύλη, αντικείμενο των κατηγοριών 3 και 4. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Αστυνομία είχε κάθε δικαίωμα να παραλάβει την πραγματική μαρτυρία αυτή από τη σκηνή και να κάνει χρήση αυτής, ανεξαρτήτως της σύλληψης των κατηγορουμένων.

 

Σε ό,τι αφορά «τα υπόλοιπα Τεκμήρια», το Κακουργιοδικείο εξέτασε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η σύλληψη των κατηγορουμένων και κατά πόσο οι συνθήκες αυτές καθιστούσαν τη σύλληψη παράνομη. 

 

Είναι νομολογιακά επιβεβαιωμένο ότι οι περιοχές των Βάσεων του Ακρωτηρίου και Δεκέλειας με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης κατακρατήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο για στρατιωτικούς και αμυντικούς σκοπούς μόνο. Όπως τέθηκε το ζήτημα στην Preecev.«Εστία» Ασφαλιστική & Αντασφαλιστική Εταιρεία Α.Ε. (1991) 1 ΑΑΔ 568, δεν συνιστούν «κράτος, ούτε αποικία, αλλά περιοχές της νήσου Κύπρου στις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο κατά το χρόνο εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου για στρατιωτικούς και αμυντικούς σκοπούς μόνο διατήρησε την επικυριαρχία με τους περιορισμούς και προσδιορισμούς που αναφέρονται στα πιο πάνω διεθνή και διμερή έγγραφα», ήτοι τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, «περιλαμβανομένων Δηλώσεων, Παραρτημάτων και Νότων που ανταλλάγησαν».  (Βλ. επίσης την ΧΧΧΧ Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΈφεσηΑρ.46/2017, ECLI:CY:AD:2019:B334, ημερ. 19.7.2019).

 

Στο Άρθρο 2, του Μέρους ΙΙ, του Παραρτήματος Β της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, προβλέπεται το δικαίωμα αποκλειστικού ελέγχου των Βρετανικών Βάσεων από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, περιλαμβανομένου του αποκλειστικού δικαιώματος αστυνόμευσης.  Παρέχεται δε η δυνατότητα στις εν λόγω αρχές να ζητήσουν από τις αρχές της Δημοκρατίας να παρέχουν συνδρομή από καιρού εις καιρό στη διατήρηση της τάξης(«The United Kingdom authorities may call on the authorities of the Republic of Cyprus to assist them from time to time with the maintenance of order»).

 

Με την πρώτη παράγραφο του Παραρτήματος «Ο» της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, η οποία αποτελεί τη δήλωση της Κυβέρνησης της Αυτής Μεγαλειότητας αναφορικά με τη διοίκηση των κυρίαρχων περιοχών των Βάσεων, διακηρύσσονται οι κύριοι σκοποί, στους οποίους συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η αποτελεσματική χρήση των κυρίαρχων περιοχών των Βάσεων ως στρατιωτικών βάσεων και η «πλήρης συνεργασία» με την Κυπριακή Δημοκρατία.  Στο μέτρο δε του δυνατού, οι νόμοι που εφαρμόζονται στον κυπριακό πληθυσμό στις Βάσεις, είναι οι ίδιοι με αυτούς της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Στην παράγραφο 3(15) της δήλωσης, κάτω από τον τίτλο «Αστυνομία», αναφέρεται ότι θα υπάρχει συνεργασία μεταξύ της Αστυνομίας της Δημοκρατίας και της Αστυνομίας των Βάσεων για την αποτροπή και διερεύνηση αδικημάτων και ότι θα παρέχονται διευκολύνσεις στην Αστυνομία της Δημοκρατίας για τη διερεύνηση αδικημάτων που εκδικάζονται από τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας.

 

Το Κακουργιοδικείο, εν προκειμένω, ορθά κατέληξε ότι οι αστυνομικοί, μέλη της Υ.ΚΑ.Ν., νομιμοποιούντο να εισέλθουν στην περιοχή των Βάσεων και να λάβουν μέρος σε κοινή επιχείρηση με αστυνομικό των Βάσεων, στα πλαίσια της οποίας νομιμοποιούνταν να συνδράμουν, μεταξύ άλλων, στη σύλληψη των κατηγορουμένων.   Αυτή η προσέγγιση συνάδει με το γράμμα και το πνεύματων πιο πάνω προνοιών, ιδωμένες στο σύνολό τους, για πλήρη συνεργασία στους τομείς που αναφέρονται.  Να υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι η σύλληψη διενεργήθηκε κατόπιν οδηγιών του ΜΚ4, αστυνομικού των Βάσεων, ο οποίος ήταν παρών στη σκηνή, για αυτόφωρο αδίκημα.

 

 

Δεν παραβλέπουμε ότι ήταν εισήγηση της υπεράσπισης, στην αγόρευση της στη δίκη εντός δίκης,  ότι η ρίψη προειδοποιητικών πυροβολισμών συνιστούσε σύλληψη. Ζήτημα το οποίο, ως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, δεν είχε τεθεί με την ένσταση της όταν επιχειρείτο η κατάθεση τεκμηρίων από την Κατηγορούσα Αρχή.  Η ένσταση οριοθέτησε το πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης εντός δίκης.   Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου, ότι το ζήτημα εξέπιπτε του καθορισμένου πλαισίου της ενδιάμεσης διαδικασίας, προδιάγραφε και την τύχη του. Εκεί τελείωνε το ζήτημα και δεν θα έπρεπε να απασχολήσει περαιτέρω το Κακουργιοδικείο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω και των διαπιστώσεων μας στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος τίθεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αφού δεν μπορεί να προσφέρει έρεισμα για επιτυχία της έφεσης.

 

Ο τέταρτος λόγος απορρίπτεται.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται.

                                                               Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

                                                               Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                               Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

/ΣΓεωργίου         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο