ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B586
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 39/2021)
22 Δεκεμβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
xxx ΚΕΣΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητης,
____________________
Σ. Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Χρίστου για Λ. Λουκαϊδου-Θεοφάνους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων - κατηγορούμενος αντιμετώπισε ιδιωτική ποινική υπόθεση από την εφεσίβλητη εταιρεία - παραπονούμενη, η οποία αφορούσε παράλειψη πληρωμής δώδεκα συνολικά δόσεων προς καταδολίευση εξ αποφάσεως πιστωτή, κατά παράβαση των Άρθρων 90, 91Α και 91Β του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως τροποποιήθηκε και τον περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμο του 2008, Ν.60(Ι)/2008, άρθρα 2, 3(1)(γ), 3(2), 3(4), 3(4)(γ), 4(2) και (3).
Προς απόδειξη της υπόθεσής της η εφεσίβλητη εταιρεία παρουσίασε ένα μόνο μάρτυρα, το διευθυντή της εταιρείας (ΜΚ1). Όταν κλήθηκε σε απολογία, ο εφεσείων επέλεξε τη σιωπή και κάλεσε ως μάρτυρα τον υιό του, ΜΥ1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και έκρινε αξιόπιστο το ΜΚ1, ενώ δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του υιού του εφεσείοντα και κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«Οι παραπονούμενοι καταχώρησαν την πολιτική αγωγή με αρ. 2023/2008 για την οποία στις 2.12.11 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση όπως ο κατηγορούμενος, τότε εναγόμενος 1 μαζί με την εταιρεία Giannis Kesidis Construction and Developers Ltd πληρώσουν στους παραπονούμενους ποσό €9.400,66σ πλέον τόκους, ως αναφέρονται αναλυτικά στο τεκμήριο 3. Στις 22.11.12 στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής εκδόθηκε απόφαση όπως ο κατηγορούμενος πληρώνει το ποσό των €150 μηνιαίως από 1.1.13 και ούτω καθ΄εξής μέχρι εξόφλησης (τεκμήριο 4).Το μοναδικό ποσό που πληρώθηκε από τον κατηγορούμενο στους παραπονούμενους είναι €750 και €80 στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης με αρ. 741/15 (τεκμήριο 7) ως αναφέρεται στο τεκμήριο 1 και εξακολουθούν να οφείλονται από τον κατηγορούμενο οι δόσεις του κατηγορητηρίου 1/9/15 - 1/8/16 μέχρι και σήμερα.»
Το Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου, επί του οποίου εδράζετο η κατηγορία, προνοεί τα εξής:
«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
(α) .......
(β) .......
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.»
Οι υπερασπίσεις για το εν λόγω αδίκημα καθορίζονται στον ίδιο το Νόμο. Σε όση έκταση αφορά την παρούσα υπόθεση προνοούνται τα εξής:
«3(4) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει:
(α) .........
(β) ........
(γ) προκειμένου περί κατηγορίας δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), ότι έχει συμμορφωθεί με το διάταγμα πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις ή ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος την οποία έχει επιδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, πριν από την επίδοση του κατηγορητηρίου σ' αυτόν.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, την υπεράσπιση του Άρθρου 3(4)(γ) που προώθησε και έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες. Του επέβαλε χρηματική ποινή €40 σε κάθε κατηγορία και εξέδωσε διάταγμα είσπραξης των 12 οφειλόμενων δόσεων, ύψους €1.800. Επιπλέον, επιδίκασε εναντίον του τα δικηγορικά έξοδα.
Ο εφεσείων παραπονείται για την ορθότητα της απόφασης με 26 λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου να καλέσει σε απολογία τον εφεσείοντα, στη βάση του ότι, κατά την αντεξέταση, ο ΜΚ1 δέχθηκε ότι ο λόγος που ο εφεσείων δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες δόσεις ήταν λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Ο ΜΚ1 αναφέρθηκε, κατά την αντεξέταση, σε ισχυρισμό που ο εφεσείων πρόβαλε στον ίδιο, όταν η υπόθεση ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου για κάποια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Στη βάση αυτής του της απάντησης αντεξετάστηκε περαιτέρω. Δεν υπήρξε, όμως, δική του θέση ότι ο εφεσείων είχε προβλήματα υγείας και γι' αυτό δεν κατέβαλε τις δόσεις.
Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων είχε υποχρέωση να καταβάλλει το ποσό των €150.00 μηνιαίως, από τη στιγμή που δεν δόθηκε μαρτυρία περί της ύπαρξης οφειλόμενου χρέους στην επίδικη αγωγή.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Με δεδομένο ότι η δικαστική απόφαση τεκμηριώνει το χρέος ο ΜΚ1 αναφέρθηκε στα ποσά που καταβλήθηκαν, στα ποσά των δόσεων που παρέμειναν οφειλόμενα και η μαρτυρία του αυτή δεν αντικρούστηκε. Ούτε, βεβαίως, υπήρξε μαρτυρία ότι το ποσό της αγωγής εξοφλήθηκε από τον εφεσείοντα ή διαφορετικά.
Με τους λόγους έφεσης 3 μέχρι 6 ουσιαστικά αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων παραπλάνησε το Δικαστήριο όταν, στις 22.11.2012, δέχθηκε την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων, ενώ δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας που να το υποστηρίζει.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το γεγονός ότι ο ΜΥ1 ήταν γιος του εφεσείοντα δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για να κριθεί αυτός αναξιόπιστος.
Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 ο εφεσείων θεωρεί ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την κατάσταση αποδοχών του εφεσείοντα, καθώς και τα ιατρικά πιστοποιητικά και άλλα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιόν του.
Με βάση πάγια νομολογία η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι, κατά την αξιολόγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, εξ αντικειμένου, σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα, που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά.
Για σκοπούς εξέτασης των πιο πάνω λόγων έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1, που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Ο μάρτυρας υπερασπίσεως 1 ο οποίος είναι ο γιος του κατηγορούμενου δεν έκανε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο γιατί η μαρτυρία του δεν χαρακτηριζόταν από αμεσότητα και θετικότητα αλλά από αοριστία και αντιφατικότητα. Δεν έχει πείσει το Δικαστήριο για την αλήθεια των ισχυρισμών του, δεν ήταν αντικειμενικός και απώτερος σκοπός του ήταν να βοηθήσει τον πατέρα του. Οι θέσεις του περί της σοβαρότητας της υγείας του κατηγορούμενου σε βαθμό που αυτός να αδυνατεί να εργαστεί ούτως ώστε να ανταποκριθεί στην πληρωμή του εξ΄ αποφάσεως χρέους του προς του παραπονούμενους δεν επιβεβαιώνονται από τα τεκμήρια τα κατατεθειμένα ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ειδικότερα:
Η ιατρική βεβαίωση το τεκμήριο 8 που κατάθεσε ο ΜΥ1 αναφέρει ότι:
«ο κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική της δεξιάς στεφανιαίας αρτηρίας στις 12.11.2008 στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Έκτοτε παρακολουθείται τακτικά και υποβάλλεται στις απαραίτητες εξετάσεις».
Το Δικαστήριο παρατηρεί τα εξής:
Το 2008 όταν ο κατηγορούμενος υπέστη το ισχυριζόμενο από τον ΜΥ1 έμφραγμα αυτός αργότερα αποδέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τόσο την έκδοση της απόφασης τεκμήριο 3 στις 2.12.11 όσο και την έκδοση του διατάγματος τεκμήριο 4 στις 22.11.12 δηλαδή της πληρωμής των οφειλομένων ποσών προς του παραπονούμενους χωρίς να γίνει οποιαδήποτε αναφορά του στο Δικαστήριο, για σοβαρά προβλήματα υγείας και δη αδυναμία αποπληρωμής οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού. Δημιουργείται το ερώτημα πώς συνάδουν οι πληρωμές που καταβλήθηκαν από τον κατηγορούμενο ύψους €830 προς του παραπονούμενους σε σχέση με όσα ανέφερε στο Δικαστήριο ο ΜΥ1 για την σοβαρότητα της υγείας του κατηγορούμενου και κατά συνέπεια της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή του χρέους του προς του παραπονούμενους. Να σημειωθεί ότι οι πληρωμές από τον κατηγορούμενο προς τους παραπονούμενους έγιναν μετά τα ισχυριζόμενα προβλήματα καρδίας του κατηγορούμενου (τεκμήριο 8) και μετά την έκδοση του διατάγματος τεκμήριο 4. Επιπλέον εάν ληφθεί ως δεδομένο η αδυναμία του κατηγορούμενου ως την περιέγραψε ο ΜΥ1 καταδεικνύεται ενδεχομένως παραπλάνηση του Δικαστηρίου στο οποίο αυτός παρουσιάστηκε στις 22.11.2012 και αποδέχθηκε την έκδοση του διατάγματος τεκμήριο 4 χωρίς να αναφέρει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας του.
Το τεκμήριο 9 το οποίο αφορά καταστάσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τα έτη 2010 - 2016 μπορεί να καταδεικνύουν μηδενικές ασφαλιστέες αποδοχές του κατηγορούμενου αυτό όμως δεν εξυπακούει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε την δυνατότητα και την ικανότητα να εργάζεται ή ότι στην πραγματικότητα δεν εργαζόταν.
Επιπλέον πώς συνάδουν τα έγγραφα του τεκμηρίου 9 ειδικότερα για τα έτη 2010 - 2012 όταν αυτός αποδέχθηκε στις 22.11.12 ενώπιον Δικαστηρίου να πληρώνει τις μηνιαίες δόσεις των €150 αφ΄ ης στιγμής δεν εμφαίνονται ασφαλιστέες αποδοχές σε αυτά. Απλούστατα δεν συνάδουν και δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Ο ισχυρισμός του ΜΥ1 αντεξεταζόμενος ότι ο κατηγορούμενος απευθύνθηκε για να λάβει επίδομα γιατί δεν εργάζεται αλλά δεν τον έγκριναν δεν επιβεβαιώθηκε από συγκεκριμένη μαρτυρία.
Ακόμη το τεκμήριο 10 αναφέρει ότι μετά από την εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε ο κατηγορούμενος πήρε εξιτήριο και ήταν σε πολύ καλή κατάσταση.
Ο ΜΥ1 αντεξεταζόμενος όταν ρωτήθηκε πότε ο κατηγορούμενος σταμάτησε να εργάζεται απάντησε αρχικά το 2008, το 2009 και μετά είπε δεν θυμάμαι. Όταν του υποβλήθηκε η θέση ότι κατατέθηκαν επιλεκτικά κάποια έγγραφα των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων μέχρι το 2016 αυτός δεν απάντησε. Εμφαίνεται δε ότι δεν έχουν παρουσιαστεί οποιαδήποτε έγγραφα των ιδίων Υπηρεσιών για τα έτη 2017 - 2020 παρά το γεγονός ότι αυτά ελήφθηκαν 9.11.17. Ακόμη επικαλέστηκε ότι μετά την εγχείρηση του προστάτη ο κατηγορούμενος ήταν σε άσχημη κατάσταση φορώντας πάνες, για πάρα πολλούς μήνες. Αργότερα είπε αυτό συνέβη πριν το 2017, κατά την διάρκεια του 2017, αρχές του 2017. Αυτό βεβαίως τον ισχυρισμό δεν τον επιβεβαίωσε η Υπεράσπιση με οποιοδήποτε τρόπο παρουσιάζοντας στο Δικαστήριο συγκεκριμένη ιατρική μαρτυρία για την σοβαρότητα της κατάστασης του κατηγορούμενου αν όντως αυτός είχε επιπλοκές και μετέβη σε Ιατρό για περίθαλψη.
Επίσης κρίνω ότι εάν και εφόσον ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας όπως προσπάθησε ανεπιτυχώς να τα παρουσιάσει ο γιος του είναι βέβαιο ότι αυτός θα παρουσίαζε συγκεκριμένη ιατρική μαρτυρία προς απόδειξη αυτών των ισχυρισμών κάτι που δεν συνέβη στην παρούσα υπόθεση. Τα πιο πάνω αναφερόμενα σε σχέση με τον ΜΥ1 είναι ενδεικτικά της αναξιοπιστίας του και όχι εξαντλητικά.
Συνεπώς το Δικαστήριο δεν αποδέχεται την μαρτυρία του, δεν μπορεί να αποδώσει καμιά βαρύτητα και σημασία σε αυτήν πέραν των μη αμφισβητούμενων θεμάτων και αυτή απορρίπτεται στο σύνολο της.»
Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της διαδικασίας και θεωρούμε ότι το Δικαστήριο προέβη σε μία λεπτομερή αξιολόγηση του μάρτυρα, εξηγώντας τους λόγους που δεν την έκανε αποδεκτή, χωρίς το γεγονός ότι αυτός ήταν υιός του κατηγορούμενου να αποτελεί λόγο για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του. Κατέληξε, θεωρούμε, σε συμπεράσματα τα οποία είναι ευλόγως αποδεκτά στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Ειδικότερα, σε σχέση με το λόγο έφεσης 3, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κάθε άλλο παρά προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων είχε παραπλανήσει το Δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος. Η αναφορά του είχε τη μορφή επιχειρήματος. Ότι, δηλαδή, αν ήταν αλήθεια τα όσα επικαλέστηκε ο γιος του, θα είχε τότε παραπλανήσει το Δικαστήριο. Όμως, δεν αποδέχτηκε τα όσα μαρτύρησε ο γιος του και, επομένως, δεν έκρινε ότι είχε τότε παραπλανήσει το Δικαστήριο.
Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 3 μέχρι 6 απορρίπτονται.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν την επιβληθείσα ποινή. Παραπονείται ο εφεσείων ότι, εκτός από την ποινή προστίμου, εκδόθηκε διάταγμα καταβολής των οφειλόμενων δόσεων, χωρίς να γίνει αίτηση, ως προνοείται από τη νομοθεσία, καταδικάστηκε στα έξοδα της διαδικασίας και, περαιτέρω, το Δικαστήριο καθόρισε ότι, σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού του προστίμου, ο εφεσείων να φυλακιστεί για ένα χρόνο. Και αυτές οι ποινές επιβλήθηκαν ενώ, κατά το στάδιο επιβολής της ποινής, αυτός επικαλέστηκε τα σοβαρότατα προβλήματα υγείας του. Περαιτέρω, το ίδιο Δικαστήριο είχε κρίνει αίτηση νομικής αρωγής για τον εφεσείοντα, πράγμα αντιφατικό με τα ευρήματα του και την επιβληθείσα ποινή.
Το Άρθρο 4(3) του Ν. 60(Ι)/2008 προνοεί τα ακόλουθα:
«4.(3) Το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, εκδίδει, εφόσον υποβληθεί αίτηση προς τούτο, διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους, ως χρηματικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου καταργούντος ή τροποποιούντος τούτο. Το δικαστήριο κατά την έκδοση του εν λόγω διατάγματος δύναται να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσής του για περίοδο μέχρι έξι μήνες.»
Η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια εξετάστηκε στην υπόθεση Προδρόμου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημ. Ετ. Λτδ (2014) 2 ΑΑΔ 108, ECLI:CY:AD:2014:B126, όπου κρίθηκε ότι τέτοιου είδους διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Θα πρέπει να υποβληθεί αίτηση η οποία «θα κριθεί αναλόγως των συνθηκών οι οποίες θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορούν όχι μόνο την επιλογή της υποβολής αίτησης αλλά και την κρίση του Δικαστηρίου επί αυτής. Περαιτέρω, προκύπτει θέμα ενδεχόμενης ένστασης του καταδικασθέντος ώστε το Δικαστήριο να πρέπει να ασκήσει δικαστική κρίση». Στην μεταγενέστερη απόφαση Νικολάου ν. Citi Principal Investments Ltd, Ποιν. Έφ. 160/2014, ημερομηνίας 20.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:B558, αναφέρθηκε πως «ο Νόμος δεν προνοεί τον τύπο και χρόνο υποβολής της αναφερόμενης στο άρθρο 4(3) αίτησης, η οποία στην υπό κρίση περίπτωση υποβλήθηκε προφορικώς στο στάδιο των αγορεύσεων». Η υπόθεση, όμως, εκείνη κρίθηκε τελικά σε άλλη βάση.
Εν προκειμένω, η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτημα στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης. Ακολούθως, μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος της παραπονουμένης ζήτησε προφορικά τόσο τα έξοδά του, όσο και διάταγμα είσπραξης. Ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν τηρήθηκε η ορθή διαδικασία για έκδοση διατάγματος είσπραξης και πως το Δικαστήριο παραβίασε τους κανόνες της δίκαιης δίκης, δίδοντας στην παραπονούμενη δεύτερη ευκαιρία να διορθώσει λάθη και παραλείψεις. Συγκεκριμένα, επικαλείται πως, ενώ μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης ο δικηγόρος της παραπονουμένης περιορίστηκε στο να ζητήσει έξοδα και τότε δόθηκε ο λόγος στον δικηγόρο του εφεσείοντα, ο οποίος ζήτησε χρόνο για να αγορεύσει για σκοπούς μετριασμού της ποινής, στη συνέχεια, όταν η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για το σκοπό αυτό, η Δικαστής ρώτησε εκ νέου το δικηγόρο της παραπονούμενης κατά πόσο είχε να προσθέσει οτιδήποτε και, παρά την αντίδραση του κ. Ζαννούπα, ζητήθηκαν έξοδα και διάταγμα είσπραξης.
Η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος είσπραξης σε τέτοιου είδους υποθέσεις προνοείται από το Νόμο, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω. Από την εν λόγω νομοθετική διάταξη προκύπτει ότι το κατά πόσο θα εκδοθεί διάταγμα είσπραξης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο έχει, επίσης, την ευχέρεια να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, για περίοδο έξι μηνών. Το γεγονός ότι απαιτείται η υποβολή αίτησης υποδηλοί, όπως άλλωστε αποφασίστηκε και στην Προδρόμου, ανωτέρω, ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλει ένσταση και τότε το Δικαστήριο ασκεί κρίση επί τούτου. Ο Νόμος δεν καθορίζει κατά πόσο η αίτηση υποβάλλεται γραπτώς ή μπορεί να υποβληθεί και προφορικά. Θεωρούμε ότι αυτό που έχει σημασία είναι να τεθεί το σχετικό αίτημα από τον παραπονούμενο, έτσι ώστε να μπορεί να τοποθετηθεί ο κατηγορούμενος. Αυτό επιτεύχθηκε στην παρούσα περίπτωση, εφόσον τέθηκε το ζήτημα στη γραπτή αγόρευση του παραπονούμενου και επαναλήφθηκε προφορικά στο Δικαστήριο, μετά την καταδίκη του εφεσείοντα, όταν εξετάζετο το θέμα επιβολής ποινής. Τα υπόλοιπα που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ως προς το ότι δόθηκε δεύτερη ευκαιρία στην παραπονούμενη να θέσει το ζήτημα του διατάγματος, δεν ευσταθούν. Υπήρχε στη γραπτή αγόρευση το αίτημα και το Δικαστήριο θα μπορούσε ακόμα και να ζητήσει διευκρίνιση κατά πόσο η πλευρά της παραπονούμενης εξακολουθούσε να αξιώνει το διάταγμα είσπραξης. Εν πάση περιπτώσει, δόθηκε η ευκαιρία στον κ. Ζαννούπα να τοποθετηθεί επί του αιτήματος, ο οποίος περιορίστηκε να αναφερθεί μόνο στο κατά πόσο η αίτηση θα έπρεπε να γίνει γραπτώς ή προφορικά. Θα μπορούσε να αγορεύσει και ως προς το κατά πόσο θα έπρεπε να εκδοθεί το διάταγμα είσπραξης. Το γεγονός ότι δεν το έπραξε δεν οφείλεται σε οποιοδήποτε σφάλμα του Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, ο εφεσείων προβάλλει ότι η έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος, το οποίο εισπράττεται ως χρηματική ποινή και σε περίπτωση παράλειψης καταβολής της μετατρέπεται σε ποινή φυλάκισης, τυγχάνει εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις οφειλών προς το Κράτος και πως, ακόμα και στις περιπτώσεις που αφορούν καταβολή χρημάτων προς το κράτος, δεν επιτρέπεται η χρήση της ποινικής διαδικασίας για είσπραξη χρημάτων στο πλαίσιο αστικής φύσεως διαφορών. Προς τούτο, παρέπεμψε στις υποθέσεις Goktan v. France, Αίτηση Αρ. 33402/1996, ημερομηνίας 2.10.2002 και Somare v. France, Αίτηση Αρ. 23824/1994, ημερομηνίας 24.8.1998).
Η έκδοση του διατάγματος προβλέπεται από το Νόμο σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου η υπεράσπιση του εφεσείοντα ότι είχε αδυναμία αποπληρωμής των δόσεων δεν έγινε αποδεκτή. Ως εκ τούτου, οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος διακρίνονται και δεν τυγχάνουν εφαρμογής.
Παραπονείται, επίσης, ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο με την επιβολή προστίμου, εξόδων και διατάγματος είσπραξης του οφειλόμενου ποσού, επέβαλε ουσιαστικά τρεις ποινές. Περαιτέρω, ενώ αποφάσισε ότι δεν πρόκειται να επιβάλει ποινή φυλάκισης, την επόμενη μέρα επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης ενός έτους, κατά παράβαση της αρχής nullum crimen nulla poema cine lege, ενώ δεν δικαιούτο σύμφωνα με το Άρθρο 4(2) του Ν.60(Ι)/2008. Εγείρεται, περαιτέρω, ζήτημα πως η εν λόγω ποινή φυλάκισης επιβλήθηκε στην απουσία του εφεσείοντα και του δικηγόρου του, κατά παράβαση του Άρθρου 89 του Κεφ. 155 και του Άρθρου 8 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/343.
Το Άρθρο 4(2) του Ν.60(Ι)/2008 προνοεί την ποινή για περιπτώσεις όπως την παρούσα ως ακολούθως:
«(2) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους για το αδίκημα που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αυτός υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης υπόκειται σε κατώτατο όριο ποινής χιλίων ευρώ (€1.000), εκτός αν το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής, αφού λάβει υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης και ειδικά ότι έχει συμμορφωθεί με το διάταγμα πληρωμής του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις και/ή ότι η οικονομική δυνατότητα του κατηγορουμένου έχει μεταβληθεί, κρίνει σκόπιμο να μην επιβάλει ποινή και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης να επιβάλει μικρότερη ποινή:
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΧΤΘ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
1 120.-(1) Κάθε φορά που Δικαστήριο διατάσσει την πληρωμή χρηματικής ποινής, αυτό δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 128 να ορίσει την περίοδο φυλάκισης την οποία το πρόσωπο που επηρεάζεται θα εκτίσει λόγω παράλειψης πληρωμής της χρηματικής ποινής και η περίοδος αυτή δύναται να περιληφθεί σε οποιοδήποτε ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.
(2) Κάθε φορά που Δικαστήριο διατάσσει την πληρωμή χρηματικής ποινής από πρόσωπο, αυτή δύναται να εισπραχτεί δυνάμει εντάλματος εκτέλεσης επί της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας του προσώπου αυτού, όπως εκτίθεται στο άρθρο 121:
Νοείται ότι δεν κατάσχεται η ακίνητη περιουσία του εν λόγω προσώπου, εκτός αν φαίνεται ότι η κινητή του περιουσία δεν είναι επαρκής προς ικανοποίηση του εντάλματος.
(3) Ένταλμα δυνάμει του άρθρου αυτού εκτελείται συνήθως εντός των τοπικών ορίων της δικαιοδοσίας του Δικαστή που το εκδίδει αλλά δύναται να εκτελεστεί με πώληση οποιασδήποτε περιουσίας εκτός των ορίων αυτών η οποία ανήκει στο εν λόγω πρόσωπο αν οπισθογραφείται από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εντός των τοπικών ορίων της δικαιοδοσίας του οποίου βρίσκεται η περιουσία αυτή.
(4) Το πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από οποιοδήποτε ένταλμα δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού δύναται να καταβάλει στο λειτουργό που εκτελεί το διάταγμα το ποσό που αναφέρεται σε αυτό, μαζί με το ποσό των εξόδων της εκτέλεσης μέχρι του χρόνου πληρωμής και, για το λόγο αυτό ο λειτουργός παύει την εκτέλεση.