ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Χ. Σταυράκης για Ρ. amp;amp;amp; Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε. και Μιχάλης Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα. Α. Καλησπέρα (Κα), για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-01-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΙΩΑΚΕΙΜ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 190/2019, 28/1/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A34

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 190/2019)

(Προσφυγή Αρ. 157/2019)

 

 

 28 Ιανουαρίου 2022

 

 

 [ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές.]

 

 

XXX ΙΩΑΚΕΙΜ

Εφεσείοντα/Αιτητή,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ

 

Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση.

 

____________________

 

Χ. Σταυράκης για Ρ. & Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε. και Μιχάλης Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα.

Α. Καλησπέρα (Κα), για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

____________________

 

   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Ο Εφεσείων είχε επαγγελματική άδεια οδηγού από το 1993, την οποία ανανέωνε σύμφωνα με το νόμο.  Πριν από τα επίδικα γεγονότα, η άδεια του είχε για τελευταία φορά ανανεωθεί την 8.1.2014 με ισχύ μέχρι 7.1.2019.  Την 23.1.2019 ζήτησε την εκ νέου ανανέωση της, η οποία εγκρίθηκε την 24.1.2019, με ισχύ όμως μέχρι την 18.2.2019 που ο Εφεσείων συμπλήρωνε τα 70 του χρόνια.

 

   Η επί του προκειμένου νομοθεσία, ο περί της Επαγγελματικής ’δειας Οδηγού Νόμος του 2011, Ν.80(I)/2011, προβλέπει με το ’ρθρο 6(2) ότι επαγγελματική άδεια οδηγού χορηγείται εφόσον το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων ικανοποιηθεί, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτητής έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο αλλά όχι το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του, ενώ το εδάφιο (5) του ιδίου άρθρου προνοεί ότι η διάρκεια ισχύος της άδειας μπορεί να ανανεώνεται, για περαιτέρω πενταετή περίοδο, εφόσον ο αιτητής ικανοποιεί κάθε φορά το Τμήμα ότι συνεχίζει να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις χορήγησης και ότι η ανανέωση της άδειας γίνεται, για μικρότερη της πενταετίας χρονική περίοδο στην περίπτωση προσώπου που υπερβαίνει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του.  Η ουσία είναι ότι κάποιος δεν μπορεί να έχει επαγγελματική άδεια οδηγού αφότου συμπληρώσει τα 70 του χρόνια.

 

   Ο Εφεσείων προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ζητώντας διακήρυξη ότι η πιο πάνω απόφαση για το πρόσωπο του ήταν άκυρη και στερείτο οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, επικαλούμενος ότι η αναφερόμενη πρόνοια του Ν.80(Ι)/2011 είναι αντισυνταγματική γιατί παραβιάζει το ’ρθρο 25 και το ’ρθρο 28 του Συντάγματος

 

   Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή προσβάλλεται με 14 λόγους έφεσης με τους περισσότερους να απολήγουν στην εισήγηση ότι ο ανώτατος ηλικιακός περιορισμός που τίθεται με την υπό εξέταση πρόνοια παραβιάζει το Σύνταγμα.  Είναι η θέση του Εφεσείοντα πως κατά την εξέταση της συνταγματικότητας της πρόνοιας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα την αρχή της αναλογικότητας (λόγος έφεσης 1), λανθασμένα έκρινε ότι το ανώτατο όριο ηλικίας περιλαμβάνεται στους περιορισμούς εκείνους που μπορούν να δικαιολογηθούν εφόσον ανάγονται στα συνήθως απαιτούμενα προσόντα για τη συγκεκριμένη εργασία (λόγος έφεσης 2), εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ηλικιακός περιορισμός περιλήφθηκε επειδή: «μάλλον θεωρείται δυσχερέστερη η εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας μετά την ηλικία των εβδομήντα ετών» (λόγος έφεσης 3), εσφαλμένα αποφάσισε ότι: «Η άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού ταξί ισοδυναμεί με πολλές ώρες εργασίας - που σε αρκετές περιπτώσεις είναι βραδινές - όπως επίσης απαιτεί εγρήγορση και γρήγορα αντανακλαστικά. Αποτελεί φυσικό φαινόμενο κάποιες εξ αυτών των ιδιοτήτων να φθίνουν με την ηλικία και να μην μπορούν να αποτιμηθούν αντικειμενικά.» (λόγος έφεσης 4), ότι: «ο συγκεκριμένος περιορισμός τίθεται και στα πλαίσια προστασίας της δημόσιας ασφάλειας που προνοεί το ’ρθρο 25.2.» (λόγος έφεσης 5), ότι: «Είναι για αυτούς τους λόγους που η μη συμπλήρωση της καθορισμένης ηλικίας είναι επιπρόσθετο κριτήριο από την κατοχή άδειας οδήγησης η οποία χορηγείται υπό άλλες προϋποθέσεις που καθορίζονται σε ειδικό νόμο.» (λόγος έφεσης 6), και ότι: «δεν θεωρώ ότι με τον συγκεκριμένο ηλικιακό περιορισμό πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώματος σε εργασία που κατοχυρώνει το ’ρθρο 25 » (λόγος έφεσης 7).

 

    Ο λόγος έφεσης 11 προσβάλλει την κατάληξη ότι η επίμαχη πρόνοια δεν παραβιάζει το ’ρθρο 28 του Συντάγματος, με αναφορά στους ιδιώτες οδηγούς και ο λόγος έφεσης 12 την «κατάληξη» ότι δεν παραβιάζει το ίδιο άρθρο με αναφορά στα άτομα που δεν έχουν συμπληρώσει τα εβδομήντα τους χρόνια.

                                       

    Οι λόγοι έφεσης 8-10 αναφέρουν ότι εσφαλμένα δεν είχε κριθεί άκυρη η προσβαλλόμενη απόφαση του Τμήματος, η επίμαχη πρόνοια του νόμου ως αντισυνταγματική και ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η προσφυγή.  Προβάλλεται ακόμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη (λόγος έφεσης 13) και ότι εσφαλμένα επιδικάστηκαν τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας εναντίον του Εφεσείοντα, ακόμα και με δεδομένη την απόρριψη της προσφυγής και ότι σε κάθε περίπτωση ήταν παράλογα ψηλά (λόγος έφεσης 14).

 

    Θα εξετάσουμε μαζί όλους τους λόγους που αφορούν τη θέση για παραβίαση του ’ρθρου 25 του Συντάγματος.  Το ’ρθρο 25 προνοεί ότι:

 

«1.  Έκαστος έχει τo δικαίωμα να ασκή οιονδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται εις οιανδήποτε απασχόλησιν, εμπόριον ή επικερδή εργασίαν.

 

2.  Η άσκησις του δικαιώματος τούτου δύναται να υπαχθή εις τους υπό του νόμου τιθεμένους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις, αναφερομένους αποκλειστικώς εις τα συνήθως απαιτούμενα διά την άσκησιν οιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα ή οίτινες είναι απαραίτητοι μόνον προς το συμ­φέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό τού Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον ή προς το δημόσιον συμφέρον υπό τον όρον ότι διατυπώσεις, όροι και περιορισμοί δεν θα τίθενται διά νόμου κατ' επίκλησιν του δημοσίου συμφέροντος εφ' όσον είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα εκατέρας κοινότητος.»

 

 

 

   Για την ερμηνεία του, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε εκτενές απόσπασμα από την Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616,  623-5, όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει ότι η λελογισμένη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος εργασίας στον κοινωνικό χώρο δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος· μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα, παραβιάζεται το δικαίωμα (Βλ. μεταξύ άλλων, The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Hadjiloukas v. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers (1966) 3 C.L.R. 666).  Οι όροι και περιορισμοί οι οποίοι ανάγονται στα 'συνήθως απαιτούμενα' για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα, γίνονται δεκτοί εφόσον εκ της φύσεώς τους ανάγονται στα κοινώς παραδεκτά στον συγκεκριμένο τομέα εργασίας.  Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία όρων και περιορισμών στους οποίους μπορεί να υπαχθεί η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει η παράγραφος 1 του ’ρθρου 25.  Η δεύτερη, αφορά όρους και περιορισμούς οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι προς εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων σκοπών που εξειδικεύονται, περιλαμβανομένου και του δημοσίου συμφέροντος.

...........................

 

Όροι και περιορισμοί που τίθενται για την προαγωγή ενός ή περισσότερων επιτρεπτών, κατά το ’ρθρο 25.2 σκοπών, πρέπει να συσχετίζονται προς αυτούς και να συμβάλλουν στην ευόδωσή τους.

...........................

 

Περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κρίνονται πάντα αυστηρά.  Η επιβολή τους πρέπει να καταφαίνεται ως απόλυτα αναγκαία και η έκταση του περιορισμού δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι είναι απαραίτητο για την προαγωγή του σκοπού χάριν του οποίου επιβάλλεται.

...........................

 

Μόνο όπου ρυθμίσεις συνήθεις για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή τη διεξαγωγή εμπορίου όπως είναι ο καθορισμός των ωρών και ημερών λειτουργίας των καταστημάτων πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το ’ρθρο 25.1 και τείνουν να εξουδετερώσουν την ελευθερία που εγγυάται, δικαιολογείται η αποκήρυξη τους ως αντισυνταγματικών.»

 

 

 

    Και αποφάνθηκε ότι το ανώτατο όριο ηλικίας που θέτει το ’ρθρο 6(2)(α) του Ν.80(Ι)/2011 δεν παραβιάζει το ’ρθρο 25 του Συντάγματος για δύο λόγους.  Έκρινε ότι συνιστά περιορισμό που αναφέρεται στα «συνήθως απαιτούμενα» προσόντα για το συγκεκριμένο επάγγελμα και περαιτέρω τον δικαιολόγησε στα πλαίσια προστασίας της δημόσιας ασφάλειας που επιφυλάσσει το ’ρθρο 25.2, δηλαδή ως απαραίτητο περιορισμό προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας.  Έτσι, κατέληξε ότι με το συγκεκριμένο ηλικιακό περιορισμό δεν πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώματος σε εργασία που κατοχυρώνει το ’ρθρο 25 του Συντάγματος.  Σε σχέση με τη δημόσια ασφάλεια ανάφερε συγκεκριμένα ότι:

 

«Ο νομοθέτης περιέλαβε τον περιορισμό αυτό στα κριτήρια για τη χορήγηση τέτοιας άδειας επειδή, μάλλον, θεωρείται δυσχερέστερη η εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας μετά την ηλικία των εβδομήντα ετών. Η άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού ταξί ισοδυναμεί με πολλές ώρες εργασίας - που σε αρκετές περιπτώσεις είναι βραδινές - όπως επίσης απαιτεί εγρήγορση και γρήγορα αντανακλαστικά. Αποτελεί φυσική φαινόμενο κάποιες εξ αυτών των ιδιοτήτων να φθίνουν με την ηλικία και να μην μπορούν να αποτιμηθούν αντικειμενικά.

 

Πρόσθετα, το συγκεκριμένο επάγγελμα εξυπακούει την προστασία του κοινού εφόσον ουσιαστικά συνιστά δημόσιο μέσο μεταφοράς και όχι ιδιωτικό. [.] Είναι για αυτούς τους λόγους που η μη συμπλήρωση της καθορισμένης ηλικίας είναι επιπρόσθετο κριτήριο από την κατοχή άδειας οδήγησης η οποία χορηγείται υπό άλλες προϋποθέσεις που καθορίζονται σε ειδικό νόμο».

 

    Ο Εφεσείων αναφέρθηκε στην Οδηγία 2000/78/ΕΚ, της 27ης Νοεμβρίου 2000, του Συμβουλίου περί διαμόρφωσης γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και το επάγγελμα.  Στους σκοπούς της Οδηγίας είναι η καταπολέμηση των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας λόγω ηλικίας.[1]  Ενδιαφέρει το ’ρθρο 6 με τίτλο «Δικαιολογη΅ένη διαφορετική ΅εταχείριση λόγω ηλικίας», που προνοεί ότι: «1. . τα κράτη ΅έλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική ΅εταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικει΅ενικά και λογικά από έναν θε΅ιτό στόχο, ιδίως δε από θε΅ιτούς στόχους της πολιτικής στον το΅έα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελ΅ατικής κατάρτισης, και εφόσον τα ΅έσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία». 

 

   Υποστήριξε ακόμα ότι σε καμιά χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει ηλικιακός περιορισμός σε σχέση με τους οδηγούς ταξί.  Στη Σιγκαπούρη, ανάφερε, όπου υπάρχει όριο ηλικίας για τους οδηγούς ταξί, αυτό έχει καθοριστεί στα 75 χρόνια. 

 

    Για το τι ακολουθείται σε άλλες χώρες δεν προσφέρθηκε μαρτυρία και γεγονότα δεν θα μπορούσαν να εισαχθούν με τις αγορεύσεις, είτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είτε ενώπιον μας (βλ. σε αντιδιαστολή τι συνέβη στην Kyriakides, σελ.657-8).  Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες σε μια χώρα μπορεί να διαφέρουν, ως προς τις επιλογές που έχει ο πολίτης για χρήση των διαφορετικών μέσων μεταφοράς.

 

Μεγάλο μέρος της αγόρευσης των δικηγόρων του Εφεσείοντα αναλώθηκε στο να υποδειχθεί ότι η Εφεσίβλητη δεν προσκόμισε ικανοποιητική μαρτυρία για να καταδείξει ότι η επιβολή του επίδικου ηλικιακού περιορισμού ήταν απαραίτητη για τη δημόσια ασφάλεια και απόλυτα αναγκαία για την προαγωγή του σκοπού αυτού.  Σε αυτό το πλαίσιο επιχειρηματολόγησε ότι την ανάγκη για θέσπιση ανώτατου ορίου ηλικίας όφειλε να είχε επικαλεστεί «η Διοίκηση» και ότι απέτυχε να το κάμει μέσα από την ίδια τη νομοθεσία.  Τις πρόνοιες του Νόμου και την αιτιολογική του έκθεση (Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63).  Οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου που μνημονεύονται στους λόγους έφεσης 3-6, αναφέρει, συνιστούν ανεδαφικές εικασίες και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που ανεπιτυχώς προσπάθησε να αιτιολογήσει τον ηλικιακό περιορισμό, δικαιολογία που θα έπρεπε να είχε προέλθει από τη Νομοθετική Εξουσία ή τη Διοίκηση.

 

    Παρέπεμψε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238, 251-2, όπου με αναφορά στο ’ρθρο 15 του Συντάγματος, που αφορά στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, αναφέρθηκε ότι:

 

«Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο που επιτρέπει και μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον αυτά κρίνονται αναγκαία και στο βαθμό που η ανάγκη τα επιβάλλει - (βλ., μεταξύ άλλων, Police and Hondrou and Another, 3 R.S.C.C. 82 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 165). 

Δεν είναι οποιασδήποτε μορφής ανάγκη, που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό ή επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι η ανάγκη πρέπει να είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης, αποτιμούμενης στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας. Η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη φύση της ανάγκης και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτιμάται, εξηγούνται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, D. J. Harris, M. O' Boyle, C. Warbrick, σελ. 344-355. Όμοια, κατ' ουσίαν, είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαπίστωση της ύπαρξης και τον προσδιορισμό της φύσης της ανάγκης, που μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου - Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63. Πρώτο, πρέπει να υπάρχει άμεσος σχέση μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος και της ανάγκης, η οποία τον επιβάλλει. Δεύτερο, πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού, αν όχι αναπόφευκτου κινδύνου, ότι ένας ή περισσότεροι από τους σκοπούς ή λειτουργίες της πολιτείας, για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, θα τεθούν σε κίνδυνο. Στην περίπτωση του ’ρθρου 15 του Συντάγματος, οι σκοποί είναι:  (α )  Η συνταγματική τάξη, (β) η δημόσια ασφάλεια, (γ) η δημόσια τάξη, (δ) η δημόσια υγεία, (ε)  τα δημόσια ήθη και (στ) η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.

Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Αναγνωρίζεται, κατ' αρχήν, κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο νομοθέτη, ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για τη θεσμοθέτηση κανόνα δικαίου. Η εμβέλεια της αρχής αυτής είναι περιορισμένη, όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για τη νομοθετική ρύθμιση θέματος. Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη». 

 

Κρίνουμε ότι η προσέγγιση του Εφεσείοντα δεν είναι ορθή.  Εφόσον κάθε νόμος τεκμαίρεται συνταγματικός και ο Ν.80(I)/2011 για να είναι τέτοιος, αναπόδραστα, ο επίδικος ηλικιακός περιορισμός του δικαιώματος που κατοχυρώνει το ’ρθρου 25 του Συντάγματος τεκμαίρεται ότι εμπίπτει στους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 αυτού και είναι, στην προκειμένη περίπτωση, απαραίτητος για τη δημόσια ασφάλεια.  Το βάρος απόδειξης ήταν στους ώμους του Εφεσείοντα να πείσει, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ότι ο επίδικος ηλικιακός περιορισμός δεν ήταν απόλυτα αναγκαίος για την προαγωγή του σκοπού της δημόσιας ασφάλειας, δεν συσχετιζόταν με αυτή και δεν συνέβαλε στην ευόδωση της.

 

    Προς τούτο, ό,τι ουσιαστικά επικαλέστηκε ήταν την πρόνοια του    ’ρθρου 6(2)(δ) του Ν.80(Ι)/2011 ότι για να χορηγηθεί, αλλά και ανανεωθεί επαγγελματική άδεια, απαιτείται να ικανοποιηθεί το Τμήμα, από τα υποβαλλόμενα μαζί με την αίτηση στοιχεία και πιστοποιητικά, ότι ο αιτητής: «διαθέτει φυσική ικανότητα να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού, όπως τεκμαίρεται από σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο εκδίδεται από εγγεγραμμένο ιατρό».  Εφόσον, επιχειρηματολογεί ο Εφεσείοντας, ο αιτητής διαθέτει φυσική ικανότητα να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού, ο ηλικιακός περιορισμός δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει και είναι συνεπώς αδικαιολόγητος και δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες της παραγράφου 2 του ’ρθρου 25 του Συντάγματος.

 

    Τα όρια των εξουσιών του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις τέθηκαν από πολύ νωρίς στην The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 655, όπου αναφέρθηκε ότι: «With regard to the power of the State to regulate the right to exercise a profession or carry on any trade or business it has been held that the power to impose reasonable conditions on such right includes that of excluding those who cannot meet those conditions: Gant v. Oklahoma City, 289 U.S.98, 53 S. Ct. 530; 77 Law. ed. 1058». 

 

    Ταυτόχρονα (σελ.655), υπομνήστηκαν οι βασικές αρχές του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.  Ότι καμιά νομοθετική πρόνοια δεν κηρύσσεται αντισυνταγματική, εκτός σε πολύ καθαρή περίπτωση και εφόσον η πρόνοια είναι αντισυνταγματική πέραν από κάθε λογική αμφιβολία.  Επίσης ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η συνταγματικότητα της νομοθετικής πρόνοιας και όχι τα κίνητρα, η πολιτική ή σοφία, ή η συμπόρευση της με τη φυσική δικαιοσύνη, θεμελιακές αρχές διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος (επαναλήφθηκαν στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (2014) 3 Α.Α.Δ. 361, ECLI:CY:AD:2014:D750, 387-8).

 

   Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2)(1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1931, 1939, στο σκεπτικό της Γνωμάτευσης του Πική, Δ., όπως ήταν, αναφέρεται ότι:

 

«Η νομοθετική εξουσία είναι το συνταγματικό όργανο της πολιτείας για τον καθορισμό του περιεχομένου της νομοθεσίας. Ο νομοθέτης είναι ο κατ' εξοχήν κριτής των δικαιικών αναγκών των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου. Η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του είναι μεγάλη, ανάλογα μεγάλη με την πολιτική του ευθύνη για τον προσδιορισμό του πλαισίου διακυβέρνησης της χώρας. Το πεδίο για δικαστική παρέμβαση περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που ο νομοθέτης υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και νομοθετεί κατ' αντίθεση ή με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος».

 

   Επί του προκειμένου, στην Kyriakides είχε αναφερθεί (σελ.663-4) ότι:

«The power of the State to provide for the general welfare of its people authorises it to prescribe all such regulations as in its judgment will secure or tend to secure them against the consequences of ignorance and incapacity as well as of deception and fraud, provided that such regulations are not, contrary to the express provisions of the Constitution (cf. Dent case, at page 626).

 

The nature and extent of the qualifications required must depend primarily upon the judgment of the State as to their necessity subject to the provisions of the Constitution. If they are appropriate to the profession and attainable by reasonable study or application, no objection to their validity can be raised because of their stringency or difficulty. It is only when they have no relation to such profession or are not usually required qualifications that they can operate to deprive one of his right to pursue a lawful vocation. Reliance must be placed by the general public upon the assurance given by an architect's licence issued by an authority competent to judge in that respect that he possesses the requisite qualifications. Due consideration, therefore, for the protection of society may well induce the State to exclude from practice those who have not such a licence or who are found not to be duly qualified».

 

 

    Ο Ν.80(Ι)/2011 ήταν το αποτέλεσμα πρότασης νόμου.  Στην Αιτιολογική Έκθεση της πρότασης δεν αναφέρεται οτιδήποτε αναφορικά με τον ηλικιακό περιορισμό που περιλήφθηκε, που όμως δεν ήταν κάτι νέο.  Υπήρχε και στη νομοθεσία που ο Ν.80(Ι)/2011 αντικατέστησε.  Τους περί της Επαγγελματικής ’δειας Οδηγού Νόμους του 1989 μέχρι 2009 που κατάργησε.  

 

Η πρώτη προσπάθεια νομοθετικής ρύθμισης του θέματος των προσόντων των οδηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης στην Κύπρο έγινε με το ’ρθρο 23 του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982, Ν.9/1982.  Απαγορευόταν η απασχόληση οιουδήποτε προσώπου ως οδηγού σε οχήματα για τα οποία παραχωρήθηκε άδεια προς εκτέλεση μεταφοράς επιβατών εκτός εάν το πρόσωπο ήταν, μεταξύ άλλων, κάτοχος ιατρικού πιστοποιητικού χορηγουμένου κάθε χρόνο από κυβερνητικό ιατρικό λειτουργό και στο οποίο θα πιστοποιείτο ότι δεν πάσχει από οιαδήποτε ασθένεια ή φυσική αναπηρία που δυνατό να καταστήσει την οδήγηση αυτού επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια.  Όσον αφορά τους οδηγούς ταξί, ο νόμος προϋπόθετε περαιτέρω την κατοχή άδειας οδηγήσεως για δύο χρόνια.

 

    Το 1989 κρίθηκε επιβεβλημένη η θέσπιση ενός ξεχωριστού νόμου για την αυτοτελή και ολοκληρωμένη ρύθμιση του επαγγέλματος των οδηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης.  Ο αρχικός νόμος (ο περί της Επαγγελματικής ’δειας Οδηγού Νόμος του 1989, Ν.225/1989) προνοούσε ανώτατο όριο ηλικίας τα 65 χρόνια.  Πιστοποιητικό από κυβερνητικό ιατρό, της φυσικής ικανότητας του  αιτητή να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού, ήταν πρόσθετη προϋπόθεση για όλες τις ηλικίες.  Στην Αιτιολογική Έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι σκοπός ήταν να επιτευχθεί η αναβάθμιση του επιπέδου των επαγγελματιών οδηγών καθώς και η αποκατάσταση και παγίωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτούς.  Σημειωνόταν ότι το επάγγελμα του οδηγού είναι ύψιστης σημασίας κοινωνικό λειτούργημα το οποίο θα έπρεπε να διατηρηθεί σε ψηλά επίπεδα.  Αναφερόταν ακόμα ότι «καθορίζονται τα προσόντα που πρέπει να συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι επαγγελματίες οδηγοί, μεταξύ των οποίων είναι ο καλός χαρακτήρας, η φυσική ικανότητα και η επιτυχία σε εξετάσεις επαγγελματία οδηγού».  Δεν υπήρχε οιαδήποτε εξειδικευμένη αναφορά στο ανώτατο όριο ηλικίας των 65 χρόνων που για πρώτη φορά προβλεπόταν.

 

Το 1991 (ο περί της Επαγγελματικής ’δειας Οδηγών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1991, Ν.104/1991) ο ανώτατος ηλικιακός περιορισμός αυξήθηκε στα 68 χρόνια. Η τροποποίηση ήταν το αποτέλεσμα πρότασης νόμου.  Στην Αιτιολογική Έκθεση της πρότασης αναφερόταν ότι σκοπός ήταν η αύξηση του ορίου ηλικίας από τα 65 στα 68 χρόνια, νοουμένου ότι οι οδηγοί από 65 μέχρι 68 χρόνων θα υποβάλλονταν σε ιατρική εξέταση φυσικής ικανότητας από αρμόδιο ιατρικό λειτουργό.

 

Το 1994 (ο περί της Επαγγελματικής ’δειας Οδηγών (Τροποποιητικός)(Αρ.2) Νόμος του 1994, Ν.56(Ι)/1994) το ανώτατο όριο ηλικίας αυξήθηκε στα 70 χρόνια και προστέθηκε ότι μεταξύ των ηλικιών των 65 και 70 απαιτείτο κάθε εξάμηνο η προσκόμιση πιστοποιητικού από κυβερνητικό ιατρό ότι ο αιτητής είχε τη φυσική ικανότητα να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού.[2]  Η τροποποίηση αυτή ήταν το αποτέλεσμα νομοσχεδίου.  Στην Αιτιολογική Έκθεση αναφερόταν ότι η τροποποίηση αποσκοπούσε βασικά «στην αύξηση, υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις, του ορίου ηλικίας των επαγγελματιών οδηγών μέχρι το εβδομηκοστό έτος».

 

   Για την άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού απαιτούνται, πέραν των σχετικών γνώσεων και δεξιοτήτων, φυσικές ικανότητες, σε συνδυασμό με πνευματική διαύγεια και εγρήγορση για την εκτέλεση των διαφόρων ενεργειών που απαιτούνται κατά την οδήγηση και αντιμετώπιση των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν στο δρόμο.  Επί του τούτου έχουμε δικαστική γνώση από τη σωρεία των υποθέσεων οδικής αμέλειας που εκδικάζουμε στα πλαίσια τόσο ποινικών, όσο και αστικών υποθέσεων.  Και αναμφίβολα το ανώτατο όριο των ηλικίας δεν αποβλέπει σε κάτι άλλο από του να αποτρέψει ότι οι επαγγελματίες οδηγοί δεν θα βρίσκονται σε κατάσταση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις αυτές, στη βάση, που είναι αδιαμφισβήτητη, ότι ο άνθρωπος μετά από μια ηλικία, με την πάροδο των χρόνων, παρουσιάζει απώλεια των δυνατοτήτων αυτών, περισσότερο έστω των σωματικών.  Και πάντα λαμβάνεται υπόψη το σύνηθες και όχι οι εξαιρέσεις.

 

Στο σύγγραμμα Ατομικά Δικαιώματα Π.Δ. Δαγτόγλου, Δεύτερη Αναθεωρημένη έκδοση, Β' Τόμος, σελ.929 αναφέρεται:

 

«Όριο ηλικίας ανεξάρτητων επαγγελματιών (συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα), των επαγγελματιών δηλαδή που επιλέγονται ελεύθερα από τους πελάτες τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συμβιβάζεται με την ελευθερία της εργασίας, εκτός στη σπάνια περίπτωση που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την προστασία της ζωής ή υγείας του κοινού, το οποίο μόνο του δεν έχει την δυνατότητα να ελέγξει, όπως π.χ. στην περίπτωση χειριστή αεροσκάφους.  Κατά κανόνα, εφ΄όσον χρόνο το κοινό δείχνει εμπιστοσύνη στον ελεύθερο επαγγελματία, ζητώντας και χρησιμοποιώντας, κατά δική του επιλογή, τις υπηρεσίες του, δεν μπορεί ο νόμος να το προστατεύσει περισσότερο από ό,τι αυτό το ίδιο κρίνει ορθό ή αναγκαίο, απαγορεύοντας στον ελεύθερο επαγγελματία να παρέχει τις υπηρεσίες του και στο κοινό να τις δέχεται.  Ένα τέτοιο όριο ηλικίας θα προσέβαλλε το δικαίωμα της εργασίας.»

 

 

Ο πολίτης που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει ταξί για τη διακίνηση του, έχει κάποια ευχέρεια στην επιλογή του οδηγού που θα τον μεταφέρει.  Εφόσον διευθετήσει τη διακίνηση του από προηγουμένως θα μπορούσε ίσως να επιλέξει συγκεκριμένο οδηγό ή εφόσον απευθυνθεί σε γραφείο με πολλούς οδηγούς να απαιτήσει να τον εξυπηρετήσει νεαρός οδηγός.  Στην περίπτωση όμως που θα πάρει ταξί από το δρόμο, η ευχέρεια επιλογής είναι εξ αντικειμένου δύσκολη αν όχι και ανέφικτη.  Εκτός και αν απορρίπτει την εξυπηρέτηση όταν ο οδηγός του φαίνεται μεγάλος σε ηλικία.  Και ακόμα πιο θεωρητική είναι η περίπτωση όταν η διακίνηση θα γίνει με λεωφορείο.  Ιδιαίτερα εφόσον η ανάγκη κάποιου δεν του δίδει επιλογή παρά να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένο δρομολόγιο σε συγκεκριμένη ώρα.

 

Ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους και άλλους που δεν αφορούν στη συζήτηση αυτή, το βάρος εναποτίθεται στο κράτος να ρυθμίσει το ζήτημα κατά τρόπο ώστε να διασφαλίσει την ασφάλεια των διακινούμενων, όποιο ταξί ή λεωφορείο κι' αν χρησιμοποιήσουν.

 

Και εδώ έγκειται μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ιδιωτών οδηγών και οδηγών με επαγγελματική άδεια.  Ότι ο επαγγελματίας οδηγός μεταφέρει άλλα πρόσωπα τα οποία δεν τον εμπιστεύονται γιατί γνωρίζουν τις ικανότητες του ιδίου, αλλά βασίζονται στο ότι το κράτος παραχωρώντας του την επαγγελματική άδεια μερίμνησε ώστε να διασφαλίσει την ικανότητα του με σκοπό την ασφάλεια του κοινού.  Μια άλλη διαφορά αφορά στις ώρες οδήγησης.  ’λλο η οδήγηση στα πλαίσια των καθημερινών αναγκών του καθενός και άλλο η οδήγηση ως επάγγελμα, που μπορεί να επεκτείνεται σε πλήρες ωράριο, υπερωρίες και «ακατάλληλες» ώρες.

    

    Είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ικανοποιηθεί, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ότι η δημόσια ασφάλεια εξυπηρετείτο πλήρως από την πρόνοια του ’ρθρου 6(2)(δ) του Ν.80(Ι)/2011, που αφορά όλους τους επαγγελματίες οδηγούς, ώστε ο ηλικιακός περιορισμός αποδεδειγμένα πλέον να μην είχε κάτι περισσότερο να προσφέρει στην ευόδωση του σκοπού της δημόσιας ασφάλειας.  Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κάποιες ιδιότητες που απαιτούνται κατά την οδήγηση δεν μπορούν «να αποτιμηθούν αντικειμενικά» περικλείει την ουσία της απόφασης του, με αναφορά στο ’ρθρο 25.  Ότι δηλαδή η πρόνοια του ’ρθρου 6(2)(δ) του Ν.80(Ι)/2011 δεν αναδεικνυόταν ως από μόνη της επαρκής για την ευόδωση του σκοπού της δημόσιας ασφάλειας.  Και δοθέντος του σκοπού, ο συγκεκριμένος περιορισμός, πέραν του συνήθους συνταξιοδοτικού ορίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας.

 

    Είναι η κατάληξη μας ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχτεί την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι ο ηλικιακός περιορισμός του ’ρθρου 6(2)(δ) του Ν.80(I)/2011 για την χορήγηση ή την  ανανέωση επαγγελματικής άδεια οδηγού συνιστά παραβίαση του ’ρθρου 25 του Συντάγματος ήταν ορθή.  Καθίσταται, ως εκ τούτου, αχρείαστο να εξετάσουμε κατά πόσο ο λόγος έφεσης 2 θα μπορούσε να επιτύχει, αφού κάτι τέτοιο, κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να έχει.

 

   Προχωρούμε στην εισήγηση για αντισυνταγματικότητα με αναφορά στο ’ρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ότι:

«1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.

2. Έκαστος απολαύει πάντων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προβλεπομένων υπό του Συντάγματος άνευ ουδεμιάς δυσμενούς διακρίσεως αμέσου ή εμμέσου εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητος, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσης, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξεως αυτού ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός εάν διά ρητής διατάξεως του Συντάγματος ορίζηται το αντίθετον.»

 

   Ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι υπήρχε παραβίαση του λόγω της διαφοράς στα κριτήρια για χορήγηση άδειας οδήγησης ιδιωτικού αυτοκινήτου[3] και χορήγησης επαγγελματικής άδειας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι θεωρούσε ότι το ζήτημα είχε απαντηθεί με την ανάλυση που είχε προηγηθεί, δηλαδή σε σχέση με τη δημόσια ασφάλεια. 

 

    Όμως, επί του προκειμένου, δεν υπήρχε τίποτε για να απαντηθεί.  Στην ισότητα δικαιούνται τα πρόσωπα και ο Εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα, νοουμένου ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του σχετικού νόμου, να έχει ή αποκτήσει άδεια οδήγησης ιδιωτικού αυτοκινήτου, όπως κάθε άλλος.  Και προδήλως είχε τέτοια άδεια για να είχε ζητήσει την ανανέωση της επαγγελματικής του άδειας, αφού η άδεια οδήγησης είναι προαπαιτούμενο για την επαγγελματική άδεια (’ρθρο 6(2)(β) του Ν.80(Ι)/2011).

 

    Ζήτημα παραβίασης του ’ρθρου 28 θα μπορούσε να είχε συζητηθεί με αναφορά σε πρόσωπα ηλικίας κάτω των 70 χρόνων και πρόσωπα ηλικίας άνω των 70 χρόνων, ωστόσο αυτή η διάσταση του ζητήματος δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι είχε κατά τρόπο ξεκάθαρο εγερθεί με την προσφυγή.  Και δεν αποφάνθηκε περί τούτου.  Όμως με την έφεση δεν προσβάλλεται η παράλειψη αυτή.  Ο λόγος έφεσης 12 εκλαμβάνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε παραβίαση σε αυτή τη βάση και είναι η υποτιθέμενη «κατάληξη» του που προσβάλλεται και όχι η παράλειψη του.  Κατ' ακολουθία δεν θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε την υπόθεση για απόφαση επί του σημείου από το Διοικητικό Δικαστήριο και απορρίπτουμε το συναφή λόγο έφεσης 12.

 

    Αναφορικά με τη θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη, έχουμε να σημειώσουμε ότι αυτή είχε όλα τα στοιχεία μιας αιτιολογημένης απόφασης, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί και ότι δεν γίνεται σε αναφορά σε όλες τις αυθεντίες και κανονισμούς, στις οποίες είχαν παραπέμψει οι δικηγόροι του Εφεσείοντα ως σχετικές, με κανένα τρόπο δεν την καθιστά αναιτιολόγητη.  Ο σχετικός λόγος έφεσης 13 απορρίπτεται.

 

    Σε σχέση με τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, η θέση του Εφεσείοντα ότι η προσφυγή του αφορούσε στη διεκδίκηση συνταγματικών του δικαιωμάτων, ήταν νεοφανής και ότι η επιδίκαση εξόδων εναντίον του μπορεί να ερμηνευτεί ως τιμωρητική ενέργεια για αποτροπή τέτοιων προσφυγών εναντίον της Δημοκρατίας, δεν επέβαλαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να ασκήσει την ευχέρεια του ως προς τα έξοδα κατά τον τρόπο που ο ίδιος εισηγείται. 

 

    Το ζήτημα των εξόδων επαφίεται στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, με βασικό παράγοντα άσκησης της το αποτέλεσμα της δίκης.  Η αδικαιολόγητη προσφυγή στο Δικαστήριο, όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα, αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων.  Μόνο όπου συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις μπορεί να καταστεί επιτρεπτή η παρέκκλιση από το γενικό κανόνα, όπως για παράδειγμα όταν ο επιτυχόντας διάδικος έχει συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης και στο βαθμό που να αντανακλά τη συμβολή του στη διόγκωση των εξόδων (Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12, 14).

 

    Δεν έχει υποδειχθεί ότι υπήρξε οιαδήποτε συμπεριφορά από μέρους της Δημοκρατίας που θα δικαιολογούσε παρέκκλιση από το γενικό κανόνα.  Ούτε συμμεριζόμαστε την περαιτέρω θέση του Εφεσείοντα ότι το ποσό των €1.400 που επιδικάστηκε εναντίον του, ήταν παράλογα ψηλό ή αδικαιολόγητο.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 14 απορρίπτεται.   

 

    Η έφεση απορρίπτεται.   Επιδικάζονται €2.500 έξοδα της έφεσης υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                                   Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                                  

 



[1] Για σκοπούς εναρμόνισης έχει θεσπιστεί ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμος του 2004, Ν.58(Ι)/2004.

 

[2] Το 1998 (Ν.59(Ι)/1998) αφαιρέθηκε η πρόνοια να είναι ο ιατρός κυβερνητικός και αναφερόταν εγγεγραμμένος ιατρός.

[3] ’ρθρο 3(2)(β) του περί ’δειας Οδήγησης Νόμου του 2001, Ν.94(Ι)/2001.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο