ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Γ. Πολυχρόνης με Β. Ακάμα, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 38/2019 και Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 50/2019. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-01-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 38/2019, 50/2019, 20/1/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B14

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

 20 Ιανουαρίου, 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 38/2019)

    (σχ. με 50/2019)

 

 

XXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

Εφεσείων,

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Eφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 50/2019)

(σχ. με 38/2019)

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

 

XXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

Eφεσίβλητου.

 

 

Γ. Πολυχρόνης με Β. Ακάμα, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 38/2019 και Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 50/2019.

 

Α. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση 38/2019 και Εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση 50/2019.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε               10 συνολικά Κατηγορίες, ως ακολούθως:

 

·        Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος (Κατηγορία 1).

·        Εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών Τάξεως Α΄ και Β΄ (Κατηγορίες 2, 5, 9, 10 και 11).

·        Παράνομη κατοχή των πιο πάνω ναρκωτικών ουσιών (Κατηγορίες 3 και 6).

·        Κατοχή με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών ουσιών που αναφέρονται στις Κατηγορίες 2 και 5.

 

Με την Έφεση προσβάλλεται τόσο η Καταδίκη (Λόγοι Έφεσης 1-11 και 13 και επιπρόσθετοι Λόγοι Έφεσης 1 και 2), όσο και η Ποινή (Λόγος Έφεσης 12 και επιπρόσθετος Λόγος Έφεσης 3).

 

Προς απόδειξη των Κατηγοριών έδωσαν μαρτυρία συνολικά 26 Μάρτυρες Κατηγορίας, ήτοι, 12 Αστυνομικοί Μάρτυρες (Μ.Κ.1, Μ.Κ.4, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6, Μ.Κ.7, Μ.Κ.8, Μ.Κ.9, Μ.Κ.17, Μ.Κ.20, Μ.Κ.24, Μ.Κ.25 και Μ.Κ.26), 4 Ταχυδρομικοί Λειτουργοί (Μ.Κ.2, Μ.Κ.3, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.18), 5 Εμπειρογνώμονες (Μ.Κ.14, Μ.Κ.16, Μ.Κ.19, Μ.Κ.21 και Μ.Κ.23), ένας Κτηματομεσίτης (Μ.Κ.12), μία υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας (Μ.Κ.13), ένας Λειτουργός της ΑΤΗΚ (Μ.Κ.10) και ένας Λειτουργός της MTN (Μ.Κ.15).

 

Ο Εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και κάλεσε τρεις Μάρτυρες Υπεράσπισης, ενώ ο συγκατηγορούμενος του (πρώην Κατηγορούμενος 2), έδωσε ένορκη μαρτυρία και κάλεσε δύο μάρτυρες, ένας εκ των οποίων ήταν κοινός με τον Εφεσείοντα.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν, εν συνόψει, ως ακολούθως:

 

Στις 27/8/2015 μέλη της ΥΚΑΝ ανέκοψαν το Μ.Κ.22 στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας του, ο οποίος είχε στην κατοχή του τέσσερα χάρτινα κιβώτια (Τεκμήρια 1-4), τα οποία περιείχαν 25 κιλά και 899 γρ. κάνναβης και ένα κιλό και 986 γρ. κοκαϊνης (αντικείμενο των Κατηγοριών 2-7). Τα κιβώτια αυτά εισήχθησαν από το Βέλγιο την ίδια ημέρα μέσω του αερολιμένα Λάρνακας και εν συνεχεία, διαβιβάστηκαν στο Ταχυδρομείο Προδρόμου για να παραδοθούν στο πρόσωπο που φερόταν ως ο παραλήπτης των κιβωτίων. Τα εν λόγω τέσσερα κιβώτια έφεραν ως παραλήπτη τον «Πάρη Κουλέρμο» που ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο. Αυτά παραδόθηκαν από τον Ταχυδρομικό Λειτουργό                         Ανδριώτη στο Μ.Κ.22, ο οποίος υπέγραψε στο σχετικό έντυπο ως ο παραλήπτης.

 

Ο Εφεσείων μαζί με τον Ανδριώτη και το Μ.Κ.22, καθώς και άλλα πρόσωπα που παρέμειναν άγνωστα, ανήκαν σε ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα που εισήγαγε ναρκωτικά στην Κύπρο από την Ολλανδία μέσω Βελγίου. Τα ναρκωτικά αποστέλλονταν σε σφραγισμένα χάρτινα κιβώτια αεροπορικώς και αφού έφταναν στην Κύπρο, μέσω του αερολιμένα Λάρνακας, διαβιβάζονταν στη συνέχεια στο Ταχυδρομείο Προδρόμου για να διοχετευτούν ακολούθως στην αγορά. Το εν λόγω κύκλωμα έδρασε από τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του έτους 2014 μέχρι τις 27/8/2015, ημερομηνία που συνελήφθη επ' αυτοφώρω ο Μ.Κ.22 έχοντας στην κατοχή του τα ναρκωτικά, που αποτελούν αντικείμενο των Κατηγοριών 2 μέχρι 7.

 

Κατά παρόμοιο τρόπο είχαν αποσταλεί από το Βέλγιο ακόμη πέντε κιβώτια  τα οποία παραδόθηκαν από άλλους Ταχυδρομικούς Λειτουργούς σε μέλη της ΥΚΑΝ, μετά τη σύλληψη του Μ.Κ.22, στις 28/8/2015 και 31/8/2015.

 

Αμέσως μετά τη σύλληψη του ο Μ.Κ.22 εξέφρασε επιθυμία να συνεργαστεί με την Αστυνομία. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας το απόγευμα της ίδιας ημέρας (27/8/2015), κατόπιν διενέργειας ελεγχόμενης παράδοσης, παραδόθηκαν στο Γλυκερίου, ο οποίος και αυτός ήταν μέλος του ιδίου κυκλώματος, 12 κιλά ομοιωμάτων κάνναβης. Η παράδοση των 12 κιλών κάνναβης έλαβε χώρα μετά από οδηγίες που έδωσε ο Εφεσείων στο Μ.Κ.22 μέσω μηνυμάτων στο τηλέφωνο Blackberry (Τεκμήριο 45), καθώς και τηλεφωνικά μέσω κινητού τηλεφώνου το οποίο χρησιμοποιούσε ο Εφεσείων.

Στο πλαίσιο της συνεργασίας του ο Μ.Κ.22 έδωσε τέσσερις καταθέσεις στην Αστυνομία και προέβη σε υποδείξεις σκηνών. Με τις καταθέσεις του ενέπλεξε τον Εφεσείοντα και το συγκατηγορούμενο του, καθώς και τον                  Ανδριώτη.

 

Ο Ανδριώτης συνελήφθη, ενώ ο Εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του αναζητήθηκαν και δεν εντοπίστηκαν. Από εξετάσεις προέκυψε ότι ο Εφεσείων βρισκόταν στην Ολλανδία, ενώ ο συγκατηγορούμενος του στην Ελλάδα.

 

Παρεμβάλλουμε εδώ ότι στο πλαίσιο της υπόθεσης είχαν αρχικά συλληφθεί ο Μ.Κ.22, ο Γλυκερίου, η Δημοσθένους και ο Ανδριώτης, εναντίον των οποίων καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση υπ' αρ. 17816/2015, όπου τα πιο πάνω πρόσωπα παραδέχθηκαν ενοχή και τους επιβλήθηκαν ποινές από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας υπό διαφορετική σύνθεση.

 

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, ο Εφεσείων ήταν το πρόσωπο που έδινε οδηγίες στο Μ.Κ.22 σε ποια άτομα θα παρέδιδε ναρκωτικά. Επιπλέον, εισέπραττε τα χρήματα από τους αγοραστές των ναρκωτικών, έστελνε τα απαραίτητα ποσά για τις ποσότητες ναρκωτικών που θα αγοράζονταν στο εξωτερικό και εν συνεχεία θα αποστέλλονταν στην Κύπρο και διαμοίραζε τα κέρδη στα μέλη του κυκλώματος. Ο συγκατηγορούμενος του ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά των ναρκωτικών και ο ρόλος του ήταν να ενημερώνει το ανώτατο κλιμάκιο του κυκλώματος (τον «Καλαμαρά») για τα ονόματα και τις διευθύνσεις των δήθεν παραληπτών των ναρκωτικών, τα οποία θα καταγράφονταν επί των κιβωτίων μέσα στα οποία αποστέλλονταν τα ναρκωτικά. Είχε, για το σκοπό αυτό, δικό του άνθρωπο στο Ταχυδρομείο Προδρόμου που δεν ήταν άλλος από τον Ανδριώτη.

 

Ο ρόλος του Μ.Κ.22 ήταν να παραλαμβάνει από τον Ανδριώτη από το Ταχυδρομείο τα κιβώτια με τα ναρκωτικά, αφού ενημερώνετο από τον Εφεσείοντα ή από τον «Καλαμαρά». Είναι στα πλαίσια αυτού του ρόλου του που παρέλαβε από τον Ανδριώτη τα τέσσερα κιβώτια με τα ναρκωτικά την ημέρα που συνελήφθη.

 

Με τους Λόγους Έφεσης 2, 3 και τον επιπρόσθετο Λόγο Έφεσης 1 προβάλλονται ζητήματα παραβίασης της αρχής της Ισότητας των Όπλων, καθώς και της Δίκαιης Δίκης, για τρεις διαφορετικούς λόγους. Ειδικότερα, καθόσον αφορά το Λόγο Έφεσης 2, η εισήγηση περί παραβίασης της Δίκαιης Δίκης στηρίζεται αφενός μεν στην άρνηση του Μ.Κ.22 να απαντήσει σε ερωτήσεις κατά την αντεξέταση του και αφετέρου στη στάση του Δικαστηρίου σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα. Καθόσον αφορά το Λόγο Έφεσης 3 η εισήγηση βασίστηκε στο γεγονός της καταστροφής του τηλεφώνου Blackberry (Τεκμήριο 45) μετά την κατάθεση του συνεπεία πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε στο Δικαστήριο, το οποίο ήτο, όπως υποστηρίχθηκε από την πλευρά του Εφεσείοντα, σημαντικό τεκμήριο για την Υπεράσπιση. Ο Πρώτος επιπρόσθετος Λόγος Έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό παροχή ανταλλάγματος και/ή ασυλίας στο βασικό μάρτυρα Κατηγορίας Μ.Κ.22.

 

Οι Λόγοι Έφεσης 4, 5, 9 και 11 αφορούν σε ζητήματα κατ' ισχυρισμό εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας και ο Λόγος Έφεσης 6 της κατ' ισχυρισμό εσφαλμένης αξιολόγησης της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα. Ενώ ο Λόγος Έφεσης 7 τη λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας. Με το Λόγο Έφεσης 10 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ως «ενισχυτική και/ή ενοχοποιητική μαρτυρία» εναντίον του Εφεσείοντα το γεγονός ότι αυτός καταζητείτο με Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Με το Λόγο Έφεσης 1 ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ως αποδειχθείσες τις Κατηγορίες 10, 11 και 12[1].

 

Κρίνεται σκόπιμo να εξετασθούν πρώτα οι Λόγοι Έφεσης 2, 3 και ο επιπρόσθετος Λόγος Έφεσης 1, στο πλαίσιο των οποίων εγείρονται ζητήματα παραβίασης της Δίκαιης Δίκης και της Ισότητας των Όπλων.

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Μακρίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 189/2019, ημερ. 7/9/2020:

 

«Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας μας πως το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη, απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης προς διαπίστωση, έχοντας πλέον ολοκληρωμένη εικόνα το Δικαστήριο, αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Στην πορεία αυτή, ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto) (xxx Αθανάση (ανωτέρω))[2].

 

Η αρχή της ισότητας των όπλων, βασίζεται στην εξισορρόπηση και συνεπάγεται ότι οποιοδήποτε μέρος της διαδικασίας - η οποία, ως λέχθηκε, εξετάζεται στο σύνολό της - πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του στο Δικαστήριο κάτω από συνθήκες που δεν το                         θέτουν σημαντικά σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του (Parris (ανωτέρω))[3]

 

Λόγος Έφεσης 2

 

Στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης 2 η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλέστηκε παραβίαση των αρχών της Δίκαιης Δίκης και της Ισότητας των Όπλων, λόγω της άρνησης του βασικού Μάρτυρα Κατηγορίας, Μ.Κ.22, να απαντήσει σε καίριες, όπως σημειώνεται, ερωτήσεις των δικηγόρων Υπεράσπισης κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, καθώς και της στάσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, κατά τον Εφεσείοντα, εσφαλμένα και/ή αντινομικά δεν διέταξε το Μ.Κ.22 να απαντήσει στις εν λόγω ερωτήσεις. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι η άρνηση του Μ.Κ.22 να αποκαλύψει το όνομα του «Καλαμαρά», κάποιων παραληπτών ναρκωτικών για τους οποίους έγινε λόγος, αλλά και το όνομα της εταιρείας της «Πρώτης Μεταφορικής», ακριβώς παραβιάζει τις πιο πάνω αρχές. Προς υποστήριξη της θέσης του επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την υπόθεση Pichugin v. Russia (Application No. 38623/2003), ημερ. 18/3/2003.

 

Η αρχή η οποία προκύπτει από τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ στην Pichugin (ανωτέρω) και στην υπόθεση Luca v. Italy no. 33354/96, ECHR 2001, είναι το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του Κατηγορούμενου το οποίο απορρέει από το Άρθρο 6(3) της ΕΣΔΑ να έχει επαρκή και κατάλληλη δυνατότητα να αντικρούσει και να αμφισβητήσει τα εναντίον του αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και κάθε μάρτυρα που καταθέτει σε βάρος του ελέγχοντας την αξιοπιστία και την ακεραιότητα του[4].

 

Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του Μ.Κ.22, η οποία έγινε αποδεχτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο σύνολο της, ο «Καλαμαράς» ήταν ο άνθρωπος που βρισκόταν στην κορυφή του κυκλώματος και συντόνιζε όλα τα μέλη του. Δεν αποκαλύφθηκε το όνομα του λόγω του φόβου που ο Μ.Κ.22 εξέφρασε για τη ζωή του ιδίου και της οικογένειάς του.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα επεσήμανε ότι ο Μ.Κ.22 δεν είχε αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούσαν την ουσία της υπόθεσης. Το μόνο που αρνήθηκε να αποκαλύψει, όπως σημείωσε, ήταν το όνομα του «Καλαμαρά» και της «Πρώτης Μεταφορικής», η οποία σχετιζόταν άμεσα μαζί του. Και τούτο επειδή θεωρούσε τον «Καλαμαρά» - σημαίνοντα πρόσωπο διεθνούς σπείρας διακίνησης ναρκωτικών - αδίστακτο και για το λόγο αυτό φοβόταν για τη ζωή του ιδίου και της οικογένειάς του. Όπως περαιτέρω σημειώθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Μ.Κ.22 είχε επικαλεστεί στο πλαίσιο αυτό και το γεγονός της τοποθέτησης χειροβομβίδας στο σπίτι της μητέρας του για να αποδείξει ότι οι φόβοι του δεν ήταν θεωρητικοί αλλά υπαρκτοί. Στη βάση αυτή το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στο μάρτυρα να μην αποκαλύψει τα ονόματα, υπογραμμίζοντας, συγχρόνως, ότι η συγκεκριμένη ονοματολογία ουδόλως επηρέαζε την Υπεράσπιση.

 

Κατά πρώτο, όπως ορθά επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης διέφεραν ουσιωδώς από τις περιστάσεις της υπόθεσης Pichugin (ανωτέρω), όπου αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση. Εκεί ένας βασικός μάρτυρας Κατηγορίας με μόνη αιτιολογία ότι δεν επιθυμούσε να απαντήσει αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις του συνηγόρου σχετικά με τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και το εκδικάζον Δικαστήριο του επέτρεψε να τηρήσει αυτή τη στάση.

 

Κατά δεύτερο, στην υπόθεση Pichugin (ανωτέρω) ρητά αναγνωρίζεται ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους ένας μάρτυρας μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει είναι ο φόβος για τη ζωή του. Σχετική είναι η παράγραφος 203 της Απόφασης, η οποία έχει ως εξής:

 

"203. There are a number of reasons why a witness may refuse to                       reply to questions put by the defendant, such as fear for his safety                   (see Lucà, cited above, § 40), the painfulness for the victim of                      retelling the details of a sexual abuse (see Petrov v. Bulgaria, no.20024/04,incriminate οneself (see Craxi v. Italy (no. 1) no. 34896/97, §86, 5 December 2002)."

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 2 κρίνεται ανεδαφικός και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

 

 

 

Λόγος Έφεσης 3

 

Μέσω του πιο πάνω Λόγου Έφεσης προωθήθηκε η θέση ότι ο λανθασμένος χειρισμός του τηλεφώνου Blackberry από την Αστυνομία και η παράλειψη δικανικής ανάλυσης του, σε συνδυασμό με την καταστροφή του, είχαν ως αποτέλεσμα τη μη προσαγωγή του περιεχομένου και των δεδομένων του τηλεφώνου ενώπιον του Δικαστηρίου, γεγονός το οποίο, κατά την εισήγηση, έπληξε το δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη αφού παραβιάστηκε η αρχή της Ισότητας των Όπλων.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σταυρινού, Ποινική Έφεση Αρ. 266/2018, ημερ. 8/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, η αρχή της Ισότητας των Όπλων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Δίκαιης Δίκης και κατά τη διεξαγωγή νέας ποινικής δίκης θα πρέπει να ενυπάρχει και να διασφαλίζεται.

 

Στην υπόθεση Σταυρινού (ανωτέρω) υιοθετήθηκε η πιο κάτω ανάλυση της αρχής της Ισότητας των Όπλων, όπως καταγράφεται στην υπόθεση Α.Α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140:

 

«Η αρχή της ισότητας των όπλων βασίζεται στην εξισορρόπηση. Η διαδικασία εξετάζεται στο σύνολό της και συγκεκριμένος περιορισμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν αρκετός για να θεωρηθεί ολόκληρη η διαδικασία άδικη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περίπτωση παραβίασης εξετάζει κατά πόσο έχουν δοθεί στον κατηγορούμενο οποιεσδήποτε άλλες ευκαιρίες για να διορθωθεί η κατάσταση ή για να εξισωθούν τα πράγματα. Κατά πόσο η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε επίδραση επί του αποτελέσματος της δίκης είναι παράγων ο οποίος, γενικά, δεν είναι ή δεν πρέπει να θεωρείται σχετικός (Artico v. Italy, May 13, 1980, Series A, No. 37).

 

Το ερώτημα κατά πόσο δίκη είναι δίκαιη ή όχι θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 746, Nielsen v. Denmark [1989] 11 E.H.R.R. 175). Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη (Can (Series A, Vol. 96) και Barbera (Series A, Vol. 146). Βλέπε ακόμα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland [1998] 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application No. 63151/00, ημερ.                       19 Μαΐου, 2005. Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner's Guide to the European Convention on Human Rights, 2η Έκδοση, παραγρ. 11Α-003, σελ. 59). Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and Melkonyan v. Armenia, Application Nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ. 6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία (V v. U.K., December 16, ECHR 1999-IX).» 

 

Όπως τονίστηκε στη Σταυρινού (ανωτέρω), σε τέτοιες περιπτώσεις όπου εγείρεται ζήτημα ανισότητας των όπλων λόγω καταστροφής μαρτυρικού υλικού, το πρώτο ερώτημα το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο υπήρχε υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για διαφύλαξη του μαρτυρικού υλικού και αν αυτό έχει χαθεί ή καταστραφεί λόγω δικής της υπαιτιότητας (bad faith, mala fides). Στην περίπτωση δε όπου η Κατηγορούσα Αρχή δεν ευθύνεται για την απώλεια ή καταστροφή του μαρτυρικού υλικού, τότε το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από το Δικαστήριο είναι κατά πόσο υπήρξε δυσμενής επηρεασμός της Υπεράσπισης.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο ορθά από τη σχετική νομολογία εξέτασε το ζήτημα και αποτέλεσε εύρημα του ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη είτε για την όποια διαγραφή των δεδομένων του τηλεφώνου, είτε για την καταστροφή του μετά την κατάθεση του στο Δικαστήριο.

 

Στη συνέχεια, εξετάζοντας κατά πόσο υπήρξε δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης, υπογράμμισε τα ακόλουθα:

 

«Καταλήγουμε συνεπώς, ότι η καταστροφή του Τεκμηρίου 45 δεν οδήγησε σε ανισότητα των όπλων μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και Υπεράσπισης. Το σημαντικότερο δεδομένο όμως που οδηγεί στην απόρριψη της συγκεκριμένης εισήγησης είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν βασίστηκε στο περιεχόμενο του συγκεκριμένου Τεκμηρίου για να προωθήσει την υπόθεσή της αλλά βασίστηκε στη μαρτυρία του ΜΚ22, τον οποίο η πλευρά της Υπεράσπισης είχε την ευχέρεια να αντεξετάσει εκτεταμένα καθώς και άλλη πραγματική μαρτυρία όπως το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 68(α) και του DVR. Καταλήγουμε ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των όπλων, δεν επηρεάστηκαν δυσμενώς οι Κατηγορούμενοι και συνακόλουθα δεν παραβιάστηκε η αρχή της δίκαιης δίκης.»

 

 

Υποστήριξε η Υπεράσπιση ότι το τηλέφωνο προέκυψε μέσα από τη μαρτυρία του Μ.Κ.22, ότι ήταν το πλέον σημαντικό τεκμήριο της υπόθεσης. Σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση, εφόσον με βάση τη μαρτυρία του Μ.Κ.22 η επικοινωνία του κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών γινόταν μέσω αυτής της συσκευής, το περιεχόμενο του ήταν καίριας σημασίας είτε προς επιβεβαίωση είτε προς διάψευση των λεχθέντων του Μ.Κ.22.

 

Εν πρώτοις, η Υπεράσπιση επιχειρεί εκ του ασφαλούς να οικοδομήσει επιχείρημα διατεινόμενη ότι αν είχε το τηλέφωνο στην κατοχή της και διερευνάτο το περιεχόμενο του, θα μπορούσαν να εξαχθούν ευρήματα ανατρεπτικά των θέσεων της Κατηγορούσας Αρχής, όπως διατυπώθηκαν από το Μ.Κ.22. Όταν είχε την ευκαιρία να εξετάσει το εν λόγω τεκμήριο, δεν το έπραξε. Ουσιαστική σημασία θα μπορούσε να έχει η απώλεια του, αν ήταν δεδομένο ότι θα προέκυπτε αυτό το αποτέλεσμα που υποστηρίχθηκε προς όφελος της Υπεράσπισης.

 

Επιπλέον, η πιο πάνω εισήγηση παραγνωρίζει ότι η ουσιωδέστερη στην προκείμενη περίπτωση μαρτυρία ήταν εκείνη του Μ.Κ.22. Όπως δε ορθά το Κακουργιοδικείο επεσήμανε μέσω του αποσπάσματος που παρατέθηκε πιο πάνω, δεν ήταν επί του περιεχομένου του τηλεφώνου που η Κατηγορούσα Αρχή βασίστηκε για να προωθήσει την υπόθεσή της, αλλά επί της μαρτυρίας του Μ.Κ.22, τον οποίο η Υπεράσπιση είχε την ευχέρεια και αντεξέτασε εκτεταμένα, καθώς και σε άλλη πραγματική μαρτυρία.

 

Στην υπόθεση R. v. Feltham Magistrates Court (2001) 1 W.L.R. 1293, είχε κριθεί ότι η καταστροφή βιντεοταινίας που καταδείκνυε τι είχε γίνει στην υπόθεση δεν ήταν καθοριστική για την υπεράσπιση του Κατηγορουμένου, επειδή υπήρχαν άλλοι αυτόπτες μάρτυρες τους οποίους ο ίδιος μπορούσε να αντεξετάσει και να υποβάλει τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση DPP v. Cooper (2008) EWHC 507, ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί για κατοχή ναρκωτικών (ηρωΐνης) που εντοπίστηκαν σε χαρτονομίσματα που βρέθηκαν στην κατοχή του και τα οποία είχαν εξεταστεί θετικά σε σχέση με την παρουσία ηρωΐνης. Διαφάνηκε στην πορεία ότι η βιντεοταινία που έδειχνε τις εξετάσεις που είχαν γίνει στα χαρτονομίσματα από εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας είχε απωλεσθεί. Φάνηκε επίσης ότι δεν μπορούσε η Υπεράσπιση να κάνει και η ίδια ανάλογες εξετάσεις στα χαρτονομίσματα για ανεύρεση ηρωΐνης, επειδή ο εμπειρογνώμονας της Αστυνομίας είχε χρησιμοποιήσει ένα ειδικό χημικό που πλέον δεν έδινε τέτοια δυνατότητα. Το Δικαστήριο τόνισε ότι, παρόλο που η απουσία των τεκμηρίων αποτελούσε εμπόδιο για την Υπεράσπιση, εντούτοις, είχε άλλα ικανοποιητικά μέσα για να αμφισβητήσει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, όπως η αντεξέταση του εμπειρογνώμονα ως προς τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε τις εξετάσεις και τα ευρήματά του.

 

Παρομοίως, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. xxx Σταυρινού, Ποινική Έφεση Αρ. 266/2018, ημερ. 8/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας παρόμοιο ζήτημα καταστροφής τεκμηρίων της υπόθεσης και ισχυρισμό για παραβίαση της Δίκαιης Δίκης και της Ισότητας των Όπλων, έκρινε ως λανθασμένη την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι η καταστροφή των τεκμηρίων είχε δημιουργήσει ανυπέρβλητη δυσχέρεια στην Υπεράσπιση, με αποτέλεσμα τη μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης για τους Κατηγορούμενους. Παρατίθεται πιο κάτω απόσπασμα της πιο πάνω απόφασης:

 

«Είμαστε της γνώμης ότι η προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου ήταν εσφαλμένη. Τέθηκε ενώπιον του άλλη μαρτυρία στη βάση της οποίας προσφερόταν στην υπεράσπιση η δυνατότητα αντεξέτασης και προσβολής της αξιοπιστίας της. Υπήρχε η μαρτυρία των αστυνομικών οι οποίοι είχαν μεταβεί στον χώρο και αναγνώρισαν τα τεκμήρια τα οποία περισυλλέγησαν. Επίσης υπήρχε η μαρτυρία τους ως προς τον τρόπο διακίνησης των τεκμηρίων. Οι μάρτυρες κατέθεσαν και αναγνώρισαν, πριν την καταστροφή τους, τα τεκμήρια ενώπιον του δικαστηρίου. Η υπεράσπιση είχε τη δυνατότητα να αντεξετάσει τους  μάρτυρες ως προς τη διακίνηση και να προσβάλει την αξιοπιστία τους. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει ότι σε σχέση με τη διακίνηση δεν είχε στερηθεί του δικαιώματος αντεξέτασης, συνεπώς δεν θα μπορούσε να καταδειχθεί παραβίαση της αρχής για δίκαιη δίκη

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Επιπλέον, όπως ορθά υπογραμμίστηκε από το Κακουργιοδικείο, η όποια δυσκολία προέκυψε στην Υπεράσπιση από την καταστροφή του τηλεφώνου «ίσχυε στον ίδιο βαθμό και για την Κατηγορούσα Αρχή αφού ούτε η Κατηγορούσα Αρχή μπόρεσε να έχει πρόσβαση στο Τεκμήριο 45».

 

Σχετική με το υπό συζήτηση θέμα και η υπόθεση Sofri and other v. Italy, Application no. 37235/97, ημερ. 27/5/2003, όπου αναφέρθηκε ότι το μαρτυρικό υλικό το οποίο είχε χαθεί δεν επηρέασε αρνητικά την Υπεράσπιση, δημιούργησε σε αυτήν απλά κάποια δυσκολία, η οποία όμως δυσκολία ίσχυε στον ίδιο βαθμό και για την Κατηγορούσα Αρχή.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η καταστροφή του τηλεφώνου ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο στην παρούσα υπόθεση ότι δεν οδήγησε σε ανισότητα των όπλων μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και Υπεράσπισης.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Πρώτος πρόσθετος Λόγος Έφεσης

 

Μέσω του Πρώτου πρόσθετου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι ο Εφεσείων δεν είχε δίκαιη δίκη ένεκα της παροχής ανταλλάγματος και/ή ασυλίας στο βασικό μάρτυρα κατηγορίας Μ.Κ.22.

 

Στην αιτιολογία του πιο πάνω Λόγου αναφέρεται ότι η παροχή ανταλλάγματος και/ή ασυλίας στο Μ.Κ.22 έπληξε και/ή επηρέασε το δίκαιο της δίκης του Εφεσείοντα, ένεκα του ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα στηρίχθηκε αποφασιστικά και/ή αποκλειστικά στη μαρτυρία του Μ.Κ.22 χωρίς να παρουσιαστούν ουσιαστικά αντισταθμιστικά μέτρα, ώστε να υφίστανται δικονομικές εγγυήσεις στον Εφεσείοντα που να επιτρέπουν μια δίκαιη και ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.22. Επιπλέον, αναφέρεται ότι οι αποφάσεις για παροχή ανταλλαγμάτων και/ή ασυλίας στο Μ.Κ.22 λήφθηκαν αποκλειστικά από την Κατηγορούσα Αρχή, χωρίς να υπάρχει το στοιχείο και/ή η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου.

 

Στο Διάγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα υποστηρίχθηκε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.22 ήταν το αποτέλεσμα ανταλλαγμάτων που έλαβε και συγκεκριμένα:

 

·        Ασυλία/Μη δίωξη της συμβίας του Α. Η.

·        Απόσυρση κατηγοριών.

·        Η αποφυλάκιση του με Προεδρική Χάρη στις 3/12/2019.

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, το Κακουργιοδικείο αναγνωρίζοντας εξαρχής ότι ο Μ.Κ.22 είναι συναυτουργός, αναφέρθηκε στις καλά νομολογημένες αρχές με τις οποίες προσεγγίζεται μαρτυρία συνεργού και την ανάγκη αξιολόγησης της με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα, καθώς και την ενδεχόμενη ανάγκη εξασφάλισης ενισχυτικής μαρτυρίας. Αφού δε αξιολόγησε τη μαρτυρία του, κατέληξε ότι επρόκειτο για αξιόπιστο μάρτυρα στον οποίο το Δικαστήριο μπορούσε να βασιστεί χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας. Ειδικότερα έκρινε ότι η μαρτυρία                 του, καθόσον αφορά τη συμμετοχή του Εφεσείοντα και του συγκατηγορούμενου του, ήταν σταθερή και αταλάντευτη, παρά τη σφοδρή, όπως την χαρακτήρισε, αντεξέταση του από τους συνηγόρους τους, τονίζοντας ότι δεν διέκρινε «οποιοδήποτε αποχρώντα λόγο να ήθελε να εμπλέξει τους κατηγορούμενους όπως υποστήριξαν οι συνήγοροι υπεράσπισης».

 

Σημαντικό στοιχείο που ανέδειξε το Κακουργιοδικείο ως προς το αξιόπιστο του Μ.Κ.22 ήταν το γεγονός ότι αυτός την ίδια ημέρα της σύλληψης                   του, δηλαδή προτού να τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα υποσχέσεων ή ανταλλαγμάτων από πλευράς των ανακριτικών αρχών που προβάλλει η Υπεράσπιση, εξέφρασε την πρόθεση του να συνεργαστεί με την Αστυνομία. Και τούτο παραδεχόμενος την εμπλοκή του και κατονομάζοντας ταυτόχρονα διάφορα πρόσωπα που εμπλέκοντο στην υπόθεση, μεταξύ των οποίων και τον Εφεσείοντα, και ακολούθως συνεργαζόμενος την ίδια ημέρα της σύλληψης του για ελεγχόμενη παράδοση 12 κιλών κάνναβης, έτσι ώστε σε διάστημα 3½ περίπου ωρών από τη σύλληψη του να παραδοθούν τα ομοιώματα ναρκωτικών στο Γλυκερίου.

 

Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του ότι για την υπόθεση αυτή ο Μ.Κ.22 διώχθηκε και καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση. Όσον δε αφορά τις Κατηγορίες που ανεστάλησαν, το Κακουργιοδικείο επεσήμανε ότι το γεγονός αυτό δεν φαινόταν να σχετίζεται με την πιο πάνω συνεργασία του, αφού ανάλογη στάση, ήτοι απόσυρση κατηγοριών, τηρήθηκε και για τους συγκατηγορούμενους του στην υπόθεση.

 

Όσον αφορά την Α. Η., το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε ως πειστικές τις εξηγήσεις που δόθηκαν από τους Αστυνομικούς Ανακριτές Μ.Κ.17, 24, 25 και 26, για τους λόγους που αυτή δεν θεωρήθηκε ύποπτη και δεν ανακρίθηκε, απορρίπτοντας τοιουτοτρόπως τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι επρόκειτο για προσφορά ανταλλάγματος προς το Μ.Κ.22.

 

Καθόσον αφορά την αποφυλάκιση του Εφεσείοντα με Προεδρική Χάρη, με βάση τα παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν στις 24/11/2020, στις 3/11/2019 ο Μ.Κ.22 αποφυλακίστηκε κατόπιν Προεδρικής Χάρης, η οποία υπεγράφη στις 25/11/2019 και η ποινή φυλάκισης του ανεστάλη για περίοδο τεσσάρων ετών.

 

Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Σ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 202/2015, ημερ. 21/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B55, το γεγονός ότι ένας μάρτυρας αποφυλακίζεται πρόωρα δεν εξυπακούεται ότι η μαρτυρία του ήταν μολυσμένη. Παρατίθεται πιο κάτω σχετική περικοπή από την εν λόγω απόφαση:

 

«Οι λόγοι για τους οποίους ο Ζ. ευεργετήθηκε με προεδρική χάρη κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 53.4 του Συντάγματος), δεν ελέγχονται δικαστικά (Ιωάννου, ανωτέρω). Το ουσιώδες όμως δεν είναι ότι επειδή έτυχε του ευεργετήματος αυτού, η μαρτυρία του Ζ. αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι όντως ήταν μολυσμένη. Το ουσιώδες είναι ότι ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό, το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του ως μαρτυρία συνεργού η οποία κατά τεκμήριο ήταν μολυσμένη και καθοδηγούμενο από την ισχύουσα επί του θέματος νομολογία κατέληξε ότι θα μπορούσε να βασισθεί σ' αυτή για καταδίκη χωρίς ενίσχυση. Πρόκειται για δεδομένη δυνατότητα που είχε το Κακουργιοδικείο, αφού βεβαίως αυτοπροειδοποιήθηκε ως όφειλε για τους ελλοχεύοντες κινδύνους για καταδίκη χωρίς ενίσχυση (βλ. και πρόσφατη απόφαση Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 175/2016 ημερ. 23.11.2018). Ενόψει αυτού, μόνο στην περίπτωση που η μαρτυρία του Ζ. ήταν προϊόν αθέμιτης συναλλαγής θα υπήρχε, ενδεχομένως, δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο. Όμως το Κακουργιοδικείο, παρόλο που ξεψάχνισε την ενώπιον του μαρτυρία, δεν εντόπισε οτιδήποτε «ικανό να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενθάρρυνσης από μέρους της Αστυνομίας προς τον μάρτυρα να πει οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια που ο ίδιος γνώριζε. Τούτο είναι το κριτήριο ..»

 

 

Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, «Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού».

 

Στο πλαίσιο προώθησης του εν λόγω Λόγου Έφεσης η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλέστηκε την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Adamco v. Slovakia, Application No. 45084/2014, 12/2/2020. Στην υπόθεση εκείνη ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Η καταδίκη του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία συνεργού, ο οποίος ενώ είχε δώσει αρχικά την εκδοχή του σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, στη συνέχεια τη διαφοροποίησε ώστε να ενοχοποιήσει τον προσφεύγοντα και ο ίδιος να επωφεληθεί. Όχι μόνο δεν διώχθηκε για το υπό αναφορά αδίκημα αλλά, ενώ αρχικά αντιμετώπιζε και ο ίδιος το αδίκημα του φόνου και κρατείτο εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπόθεσης, με τη μεταβολή της εκδοχής του και την ενοχοποίηση του προσφεύγοντα αφέθη ελεύθερος και η διερεύνηση της υπόθεσης εναντίον του ολοκληρώθηκε. Ο προσφεύγων υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη για το λόγο ότι ο συνεργός είχε επωφεληθεί από την αλλαγή της κατάθεσης του, αφού αναστάληκε η ποινική δίωξη εναντίον του. Υπό αυτά τα δεδομένα το ΕΔΑΔ κατέληξε στη διαπίστωση παραβίασης του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ.

 

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, τα γεγονότα της υπόθεσης Adamco διαφέρουν ουσιωδώς από την παρούσα υπόθεση. Ο Μ.Κ.22 έδωσε εξαρχής την εκδοχή του με την οποία ενέπλεξε τόσο τον εαυτό του, όσο και τον Εφεσείοντα και άλλα πρόσωπα, προτού τεθεί ζήτημα «ανταλλαγμάτων», διώχθηκε για την υπόθεση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 13 ετών.

 

Ως αποτέλεσμα των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω ο Πρώτος πρόσθετος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

Λόγος Έφεσης 8 και επιπρόσθετος Λόγος Έφεσης 2

 

Οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης αφορούν στη διαδικασία σύλληψης και παράδοσης του Εφεσείοντα στη Δημοκρατία από τις Ολλανδικές Αρχές κατόπιν εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (εφεξής ΕΕΣ).

 

Συγκεκριμένα προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο στην Ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 3/11/2017 όσο και στην Τελική, απέρριψε την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι υπήρξε παράνομη σύλληψη και/ή μεταγωγή του στην Κύπρο από την Ολλανδία, και τούτο, στη βάση των πιο κάτω λόγων:

 

     i.        Η μεταφορά του Εφεσείοντα στην Κύπρο έγινε μετά τη λήξη προθεσμίας εκτέλεσης του ΕΕΣ που είναι 10 μέρες.

    ii.        Η προφορική απόφαση του Δημοσίου Κατηγόρου της Ολλανδίας δεν συνιστούσε απόφαση παράδοσης Κατηγορουμένου από Δικαστική Αρχή Εκτέλεσης ΕΕΣ.

   iii.        Δεν εκδόθηκε ποτέ διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντα από τις αρχές της Ολλανδίας.

 

Ήταν η θέση της πλευράς του Εφεσείοντα ότι η παράδοση του κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας και κατ' ακολουθίαν η δίωξη του, ως εκ της παρανομίας αυτής, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Ειδικότερα προέβαλε ότι η παράδοση του Εφεσείοντα χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές εγγυήσεις της Απόφασης Πλαισίου, ισοδυναμούσε με απαγωγή και κατάφωρη παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων που θα έπρεπε να οδηγήσει στην αναστολή της διαδικασίας και απαλλαγή του από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ένεκα κατάχρησης της διαδικασίας. Οι συνήγοροι του παρέπεμψαν συναφώς σε αριθμό αποφάσεων μεταξύ των οποίων και στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης Prosecutor v. Dragan Nikolic, case no. IT-94-2-PT, ημερ. 9/10/2002 καθώς και στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων Ex Parte Bennett (1994) 1 A.C.42.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και επεσήμανε ότι ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ήταν ότι η οριστική απόφαση από την αρμόδια Ολλανδική Αρχή εκδόθηκε στις 15/12/2016 και όχι στις 20/12/2016, ως αναφέρετο στη δέσμη εγγράφων που είχε κατατεθεί από την Εφεσίβλητη και αφορούσαν στα σχετικά έγγραφα που αρμοδίως απέστειλαν οι Ολλανδικές  Αρχές στις Κυπριακές Αρχές, χωρίς να καταλήξει για το αν όντως είχε παρέλθει η προθεσμία των 10 ημερών, έκρινε στη βάση των ενώπιον του γεγονότων ότι «εάν υπήρξε κάποια παραβίαση δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου 1, αυτή έγινε από τις Ολλανδικές Αρχές και δεν είναι έργο του παρόντος Δικαστηρίου να τις διερευνήσει. Εν πάση περιπτώσει, ουδεμία επίδραση θα μπορούσε να έχει στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης. Όπως προκύπτει, εναντίον του Κατηγορούμενου 1 είχε εκδοθεί ΕΕΣ από αρμόδιο Κυπριακό Δικαστήριο το οποίο στάληκε στην Ολλανδία με σχετικό αίτημα για εκτέλεση του, εφόσον ο Κατηγορούμενος 1 διέμενε στην Ολλανδία. Οι Ολλανδικές Αρχές, ανταποκρινόμενες στο αίτημα, εκτέλεσαν το ΕΕΣ και ενημέρωσαν τις Κυπριακές Αρχές, καθορίζοντας ημερομηνία παράδοσης του Εκζητουμένου την 30/12/2016 ..

 

Πρόσθεσε, επίσης, ότι «τυχόν παράλειψη των Ολλανδικών Αρχών να απέλυαν τον Κατηγορούμενο 1 επειδή παρήλθε, κατ' ισχυρισμόν, ο χρόνος που προβλέπεται στο άρθρο 23(5) του Νόμου-Πλαίσιο[5], δυνατό να νομιμοποιούσε τον Κατηγορούμενο 1 σε νομικά διαβήματα εναντίον των Ολλανδικών Αρχών για παραβίαση των δικαιωμάτων του, αλλά, σίγουρα δεν του παρέχει νομικό έρεισμα να επικαλείται κατάχρηση στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας

 

Εν πρώτοις, οι κατ' ισχυρισμόν παραλείψεις των Ολλανδικών Αρχών ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από αυτό, ούτε και να αποτελέσουν έρεισμα, για να επικαλείται ο Εφεσείων κατάχρηση στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι εκείνο που ενείχε σημασία ήταν η ύπαρξη ΕΕΣ το οποίο είχε εκδοθεί από αρμόδιο Κυπριακό Δικαστήριο και το οποίο είχε στη συνέχεια σταλεί στην Ολλανδία για σκοπούς εκτέλεσης. Η υπό εξέταση περίπτωση σαφώς και αφορούσε σε παράδοση του Εφεσείοντα στη βάση νόμιμα εκδοθέντος ΕΕΣ.

 

Κατά δεύτερο, οι αποφάσεις τις οποίες επικαλέστηκε η πλευρά του Εφεσείοντα στις οποίες συζητήθηκε ζήτημα κατάχρησης δεν είχαν οποιαδήποτε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση, εφόσον τα γεγονότα τους ήταν εντελώς διαφορετικά. Στις υποθέσεις εκείνες [Prosecutor v. Dragan Nicolic (ανωτέρω), Ex Parte Bennett (ανωτέρω), R. v. Hartley [1978] NZLR 199 και S. Ebrahim [1991] 2 SA 533], δεν είχε ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία για έκδοση αλλά παράνομη και/ή με αθέμιτο τρόπο εξασφάλιση της παρουσίας των καταζητούμενων προσώπων ώστε να θεωρηθεί απαγωγή, με αποτέλεσμα η επακολουθήσασα δίωξη να κριθεί ως κατάχρηση της διαδικασίας. Ούτε τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που να καταδεικνύει ότι οι διωκτικές αρχές είχαν ενεργήσει με κακή πίστη ή με δόλο ή με άλλο μεμπτό και αθέμιτο τρόπο για την παράδοση του Εφεσείοντα, ώστε η επακολουθήσασα δίωξη του Εφεσείοντα να συνιστά κατάχρηση διαδικασίας.

 

Το ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας εξετάστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία v. Ζολώτα κ.ά., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 144/2019                    και 145/2019, ημερ. 11/12/2019, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανατρέποντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου το οποίο είχε απαλλάξει τους Κατηγορούμενους θεωρώντας ότι υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας, η οποία ανέτρεχε στην ακύρωση ενταλμάτων σύλληψης τους που είχαν εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο στη διαδικασία παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο, ανέφερε τα εξής:

 

«Η εξουσία του δικαστηρίου για διακοπή ή αναστολή της διαδικασίας ενεργοποιείται σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι είναι αδύνατο ο κατηγορούμενος να τύχει δίκαιης δίκης ή υπό περιστάσεις που προσβάλλουν το περί δικαίου αίσθημα του δικαστηρίου (R. ν. Maxwell [2011] Cr App R 31) ώστε να δημιουργείται η ανάγκη για προστασία του κύρους και της ακεραιότητας της απονομής της δικαιοσύνης και της ποινικής διαδικασίας. Όταν προβάλλεται τέτοιο ζήτημα θα πρέπει να εξετάζεται το κατά πόσο οι διωκτικές αρχές έχουν ενεργήσει κακόπιστα (Δημοκρατία υ. Ηλιάδη, Ποιν. Έφ. Αρ. 348/18, 31.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:B207. Στην υπόθεση Regina ν. Norman (Robert) [2016] EWCA Crim 1564, [2017] 4 W.L.R. 16, όπου προβλήθηκε ο ισχυρισμός για ανεπίτρεπτη συμπεριφορά της αστυνομίας και της κατηγορούσας αρχής, προκειμένου να προσάξουν τον κατηγορούμενο ενώπιον του δικαστηρίου το θέμα εξετάστηκε σε δύο επίπεδα:

 

 «This involves a two stage approach. First it must be determined whether and in what respects the prosecutorial authorities have been guilty of misconduct. Secondly it must be determined whether such misconduct justifies staying the proceedings as an abuse. This second stage requires an evaluation which weighs in the balance the public interest in ensuring that those charged with crimes should be tried against the competing public interest in maintaining confidence in the criminal justice system and not giving the impression that the end will always be treated as justifying any means. How the discretion will be exercised will depend upon the particular circumstances of each case, including such factors as the seriousness of the violation of the accused's rights; whether the police have acted in bad faith or maliciously; whether the misconduct was committed in circumstances of urgency, emergency or necessity; the availability of a sanction against the person(s) responsible for the misconduct; and the seriousness of the offence with which the accused is charged. These are merely examples of factors which may be relevant. ...»

 

Εν προκειμένω, η κατηγορούσα αρχή δεν ενήργησε με κακή πίστη ή με δόλο, ή άλλο μεμπτό τρόπο. Δεν επιχειρήθηκε η παράνομη ή με οποιοδήποτε αθέμιτο τρόπο εξασφάλιση της παρουσίας των εφεσιβλήτων, όπως ήταν λ.χ. η περίπτωση της υπόθεσης Bennett (No. 1) [1994] AC 1, που αφορούσε στη απαγωγή προσώπου στην Νότιο Αφρική και την προσαγωγή του στην Αγγλία με σκοπό τη δίωξη του, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες για έκδοση του. Για τον ίδιο λόγο διαφοροποιούνται και οι άλλες σχετικές αποφάσεις στις οποίες παραπεμφθήκαμε από πλευράς εφεσιβλήτων (R. v. Hartley [1978] NZLR 199, S. Ebrahim [1991] 2 SA 533). Ούτε είναι λ.χ. η περίπτωση κατά την οποία τα εθνικά εντάλματα είχαν εκτελεστεί στην Κύπρο, εν γνώσει της παραβίασης του άρθρου 4, ώστε να επιτευχθεί η σύλληψη και προσαγωγή των εφεσιβλήτων ενώπιον του Δικαστηρίου. Απλώς αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για την έκδοση, από τα κυπριακά δικαστήρια, των ΕΕΣ η εκτέλεση των οποίων έγινε από τις αρμόδιες αρχές των κρατών εκτέλεσης μετά από, περιορισμένο έστω, στο βαθμό που αναγνωρίζεται στα πλαίσια εκτέλεσης ΕΕΣ, έλεγχο από τα δικαστήρια των κρατών αυτών. Η μεταγενέστερη ακύρωση των εθνικών ενταλμάτων, υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, επ' ουδενί στοιχειοθετεί αθέμιτη και καταχρηστική συμπεριφορά των κυπριακών διωκτικών αρχών και της κατηγορούσας αρχής, κατά τον ουσιώδη χρόνο ή οποτεδήποτε. Έστω κι αν θα έπρεπε να διευκρινιστεί ο λόγος που ζητήθηκαν τα εθνικά εντάλματα και υπήρξε παράλειψη ή παράβλεψη ή άλλο λάθος ως προς τούτο, εύστοχα υποδείχθηκε από πλευράς εφεσείουσας το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R. v. Burns [2002] EHCA Crim 1324:

 

 

 

 

«Errors will be made and oversights will occur, and combinations of errors and oversights will take place, which do not justify the conclusion that the process has been abused.»»

 

Επιπλέον, όπως ορθά επεσήμανε η κα Ματθαίου, η πάροδος και μόνο των προβλεπομένων στο Άρθρο 23 της Απόφασης Πλαισίου προθεσμιών, δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος από την υποχρέωση του να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως του ΕΕΣ για να προβεί στην παράδοση του Εκζητουμένου.

 

Όπως συναφώς επισημάνθηκε στην υπόθεση του ΔΕΕ Tomas Vilkas,                 C-640/15, ημερ. 25/1/2017[6], «η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας, συνεπάγεται, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, ότι τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 36).»[7] Τονίσθηκε δε ότι «η πάροδος και μόνον των προβλεπομένων στο άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου προθεσμιών δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος εκτελέσεως από την υποχρέωσή του να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να προβεί στην παράδοση του καταζητουμένου»[8].

 

Επανερχόμενοι στο ζήτημα των κατ' ισχυρισμόν παραλείψεων των Ολλανδικών Αρχών κατά τη διαδικασία εκτέλεσης του ΕΕΣ στην Ολλανδία, πέραν του ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από το ίδιο και ότι τυχόν παραλείψεις δυνατόν να νομιμοποιούσαν τον Εφεσείοντα σε νομικά διαβήματα εναντίον των Ολλανδικών Αρχών, σημαντικό στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να παραβλεφθεί είναι, όπως προκύπτει από τη δέσμη εγγράφων που κατατέθηκε, το γεγονός ότι αυτός συγκατατέθηκε στην παράδοση του.

 

Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 8 και επιπρόσθετος Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτονται.

 

 

Λόγοι Έφεσης 4, 5, 9 και 11

 

Οι Λόγοι Έφεσης  4, 9 και 11 αφορούν στην αξιολόγηση και στην εντέλει απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.1(Κ1) Μαύρου, του Κατηγορούμενου 2 και του Μ.Υ.2 Αβραάμ, ενώ ο Λόγος Έφεσης 5 της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Μ.Κ.22 και της εντέλει αποδοχής της χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξαρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που αποκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Πρέπει δε οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).

 

Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα εξετάσουμε τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα επικαλέστηκαν στο πλαίσιο των πιο πάνω Λόγων Έφεσης, προκειμένου να προσβάλουν ως λανθασμένη την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.22, του Μ.Υ.1, του Μ.Υ.2, καθώς και την αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα.

 

Λόγος Έφεσης 5

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 βάλλεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Μ.Κ.22 και της αποδοχής της χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Το Κακουργιοδικείο, αναγνωρίζοντας εξαρχής ότι ο Μ.Κ.22 είναι συναυτουργός, αναφέρθηκε στις καλά θεμελιωμένες αρχές με βάση τις οποίες προσεγγίζεται η μαρτυρία συνεργού και την ανάγκη αξιολόγησης της με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα, καθώς και την ενδεχόμενη ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε συναφώς σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ειδικά στις αποφάσεις Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 12/2015 - 17/2015, ημερ. 4/7/2017, xxx Αβραάμ κ.ά., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 102/2016, 103/2016 και 106/2016, ημερ. 13/12/2017 και xxx Πισσά ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 229/2016, ημερ. 14/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B114. Αφού εξέτασε τη μαρτυρία του επικαλούμενο τις πιο πάνω αρχές, κατέληξε ότι επρόκειτο για αξιόπιστο μάρτυρα. Η κατάληξη του αυτή, όπως ανέφερε, βασίστηκε στο σύνολο του μαρτυρικού υλικού ενώπιον του και με επίγνωση του ρόλου του Μ.Κ.22. Προχώρησε στη συνέχεια σε επισήμανση κάποιων ασαφειών και ανακριβειών στη μαρτυρία του οι οποίες κρίθηκαν επουσιώδεις, καθώς και της απροθυμίας του να αποκαλύψει κάποια γεγονότα που σχετίζονταν με την όλη δράση του κυκλώματος, καθώς και να κατονομάσει τον «Καλαμαρά» και δύο άλλα πρόσωπα, κρίνοντας ότι ο Μ.Κ.22 είχε δώσει εξηγήσεις και τους λόγους που δεν ήθελε να τα αποκαλύψει. Με παραπομπή δε σε συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας του διαπίστωσε ότι επί της ουσίας η μαρτυρία του ελέγχετο ως ορθή. Δεν παρέλειψε στη συνέχεια να εξετάσει τα κίνητρα που του αποδόθηκαν από τους Κατηγορούμενους τα οποία, αφού τα εξέτασε λεπτομερώς, κατέληξε ότι ο Μ.Κ.22 δεν είχε οποιοδήποτε λόγο να τους εμπλέξει. Στη βάση των πιο πάνω ήταν η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του Μ.Κ.22, χωρίς την ανάγκη για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Η πλευρά του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι η αυτοπροειδοποίηση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.22 ως συνεργού δεν ήταν αρκετή και ότι επιβάλλετο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Αποτέλεσε περαιτέρω εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας πριν αποφασίσει για την αξιοπιστία του μάρτυρα συνεργού Μ.Κ.22.

 

Εν πρώτοις, να επισημάνουμε ότι ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του Μ.Κ.22 συνάδει με ό,τι προκρίνει η πάγια νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού. Ειδικότερα προσέγγισε τη μαρτυρία του ως μαρτυρία συνεργού η οποία κατά τεκμήριο ήταν μολυσμένη και, καθοδηγούμενο από την ισχύουσα επί του θέματος νομολογία, κατέληξε ότι θα μπορούσε να βασισθεί σε αυτή για καταδίκη χωρίς ενίσχυση. Πρόκειται για δεδομένη δυνατότητα που είχε το Κακουργιοδικείο αφού, βεβαίως, αυτοπροειδοποιήθηκε, ως όφειλε, για τους ελλοχεύοντες κινδύνους για καταδίκη χωρίς ενίσχυση.

 

 Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση στην υπόθεση Πισσάς v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 229/2016, ημερ. 14/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B114:

 

       «Η αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού λαμβάνει χώραν, κατά πάγια νομολογία, με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Μολονότι δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής, από τον δικαστικό λόγο της απόφασης Zacharia v. The Republic (1962) CLR 52, συνάγονται τα ακόλουθα:

 

     Το δικαστήριο, κατά πρώτον, αξιολογώντας την αξιοπιστία συνεργού, οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο είναι ή όχι διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Υπό τα δεδομένα αυτά, έχει νομική υποχρέωση να αυτοϋπενθυμίζεται ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, δεδομένου ότι η όποια ουσιαστική μαρτυρία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από τη δική του εμπλοκή στα γεγονότα που καθορίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Εάν, υπό το φως τέτοιας αυτοπροειδοποίησης το δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να δεχθεί τη μαρτυρία του εν λόγω συνεργού και αισθάνεται ότι μπορεί με σιγουριά να βασισθεί σε αυτή, χωρίς ενίσχυση, και να προχωρήσει σε έκδοση καταδικαστικής απόφασης, είναι ελεύθερο να το πράξει νόμιμα. Αν το δικαστήριο αισθάνεται ότι δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία συνεργού, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, τότε προχωρεί στην αναζήτηση ενίσχυσης από ανεξάρτητη μαρτυρία, τέτοιας μορφής που όχι μόνο να υποστυλώνει την εκδοχή του συνεργού σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος αλλά και να συνδέει ή να τείνει να συνδέσει τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο με το αδίκημα αυτό.

 

Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000)                    2 ΑΑΔ 628, 657-659, το ζήτημα της αντιμετώπισης μαρτυρίας συνεργού αντικρίσθηκε ως εξής: 

 

«Η θεώρηση από το δικαστήριο μάρτυρα ως συνεργού και οι αρχές που διέπουν την αντιμετώπισή του ως τέτοιου και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πηγάζουν από τη νομολογία, αγγλική, κατ' αρχήν, και κυπριακή, στη συνέχεια. Συνοψίζονται ως ακολούθως:-

 (α) Εφόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ' αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του, τότε πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

 (β) Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε το έγκλημα, στο οποίο αναφέρεται ο συνεργός, και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος.

 (γ) Το δικαστήριο, αφού προσεγγίσει τη μαρτυρία του συνεργού με τον τρόπο που έχουμε διαγράψει, μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία.»

 

Όπως υποδεικνύουν οι πιο πάνω αυθεντίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η δυνατότητα αποδοχής της μαρτυρίας του συνεργού χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας είναι δεδομένη. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 175/2016, ημερ. 23/11/2018, «η ορθή λοιπόν αντιμετώπιση της μαρτυρίας συνεργού θα πρέπει να έχει έναυσμα την καθ΄ αυτό αποτίμηση του αξιόπιστου ή μη της μαρτυρίας του. Εάν ο συνεργός κρίνεται κατά βάση ως αξιόπιστος μάρτυρας από το Δικαστήριο, ή, τους ενόρκους στην Αγγλία, τότε τυχόν στοιχεία άλλης μαρτυρίας που τείνουν να ενισχύσουν το αξιόπιστο μπορούν να αναζητηθούν, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο».

 

Η θέση ότι θα έπρεπε να εξετασθεί η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας πριν κριθεί η αξιοπιστία του Μ.Κ.22, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω): «Είναι λάθος, όμως, να κρίνεται το αξιόπιστο της μαρτυρίας ενός συνεργού είτε στη βάση ενισχυτικής μαρτυρίας είτε ως σφαιρική αντιμετώπιση του θέματος. Αυτό διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος μεταφοράς μιας αίσθησης ενοχής εξαιτίας της ενισχυτικής μαρτυρίας στην ενδεχόμενη αμφιβολία περί της αξιοπιστίας ενός συνεργού.»

 

Η πλευρά του Εφεσείοντα προσπάθησε να πλήξει την αξιοπιστία του Μ.Κ.22 προβάλλοντας παράπονα και αιτιάσεις που αφορούσαν, βασικά, ότι ο Μ.Κ.22 έλαβε ανταλλάγματα προτού καταθέσει. Μεταξύ αυτών ήταν να μην διωχθεί η συμβία του Α. Η. η οποία ούτε ανακρίθηκε, ούτε συνελήφθη και ότι ανέμενε, μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης, να λάβει Προεδρική Χάρη και να αφηνόταν ελεύθερος ως αντάλλαγμα της μαρτυρίας του και να διαφύγει στο εξωτερικό με έξοδα της Δημοκρατίας, πράγμα το οποίο έγινε αφού, προτού εκτίσει την ποινή του, αποφυλακίστηκε και στάληκε στο εξωτερικό.

 

Οι λόγοι για τους οποίους ο Μ.Κ.22 ευεργετήθηκε με Προεδρική Χάρη δεν ελέγχονται δικαστικά (Ιωάννου ν. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267). Το ουσιώδες, ωστόσο, δεν είναι επειδή ο Μ.Κ.22 έτυχε αυτού του ευεργετήματος η μαρτυρία του αποδείχθηκε, εκ των υστέρων, ότι όντως ήταν μολυσμένη. Μόνο στην περίπτωση που η μαρτυρία του ήταν προϊόν αθέμιτης συναλλαγής θα υπήρχε, ενδεχομένως, δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο.

 

Για το ζήτημα των ανταλλαγμάτων και της εν γένει ευνοϊκής μεταχείρισης το Κακουργιοδικείο απορρίπτοντας τη σχετική προς τούτο εισήγηση της Υπεράσπισης ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

«γ) Σε σχέση, τέλος, με την εισήγηση ότι τους ενέπλεξε για να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης ή για να πάρει τα ανταλλάγματα που επικαλέστηκαν, παρατηρούμε ότι ο ΜΚ22 εξέφρασε την πρόθεση του να συνεργαστεί την ίδια ημέρα της σύλληψης του. Αρκεί να υποδειχθεί ότι μέσα στα πλαίσια αυτά, σε διάστημα 3½ περίπου ωρών, από τη σύλληψή του, παραδόθηκαν τα ομοιώματα ναρκωτικών στον ΧΧΧ Γλυκερίου. Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει αποδεκτή η θέση ότι η συνεργασία του ΜΚ22 με την Αστυνομία ήταν προϊόν συμφωνίας ή συνεννόησης για να τύχει ανταλλαγμάτων ή ευνοϊκής μεταχείρισης. Σε κάθε περίπτωση, ο ΜΚ22, διώχθηκε και καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση...»

 

Όσον δε αφορά το ζήτημα της συμβίας του το Κακουργιοδικείο έκρινε πειστικές και δικαιολογημένες τις εξηγήσεις που έδωσαν οι ανακριτές σύμφωνα με τις οποίες δεν υπήρχε μαρτυρία που ενέπλεκε την Α. Η. με την υπόθεση.

 

Συμφωνούμε πλήρως με τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του Μ.Κ.22. Από τη στιγμή που η ενώπιον του μαρτυρία δεν αποκάλυψε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.22 ήταν αποτέλεσμα αθέμιτου ανταλλάγματος, επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση στην οποία προέβη δεν είναι επιτρεπτή εφόσον δεν εντοπίσαμε ότι αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα το Κακουργιοδικείο προέβη σε παράλογα ή αυθαίρετα συμπεράσματα που δεν είχαν έρεισμα στην ενώπιον του μαρτυρία.

 

Παρά το γεγονός ότι στο πλαίσιο της αιτιολογίας του Λόγου Έφεσης 5 αναφέρεται ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.22 ενείχε αντιφάσεις, ασάφειες και αοριστίες και αναλήθειες και συγκρουόταν με μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, η θέση αυτή δεν τεκμηριώθηκε εκ μέρους του Εφεσείοντα εφόσον ουδεμία εξειδίκευση ή συγκεκριμενοποίηση των ισχυριζόμενων αντιφάσεων, ασαφειών και αναληθειών έγινε ώστε να ήταν δυνατή η εκτίμηση τους και κατά πόσο ήταν τέτοιας σημασίας που θα μπορούσαν να πλήξουν την αξιοπιστία του. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός παρέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας και αοριστίας και δεν μπορεί να εξετασθεί. Εν πάση περιπτώσει, το ίδιο το Δικαστήριο δεν παραγνώρισε το γεγονός ότι υπήρξαν κάποιες ασάφειες και ανακρίβειες στη μαρτυρία του Μ.Κ.22 τις οποίες και σχολίασε για να καταλήξει ότι αυτές ήταν εντελώς επουσιώδεις και δεν κλόνιζαν την αξιοπιστία του, με αποτέλεσμα να μην διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του.

 

Στη βάση των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Λόγος Έφεσης 9

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου 2 εξήγησε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε ότι αυτός δεν κατέθεσε τα αληθή γεγονότα, αποδίδοντας την ενέργεια του αυτή σε «εμφανή προσπάθεια να αποφύγει τις συνέπειες από την παράνομη δράση του».

 

Η βασική εκδοχή του Κατηγορούμενου 2, ότι ενεπλάκη στην υπόθεση αδίκως από το Μ.Κ.22, για τους λόγους που ανέφερε και οι οποίοι αφορούσαν σε προσωπικές διαφορές, εξετάστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αφού έλαβε υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας, έδωσε επαρκείς λόγους γιατί δεν θεώρησε τη θέση του πως δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη με την υπόθεση - που ήταν και η ουσία της υπεράσπισης του - καθόλου πειστική.

 

Έχοντας εξετάσει όλες τις αιτιάσεις που κατά την εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα αποδείκνυαν ότι η μη αποδοχή της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου 2 ήταν εσφαλμένη, είναι η κρίση μας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και έχοντας έναντι μας το πλεονέκτημα να παρακολουθήσει τον Κατηγορούμενο 2 στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτό εύρημα ως προς την αξιοπιστία του.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 9 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 11

 

Ο Λόγος Έφεσης 11 αφορά στην αξιολόγηση και την εντέλει απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.2, Αβραάμ, ο οποίος ανέφερε ότι είχε επισκεφθεί το Μ.Κ.22 στα κρατητήρια και είχε συνομιλία μαζί του κατά την οποία ο Μ.Κ.22 του είπε ότι ενέπλεξε τους Κατηγορούμενους επειδή πίστευε ότι «τον έδωσαν στην Αστυνομία» και για να μην διωχθεί η συμβία του.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 ως εντελώς αναληθή, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ο ισχυρισμός ότι ο Μ.Κ.22 είπε σε κοινούς φίλους του ιδίου και των Κατηγορουμένων «όσα του απέδωσε ο Μ.Υ.2 (Κ.1) αντιστρατεύεται την κοινή λογική και δεν συνάδει με την όλη εικόνα που σχηματίσαμε για το Μ.Κ.22».

 

Ο Εφεσείων προβάλλει ότι η θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την εν λόγω μαρτυρία ως αναληθή, είναι εντελώς αυθαίρετη και/ή αδικαιολόγητη αφού δεν αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους την έκρινε αναληθή, παρά μόνο το γεγονός ότι η εντύπωση που έδωσε στο Δικαστήριο είναι ότι ο Μ.Υ.2 ήλθε για να βοηθήσει με τη μαρτυρία του τον Εφεσείοντα.

 

Η πιο πάνω θέση παραβλέπει, ωστόσο, το γεγονός ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε άλλο σημείο της Απόφασης του και συγκεκριμένα στο στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ.22 εξέτασε, μεταξύ άλλων, σε έκταση και τα κίνητρα που αποδόθηκαν στο Μ.Κ.22 να εμπλέξει στην υπόθεση τους Κατηγορούμενους. Εξέτασε, δηλαδή, την ουσία του ισχυρισμού που ήταν, κατά την εκδοχή του, αντικείμενο της συνομιλίας που ο Μ.Υ.2 είχε με το Μ.Κ.22.

 

Ως εκ τούτου το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι ο Μ.Κ.22 είχε εμπλέξει αδίκως τους Κατηγορούμενους στην υπόθεση, δίδοντας προς τούτο σαφείς και πειστικούς λόγους κατά το στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ.22, όταν κλήθηκε να αξιολογήσει τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, αφού αναφέρθηκε και στην εικόνα που σχημάτισε για τον εν λόγω μάρτυρα, ορθά την απέρριψε ως αναληθή χωρίς να χρειάζεται να επαναλάβει όλα όσα είχε προηγουμένως αναλύσει σε σχέση με το θέμα των κινήτρων που αποδόθηκαν στο Μ.Κ.22 από την Υπεράσπιση.

 

Συνεπώς ο Λόγος Έφεσης 11 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 4

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα της Υπεράσπισης Μ.Υ.1 (Κ.2)                          Μαύρου. Ο Μαύρου κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας εκ μέρους της Υπεράσπισης σε σχέση, μεταξύ άλλων, και με το κινητό τηλέφωνο Blackberry, Τεκμήριο 45. Μέσω Εκθέσεως που ετοίμασε αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις μεθόδους οι οποίες θα έπρεπε να ακολουθηθούν τόσο από τους ανακριτές, όσο και από τους εμπειρογνώμονες, κατά την παραλαβή και δικανική εξέταση του πιο πάνω Τεκμηρίου.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό ο υπό εξέταση Λόγος Έφεσης περιορίζεται στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 (Κ.2) σε σχέση με το τηλέφωνο (Τεκμήριο 45).

 

Στην αιτιολογία του εν λόγω Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έκανε αποδεκτή στην ολότητα της τη μαρτυρία του Μαύρου και/ή ότι την αξιολόγησε αντίθετα με τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού διαπίστωσε ότι ο πιο πάνω μάρτυρας πληρούσε τα κριτήρια πραγματογνωμοσύνης στον τομέα που έδωσε μαρτυρία, χωρίς να του αποδίδει οποιοδήποτε αλλότριο κίνητρο ή αναξιοπιστία έκρινε, για τους λόγους που παρέθεσε, ότι η μαρτυρία του δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας και ότι δεν έθετε υπό αμφισβήτηση τη μαρτυρία είτε των πραγματογνωμόνων, είτε άλλων μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Ήταν χαρακτηριστική η περιγραφή της μαρτυρίας του από το Κακουργιοδικείο ως «περισσότερο άσκηση επί χάρτου χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα». Και τούτο ενόψει του ότι, ενώ ο μάρτυρας είχε από τις 4/12/2017 διοριστεί από την Υπεράσπιση προς παροχή υπηρεσιών εμπειρογνωμοσύνης για την παρούσα υπόθεση και το συγκεκριμένο τηλέφωνο, το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κατατεθημένο στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο, εντούτοις δεν του είχε ζητηθεί να το εξετάσει.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση από το Κακουργιοδικείο, όπως θα εξηγήσουμε, μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι σημαντικό να τονιστεί εξαρχής ότι, ενώ ο πυρήνας της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα ήταν ότι θα υπήρχε σημαντική πιθανότητα, με βάση τις διαδικασίες που ανέφερε, να ξεκλειδωθεί η συσκευή και να ανακτηθούν τα δεδομένα[9], το γεγονός ότι ο ίδιος δεν το εξέτασε όταν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό να γίνει (ήτοι πριν την καταστροφή του τεκμηρίου), ακριβώς αναδείκνυε αυτή τη θεωρητική και κινούμενη στη σφαίρα της πιθανολόγησης μαρτυρία - όπως την χαρακτήρισε η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής - η οποία προσφέρθηκε από τον ίδιο. Δεν ήταν θέμα, επομένως, στην προκείμενη περίπτωση επίρριψης της ευθύνης στην Υπεράσπιση που δεν φρόντισε πριν την καταστροφή του τεκμηρίου για την εξέταση του, όπως υποστηρίχθηκε από την πλευρά του Εφεσείοντα, αλλά σημαντική επισήμανση από το Κακουργιοδικείο ως προς τη σημασία και την αξία της μαρτυρίας του Μαύρου.

 

Κατ' ανάλογο τρόπο οι αναφορές του μάρτυρα περί δυνατότητας αναζήτησης της συνδρομής της κατασκευάστριας εταιρείας ακόμη και μετά την καταστροφή του τηλεφώνου, ορθά κρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο ως αναφορές που παρέμειναν σε θεωρητικό επίπεδο εφόσον καμία απόδειξη ή ένδειξη υπήρχε ότι αυτό μπορούσε να γίνει. Όπως συναφώς προέκυψε, όταν του τέθηκε ότι τέτοιες εταιρείες θα αρνούντο να δώσουν τέτοια στοιχεία, δήλωσε απλώς ότι αν αποτεινόταν η Αστυνομία και η Κυπριακή Δημοκρατία «θα γνωρίζαμε αν αρνούνταν ή όχι».

 

Έπειτα, ενώ αναφέρθηκε σε τρεις μεθόδους, η χρήση των οποίων θα μπορούσε, σύμφωνα με την εκδοχή του, να οδηγήσει στο ξεκλείδωμα του κινητού και την ανάκτηση των δεδομένων του (Chip Off, Jtag και Micro Read), όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, ο ίδιος τέτοιες μεθόδους ουδέποτε εφάρμοσε, αλλά ούτε και η Κυπριακή Αστυνομία εξ΄ όσων ο μάρτυρας γνώριζε.

 

Ειδικότερα δε σε σχέση με τη μέθοδο Chip-off, όπως προέκυψε από την ίδια τη μαρτυρία του, αυτός ουδέποτε την εφάρμοσε είτε σε συσκευή DVR είτε σε κινητό τηλέφωνο μάρκας Blackberry.

 

Είναι γι' αυτό το λόγο που το Κακουργιοδικείο ορθώς επεσήμανε ότι ο εν λόγω μάρτυρας «πειστικός θα ήταν αν αναφερόταν σε μεθόδους και εξετάσεις που εφαρμόζονται κατά συνήθη πρακτική (ή τουλάχιστον δυνητικά) από την Κυπριακή Αστυνομία αλλά αμελώς παραλήφθηκαν και όχι σε μεθόδους και εξετάσεις που μόνο σε εξειδικευμένα εργαστήρια των ΗΠΑ θα είχαν κάποια πιθανότητα να έχουν αποτέλεσμα». Επιπλέον, δεν διέφυγε της προσοχής του Κακουργιοδικείου ότι, πέραν του θεωρητικού επιπέδου των αναφορών του μάρτυρα, υπήρχε, με παραδοχή του ίδιου του μάρτυρα, και ο κίνδυνος καταστροφής του Τεκμηρίου.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Λόγος Έφεσης 10

 

Μέσω του πιο πάνω Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως «ενισχυτική και/ή ενοχοποιητική μαρτυρία» εναντίον του το γεγονός ότι αυτός καταζητείτο και/ή φυγοδικούσε στο εξωτερικό.

 

Το ζήτημα που τίθεται είναι ότι, ενώ υπήρξε σχετική εισήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή ότι αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία το γεγονός της φυγοδικίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, εν γνώσει του Εφεσείοντα ότι αναζητείτο από την Αστυνομία και εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης, πουθενά στην Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναφέρεται αν υιοθετήθηκε ή όχι η πιο πάνω εισήγηση.

 

Όπως ορθά επεσήμανε η κα Ματθαίου, προφανώς και δεν αποφάσισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η φυγοδικία αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντα, αφού κάτι τέτοιο δεν καταγράφεται στην Απόφαση του. Αντιθέτως το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του Μ.Κ.22 χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Στη βάση των ανωτέρω ο Λόγος Έφεσης 10 απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

Λόγος Έφεσης 6

 

Ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης αφορά την κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη και/ή αντινομική αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα. Το παράπονο του Εφεσείοντα επικεντρώνεται στη θέση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και/ή αξιολόγησε την ανώμοτη δήλωση του αποσπασματικά δίδοντας της αποδειχτική και όχι πειστική ισχύ και λαμβάνοντας υπόψη αποσπάσματα αυτής ως να ήταν ένορκη μαρτυρία.

 

Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη σημασία ανώμοτης δήλωσης κατηγορούμενου προσώπου και την αξία που μπορεί να αποδοθεί σε αυτή, παραθέτοντας σχετική νομολογία (Σίφουνας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91, Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013)  2 Α.Α.Δ. 505 και Α.Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 91/2014, ημερ. 22/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:B296).

 

Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του κυρίως δύο στοιχεία που τον οδήγησαν να καταλήξει ότι εκείνο που κατ' ουσία επεδίωξε ο Εφεσείων μέσω της μακροσκελούς του δηλώσεως ήταν να δώσει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, εκ του ασφαλούς αθώες εξηγήσεις σε γεγονότα που θεώρησε ότι τον ενέπλεκαν στην υπόθεση.

 

Διαπίστωσε ότι η δήλωση του ότι ήταν εκείνος το «βαποράκι» του Μ.Κ.22 και όχι το αντίστροφο, όπως υποστήριζε στη μαρτυρία του ο Μ.Κ.22, καταρρίπτετο από τα γεγονότα αφού ο Μ.Κ.22 με οδηγίες του Εφεσείοντα παρέδωσε 12 κιλά κάνναβης στο Γλυκερίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την Αστυνομία.

 

Το δεύτερο σημείο που προσμέτρησε στην επί μέρους κρίση του Κακουργιοδικείου ήταν ότι το περιεχόμενο των μηνυμάτων που αντάλλαξε ο Εφεσείων με το Μ.Κ.22 την ημέρα της σύλληψης του στην Ορόκλινη (16/3/2015), δεν υποστήριζε την εκδοχή του.

 

Επιπλέον, το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα ότι δεν είχε το ψευδώνυμο «Μισομερίδας», βασιζόμενο στο Τεκμήριο 68 (μέρος τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του Μ.Κ.22).

 

Η εντύπωση που απoκόμισε το Κακουργιοδικείο, ότι δηλ. η ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα είχε ως στόχο να δώσει αθώες εξηγήσεις σε γεγονότα που τον ενέπλεκαν, ήταν δικαιολογημένη. Όπως και η κατάληξη του να μην δώσει οποιαδήποτε αξία σε αυτή στη βάση επαρκών εξηγήσεων που κατέγραψε στην Απόφαση του.

 

Κατ' ακολουθία όλων των πιο πάνω, ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 13

 

Με τον πιο πάνω Λόγο Έφεσης προβάλλεται, βασικά, ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να καλέσει τη συμβία του Μ.Κ.22, Α. Η. και ότι η παράλειψη αυτή αποστέρησε από τον Εφεσείοντα το δικαίωμα του να υποστηρίξει την εκδοχή που πρόβαλε στους Μάρτυρες Κατηγορίας, καθώς και από το Δικαστήριο ουσιώδη μαρτυρία για τα όσα διαδραματίστηκαν.

 

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη της υπόθεσης γεγονότα.

 

Στην υπόθεση Πέγκερος (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι οι ίδιες οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου καθιστούσαν συγκεκριμένο πρόσωπο ουσιώδη μάρτυρα «για την αξιολόγηση της εκδοχής του εφεσείοντα (κατηγορουμένου) η οποία τέθηκε στην Κατηγορούσα Αρχή». Ως αποτέλεσμα κρίθηκε ότι:

 

«Η απουσία του από το εδώλιο του μάρτυρα αποστέρησε το Δικαστήριο ουσιώδους μαρτυρίας για την εκδοχή του Εφεσείοντα για τα διαδραματισθέντα».

 

 

Στην υπόθεση Πέγκερος έγινε αναφορά σε σχετική Αγγλική νομολογία η οποία υποστηρίζει ότι παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ουσιώδη μάρτυρα κλονίζει το θεμέλιο της Κατηγορίας, διότι αφήνει σκοτεινές πτυχές της υπόθεσης που θα μπορούσαν να φωτιστούν με τη μαρτυρία του (Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2017, ημερ. 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B334).

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Smache v. Αστυνομίας (Αρ.1) (2010)                 2 Α.Α.Δ. 378, ανεξάρτητα από την αναγραφή ή μη των μαρτύρων στο κατηγορητήριο, σύμφωνα με τη νομολογία η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες και παράλειψη της να το πράξει, ιδιαίτερα εκεί όπου διαπιστώνονται κενά τα οποία θα μπορούσαν να πληρωθούν, δυνατό να κλονίσει το θεμέλιο της κατηγορίας.

 

Σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε η κα Ματθαίου, λέμε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο να τεκμηριώνει τη θέση ότι η μη κλήτευση της                  Α. Η. άφησε κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης και στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, ώστε να τίθεται ζήτημα απόκλισης της Κατηγορούσας Αρχής από το καθήκον της να προσαγάγει ενώπιον του Δικαστηρίου ουσιώδη για την υπόθεση μαρτυρία. Το γεγονός ότι, κατά τη μαρτυρία του Μ.Κ.22, προέκυψε ότι η Α. Η. γνώριζε ότι αυτός ασχολείτο με διακίνηση ναρκωτικών, γεγονός αδιαμφισβήτητο και από τον Εφεσείοντα, δεν καθιστούσε τη μαρτυρία της ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση. Όπως δε προκύπτει από τη μαρτυρία, ουδέποτε ο Μ.Κ.22 παραδέχτηκε ότι η Α. Η. είχε συμμετοχή στο κύκλωμα ναρκωτικών, όπως λανθασμένα διατείνονται οι συνήγοροι του Εφεσείοντα στο Διάγραμμα Αγόρευσης τους. Η ουσιώδης για την παρούσα υπόθεση μαρτυρία ήταν εκείνη του Μ.Κ.22. Δεν παρέμεινε, επομένως, οποιοδήποτε κενό, ούτε και αφέθησαν σκοτεινές πτυχές στην υπόθεση που θα μπορούσαν να φωτιστούν μόνο με τη μαρτυρία της.

 

Ένα μεγάλο μέρος της αγόρευσης των συνηγόρων του Εφεσείοντα στο πλαίσιο υποστήριξης του πιο πάνω Λόγου Έφεσης, αναλώθηκε στο κατά πόσο θα έπρεπε η Α. Η. να θεωρηθεί ύποπτη από τις ανακριτικές αρχές. Όπως ορθά επισημαίνεται από μέρους της Εφεσίβλητης, το ζήτημα αυτό ουδόλως σχετίζεται με την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να την παρουσιάσει ως μάρτυρα Κατηγορίας στο πλαίσιο του καθήκοντος προσαγωγής του συνόλου της ουσιώδους μαρτυρίας που έχει στη διάθεσή της.

 

Όσον δε αφορά τα διαδραματισθέντα εκτός του διαμερίσματος όπου ο Μ.Κ.22 και η συμβία του διέμεναν κατά τη σύλληψη του στις 27/8/2015, παρουσιάστηκε τόσο η μαρτυρία του ιδίου του Μ.Κ.22, όσο και εκείνη των Αστυνομικών τους οποίους η Υπεράσπιση αντεξέτασε σε έκταση. Τούτου δοθέντος και αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει η πλευρά του Εφεσείοντα, δεν παρέμεινε οποιοδήποτε κενό.

 

Εν πάση περιπτώσει, για όλα όσα ισχυρίστηκε η πλευρά του Εφεσείοντα ότι η μαρτυρία της Α. Η. ήταν άκρως σημαντική, διαπιστώνουμε ότι υπήρχε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου άλλη μαρτυρία και, επομένως, δεν προέκυπτε οποιοδήποτε κενό στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 13 απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Λόγος Έφεσης 7

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 7 ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε άσχετη γι' αυτόν μαρτυρία και μαρτυρία για αδικήματα για τα οποία είχε απαλλαχθεί προδικαστικά με απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 20/9/2017 και ότι τούτο έγινε σε αντίθεση με ενδιάμεση Απόφαση του Κακουργιοδικείου, ημερ. 7/11/2017, σύμφωνα με την οποία δεν θα λάμβανε υπόψη σε σχέση με τον Εφεσείοντα μαρτυρία για τις Κατηγορίες για τις οποίες είχε απαλλαγεί.

 

Για να γίνει κατανοητός ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του πιο κάτω αναντίλεκτου ιστορικού.

 

Ο Εφεσείων μαζί με το συγκατηγορούμενο του αντιμετώπιζαν, εκτός από τις Κατηγορίες 1-11 στις οποίες καταδικάστηκαν και τις Κατηγορίες                    12-17, οι οποίες αφορούσαν ναρκωτικές ουσίες που είχαν εισαχθεί και κατείχοντο σε προγενέστερο της συλλήψεως του Μ.Κ.22 χρόνο, ήτοι μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 2015. Ο Εφεσείων απηλλάγη από τις εν λόγω Κατηγορίες με ενδιάμεση Απόφαση του Κακουργιοδικείου, ημερ. 20/9/2017.

 

Η πλευρά του Εφεσείοντα υποστηρίζοντας τον πιο πάνω Λόγο Έφεσης αναφέρθηκε σε μαρτυρία του Μ.Κ.22 η οποία αφορούσε σε εισαγωγή περί τον Αύγουστο 2014 μέχρι τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο 2014 από τον Εφεσείοντα και Μ.Κ.22 ναρκωτικών, καθώς και σε μαρτυρία του Μ.Κ.22 σχετικά με τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Εφεσείοντα το Μάρτιο του 2015, όταν ο Εφεσείων είχε συλληφθεί από την Αστυνομία και τελούσε υπό κράτηση. Σε ό,τι αφορά δε τη μαρτυρία σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία, το Κακουργιοδικείο την έκρινε ως ενισχυτική της μαρτυρίας του Μ.Κ.22 και του ισχυρισμού του ότι είχε τον Εφεσείοντα καταχωρημένο στο τηλέφωνο με το όνομα «Μισομερίδας» και ότι κατά την ημέρα της σύλληψης του Μ.Κ.22 ο Εφεσείων έστειλε μήνυμα στο Μ.Κ.22 με το ψευδώνυμο «Μισομερίδας».

 

Σε συμφωνία με την ευπαίδευτη εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής λέμε ότι η πιο πάνω μαρτυρία ήταν σχετική με τις ευρύτερες διαστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση και εντάσσετο στο πλαίσιο εξιστόρησης γεγονότων, από μέρους του Μ.Κ.22, σχετικών με τα επίδικα θέματα εφόσον αποτελούσε παράθεση στοιχείων που αφορούσαν το ιστορικό και την εξέλιξη των γεγονότων που περιέβαλλαν την υπόθεση και σχετίζονταν με τα επίδικα ζητήματα.

 

Χωρίς αμφιβολία η κατάθεση του Μ.Κ.22 ήταν άμεσα σχετική με το επίδικο αδίκημα της συνομωσίας, καθώς και τη λειτουργία και δράση του κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών, όπως και του ρόλου του κάθε ενός προς επίτευξη του σκοπού της εισαγωγής και διακίνησης μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, αλλά και με τις Κατηγορίες 12-17 που αντιμετώπιζε ο συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενος 2. Τούτου δοθέντος, η κατάθεση του Μ.Κ.22 ήταν απόλυτα σχετική με τα επίδικα θέματα.

 

Αναφορικά με το υπό εξέταση ζήτημα απόλυτα σχετική είναι και η ακόλουθη περικοπή στην οποία μας παρέπεμψε η κα Ματθαίου από το σύγγραμμα Phipson on Evidence, 18η Έκδοση, σελ. 544:

 

".. where it is necessary to place before the jury evidence of part of a continual background of history relevant to the offence charged in the indictment, and without the totality of which the account placed before the jury would be incomplete or incomprehensible, then the fact that the whole account involves including evidence establishing the commission of an offence with which the accused is not charged is not of itself a ground for excluding the evidence."

 

 

Στη βάση όλων όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω ο Λόγος Έφεσης 7 κρίνεται ως μη βάσιμος και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

 

Λόγος Έφεσης 1

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία αποδείχθηκαν τα αδικήματα των Κατηγοριών 9, 10 και 11, δηλαδή των αδικημάτων της εισαγωγής[10].

 

Στην αιτιολογία του πιο πάνω Λόγου Έφεσης ουσιαστικά αναφέρεται ότι η μόνη μαρτυρία που ενέπλεκε τον Εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων των Κατηγοριών 9, 10 και 11 ήταν εκείνη του Μ.Κ.22, η οποία είχε ως πηγή την εξ' ακοής μαρτυρία του πρώην συγκατηγορούμενου ταχυδρόμου Ανδριώτη, ο οποίος δεν ήλθε να καταθέσει στο Δικαστήριο.

 

Επισημαίνεται ότι οι Κατηγορίες 9, 10 και 11 αφορούν σε κιβώτια με ναρκωτικά τα οποία εισήχθησαν στη Δημοκρατία στις 28/8/2015 και 31/8/2015 μετά τη σύλληψη του ταχυδρομικού υπαλλήλου Ανδριώτη και του Μ.Κ.22.

 

Το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας έκρινε ότι:

 

«Θεωρούμε πως δεν μεταβάλλεται η εμπλοκή και η γνώση των Κατηγορουμένων 1 και 2, επειδή τα κιβώτια με τα ναρκωτικά δεν παραλήφθηκαν από το ΜΚ22, λόγω της σύλληψης του από την Αστυνομία στις 27/8/2015. Σημασία έχει ότι τα κιβώτια με τις ναρκωτικές ουσίες, αποστάληκαν από το Βέλγιο με την ίδια ακριβώς διαδικασία και είχαν ως παραλήπτη το ίδιο ανύπαρκτο πρόσωπο «Πάρη Κουλέρμο».

 

Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 ήταν ο ίδιος, όπως και κατά την αποστολή των κιβωτίων στις 27/8/2015, τα οποία παραλήφθηκαν από το ΜΚ22. Είναι, βέβαιο, πως εάν δεν μεσολαβούσε η επιχείρηση της ΥΚΑΝ, ο ΜΚ22 θα παραλάμβανε από τον Ανδριώτη, τα 5 κιβώτια με τα ναρκωτικά, τα οποία, τελικώς, παραδόθηκαν από άλλους ταχυδρομικούς λειτουργούς, σε μέλη της ΥΚΑΝ, ως τα παραδεκτά γεγονότα (Τεκμήριο 20). Είναι σημαντικό να υποδειχθεί πως με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ22 που έγινε αποδεκτή, όταν ο Ανδριώτης του παρέδωσε τα 4 κιβώτια στις 27/8/2015, του είπε ότι θα υπήρχε νέα παραλαβή 4-5 κιβωτίων τις επόμενες μέρες.»

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά και τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, συμπεριλαμβανομένης της μαρτυρίας παραδεκτών γεγονότων, αλλά και εκείνης η οποία κατόπιν αξιολόγησης έγινε αποδεκτή, οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου ως προς την εμπλοκή του Εφεσείοντα και στις πιο πάνω Κατηγορίες ήταν ορθές και προέκυπταν ειδικότερα από:

 

·        Τη μαρτυρία του Μ.Κ.22 ότι από τον Αύγουστο του 2014 τόσο ο ίδιος όσο και ο Εφεσείων, ο συγκατηγορούμενος και ο Ανδριώτης και                ούτω καλούμενος «Καλαμαράς», ανήκαν σε κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών το οποίο εισήγαγε ναρκωτικά από το Βέλγιο στη Δημοκρατία.

·        Τα ναρκωτικά των Κατηγοριών 9, 10 και 11 είχαν εισαχθεί από το Βέλγιο όπως και στις υπόλοιπες περιπτώσεις.

·        Οι αναγραφές των στοιχείων παραληπτών και διευθύνσεων επί των κιβωτίων είχαν γίνει από το ίδιο πρόσωπο, όπως και στις 27/8/2015, ως προέκυψε από τη μαρτυρία του γραφολόγου Μ.Κ.19 (Τεκμήριο 80).

·        Τα στοιχεία παραλήπτη ήταν ομοίως ψευδεπίγραφα.

·        Ο τρόπος συσκευασίας των ναρκωτικών ήταν ο ίδιος με τα ναρκωτικά που εισήχθησαν στις 27/8/2015.

·        Και αυτά κατέληξαν στο Ταχυδρομείο Προδρόμου όπου εργαζόταν ο Ανδριώτης.

·        Η διευθέτηση αποστολής των ναρκωτικών από το Βέλγιο έλαβε χώρα πριν από τη σύλληψη του Ανδριώτη και του Μ.Κ.22.

·        Ο Μ.Κ.22 κατέθεσε ότι ο Ανδριώτης την 27/8/2015 του ανέφερε ότι επρόκειτο να έλθουν ακόμη 4-5 πακέτα τις επόμενες ημέρες.

 

Υπό το φως όλων αυτών των στοιχείων τα οποία ευρίσκοντο ενώπιον του Κακουργιοδικείου και τα οποία, όπως προκύπτει και από το πιο πάνω απόσπασμα που παρατέθηκε, είχαν ληφθεί υπόψη, η κατάληξη του ότι είχαν αποδειχθεί οι Κατηγορίες 9, 10 και 11 ήταν ορθή.

 

Έπεται ότι ο Λόγος Έφεσης 1 είναι άνευ ερείσματος και, επομένως, απορρίπτεται.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η Έφεση εναντίον της Καταδίκης απορρίπτεται.

 

Λόγοι Έφεσης σχετικά με την ποινή

 

Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβει σε επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή. Το είδος και το ύψος της αρμόζουσας ποινής αποτελεί ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική (Αστυνομία ν. Αναστάση, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019, ημερ. 11/7/2020). Σκοπός δεν είναι ο επανακαθορισμός της ποινής.

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5/10/2016, συνοψίζει τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε Κατώτερο Δικαστήριο, ως ακολούθως: 

 

       «Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της.  Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου  ν.  Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας  ν.  Αβρααμίδου  (1993) 2  ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου  (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013,               ημερ. 16.5.2015, xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας,  ECLI:CY:AD:2015:B779, Ποιν. Εφ. 222/2014,  ημερ. 25.11.2015).»»

 

 

Με δύο Λόγους Έφεσης, το Λόγο Έφεσης 12 και τον 3ο πρόσθετο Λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται για τις ποινές που το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε σε αυτόν. Θα εξετάσουμε πρώτα τον 3ο πρόσθετο Λόγο Έφεσης με βάση τον οποίο προβάλλεται ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση του Εφεσείοντα κατά το στάδιο της ποινής, ένεκα του ότι με Προεδρική Χάρη ανεστάλη η ποινή που επεβλήθη στο Μ.Κ.22, καθώς και του ότι δεν εδιώχθη ο Στυλιανού, άλλως Βάτραχος, όταν αυτός εισήλθε στο έδαφος της Δημοκρατίας.

 

Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος της εισήγησης του Εφεσείοντα, όπως ορθά επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το γεγονός ότι είχε μειωθεί, με Προεδρική Χάρη, η ποινή των Κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν στην προηγηθείσα ποινική υπόθεση, μεταξύ των οποίων και του Μ.Κ.22, δεν ήταν στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας υπέρ του Εφεσείοντα. Στο πλαίσιο αυτό έγινε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραπομπή στην Απόφαση (πλειοψηφίας) της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 267, όπου αποφασίσθηκε ότι το προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας, με βάση το Άρθρο 53 του Συντάγματος, να μειώσει ή αναστείλει μια ποινή, δεν ελέγχεται δικαστικά και δεν μπορεί να επενεργήσει ως λόγος μείωσης ή αναστολής της ποινής ενός άλλου συγκατηγορούμενου.

 

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό μη δίωξη του Στυλιανού, είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι στην Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ποινή αναφέρεται ότι για την ίδια υπόθεση «αναζητήθηκε ακόμη ένα άτομο (Στυλιανού), εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης για την ίδια υπόθεση, χωρίς μέχρι σήμερα να εντοπιστεί». Είναι λοιπόν προφανές ότι ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ετέθη ποτέ το υπόβαθρο γεγονότων που ο συνήγορος του Εφεσείοντα έθεσε στο Διάγραμμα Αγόρευσης του περί εισόδου του εν λόγω προσώπου στο έδαφος της Δημοκρατίας και για μη δίωξη του.

 

Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω ο 3ος πρόσθετος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το Λόγο Έφεσης 12 προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και χωρίς να υπάρχει λογική διάκριση επέβαλε στο Εφεσείοντα 15 χρόνια φυλάκιση στα αδικήματα που αφορούσαν εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 50 περίπου κιλών κάνναβης άγνωστης περιεκτικότητας σε τετραϋδροκανναβινόλη και ποινή φυλάκισης 12 ετών για αδικήματα για εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 3 περίπου κιλών κοκαΐνης με καθαρότητα 67%. Όπου ουσιαστικά στοχεύει ο Εφεσείων είναι να υποδείξει ότι η ποινή των 15 χρόνων ήταν αδικαιολόγητη, εφόσον η ποινή των 12 χρόνων επιλέγηκε ως η αρμόζουσα για το άλλο αδίκημα (Στεφάνου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 18/2020, ημερ. 1/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B295).

 

Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα βασίσθηκε, κυρίως, στο ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Περαιτέρω και σε ευθυγράμμιση με πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Memic ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 197/11 ημερ. 16/4/2014, ECLI:CY:AD:2014:B271 και xxx Shail ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 137/14 ημερ. 8/7/2016), ECLI:CY:AD:2016:B338 θα λάβουμε υπόψη και το ποσοστό καθαρότητας της κοκαΐνης, το οποίο είναι μεν σημαντικό, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πάρα πολύ υψηλό (64-71,97% με βάση το Τεκμήριο Χ1).

Όσον αφορά την περιεκτικότητα της ουσίας τετραϋδροκανναβινόλης στην κάνναβη, είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία, εφόσον δεν έγιναν αναλύσεις. Ενόψει τούτου δεν είναι γνωστή η ακριβής «εμπορική» αξία της κάνναβης στην αγορά. Έγινε όμως γνωστό το ποσό που λάμβανε ως μερίδιο, ένα από τα αρκετά μέλη του κυκλώματος (ο ΜΚ22) που ήταν €250 το κιλό, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο. Αυτό είναι το μόνο εύρημα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει το Δικαστήριο από την αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας.»

 

Το παράπονο του Εφεσείοντα, όπως γίνεται αντιληπτό, είναι ότι, ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε τα όσα ο συνήγορος του ισχυρίστηκε περί απουσίας ποσοτικού προσδιορισμού της τετραϋδροκανναβινόλης στην κάνναβη, εντούτοις δεν έλαβε υπόψη του τον εν λόγω παράγοντα αλλά τον ισχυρισμό του Μ.Κ.22 αναφορικά με την «εμπορική» αξία της κάνναβης στην αγορά.

 

Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο  δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του την απουσία μαρτυρίας σε σχέση με την περιεκτικότητα της ουσίας τετραϋδροκανναβινόλης στην κάνναβη ως παράγοντα που μείωνε τη σοβαρότητα. Η παράλληλη του δε επισήμανση στο ποσό που, με βάση τη μαρτυρία του Μ.Κ.22 που έκανε αποδεκτή,  λαμβάνετο ως μερίδιο για κάθε κιλό κάνναβης, αποτελούσε και αυτό ένα άλλο στοιχείο, σχετικό, που μπορούσε να λάβει υπόψη του, όπως και έπραξε, στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής, αφού καταδείκνυε τα οικονομικά οφέλη που καρπούνταν οι παραβάτες.

 

Σε ό,τι δε αφορά την ποινή που επέβαλε στις Κατηγορίες που αφορούσαν την κοκαΐνη, το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο και από τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το ποσοστό καθαρότητας ή, καλύτερα, το λεγόμενο "low purity" προσμετράται στους παράγοντες εκείνους που μειώνουν τη σοβαρότητα, ορθά έλαβε υπόψη του ότι το ποσοστό καθαρότητας της κοκαΐνης, ενώ ήταν σημαντικό, δεν μπορούσε, εντούτοις, να κριθεί παρά πολύ υψηλό.

 

Με βάση το σύνολο των γεγονότων και των μετριαστικών και επιβαρυντικών παραγόντων που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, δεν διαπιστώνουμε να προκύπτει ζήτημα αδικαιολόγητης διάκρισης στις ως άνω ποινές. Παρά το ότι η κάνναβη είναι Τάξεως Β΄, ενώ η κοκαΐνη Τάξεως Α΄, η ποσότητα ήταν πολύ πιο μεγάλη.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 12 απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης που αφορούν την ποινή απορρίπτονται.

 

Ποινική Έφεση αρ. 50/2019

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας με τρεις Λόγους Έφεσης βάλλει κατά των ποινών που επέβαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 παραπονείται ότι οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν  στις Κατηγορίες 2, 4, 5, 7, 8, 9, 10 και 11 ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το πρώτο σφάλμα αρχής, κατά την ευπαίδευτο εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, είναι το γεγονός ότι, ενώ ανέφερε ότι «για σκοπούς ίσης μεταχείρισης» λαμβάνει υπόψη τις ποινές που επιβλήθηκαν στους Κατηγορούμενους στην υπ' αρ. 17816/2015 υπόθεση, επέβαλε στον Εφεσίβλητο την ίδια ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στο συνεργό Ανδριώτη παρόλο που ο τελευταίος καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής στην πιο πάνω υπόθεση η οποία αφορούσε στις ίδιες ποσότητες ναρκωτικών.  Ήταν η θέση της ότι «αφ΄ής στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να συνεκτιμήσει τις ποινές που επιβλήθηκαν προγενέστερα, όφειλε κατ΄ εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών και της νομολογίας ως προς τη μετριαστική σπουδαιότητα της παραδοχής, να επιβάλει ποινή μεγαλύτερη των 15 ετών στον εφεσίβλητο». Στο ίδιο σφάλμα αρχής υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε συνάρτηση με την επιβληθείσα ποινή του έτερου συνεργού Σόλωνος, Μ.Κ.22, στον οποίο επιβλήθηκε ως μέγιστη ποινή                 13 έτη φυλάκισης κατόπιν άμεσης παραδοχής, πλήρους συνεργασίας με τις διωκτικές αρχές και κατάθεσης του ως ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας.

 

Το δεύτερο σφάλμα αρχής, κατά την κα Ματθαίου, είναι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του προς όφελος του Εφεσιβλήτου το γεγονός ότι «ο ιθύνων νούς δεν κατονομάστηκε και δεν έχει διωχθεί», ενώ τα στοιχεία του ιθύνοντος νου ήταν άγνωστα στην Κατηγορούσα Αρχή.

 

Με τους Λόγους Έφεσης 2 και 3 ο Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει ότι οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις Κατηγορίες 5, 7, 8, 9 και 11 καθώς και στις Κατηγορίες 2, 4 και 10 είναι έκδηλα ανεπαρκείς. Είναι σημαντικό, ωστόσο, εδώ να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση της Έφεσης η κα Ματθαίου δέχτηκε ότι αν δεν προωθούσε αυτά που προώθησε στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης 1, δεν θα υποστήριζε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν έκδηλα ανεπαρκείς.

 

Επανερχόμενοι στο Λόγο Έφεσης 1, διαπιστώνουμε ότι το παράπονο του Γενικού Εισαγγελέα δεν έγκειται στο ότι οι επιβληθείσες στον Εφεσίβλητο ποινές φυλάκισης είναι έκδηλα ανεπαρκείς, αλλά στο ότι συγκρινόμενες με εκείνες που επιβλήθηκαν στο συνεργό Ανδριώτη στην υπ' αρ. 17816/2015 υπόθεση, καθώς και τον έτερο συνεργό, Σόλωνος, Μ.Κ.22, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί κατόπιν παραδοχής, θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερες. Δεν παραβλέπουμε ότι το ίδιο το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής θα λάμβανε υπόψη την ποινή που επιβλήθηκε στους Κατηγορούμενους στην πιο πάνω υπόθεση.

 

Είναι γεγονός ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας στη μεταχείριση των παραβατών μπορεί να δικαιολογήσει τη μείωση της ποινής ακόμη και εκεί όπου η ποινή φαίνεται να είναι αντικειμενικά εντός των πλαισίων, όπως έγινε στην υπόθεση Μιχαηλίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 125/2017, 127/2017 και 129-130/2017, ημερ. 26/4/2018. Η υπόθεση Μιχαηλίδη (ανωτέρω) αφορούσε περίπτωση όπου οι ποινές είχαν επιβληθεί από διαφορετικά Δικαστήρια. Με βάση και την Αγγλική νομολογία δεν έχει σημασία αν οι ποινές σε κατηγορούμενους που εμπλέκονται στην ίδια υπόθεση επιβλήθηκαν από το ίδιο ή διαφορετικά Δικαστήρια. Δεν εντοπίζεται, ωστόσο, νομολογία που να επικροτεί το αντίστροφο, δηλαδή την αύξηση της ποινής, όπως ήταν η εισήγηση της                  κας Ματθαίου, δηλ. ποινή που δεν είναι έκδηλα ανεπαρκής να αυξηθεί για να συνάδει με ποινή που επιβλήθηκε σε άλλον.

 

Σε ό,τι αφορά το έτερο ζήτημα που ηγέρθη, είναι γεγονός ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του προς όφελος του Εφεσίβλητου ότι ο ιθύνων νους δεν κατονομάστηκε και δεν διώχθηκε. Και τούτο παρά το ότι τα στοιχεία αυτού του προσώπου ήταν άγνωστα στην Κατηγορούσα Αρχή, λησμονώντας με αυτό τον τρόπο την πάγια νομολογία ότι η μη τιμωρία συνεργού δεν συνιστά αφ' εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής, παρά μόνο εκεί όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την Κατηγορούσα Αρχή που, προφανώς, δεν ήταν εν προκειμένω η περίπτωση[11]. Η πιο πάνω διαπίστωση, ωστόσο, δεν καθιστά τις επιβληθείσες ποινές μη πρέπουσες και, εν πάση περιπτώσει, έκδηλα ανεπαρκείς για να χωρεί επέμβαση από πλευράς του Εφετείου.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Ενόψει της απόρριψης του Λόγου Έφεσης 1 και της παραδοχής της                 κας Ματθαίου ότι αν δεν προωθούσε αυτά που προώθησε στο πλαίσιο αυτού δεν θα υποστήριζε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν έκδηλα ανεπαρκείς, όπως προβάλλεται στους Λόγους Έφεσης 2 και 3, οι τελευταίοι καθίστανται πλέον άνευ σημασίας και, ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να εξετασθούν.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω η Έφεση του Γενικού Εισαγγελέα απορρίπτεται.

 

                                                        

                                        Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                                               



[1] Η αναφορά των δικηγόρων των Εφεσειόντων στην Κατηγορία 12 είναι λανθασμένη ενόψει του ότι ο Εφεσείων είχε αθωωθεί στην εν λόγω Κατηγορία. Βεβαίως στο Διάγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα και στο πλαίσιο υποστήριξης του Λόγου Έφεσης 1, γίνεται αναφορά στις Κατηγορίες 9, 10 και 11.

 

[2]xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016.

[3]Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186.

 

[4]195. Article 6 § 3 (d) enshrines the principle that, before an accused can
be convicted, all evidence against him must normally be produced in his
presence at a public hearing with a view to adversarial argument.
Exceptions to this principle are possible but must not infringe the rights of
the defence, which, as a rule, require that the accused should be given an
adequate and proper opportunity to challenge and question a witness against
him (see Lucà v. Italy, no. 33354/96, § 39, ECHR 2001-II). This principle
requires that a defendant should know the identity of his accusers so that he
is in a position to challenge their probity and credibility and should be able
to test the truthfulness and reliability of their evidence, by having them
orally examined in his presence, either at the time the witness was making
the statement or at some later stage of the proceedings (see Al-Khawaja and
Tahery, cited above, § 127).

[5]Άρθρο 23

Προθεσμία παράδοσης του προσώπου

 

1. Ο καταζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία που συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών.

2. Παραδίδεται το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

3. Εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, η δικαστική αρχή εκτέλεσης και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος επικοινωνούν αμέσως μεταξύ τους και συμφωνούν νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

4. Η παράδοση μπορεί κατ' εξαίρεση να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον λ.χ. ευλόγως πιστεύεται ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του καταζητουμένου. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης γίνεται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

5. Κατά την παρέλευση των προθεσμιών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, εάν το πρόσωπο εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται.

 

[6]Δέστε σκέψεις 68-71.

[7]Δέστε σκέψη 68.

[8]Δέστε σκέψη 72.

[9] «Ε.  Εάν είχατε το συγκεκριμένο τηλέφωνο κύριε Μαύρο στην κατοχή σας, σύμφωνα με τη δική σας Έκθεση, θα υπήρχε η δυνατότητα να είχαμε πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα του;

    Α.   Θα είχαμε πολύ καλές πιθανότητες.»

[10] Δέστε υποσημείωση 1. Η αναφορά στο Λόγο Έφεσης 1 στις Κατηγορίες 10, 11 και 12, είναι προφανώς λανθασμένη.

 

[11] Δέστε Γενικός Εισαγγελέας v. Σατανά (1996) 2 A.A.Δ. 257: «Η μή τιμωρία τρίτου προσώπου αναμεμειγμένου σε εγκληματική δράση δεν συνιστά αφ' εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Μόνον όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την κατηγορούσα αρχή μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών. (Βλέπε Georghiou and Others v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 A.A.Δ. 115. Κάττου & Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, στις οποίες αναφέρθηκε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας.)».

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο