ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B182
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020)
11 Μαΐου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
XXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Τ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, ως αποτέλεσμα δικής του παραδοχής, καταδικάστηκε για το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 20, 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο Εφεσείων μαζί με τον πρώην συγκατηγορούμενο του, Κατηγορούμενο 1 (εφεξής Κ.1), μεταξύ των ετών 2016 -2017 στη Λεμεσό, με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό την καταδολίευση απέσπασε από δύο πρόσωπα, τον Κ. Π. και Α. Π., το χρηματικό ποσό των €1.090.500,00, δηλαδή προσποιήθηκαν ψευδώς ότι επ' αμοιβή θα προέβαιναν σε αναδιάρθρωση δανείου του Κ. Π. με αποτέλεσμα τα πιο πάνω πρόσωπα να τους δώσουν το χρηματικό ποσό των €1.090.500,00, ενώ στην πραγματικότητα ο Εφεσείων και ο Κ.1 γνώριζαν ότι τα πιο πάνω λεχθέντα ήταν ψευδή.
Ενόψει του ότι ο Εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, που του είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο Πάφου για αδίκημα που αφορούσε ναρκωτικές ουσίες, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως ο χρόνος έκτισης της ποινής φυλάκισης των τεσσάρων ετών που του επιβλήθηκε να αρχίσει αμέσως μετά την έκτιση της ποινής φυλάκισης των πέντε ετών.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που πλαισίωναν την επίδικη κατηγορία όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τόσο ο Εφεσείων, όσο και ο Κ.1, ενεργώντας μαζί στη βάση ενός καλά οργανωμένου σχεδίου που είχε ως στόχο την απόκτηση οικονομικού οφέλους, προσέγγισαν τα θύματα τους στα οποία με πειστικοφανή επιχειρήματα δημιούργησαν την ψεύτικη εντύπωση ότι θα είχαν όφελος από τις υποτιθέμενες παρεμβάσεις του Εφεσείοντα και του Κ.1. Ο Εφεσείων συστήθηκε στα θύματα του ως υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας, ο οποίος εργαζόταν στην Υπηρεσία Αναδιάρθρωσης Δανείων, ενώ ο Κ.1 ως εξωτερικός συνεργάτης κυπριακών τραπεζών, της Κεντρικής Τράπεζας του Λιβάνου και της Κυπριακής Κυβέρνησης, με επαγγελματική δυνατότητα να αναδιαρθρώνει δάνεια στην Ελληνική Τράπεζα λόγω πολλών γνωριμιών που επικαλέστηκε.
Από κοινού ο Εφεσείων και ο Κ.1 έδωσαν την ψευδή εντύπωση στα θύματα τους ότι η Ελληνική Τράπεζα αναδιαρθρώνει τα δάνεια τους, ενώ κάτι τέτοιο ουδέποτε έλαβε χώρα και στο πλαίσιο αυτό απέσπασαν τόσο από τον Κ. Π., όσο και από τον Α. Π., το συνολικό ποσό των €1.090.500,00. Από καιρού εις καιρό εισέπρατταν διάφορα ποσά από τους παραπονούμενους με πρόσχημα ότι θα τα κατέθεταν στο λογαριασμό του Κ. Π., προς εξόφληση των δανείων του, όπως αυτά είχαν μειωθεί από την τράπεζα μετά από δική τους μεσολάβηση, περιλαμβανομένης της αμοιβής και των εξόδων για τις υπηρεσίες. Τα χρήματα αυτά ουδέποτε κατατέθηκαν στην τράπεζα, καμία ουσιαστική υπηρεσία δεν προσφέρθηκε και τα χρεωστικά υπόλοιπα των δανείων παρέμεναν ως είχαν.
Η ποινή που επιβλήθηκε προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα με τέσσερις Λόγους Έφεσης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα διέταξε όπως ο χρόνος έκτισης της επιβληθείσας ποινής των τεσσάρων ετών ξεκινά μετά την έκτιση ποινής φυλάκισης των πέντε ετών, που ήδη εξέτιε, με αποτέλεσμα η ποινή να είναι έκδηλα υπερβολική, εξοντωτική και μη συνάδουσα με την αρχή της συνολικότητας της ποινής.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής η παραδοχή του, ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος και η αλλαγή στις προσωπικές του συνθήκες, καθώς και η έλλειψη προηγούμενων καταδικών για παρόμοιο αδίκημα.
Μέσω του τρίτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι υπήρξε άνιση αντιμετώπιση του ιδίου έναντι του Κ.1, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επέβαλε και στους δύο την ίδια ποινή και επιπλέον, διέταξε στην περίπτωση του Εφεσείοντα η ποινή να εκτιθεί διαδοχικά της ποινής που εξέτιε, σε αντίθεση με τον Κ.1, όπου ο χρόνος έκτισης των ποινών που του επιβλήθηκαν απεφασίσθη να συντρέχει με τις ποινές που και εκείνος εξέτιε.
Με τον τέταρτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη του επιβαρυντικά για τον Εφεσείοντα γεγονότα, τα οποία αφορούσαν κατηγορίες τις οποίες δεν αντιμετώπιζε ο ίδιος.
Με βάση τα ζητήματα που εγείρονται στους Λόγους Έφεσης κρίνουμε σκόπιμο όπως εξετάσουμε κατά πρώτον τους Λόγους Έφεσης 4 και 2 και ακολούθως τους Λόγους Έφεσης 1 και 3.
Σε ό,τι αφορά το Λόγο Έφεσης 4 ο δικηγόρος του Εφεσείοντα υποστήριξε, με παραπομπή σε συγκεκριμένα αποσπάσματα της Απόφασης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσμέτρησε κατά την επιβολή της ποινής γεγονότα που δεν αφορούσαν τον Εφεσείοντα, αλλά άλλους κατηγορούμενους και άλλες κατηγορίες και τα οποία ήσαν επιβαρυντικά.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι στο πλαίσιο περιγραφής των συνθηκών και περιστάσεων διάπραξης των επίδικων αδικημάτων από πλευράς τόσο του Εφεσείοντα, όσο και του Κ.1, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και σε πράξεις και ενέργειες που αφορούσαν τον Κ.1, ο οποίος αντιμετώπιζε και άλλες κατηγορίες πέραν της κοινής με τον Εφεσείοντα.
Συγκεκριμένα, πέραν της εγκληματικής συμπεριφοράς που αφορούσε στην παραπλάνηση των παραπονούμενων ότι η Ελληνική Τράπεζα αναδιαρθρώνει τα δάνεια τους, στην οποία εμπλέκετο ο Εφεσείων, έγινε αναφορά στην απόφαση και σε σειρά άλλων παράνομων δραστηριοτήτων οι οποίες δεν αφορούσαν τον Εφεσείοντα αλλά τον Κ.1, όπως παραπλάνηση ότι είχαν γίνει ενέργειες για άνοιγμα λογαριασμών και μεταφορά χρημάτων σε τράπεζα του Λιβάνου και ότι καταβάλλονταν προσπάθειες για πώληση ακινήτων σε αλλοδαπούς επενδυτές, καθώς και για διακανονισμό Φ.Π.Α..
Εξέταση του συνόλου της Απόφασης αποκαλύπτει ότι οι αναφορές αυτές ουδόλως αποπροσανατόλισαν το Κακουργιοδικείο από την ορθή αντίληψη ως προς το ρόλο του κάθε κατηγορούμενου στην υπόθεση, ούτε αφέθησαν να διαμορφώσουν για τον Εφεσείοντα στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής εικόνα διαφορετική από εκείνη που αφορούσε τη δική του εγκληματική συμπεριφορά.
Το Κακουργιοδικείο αναφερόμενο ειδικά στο ρόλο ενός εκάστου δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι ο Κ.1 αντιμετώπιζε και άλλες κατηγορίες, πέραν της δεύτερης κατηγορίας την οποία αντιμετώπιζε μαζί με τον Εφεσείοντα, καθώς και το γεγονός ότι το ποσό που αυτός οικειοποιήθηκε εξαπατώντας τα θύματα του ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που οικειοποιήθηκε ο Εφεσείων. Μάλιστα δεν παρέλειψε να τονίσει ότι τα αδικήματα των κατηγοριών που ο Κ.1 αντιμετώπιζε (Κατηγορίες 4, 6, 8, 9, 10, 50 και 51), πήγαζαν από γεγονότα άλλα από αυτά της κοινής Κατηγορίας 2. Κατά τον ίδιο τρόπο το Κακουργιοδικείο επεσήμανε και το γεγονός ότι το ποσό που ο Κ.1 είχε οικειοποιηθεί στη βάση των πιο πάνω κατηγοριών, ήταν άλλο από εκείνο για το οποίο γίνεται αναφορά στη 2η Κατηγορία. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:
«Τα πολλά και σοβαρά αδικήματα που ο κατηγορούμενος 1 διέπραξε κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς περιστάσεις δεν πηγάζουν από το ίδιο επεισόδιο αλλά από διαφορετικά. Τα αδικήματα των κατηγοριών 4, 6, 8, 9, 10, 50 και 51 πηγάζουν από γεγονότα άλλα από αυτά της κατηγορίας 2. Περαιτέρω, το εξαιρετικά μεγάλο ποσό που ο κατηγορούμενος 1 οικειοποιήθηκε παράνομα στη βάση των κατηγοριών 4, 6, 8, 9, 10, 50 και 51 είναι άλλο από το εξαιρετικά μεγάλο ποσό για το οποίο γίνεται αναφορά στη 2η κατηγορία.»
Η ουσία της υπόθεσης, όπως προέκυπτε από τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ήταν ότι στο πλαίσιο της κοινής κατηγορίας που αντιμετώπιζαν ο Εφεσείων, μαζί με τον Κ.1, είχαν ενεργήσει από κοινού στη βάση ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, το οποίο έθεσαν σε εφαρμογή με μοναδικό στόχο να αφαιμάξουν τους παραπονούμενους προς δικό τους όφελος. Κατά την εφαρμογή δε αυτού του σχεδίου, ο καθένας τους είχε αναλάβει να εκτελέσει συγκεκριμένο ρόλο τον οποίο το Κακουργιοδικείο με σαφήνεια περιέγραψε, καταγράφοντας παράλληλα υπό ποία ιδιότητα ο κάθε ένας ενήργησε στο πλαίσιο του εν λόγω σχεδίου προς εξαπάτηση των θυμάτων τους.
Αναφέρθηκε επίσης από το συνήγορο του Εφεσείοντα ότι, ενώ ο Εφεσείων, σύμφωνα με την κατηγορία που αντιμετώπιζε, η χρονική περίοδος διάπραξης του αδικήματος ήταν μεταξύ 2016 - 2017, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του τη χρονική περίοδο από 2016 - 2019. Επικαλέστηκε προς τούτο το ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του Κακουργιοδικείου:
«. όπως διαφαίνεται τόσο από τις λεπτομέρειες των κατηγοριών όσο και από τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί σχετικά με αμφότερες τις υπό κρίση υποθέσεις, όλα τα αδικήματα διαπράχτηκαν την περίοδο 2016 - 21.05.2019. Με άλλα λόγια, εκείνο που προκύπτει είναι ότι οι κατηγορούμενοι για μεγάλο χρονικό διάστημα επεδείκνυαν εγκληματική συμπεριφορά την οποίαν οι ίδιοι κατάφερναν να καλύπτουν, και με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν παράνομα ολοένα και περισσότερα χρήματα.»
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί ότι ενώπιον του Κακουργιοδικείου, πέραν της υπόθεσης που είχε καταχωρηθεί στο πλαίσιο της οποίας καταδικάστηκε στη 2η κατηγορία ο Εφεσείων μαζί με τον Κ.1, υπήρχε ακόμα μία υπόθεση η υπ' αρ. 20447/2019, η οποία αφορούσε αδικήματα που διαπράχθηκαν την περίοδο από το Σεπτέμβριο του 2018 μέχρι 21/5/2019, την οποία ο Κ.1 ζήτησε και λήφθηκε υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής του. Είναι γι' αυτό που το Κακουργιοδικείο αναφερόμενο και στις δύο αυτές υποθέσεις σημείωσε ότι όλα τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί την περίοδο από 2016 - 2019. Δεν προκύπτει, επομένως, λανθασμένη αντίληψη από το Κακουργιοδικείο σε σχέση με τη χρονική περίοδο που αφορούσε η 2η κατηγορία αντικείμενο της παρούσας Έφεσης.
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.
Μέσω του δεύτερου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής δεν προσμέτρησε στο βαθμό που θα έπρεπε η παραδοχή του, όπως και ο χρόνος που παρήλθε από της διάπραξης του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής, σε συνάρτηση με την αλλαγή στις προσωπικές του συνθήκες.
Στην υπό κρίση περίπτωση κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος, με αναφορά στην ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή των πέντε ετών. Η φύση και η σοβαρότητα του αδικήματος αυτού, σε συνδυασμό με τη συχνότητα διάπραξής του, υπογραμμίστηκε από το Κακουργιοδικείο το οποίο ορθά θεώρησε ότι οι ποινές που επιβάλλονται πρέπει να είναι αποτρεπτικές.
Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο στις συνθήκες και περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, αφού τις περιέγραψε ως άκρως επιβαρυντικές, επεσήμανε ότι ο Εφεσείων με μια σειρά εγκληματικών ενεργειών οι οποίες επαναλαμβάνονταν και είχαν χρονική διάρκεια, εξαπάτησε τα θύματα του και μαζί με τον Κ.1 απέσπασαν ένα τεράστιο ποσό.
Οι προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντα ορθά λήφθησαν επίσης υπόψη ως παράμετρος που περιόριζε το βαθμό επιείκειας που μπορούσε, εν προκειμένω, να επιδειχθεί. Το ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αφορούσαν σε παρόμοιο με το επίδικο αδίκημα, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Ο Εφεσείων βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες, η μεν πρώτη αφορούσε ληστεία, η δε δεύτερη εμπρησμούς. Όπως είναι νομολογημένο, οι προηγούμενες καταδίκες, ανεξάρτητα αν αφορούν σε παρόμοιας φύσης αδικήματα, αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού ενός κατηγορούμενου στους νόμους της Πολιτείας (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17).
Έχοντας λοιπόν υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και καθοδηγούμενο από τη σχετική επί του θέματος νομολογία (Ιωάννου, άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 397 και Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 505), το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν του. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο το οποίο ήταν προς όφελος του Εφεσείοντα, όπως την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, το χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος, σε συνάρτηση με τις προσωπικές του συνθήκες, επισημαίνοντας παράλληλα ότι αυτές δεν είχαν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς στο μεσοδιάστημα.
Αναφέρθηκε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούσαν στην επιβολή ποινών για αδικήματα παρόμοιας φύσεως με το επίδικο, διευκρινίζοντας ότι αυτές ήταν ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς όμως να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, αναγνωρίζοντας ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123).
Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι η παραδοχή του δεν προσμέτρησε δεόντως, αφού επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών σε αδίκημα για το οποίο η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή είναι τα πέντε έτη. Όπως, συναφώς, ανέφερε η ποινή αυτή θα ήταν πιθανότατα και η ποινή που θα επιβαλλόταν κατόπιν ακροάσεως, με αποτέλεσμα η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι προσμέτρησε την παραδοχή του Εφεσείοντα, να μην αποτυπώνεται στο ύψος της επιβληθείσας ποινής.
Σε ό,τι αφορά την ενώπιον του παραδοχή του Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο, ορθά καθοδηγούμενο από τη σχετική νομολογία, σημείωσε ότι προσέδωσε σε αυτή ιδιαίτερη βαρύτητα επισημαίνοντας παράλληλα ότι χωρίς αυτή «τα περιθώρια επιείκειας θα ήταν ακόμη πιο στενά».
Αναμφίβολα η παραδοχή ενοχής συνιστά ουσιαστικό ελαφρυντικό παράγοντα και όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, «.η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μη σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης».
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική δεδομένης της σοβαρότητας της κατηγορίας, αλλά κυρίως των άκρως επιβαρυντικών γεγονότων που την περιέβαλλαν. Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής. Όπως δε ορθά το Κακουργιοδικείο υπογράμμισε με παραπομπή στην υπόθεση Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262, στην κατάλληλη περίπτωση είναι δυνατό το Δικαστήριο να επιβάλει ακόμη και την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Νόμος. Ούτε έχουμε διαπιστώσει, το Κακουργιοδικείο να μην απέδωσε τη βαρύτητα που άρμοζε σε όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της παραδοχής του Εφεσείοντα και των προσωπικών του περιστάσεων.
Τα γεγονότα της υπόθεσης και οι επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως αναδείχθησαν από το Κακουργιοδικείο, μεταξύ των οποίων η μεθοδευμένη δράση του Εφεσείοντα στη βάση ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, που είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική αφαίμαξη των παραπονουμένων μέσω της απόσπασης από αυτούς μεγάλων χρηματικών ποσών που εκείνοι εμπιστεύτηκαν στον Εφεσείοντα και το συγκατηγορούμενο του για υπηρεσίες που ποτέ δεν προσφέρθηκαν, το εκτεταμένο χρονικό διάστημα που κάλυπτε η έκνομη αυτή συμπεριφορά του Εφεσείοντα και η ζημιά που προκλήθηκε στα θύματα χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αποζημίωση, αναμφίβολα καθιστούσαν την υπό κρίση περίπτωση ιδιαίτερα σοβαρή.
Καταλήγουμε, επομένως, ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης τεσσάρων χρόνων δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου.
Συνεπώς ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.
Όσον αφορά τη θέση η οποία προβάλλεται μέσω του Λόγου Έφεσης 1, ότι η έναρξη της έκτισης της ποινής των τεσσάρων ετών μετά την έκτιση της προηγούμενης ποινής που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα, παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας της ποινής και είναι εξοντωτική για τον Εφεσείοντα, διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να εξετάσει τις πρόνοιες του Άρθρου 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σε συνάρτηση με την αρχή της αναλογικότητας και της συνολικότητας της ποινής, όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα της Απόφασής του:
«Γνωρίζουμε ότι η εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 117(2) ως προς τη διαδοχικότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι άκαμπτη και ούτε να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και της συνολικότητας της ποινής (the proportionality and totality principle). Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Παραρέ ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 46/2013, απόφαση ημερομηνίας 20.03.2013 (απόφαση πλειοψηφίας), η διαδοχικότητα της έκτισης της ποινής που είναι η συνήθης διαταγή με βάση το άρθρο 117(2) του Κεφ.155 πρέπει να ιδωθεί ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, την οποία το Δικαστήριο διατηρεί υπό το φως του λεκτικού που χρησιμοποιείται στο εδάφιο (2), σε συνάρτηση με την αρχή της αναλογικότητας και της συνολικότητας της ποινής. Η αρχή αυτή λαμβάνει υπόψη το μη υπέρμετρο ή δυσανάλογο της ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη ενός προσώπου.»
Στη συνέχεια, εξετάζοντας την περίπτωση του Εφεσείοντα έκρινε ότι η συνολική περίοδος των εννέα ετών που ο Εφεσείων θα εκτίσει για αδικήματα που αφορούν σε κατοχή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια και σε εξασφάλιση με τον τρόπο που περιγράφηκε ανωτέρω ενός και πλέον εκατομμυρίου ευρώ, δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συντριπτική ποινή.
Δεν εντοπίζουμε ούτε εδώ οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε έχει καταδειχθεί ότι ο συνολικός χρόνος που ο Εφεσείων θα παραμείνει στη φυλακή, ως αποτέλεσμα της διαδοχικότητας της έκτισης της ποινής κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 117(2) του Κεφ. 155, θα ήταν υπέρμετρος ή δυσανάλογος προς τα αδικήματα που αυτός διέπραξε. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.
Στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης 1 ο δικηγόρος του Εφεσείοντα έθεσε, επίσης, και ένα άλλο ζήτημα. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι ενώ η παρούσα υπόθεση θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση και επιβολή της ποινής στο πλαίσιο της υπόθεσης 4992/2018 του Κακουργιοδικείου Πάφου, αυτό δεν έγινε, χωρίς ο Εφεσείων να ευθύνεται. Όπως συναφώς ανέφερε, αυτό δεν έγινε διότι δεν έγινε αποδεκτό να ανασταλούν οι υπόλοιπες κατηγορίες που ο Εφεσείων αντιμετώπιζε στην παρούσα υπόθεση στο στάδιο πριν την επιβολή ποινής στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου Πάφου. Αν αυτό γινόταν κατ' εκείνο το στάδιο, ο ίδιος θα παραδεχόταν από τότε την κατηγορία, αντικείμενο της παρούσας Έφεσης, την οποία και παραδέχτηκε στη συνέχεια αφού μεσολάβησε η αναστολή των υπόλοιπων κατηγοριών.
Όπως υπεδείχθη με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία στην υπόθεση Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 76, εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο σε μια τέτοια περίπτωση ποια θα ήταν η ποινή που θα επιβαλλόταν στην προηγούμενη υπόθεση, αν είχε ζητηθεί η μεταγενέστερη υπόθεση να ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 288/2015, ημερ. 14/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:D279, όπου εξετάσθηκε παρόμοιο ζήτημα, το ερώτημα εν προκειμένω παραμένει αν το Δικαστήριο θα επέβαλλε την ίδια ποινή ή αν θα την επαύξανε ουσιωδώς. Είναι σαφές ότι σε αυτό το ερώτημα δεν μπορούμε, εν προκειμένω, να τοποθετηθούμε.
Σε κάθε περίπτωση το γεγονός αυτό αποτελεί, απλώς, ένα παράγοντα που θα ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του ευρύτερου ζητήματος που τίθεται στην παρούσα Έφεση, κατά πόσο η εκκαλούμενη ποινή είναι ή όχι υπερβολική.
Εκείνο το οποίο μπορεί θετικά να υποστηρίζει ο Εφεσείων είναι ότι ακόμη και αν επιβαλλόταν αυστηρότερη ποινή στην υπόθεση των ναρκωτικών, που ήταν το αναμενόμενο, δεν θα προσέγγιζε τα εννέα χρόνια.
Στην προκείμενη, όμως, περίπτωση δεν θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη γιατί ο Εφεσείων δεν είχε παραδεχθεί την κατηγορία για την οποία του επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη ποινή. Αν την παραδεχόταν από τότε, παρά την άρνηση του στις λοιπές κατηγορίες που εν τέλει ανεστάλησαν, το παράπονο του θα ήταν πιο ισχυρό.
Εν πάση περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη όσα τέθηκαν ενώπιον μας από την υπόθεση του Κακουργιοδικείου Πάφου και τη σοβαρότητα του αδικήματος της παρούσας που αφορά στην εξασφάλιση με ψευδείς παραστάσεις με τον τρόπο που περιγράφηκε ανωτέρω ενός και πλέον εκατομμυρίου ευρώ, ο Εφεσείων δεν έχει πείσει ότι η συνολική ποινική του μεταχείριση είναι υπέρμετρη. Κριτήριο για παρέμβαση του Εφετείου παραμένει το εκδήλως υπερβολικό της ποινής θεωρούμενης, εν προκειμένω, συνολικά. Η υπό κρίση περίπτωση δεν είναι τέτοια.
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.
Μέσω του τρίτου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε διαφορετικά, δηλαδή αυστηρότερα τον ίδιο από τον Κ.1, επιβάλλοντας σε αυτόν την ίδια ποινή, ενώ ο Κ.1 είχε προηγούμενη καταδίκη για παρόμοιας φύσης αδικήματα.
Το ζήτημα της άνισης μεταχείρισης μεταξύ αδικοπραγούντων εξετάστηκε προσφάτως στην υπόθεση Gagloshvili ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 33/2021, ημερ. 21/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:D575. Παραθέτουμε σχετική περικοπή, η οποία έχει ως ακολούθως:
«Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος καθιερώνει ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου την ισότητα ενώπιον της Δικαιοσύνης. Δεν είναι ανεκτή η άνιση μεταχείριση των ίσων ούτε η ίση μεταχείριση των ανίσων. Δεν θα επαναλάβουμε τα χιλιοειπωμένα από τα Δικαστήρια μας για την αρχή της ισότητας, για την οποία ο Πικής, Δ. όπως ήταν τότε, στην Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) ΑΑΔ, 127, είχε σημειώσει πως το Άρθρο 28 του Συντάγματος μας, εισάγει την Αριστοτελική έννοια της ισότητας, που συναρτά τον ορισμό και εφαρμογή της με την ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ προσώπων και πραγμάτων. Επιβάλλεται η ίση μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται στην ίδια ουσιαστικά θέση, και απαγορεύεται η εξομοίωση ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Για να δικαιολογείται η όμοια μεταχείριση ή η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου, η ομοιογένεια ή ανομοιογένεια πρέπει να είναι ουσιαστική (Νικολαϊδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ, 7). Στη Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Β) ΑΑΔ, 833, επαναλαμβάνονται τα πιο πάνω, με αναφορά στην επιβολή ποινών σε αδικοπραγούντες.»
Πέραν του ύψους της ποινής στην κοινή κατηγορία, ο Εφεσείων επικαλείται ως στοιχείο άνισης μεταχείρισης και το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως ο χρόνος έκτισης της επιβληθείσας ποινής του να ξεκινά μετά την έκτιση της ποινής φυλάκισης των πέντε ετών που εξέτιε, ενώ, στην περίπτωση του Κ.1 διέταξε όπως ο χρόνος έκτισης των ποινών που του είχαν επιβληθεί να συντρέχει με τις ποινές που του επιβλήθηκαν σε άλλη υπόθεση και αφορούσαν ομοειδή αδικήματα.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ποινή των τεσσάρων ετών φυλάκισης επιβλήθηκε στον Κ.1 στην κοινή του κατηγορία με τον Εφεσείοντα. Σε άλλη κατηγορία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών που διατάχθηκε να είναι διαδοχική. Επομένως, η τιμωρία του Κ.1 για τη συμμετοχή του στην υπόθεση ήταν 12 έτη φυλάκιση, δηλαδή τριπλάσια της τιμωρίας του Εφεσείοντα. Αυτή είναι η ουσία του ζητήματος και ότι έλαβαν την ίδια ποινή στην κοινή κατηγορία καμία ουσιαστική σημασία δεν έχει.
Απορρίπτοντας το Λόγο Έφεσης 1, όπως εξηγήσαμε, η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ποινή του Εφεσείοντα να είναι διαδοχική με την ποινή που εξέτιε ήταν δικαιολογημένη. Υπεισέρχεται, ωστόσο, μια περαιτέρω παράμετρος, ήτοι το γεγονός ότι στην περίπτωση του Κ.1 ακολουθήθηκε άλλη οδός στη βάση, βεβαίως, της νομολογίας. Ως αποτέλεσμα ο Εφεσείων αισθάνεται ότι έτυχε δυσμενούς μεταχείρισης. Διαπιστώνουμε ότι η προηγούμενη ποινή του Κ.1 εξέπνεε τον Οκτώβριο του 2022 (τρία χρόνια από τις 30/10/2019). Ουσιαστικά ο Κ.1 με το να συντρέχουν οι ποινές του ωφελήθηκε δύο έτη και είναι ωσάν να τιμωρήθηκε για την παρούσα υπόθεση με 10 έτη. Ουσιαστικά ό,τι έχουμε να συγκρίνουμε είναι τέσσερα με δέκα έτη.
Είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι ο Κ.1 βαρύνετο με μία προηγούμενη καταδίκη, η οποία αφορούσε σε ιδίας φύσεως αδικήματα, ήτοι απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Ο Εφεσείων, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες. Η πρώτη αφορούσε στο αδίκημα της ληστείας και η δεύτερη στα αδικήματα του εμπρησμού.
Με δεδομένο λοιπόν ότι ο Εφεσείων βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες, δεν είναι αντιληπτό πώς η επιβολή της ίδιας ποινής με εκείνη που επιβλήθηκε στον Κ.1, ο οποίος βαρύνετο με μία, μόνο, προηγούμενη καταδίκη, συνιστά άνιση αντιμετώπιση των δύο αδικοπραγούντων σε βάρος του Εφεσείοντα.
Έπειτα, σε ό,τι αφορά την εισήγηση ότι με τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο διέταξε να εκτιθούν οι ποινές, δηλαδή διαδοχικές για τον Εφεσείοντα και συντρέχουσες για τον Κ.1 οδήγησε σε αδικαιολόγητη ανισότητα, λέμε εξαρχής ότι δεν τίθεται, εν προκειμένω, θέμα διαδοχικών ποινών αλλά εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 117(2) του Κεφ. 155.
Στο εν λόγω Άρθρο διαλαμβάνεται ότι, η ποινή φυλάκισης προσώπου που έχει ήδη καταδικαστεί σε φυλάκιση αρχίζει μετά την έκτιση προηγούμενης ποινής φυλάκισης, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Σύμφωνα δε με τη νομολογία, για να δικαιολογείται διαφορετική διαταγή πρέπει να υπάρχουν ειδικές ή/και εξαιρετικές περιστάσεις. Όπως συναφώς αναφέρθηκε στην υπόθεση Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, για να δικαιολογείται διαφορετική διαταγή εξαρτάται από τη φύση, το χαρακτήρα και τα περιστατικά της υπόθεσης (Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 279/2018, ημερ. 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B271). Αν η φύση του υπό εκδίκαση αδικήματος είναι εντελώς διαφορετική από τη φύση του αδικήματος που εκδικάζεται, δεν δικαιολογείται διαφορετική διαταγή από τα νομοθετικά προβλεπόμενα.
Ως εκ της φύσεως του αδικήματος, δηλαδή της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια, για το οποίο ο Εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης, που είναι διαφορετικής φύσης από αυτό της παρούσας υπόθεσης, ορθά το Κακουργιοδικείο δεν παρέκκλινε από τις πρόνοιες του Άρθρου 117(2), ανωτέρω.
Αντιθέτως, δεν ήταν τέτοια η περίπτωση καθόσον αφορά τον Κ.1, εφόσον τα αδικήματα για τα οποία εξέτιε ποινή φυλάκισης τριών ετών ήταν ομοειδή με αυτά της υπό κρίση υπόθεσης.
Κατ' ακολουθίαν με τα πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι η Έφεση πρέπει να αποτύχει.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.