ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B219
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 103/2022)
31 Μαΐου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
M. M. FALYOUN,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
K. Σιαηλής και Π. Σιαηλή (κα) για Σιαηλής & Σιαηλή Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Στ. Παπουή (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Δοθείσα Αυθημερόν)
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με τρεις λόγους έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου να διατάξει την κράτηση του Εφεσείοντα, τον οποίο είχε παραπέμψει σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου που θα συνεδριάσει την 23.6.2022, σε σχέση με αριθμό σοβαρότατων ποινικών αδικημάτων προεξάρχοντος του φόνου εκ προμελέτης. Κρίθηκε ότι οι προσωπικές του συνθήκες δεν εξουδετέρωναν τον κίνδυνο φυγοδικίας που προέκυπτε ως αποτέλεσμα της ικανοποίησης των τριών νομολογιακών παραμέτρων που τον συνθέτουν.
Ούτε πρωτοδίκως, ούτε με την έφεση αμφισβητήθηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων και πως στην περίπτωση καταδίκης στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης, θα του επιβληθεί η δια βίου φυλάκιση, όπως ορίζει ο νόμος. Ό,τι αμφισβήτησε ο Εφεσείων ήταν την πιθανότητα να καταδικαστεί, υποδεικνύοντας, κατά τη θέση του, αδυναμίες της μαρτυρίας που τον εμπλέκει. Ισχνή και μειωμένης βαρύτητας, χαρακτήρισε η δικηγόρος του τη μαρτυρία, ενός μόνο μάρτυρα, έτσι ώστε να μην δημιουργείται στον Εφεσείοντα κίνητρο για φυγοδικία, αλλά να παρουσιαστεί για να δικαστεί και να αποκατασταθεί έτσι το όνομα του.
Καταλογίζεται λοιπόν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, με το λόγο έφεσης 1, ότι λανθασμένα και αντινομικά αποφάνθηκε ότι υπάρχει πιθανότητα καταδίκης χωρίς να εξετάσει την ισχύ της μαρτυρίας εναντίον του Εφεσείοντα και να την αξιολογήσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατευθύνθηκε ως προς τον τρόπο εξέτασης της παραμέτρου της πιθανότητας καταδίκης από την νομολογία, την οποία και παράθεσε στη απόφαση του (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ.197, Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Κουννάς ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 423). Με πλήρη αντίληψη των επιταγών της, προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του και ορθά κατέληξε ότι από αυτό πιθανολογείτο καταδίκη του Εφεσείοντα, αναδεικνυόταν, δηλαδή, ενδεχόμενο καταδίκης. Η κατάθεση του συγκεκριμένου προσώπου ενέπλεκε τον Εφεσείοντα σε συνωμοσία για το φόνο που διαπράχτηκε και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην όψη της, αναφέροντας ότι η αξιολόγηση της ήταν έργο που θα επιτελείτο κατά το στάδιο της εκδίκασης της υπόθεσης.
Με το λόγο έφεσης 2 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα και αντινομικά στηρίχτηκε μόνο στη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή αυστηρής ποινής και δεν αξιολόγησε ορθά τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέργησε όπως του καταλογίζεται. Αντίθετα, ανάφερε ότι το εγχείρημα συνίσταται στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, κατά το οποίο υπεισέρχονται και οι υποκειμενικοί παράγοντες, δηλαδή τα στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο του κατηγορούμενου.
Ωστόσο, είναι η σοβαρότητα της κατηγορίας, που απολήγει στην επίγνωση ότι η καταδίκη θα επιφέρει πολυετή φυλάκιση, που δημιουργεί το κίνητρο για φυγοδικία, ακριβώς προς αποφυγή των οδυνηρών συνεπειών. Όσο λοιπόν σοβαρότερη είναι η κατηγορία, εξ αντικειμένου, τόσο πιο μεγάλο μπορεί να είναι το κίνητρο να φυγοδικήσει ο κατηγορούμενος. Και όταν η προβλεπόμενη ποινή είναι η έσχατη, η δια βίου φυλάκιση, και ακόμα περισσότερο όταν καθορίζεται από το νόμο, χωρίς ευχέρεια να επιβληθεί άλλη ελαφρότερη, όπως στην περίπτωση του φόνου εκ προμελέτης, το κίνητρο που εξ αντικειμένου προσδίδεται στον κατηγορούμενο να φυγοδικήσει είναι μεγάλο και απαιτούνται πολύ ιδιαίτερες περιστάσεις για να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος θα παρουσιαστεί στη δίκη του στην περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος υπό όρους, ώστε η κράτηση να μην είναι η μόνη διέξοδος και συνεπώς αναγκαία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε ότι ο Εφεσείων διαμένει τα τελευταία 22 χρόνια στη Κύπρο και ενώ είναι διαζευγμένος, έχει δύο παιδιά από τους δύο γάμους που είχε συνάψει, με το ένα να φοιτά σε γυμνάσιο της Πάφου. Ούτε ότι εργάζεται και έχει ιδιόκτητη κατοικία. Αποφάνθηκε, ωστόσο, ότι οι προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα δεν ήταν τέτοιες «ώστε να εξουδετερώνουν τον κίνδυνο μη προσέλευσης» του στη δίκη του, όπως προέκυπτε από τα εγγενή χαρακτηριστικά της υπόθεσης που αντιμετώπιζε.
Αυτή η κατάληξη προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 3. Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προσέγγισε εσφαλμένα το ζήτημα του κινδύνου φυγοδικίας και θεώρησε ότι θα έπρεπε να τον εξαλείψει και εξουδετερώσει πλήρως, με αποτέλεσμα να απωλέσει τη διακριτική του ευχέρεια στη λήψη της σχετικής απόφασης και να παραβιάσει τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ Αρ.132/2021, ημερ.1.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:D365, είχαμε αναφέρει πως:
«Όταν τίθενται όροι, εξ αντικειμένου, ο κίνδυνος δεν μπορεί να εξαλείφεται παντελώς. Και αυτό ισχύει όχι μόνο όταν εξετάζεται ο παράγοντας πιθανότητα διάπραξης νέου αδικήματος, αλλά και ο κίνδυνος φυγοδικίας. Ακριβώς εδώ υπεισέρχεται το στοιχείο της αναλογικότητας και της στάθμισης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το βάρος της προσέγγισης του ότι θα έπρεπε να ενεργήσει ώστε να εξαλειφθεί «παντελώς» ο κίνδυνος, δεν άφησε ουσιαστικά περιθώρια ώστε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να λάβει υπόψη και τις παραμέτρους οι οποίες συνηγορούσαν υπέρ της απελευθέρωσης του Εφεσείοντα υπό όρους.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε εδώ ενέργησε όπως του αποδίδεται. Εξήγησε ότι οι δεσμοί που έχει ένας κατηγορούμενος με την Κύπρο μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη του και όπου ουσιαστικά κατέληξε ήταν ότι, στην περίπτωση του Εφεσείοντα, στη ζυγαριά του κινδύνου της φυγοδικίας, η ισχύς τους δεν υπερνικούσε την ισχύ του κινδύνου που προέκυπτε από τη πιθανότητα καταδίκης για πολύ σοβαρά αδικήματα και επιβολή πολυετούς φυλάκισης, ακόμα και φόνο εκ προμελέτης και φυλάκιση δια βίου. Διαφορετική ήταν η περίπτωση στη Γεωργίου όπου το Δικαστήριο είχε επιδιώξει την εξάλειψη του κινδύνου διάπραξης νέου αδικήματος «παντελώς», που μόνο με τη κράτηση του κατηγορούμενου θα μπορούσε να εξασφαλιστεί.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρξε από κάθε άποψη άρτια. Ορθά δομημένη και επεξηγηματική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλα τα ζητήματα που εγέρθηκαν ενώπιον του και τα αποφάσισε με ευκρινή αιτιολογία και πλήρως.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.