ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYRIACOS ALEXANDROU MYLONAS AND 2 OTHERS ν. MARGARITA KAILI (1967) 1 CLR 77
MOUSTAFA IMAM ν. COSTAS S. PAPACOSTAS (1968) 1 CLR 207
KADES ν. NICOLAOU AND ANOTHER (1986) 1 CLR 212
AGAPIOU ν. PANAYIOTOU (1988) 1 CLR 257
Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 ΑΑΔ 1098
Iωάννου Γεώργιος ν. Γεώργιου Kουννίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1215
Βαριάνου Αθηνά ν. Δρ. Ανδρέα Π. Βορκά (2010) 1 ΑΑΔ 1541
Χατζηαυξέντη Κύπρος ν. Παναγιώτη Λιασή (2014) 1 ΑΑΔ 2379, ECLI:CY:AD:2014:A812
Φαναράς Σόλων ν. Περικλή Κυπριανίδη (2015) 1 ΑΑΔ 884, ECLI:CY:AD:2015:A287
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ POLCHENKO, Πολιτική Aίτηση Αρ. 16/2021, 14/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:D143
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ POLCHENKO, Πολιτική Aίτηση Αρ. 16/2021, 19/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:D193
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ POLCHENKO, Πολιτική Aίτηση Αρ. 16/2021, 12/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:D308
Σάββα Γεώργιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 391
Νικολάου Χρίστος Σ. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390
K.K. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 294
Munteanu Alexandru Nicolae ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ κ.α. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 145/2014, 15/4/2016, ECLI:CY:AD:2016:B199
Μιχαήλ Μιχάλης και Άλλος ν. Aστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 293
Αθανάση Παπανδρέας ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 867, ECLI:CY:AD:2016:B470
Λ.Λ. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.27/2017, 21/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:B409
ΣΑΒΒΑΣ ΟΜΗΡΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 91/2017, 2/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:B214
Α. Π. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395
Γ.Ι. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.44/2019, 18/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B315
ΠΑΠΑΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 16/2021, 19/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B462
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:B37
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
1 Φεβρουαρίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 217/2019)
(σχ. με 218/2019)
χχχ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
__________________________________________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 218/2019)
(σχ. με 217/2019)
χχχ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
_________________________________________
Η. Κονναρής, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Αργυρού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες καταδικάστηκαν στην Κατηγορία της απάτης (3η Κατηγορία), οι λεπτομέρειες της οποίας είχαν ως ακολούθως:
«Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 μεταξύ του έτους 2008 και του μηνός Δεκεμβρίου 2012, στη Λεμεσό, της επαρχίας Λεμεσού, με δόλιο τέχνασμα, απέκτησαν το χρηματικό ποσό των €366,695.74 από το ταμείο του συνδέσμου αδειούχων λιμενικών αχθοφόρων Λεμεσού υποβάλλοντας τιμολόγια στο λογιστήριο του συνδέσμου για υποτιθέμενες επιδιορθώσεις των αυτοκινήτων που ανήκαν στο σύνδεσμο ενώ στην πραγματικότητα τα αυτοκίνητα δεν τύγχαναν επιδιόρθωσης.»
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσείοντας 2, ο οποίος ήταν ο αποκλειστικός ισιωτής για τα οχήματα του Συνδέσμου Αδειούχων Λιμενικών Αχθοφόρων Λεμεσού (εφεξής Συνδέσμου Αχθοφόρων), σε συνεννόηση με τον Εφεσείοντα 1, ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος του γκαράζ του Συνδέσμου και το άτομο που έδινε οδηγίες και την έγκριση του για να γίνει οποιαδήποτε επιδιόρθωση από τον Εφεσείοντα 2, εξαπάτησαν το Σύνδεσμο με την έκδοση τιμολογίων και την είσπραξη από τον Εφεσείοντα 2 διαφόρων ποσών τα οποία του καταβλήθηκαν από το Σύνδεσμο, που αφορούσαν ισχυριζόμενες εργασίες ισιωμάτων από μέρους του, τη διεξαγωγή των οποίων ενέκρινε ο Εφεσείοντας 1, ενώ στην πραγματικότητα τέτοιες εργασίες ποτέ δεν είχαν διενεργηθεί.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με έξι Λόγους Έφεσης.
Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3 και 4 βασικά άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ειδικότερα της αποδοχής ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Μ.Κ.9 και της απόρριψης μαρτυρίας από ουσιώδεις, όπως αναφέρεται, μάρτυρες γεγονότων της Κατηγορούσας Αρχής η οποία ήταν αντίθετη με εκείνη του Μ.Κ.9. Στο πλαίσιο αυτών των Λόγων Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε μόνο στη μαρτυρία του Μ.Κ.9 απορρίπτοντας, πλημμελώς, άλλη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή και ότι εφάρμοσε λανθασμένα τη νομολογία αναφορικά με την αξιολόγηση του Μ.Κ.9.
Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξαρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που αποκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Πρέπει δε οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).
Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα εξετάσουμε τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων επικαλέστηκε, προκειμένου να προσβάλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Ήταν η εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων ότι αφενός το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αδικαιολόγητα τη μαρτυρία των Μ.Κ.5, 6 και 7 και αφετέρου ότι, με την απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας, δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Κ.9 για να καταλήξει σε καταδικαστικά ευρήματα για τους Εφεσείοντες. Σε ό,τι δε αφορά το τελευταίο, υποστήριξε ότι όταν προσφέρεται μαρτυρία από τον ίδιο το διάδικο, η αξιολόγηση του Δικαστηρίου δεν είναι ορθό να βασίζεται κατ' ουσίαν στη μαρτυρία πραγματογνώμονα και μάλιστα κατ' απομόνωση αφού, όπως υποστηρίχθηκε, η μαρτυρία του πραγματογνώμονα δεν υποκαθιστά ποσώς τη μαρτυρία των πραγματικών πρωταγωνιστών της διαφοράς.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στα ευρήματα και στην καταδίκη των Εφεσειόντων στην 3η Κατηγορία στηρίχθηκε, κατά κύριο λόγο, στη μαρτυρία του Μ.Κ.9, Εμπειρογνώμονα/Ειδικού σε θέματα επιδιόρθωσης και εκτιμήσεως μηχανημάτων και οχημάτων.
Προτού αναφερθούμε στο αντικείμενο της μαρτυρίας του Μ.Κ.9 είναι σημαντικό εξαρχής να επισημάνουμε ότι αποτέλεσε αναντίλεκτο και αδιαμφισβήτητο γεγονός ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείοντας 2, αποκλειστικός ισιωτής για τα οχήματα του Συνδέσμου Αχθοφόρων, είχε κατά την περίοδο των ετών 2008-2013 εκδώσει προς το Σύνδεσμο αριθμό τιμολογίων αναφορικά με ισιώματα και λοιπές εργασίες σε οχήματα του Συνδέσμου, συνολικού ύψους €366.695,74 (Τεκμήριο 5) το οποίο ποσό καταβλήθηκε στον Εφεσείοντα 2 από το Σύνδεσμο.
Ο Μ.Κ.9, κατόπιν οδηγιών του Συνδέσμου Αχθοφόρων, διεξήγαγε έρευνα η οποία είχε ως αντικείμενο τη διακρίβωση του κατά πόσο τα οχήματα του Συνδέσμου είχαν τύχει επιδιορθώσεων ή βαφής εκτός συνεργείου του λιμανιού, δηλαδή σε εξωτερικό συνεργείο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα στα οποία ο Μ.Κ.9 κατέληξε κατόπιν διενέργειας έρευνας διάρκειας πέντε εβδομάδων στο χώρο του λιμανιού, κατά την οποία του υπεδείχθησαν 157 οχήματα μαζί με τις καρότσες τους, τα εν λόγω οχήματα και καρότσες δεν είχαν υποστεί οποιαδήποτε εργασία ισιώματος ή βαφής από εξωτερικό συνεργείο πλην κάποιων μικροεργασιών που έγιναν εντός του λιμανιού και μια εργασία σε συγκεκριμένο όχημα του Συνδέσμου τύπου Kalmar ύψους €600.
Παραπονείται η πλευρά των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε πλημμελώς τη μαρτυρία των Μ.Κ.5, 6 και 7 η οποία αφορούσε στο ζήτημα των ισιωμάτων των οχημάτων του Συνδέσμου και η οποία, όπως υποστηρίχθηκε, λειτουργούσε προς όφελος των Εφεσειόντων.
Σε ό,τι αφορά το Μ.Κ.5, οι Εφεσείοντες επικαλέστηκαν το μέρος της μαρτυρίας του σύμφωνα με το οποίο ο εν λόγω μάρτυρας είχε ισχυριστεί ότι:
i. Είχε δει τον Εφεσείοντα 2 να εργάζεται στο γκαράζ του Συνδέσμου και να προβαίνει σε επιδιορθώσεις.
ii. Είχε δει όχημα του Συνδέσμου έξω από το γκαράζ του Εφεσείοντα 2.
iii. Το Συμβούλιο των Αχθοφόρων είχε αποδεχτεί τις δικαιολογίες του Εφεσείοντα 2 σε σχέση με το ότι διενεργούντο επιδιορθώσεις.
Σε σχέση με το (i) ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο Μ.Κ.5 δεν ήξερε τι επιδιορθώσεις έκανε ο Εφεσείοντας 2, ενώ όσον αφορά τόσο το (i) όσο και το (ii) ανωτέρω, επεσήμανε ότι αυτά που ο Μ.Κ.5 ανέφερε δεν είχαν διασυνδεθεί με κάποιο από τα τιμολόγια του Τεκμηρίου 5, προσθέτοντας παράλληλα σε σχέση με το (ii) ότι η αναφορά του Μ.Κ.5 ήτο γενική, αόριστη και ασαφής. Σε ό,τι δε αφορά το (iii) το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι το γεγονός ότι το Συμβούλιο Αχθοφόρων είχε αποδεχτεί τις δικαιολογίες του Εφεσείοντα 2 για το αν γίνονταν επιδιορθώσεις δεν μπορούσε να έχει σημασία, εφόσον το ζητούμενο ήταν κατά πόσο τα μέλη του Συνδέσμου είχαν εξαπατηθεί.
Σε σχέση με το Μ.Κ.6 οι Εφεσείοντες επικαλέστηκαν το μέρος της μαρτυρίας του σύμφωνα με το οποίο αυτός είχε ισχυριστεί ότι έτυχε να δει τον Εφεσείοντα 2 στο λιμάνι να επιδιορθώνει συγκεκριμένο όχημα, καθώς και ότι νομίζει ότι έπαιρναν οχήματα του Συνδέσμου στο συνεργείο του Εφεσείοντα 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την πιο πάνω μαρτυρία, δεν της απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα λόγω της μη διασύνδεσης της με κάποια από τα τιμολόγια του Τεκμηρίου 5.
Όσον αφορά τη Μ.Κ.7, οι Εφεσείοντες επικαλέστηκαν το μέρος της μαρτυρίας της όπου είχε ισχυριστεί ότι κάποια ισιώματα γίνονταν στο συνεργείο του λιμανιού και κάποια στο συνεργείο του Εφεσείοντα 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την πιο πάνω μαρτυρία, δεν της απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στη βάση του ότι επρόκειτο για μια γενική αναφορά η οποία δεν είχε διασυνδεθεί με οποιαδήποτε από τα τιμολόγια του Τεκμηρίου 5, καθώς και στη βάση του ότι η εν λόγω μάρτυς δεν γνώριζε καν τη συχνότητα των εργασιών των ισιωμάτων και δεν ήταν σε θέση με βάση τα καθήκοντα της ως αποθηκάριου στο Σύνδεσμο Αχθοφόρων να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα.
Έχουμε εξετάσει όλες τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων υπό το φως της μαρτυρίας που δόθηκε από τους μάρτυρες σε συνάρτηση με τον τρόπο αξιολόγησης τους. Βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια καταλήγοντας σε εύλογα επιτρεπτά ευρήματα. Το έργο της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων καταγράφεται σε έκταση στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας σε λεπτομέρεια και σχολαστικά τη μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας σε σχέση με το ζήτημα των ισιωμάτων και επιδιορθώσεων που αποτέλεσε ένα από τα επίδικα της υπόθεσης ζητήματα, έδωσε επαρκείς και εύλογους λόγους για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.5, 6 και 7.
Όσον δε αφορά το Μ.Κ.9 το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε για την αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία του καθώς και την ορθότητα της έρευνας του, αναφέρθηκε στα ευρήματα του τα οποία για τους λόγους που εξήγησε τα αποδέχτηκε. Η μαρτυρία του Μ.Κ.9 εξετάστηκε με σχολαστικότητα και όλες οι ουσιώδεις πτυχές της απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στο Διάγραμμα των Εφεσειόντων, αφού προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε στην απόφαση του να αξιολογήσει το Μ.Κ.9 και σε σχέση με την αντεξέταση την οποία υπέστη, γίνεται εκτενής αναφορά σε διάφορα σημεία για να υποστηριχθεί στο τέλος ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.9 διαπνεόταν από πιθανολογήσεις και αοριστολογίες, προσβάλλοντας τοιουτοτρόπως τη διενεργηθείσα αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα.
Όλα τα σημεία που εγείρονται δεν είχαν διαλάθει της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, αφού τα εντόπισε, το απασχόλησαν. Τα εκτίμησε και κατέληξε ότι δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιοπιστία του μάρτυρα. Βρίσκουμε ότι και σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.9 το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια, καταλήγοντας σε εύλογα επιτρεπτά ευρήματα και διαπιστώσεις και δεν εντοπίζουμε περιθώριο για επέμβαση στην κρίση του.
Υποστηρίχθηκε από πλευράς των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.9 βασίστηκε στις υποδείξεις του Μ.Κ.4, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του κρίθηκε αναξιόπιστος.
Εν πρώτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 δεν την απέρριψε καθ' ολοκληρίαν αλλά μερικώς, ως ήταν δικαίωμα του, δίδοντας προς τούτο επαρκείς και ικανοποιητικούς λόγους. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα να αποδεχθεί μέρος μιας μαρτυρίας και να απορρίψει άλλη, υπό την προϋπόθεση η εν λόγω δυνατότητα ασκείται κατά τρόπο δικαστικό και στη βάση καλών λόγων. Δεν υπάρχει κανόνας ότι μια μαρτυρία θα πρέπει να γίνει αποδεκτή ή να απορριφθεί στην ολότητα της (Kades v. Nicolaou and another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 391, Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1Γ Α.Α.Δ. 1215, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1A Α.Α.Δ. 454, Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 136/2010, ημερ. 24/4/2015, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 145/2014, ημερ. 15/4/2016).
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ο Μ.Κ.9 συνοδευόταν κατά την έρευνα του από τον Υπεύθυνο του συνεργείου, Μ.Κ.4, ο οποίος και του υποδείκνυε τα μηχανήματα και τις καρότσες που αναφέρονται στην Έκθεση, αποτέλεσε ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αξιολογώντας τη μαρτυρία, δεν διαπίστωσε, ένεκα αυτού του γεγονότος, οποιαδήποτε επιρροή ή μεμπτό στοιχείο. Η πιο κάτω περικοπή είναι σχετική:
«Το ότι ο ΜΚ 9 συνοδευόταν από τον ΜΚ 4, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έχει διαπιστώσει οποιαδήποτε επιρροή ή μεμπτό στοιχείο και το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί με βάση και την αξιολόγηση που έγινε πιο κάνω ότι ο μάρτυρας αυτός ήταν αντικειμενικός και ανεξάρτητος, χωρίς επιρροή από οποιονδήποτε παράγοντα που να επηρεάσουν την ευθυκρισία του. Ούτε έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο οποιανδήποτε απόκρυψη στοιχείου ουσιώδης προς τον ΜΚ 9 από τον ΜΚ 4 και ούτε έχει καταδειχθεί με αξιόπιστη μαρτυρία ότι τυχόν άλλα οχήματα και καρότσες που ίσως δεν υποδείχθηκαν στον ΜΚ9 από τον ΜΚ 4 ότι όντως επιδιορθώθηκαν και που εμπίπτουν σε εργασίες που καταγράφονται στα τιμολόγια του τεκμηρίου 5.»
Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του Λόγου Έφεσης 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε αδικαιολόγητα στο Τεκμήριο 56 για να κρίνει ότι καταδεικνύεται εύρημα ενοχής του Εφεσείοντα, ενώ το Τεκμήριο 56 αναφερόταν σε άλλα ζητήματα τα οποία έτυχαν παρερμηνείας από το Δικαστήριο.
Το Τεκμήριο 56 είναι αντίγραφο επιστολής της Παγκυπριακής Ασφαλιστικής Λτδ, ημερ. 5/3/2013, στο οποίο καταγράφονται τα χρηματικά ποσά που η Ασφαλιστική Εταιρεία κατέβαλε προς τον ασφαλιζόμενο τους, δηλ. το Σύνδεσμο Λιμενικών Αδειούχων Αχθοφόρων Λεμεσού, ως αποζημίωση λόγω ζημιών σε ασφαλισμένη του Συνδέσμου περιουσία. Όπως προκύπτει, κάποια από τα ποσά που καταβλήθηκαν αφορούσαν και ζημιές που είχαν υποστεί μηχανοκίνητα οχήματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο αξιολόγησης του εν λόγω Τεκμηρίου επεσήμανε ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις που αναφέρονταν σε αυτό δεν είχαν διασυνδεθεί με μαρτυρία με οποιαδήποτε από τα επίδικα τιμολόγια θεωρώντας, προφανώς, ότι αν τα τιμολόγια που αφορούσαν μεγάλο αριθμό επιδιορθώσεων/ισιωμάτων σε οχήματα/μηχανήματα του Συνδέσμου ήταν το αποτέλεσμα δυστυχημάτων που προκλήθηκαν στα εν λόγω οχήματα, θα αναμένετο λογικά να υπάρχει από το Σύνδεσμο ανάλογη απαίτηση προς την Ασφαλιστική Εταιρεία και, συνεπακόλουθα, η σχετική κάλυψη από την εν λόγω Εταιρεία, ενώ κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να αντικατοπτρίζεται από το Τεκμήριο 56.
Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει, το Τεκμήριο 56 αποτέλεσε μέρος, μόνο, της μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη για να καταλήξει ότι δεν είχαν γίνει οι εργασίες επιδιορθώσεων στα οχήματα του Συνδέσμου οι οποίες αναφέρονται στα τιμολόγια του Τεκμηρίου 5, εφόσον καθοριστική για την πιο πάνω κατάληξη ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.9.
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τη μαρτυρία που προσέφεραν οι Μ.Κ.5 και 6 (μέλη του Συνδέσμου Αχθοφόρων) και η Μ.Κ.7 (αποθηκάριος στο Σύνδεσμο Αχθοφόρων), σε σχέση με το ζήτημα των ισιωμάτων και ότι, βασιζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Κ.9, υπήρξε «προκαταβολική καταδίκη» των Εφεσειόντων προτού υπάρξει αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω τοποθέτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα των ισιωμάτων, αντικείμενο της τρίτης Κατηγορίας, αφού αξιολόγησε όλους τους μάρτυρες, για τους λόγους που κατέγραψε στην Απόφαση του απέρριψε τη μαρτυρία των Μ.Κ.5, 6 και 7 και αποδέχτηκε εκείνη του Μ.Κ.9.
Δεν παραβλέπουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κάποιο σημείο της Απόφασης του αναφέρεται στην κατάληξη του σχετικά με το αντικείμενο της τρίτης Κατηγορίας και τούτο προτού ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του συνόλου της δοθείσας μαρτυρίας. Αναφερόμαστε και εμείς στο ακόλουθο απόσπασμα στο οποίο μας παρέπεμψε η πλευρά των Εφεσειόντων στο πλαίσιο της αξιολόγησης του Μ.Κ.4:
«Το τεκμήριο αυτό είναι βαρύνουσα(ς) σημασίας, διότι πολύ απλά αντιπαραβάλλοντας αυτές τις αναφορές με το τεκμήριο 5, σε συνδυασμό με την συχνότητα επανάληψης των τιμολογίων που αναφέρονται στο τεκμήριο 5, καταδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι το τεκμήριο 5 στο σύνολο του, όσον αφορά τα τιμολόγια που έκδοσε ο κατηγορούμενος 2, αφορούν τιμολόγια που καταγράφουν εργασίες επιδιορθώσεων οχημάτων με συγκεκριμένες χρεώσεις, οι οποίες όμως στην πραγματικότητα δεν έχουν γίνει και από τη στιγμή που τα τιμολόγια αυτά έχουν πληρωθεί, καταδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η απάτη του δεύτερου κατηγορουμένου, με τον πρώτο κατηγορούμενο βεβαίως, που ήταν ο υπεύθυνος του γκαράζ και ο οποίος ήταν ο άμεσα υπεύθυνος για να δώσει οδηγίες και να εγκρίνει επιδιόρθωση οχήματος του συνδέσμου στο συνεργείο του δεύτερου κατηγορουμένου ή στο χώρο του λιμανιού. Οι συγκεκριμένες απαιτήσεις που αναφέρονται στο τεκμήριο 56 δεν έχουν διασυνδεθεί με μαρτυρία με οποιοδήποτε από τα τιμολόγια που αναφέρονται στο τεκμήριο 5 και συνεπώς όλα τα τιμολόγια του τεκμηρίου 5 αποτελούν προϊόν απάτης των κατηγορουμένων 1 και 2 προς το σύνδεσμο, διότι αυτές οι εργασίες δεν έχουν γίνει, έχοντας υπόψη και το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ΜΚ 9 επί αυτού του ζητήματος».
Εξέταση της πρωτόδικης Απόφασης στο σύνολο της καταδεικνύει ότι υπήρξε αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας που είχε προσφερθεί, έστω και αν ατυχώς παρεισέφρησε στο στάδιο αξιολόγησης του Μ.Κ.4 η πιο πάνω αναφορά.
Υποβλήθηκε ακόμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξάρτησε την αξιοπιστία μαρτύρων κατηγορίας από τη μαρτυρία του Μ.Κ.9. Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό την αρχή που πηγάζει από τη νομολογία ότι δεν επιτρέπεται η αλληλεξάρτηση δύο μαρτύρων για να κριθεί η αξιοπιστία τους (Γιασεμή ν. Ρούσσου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1098, Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541 και Χατζηαυξέντη ν. Λιασή (2014) 1 Α.Α.Δ. 2379, ECLI:CY:AD:2014:A812). Αυτό που προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι πως δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η μαρτυρία ενός μάρτυρα ως να αποτελεί στέρεη βάση και γνώμονα επί του οποίου δοκιμάζεται η αξιοπιστία της μαρτυρίας άλλου μάρτυρα. Δηλαδή, να λειτουργεί ουσιαστικά ως πραγματική μαρτυρία. Μόνο αφού αξιολογηθεί ένας μάρτυρας είναι επιτρεπτό να συγκριθεί η μαρτυρία του με άλλο μάρτυρα για σκοπούς βαρύτητας (Παπαεπιφανείου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 16/2021, ημερ. 19/10/2021).
Εκείνο που παρατηρείται είναι πως ο τρόπος συγγραφής της Απόφασης επί της αξιολόγησης δεν απέδιδε πάντοτε σαφή και ξεκάθαρο διαχωρισμό της αξιολόγησης της μαρτυρίας των συγκεκριμένων μαρτύρων με τους οποίους το Δικαστήριο ανά περίπτωση ασχολείτο από τη σύγκριση της με άλλη μαρτυρία.
Δεν θεωρούμε, όμως, να υπήρξε στην πραγματικότητα εξέταση και αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας με βάση την αλήθεια της κατάθεσης του Μ.Κ.9, όπως προβάλλεται στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης 2 έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας, αλλά αξιολόγηση της μαρτυρία τους αυτοτελώς.
Με δεδομένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.9 και, συνακόλουθα, τη θέση του ότι δεν είχαν διενεργηθεί εργασίες ισιωμάτων και επιδιορθώσεων στα οχήματα του Συνδέσμου αυτό ήταν, αναμφίβολα, καταλυτικό για την τρίτη Κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι Εφεσείοντες.
Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν συνηγορεί υπέρ της θέσης που διατυπώθηκε από τους Εφεσείοντες ότι «το Δικαστήριο παραχώρησε την εκδίκαση της υπόθεσης στον Μ.Κ.9 ο οποίος κατέθεσε για το έσχατο συμπέρασμα» και ότι «το Δικαστήριο εγκατέλειψε την κρίση του και εναπόθεσε την απόφαση στην κρίση του Μ.Κ.9».
Δεν παραβλέπουμε ότι η πλευρά των Εφεσειόντων προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης επικαλέστηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Μέσα λοιπόν από την μαρτυρία του ΜΚ 9, την οποία το Δικαστήριο αποδέχεται ως αξιόπιστη, αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι από τη στιγμή που ο ΜΚ 9 κρίνει ότι δεν έχουν γίνει εργασίες ισιωμάτων και επιδιορθώσεων στα οχήματα του συνδέσμου και έχοντας υπ΄ όψη ότι το τεκμήριο 5 ουσιαστικά αφορά τιμολόγια που είχε εκδώσει ο κατηγορούμενος 2 και που έχει πληρωθεί από τον σύνδεσμο αχθοφόρων για ισχυριζόμενες εργασίες που διεξήγαγε, όπως της (sic) περιγράφει στο τεκμήριο 5 και έχοντας υπ΄ όψη το περιεχόμενο του τεκμηρίου 56 που έχει ήδη αξιολογηθεί πιο πάνω, αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 μεταξύ τους, συνωμοτώντας, εξαπάτησαν τον σύνδεσμο αχθοφόρων με το να εκδίδουνται (sic) τα πιο πάνω τιμολόγια του τεκμηρίου 5 και να εισπράττονται τα ανάλογα ποσά που φαίνονται στα τιμολόγια του τεκμηρίου 5, αποσπώντας ουσιαστικά από τον σύνδεσμο τα ανάλογα χρηματικά ποσά, εξαπατώντας δηλαδή τον σύνδεσμο ότι προέβαιναν σε αυτές τις εργασίες ισιωμάτων, χωρίς αυτές όμως στην πραγματικότητα να γίνονται, αλλά ταυτόχρονα εισέπρατταν το ανάλογο χρηματικό ποσό και ειδικότερα ο κατηγορούμενος 2 και όλα αυτά ήταν σε γνώση του κατηγορουμένου 1 που ασφαλώς συνωμότησε με τον κατηγορούμενο 2, διότι ήταν το άτομο που ήταν υπεύθυνο στο γκαράζ για να εγκρίνει την έκδοση τέτοιων τιμολογίων προς τον σύνδεσμο, αφού ήταν υπεύθυνος για να εγκρίνει την διεξαγωγή επιδιορθώσεων ισιωμάτων από τον κατηγορούμενο 2 είτε εντός, είτε εκτός λιμανιού».
Δεν θεωρούμε ότι η φράση που χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο «από τη στιγμή που ο ΜΚ 9 κρίνει[1] ότι δεν έχουν γίνει εργασίες ισιωμάτων και επιδιορθώσεων στα οχήματα του συνδέσμου» αποκαλύπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι αφέθηκε στο Μ.Κ.9 - και όχι στο ίδιο το Δικαστήριο - να προβεί σε συμπεράσματα που άπτονται της ενοχής των Εφεσειόντων και/ή στα έσχατα συμπεράσματα. Ό,τι ο Μ.Κ.9 κατέθεσε ήταν την επιστημονική του άποψη ότι δεν είχαν διενεργηθεί εργασίες ισιωμάτων και επιδιορθώσεων στα οχήματα του Συνδέσμου. Από εκεί και πέρα το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία στο σύνολο της, κατέληξε στα ευρήματα και συμπεράσματα του καθώς και στην ετυμηγορία του περί ενοχής των Εφεσειόντων.
Ουδεμία, επομένως, παραβίαση εντοπίζεται εν προκειμένω στην πάγια αρχή ότι η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία περί ενοχής ή μη κατηγορούμενου σε ποινική υπόθεση ανήκει στο Δικαστήριο και δεν γίνεται ανεκτή καμία εξωγενής επέμβαση σε αυτό το έργο. Είναι πολύ καλά γνωστό πως δεν είναι έργο του εμπειρογνώμονα να προβαίνει σε συμπεράσματα που άπτονται της ενοχής ή μη του κατηγορούμενου. Τα έσχατα συμπεράσματα (ultimate issues) επαφίενται στην αποκλειστική κρίση του Δικαστηρίου (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 91/2017, ημερ. 2/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:B214).
Ούτε η θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τη νομολογία σχετικά με την αξιολόγηση του εμπειρογνώμονα Μ.Κ.9 ευσταθεί.
Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, η μαρτυρία των Μ.Κ.5, 6 και 7 σε σχέση με τα ισιώματα και επιδιορθώσεις οχημάτων του Συνδέσμου από τον Εφεσείοντα 2, η αναφερόμενη στο Διάγραμμα Αγόρευσης τους ως η μαρτυρία των «πραγματικών πρωταγωνιστών της διαφοράς», αφού αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο, δεν έγινε αποδεχτή και έγινε αποδεχτή εκείνη που προσκομίσθηκε από τον εμπειρογνώμονα, Μ.Κ.9.
Όσο και αν έχει τη σημασία της η λεγόμενη πρωτογενής μαρτυρία των «πρωταγωνιστών της διαφοράς», δεν πρέπει να λησμονείται ότι η επιστημονική μαρτυρία αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο γεγονός που υποδηλώνει και την αξία της[2]. Σε τελευταία ανάλυση το θέμα πρέπει να τυγχάνει της πρέπουσας αξιολόγησης από το Δικαστήριο αναλόγως των γεγονότων της κάθε περίπτωσης.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει και να εξετάσει ως σύνολο το όλο πλαίσιο της μαρτυρίας, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εύρημα ότι η ενοχή του Εφεσείοντος είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας βασιζόμενο μόνο σε περιστατική μαρτυρία.
Η περιστατική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης, όπως προκύπτει από την αιτιολογία του, είναι εκείνη του Μ.Κ.9.
Με κάθε σεβασμό προς το δικηγόρο των Εφεσειόντων, η μαρτυρία του Μ.Κ.9 ήταν άμεση και, επομένως, η αναφορά σε περιστατική μαρτυρία είναι άνευ οποιουδήποτε ερείσματος.
Ο Μ.Κ.9, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, κατόπιν επιτόπιας έρευνας στο χώρο του λιμανιού και προσωπική επιθεώρηση ενός εκάστου των οχημάτων του Συνδέσμου προέβη στις διαπιστώσεις και τα ευρήματα του όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση του και στη μαρτυρία που προσέφερε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στη βάση όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3 και 4 κρίνονται ως μη βάσιμοι και, συνεπώς, απορρίπτονται.
Με το Λόγο Έφεσης 5 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αντιφατικά συμπεράσματα. Στο πλαίσιο της αιτιολόγησης του εν λόγω Λόγου Έφεσης αναφέρεται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχεται ότι ο Εφεσείων προέβη σε επιδιορθώσεις των οχημάτων του Συνδέσμου, τόσο στο συνεργείο του, όσο και στο λιμάνι, αργότερα στην ίδια Απόφαση του αναφέρει ότι αποδέχεται ότι μια μόνο εργασία έγινε σε συγκεκριμένο όχημα καταλήγοντας σε εύρημα ότι όλα τα τιμολόγια αναφέρονταν σε μη εκτελεσθείσες εργασίες.
Αποκλίνουμε από την πιο πάνω θέση. Το ζητούμενο στην υπό εξέταση περίπτωση ήταν αν τα οχήματα του Συνδέσμου είχαν τύχει των επιδιορθώσεων που αφορούσαν τα επίδικα τιμολόγια (Τεκμήριο 5), κατά την επίδικη περίοδο και όχι γενικά αν υπήρχαν άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Εφεσείοντας 2 είχε προβεί σε επιδιόρθωση των οχημάτων του Συνδέσμου.
Εν πάση περιπτώσει, με δεδομένο ότι το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι είχε γίνει εργασία σε συγκεκριμένο όχημα αξίας €600, η αναφορά του σε άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Εφεσείοντας 2 είχε προβεί σε επιδιορθώσεις, εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.
Ως εκ τούτου, δεν συμφωνούμε ότι υπήρξαν, εν προκειμένω, οποιαδήποτε αντιφατικά συμπεράσματα από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Επομένως ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.
Με το Λόγο Έφεσης 6 οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με τις αναφορές του σε διάφορα σημεία της Απόφασης του ότι οι μάρτυρες κατηγορίας δεν διασύνδεσαν τις εργασίες που παρείχε ο Εφεσείοντας 2 με τα εκδοθέντα τιμολόγια και γι' αυτό δεν αποδέχεται την αλήθεια των τιμολογίων, μετέφερε ουσιαστικά το βάρος απόδειξης στους Εφεσείοντες για να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών των μαρτύρων κατηγορίας.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα όσα οι μάρτυρες κατηγορίας είχαν αναφέρει σχετικά με επιδιορθώσεις μηχανημάτων του Συνδέσμου από τον Εφεσείοντα 2 δεν διασυνδέονταν με τα εκδοθέντα τιμολόγια, έγινε στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας αυτής για να καταδείξει ότι επρόκειτο για ισχυρισμούς που δεν μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε αξία ή βαρύτητα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η τρίτη Κατηγορία αφορούσε στην εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο Εφεσείοντας 2 είχε εκδώσει προς το Σύνδεσμο αριθμό τιμολογίων συνολικού ύψους €366.695,74 που κάλυπταν μια χρονική περίοδο μερικών ετών (2008 μέχρι Δεκέμβριο του 2012) και αναφέρονταν σε διάφορες εργασίες/επιδιορθώσεις οχημάτων του Συνδέσμου για τα οποία αυτός εισέπραξε το πιο πάνω ποσό, ενώ, στην πραγματικότητα, τα οχήματα του Συνδέσμου ουδέποτε είχαν τύχει τέτοιων επιδιορθώσεων.
Στη βάση της πιο πάνω εκδοχής οι γενικόλογες και αόριστες αναφορές από ορισμένους μάρτυρες κατηγορίας περί επιδιορθώσεων στα οχήματα χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση ή συγκεκριμενοποίηση, αξιολογούμενες από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το έπεισαν για το αξιόπιστο των σχετικών ισχυρισμών που προβλήθηκαν εφόσον στην υπό κρίση υπόθεση υπήρχαν συγκεκριμένα τιμολόγια με συγκεκριμένες εργασίες έστω και κάτω από μια γενική περιγραφή.
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] (Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
[2] Alexandru Nicolae Munteanu v. Δημοκρατίας, (2013) 2 Α.Α.Δ. 459, 477-478:
«Η επιστημονική μαρτυρία αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο, και εδώ έγκειται και η αξία της. Από την άλλη η «θετική εικόνα» που αποκομίζει το Δικαστήριο, για ένα μάρτυρα είναι υποκειμενικής υφής και αναμφίβολα δεν μπορεί να παραμένει τόσο «θετική» υπό το φως αντίθετης επιστημονικής μαρτυρίας. Τα δύο δεν μπορούν να συνυπάρχουν».