ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D595
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 205/20)
22 Δεκεμβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΧΧ ΚΩΣΤΑ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------
Ηλ. Στεφάνου με Ε. Ευθυμίου, για τον εφεσείοντα.
Χ. Καραολίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
---------------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά ποινών φυλάκισης τριών χρόνων που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα (κατηγορούμενο 3) για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επιβλήθηκε και συντρέχουσα ποινή φυλάκισης εννέα μηνών σε κατηγορία για κατάχρηση εξουσίας.
Την ίδια ημέρα και για της ίδιας φύσεως αδικήματα, τα οποία είχαν διαπραχθεί στα ίδια πλαίσια, το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων και επίσης συντρέχουσα ποινή φυλάκισης εννέα μηνών για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, στην πρώην κατηγορούμενη 1. Οι ποινές φυλάκισης επιβλήθηκαν και στους κατηγορούμενους 2 και 7 αλλά δεν αφορούν στην παρούσα έφεση.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στα πλαίσια χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση για υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων στα οποία η Κύπρος, μέσω του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕ.ΠΑ.Κ.) και του Πανεπιστημίου Κύπρου, συμμετείχε ως εταίρος.
Η κατηγορούμενη 1, κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση της λειτουργού στην Υπηρεσία Έρευνας Διεθνούς Συνεργασίας, στο ΤΕ.ΠΑ.Κ. Ανάμεσα στα καθήκοντά της ήταν η υποστήριξη στη διαχείριση ερευνητικών προγραμμάτων και ειδικότερα, ήταν υπεύθυνη για την επιλεξιμότητα της δαπάνης και η σχετική, προς τούτο, έγκριση, ήταν προαπαιτούμενο της όποιας πληρωμής.
Ο κατηγορούμενος 2 είναι γιος της κατηγορούμενης 1 και διευθυντής, γραμματέας και ιδιοκτήτης της κατηγορούμενης 7, εταιρείας, με την οποία φέρονταν να έχουν εκτελέσει εργασίες, κατόπιν ανάθεσης, μερικών εκ των επίδικων ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Ο κατηγορούμενος 3 (εφεσείων), κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν καθηγητής στο ΤΕ.ΠΑ.Κ. και επιστημονικός υπεύθυνος σε επτά από τα επίδικα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Ο τρόπος δράσης των κατηγορουμένων 1 και 3 στα επίδικα ερευνητικά προγράμματα περιγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:
«Η κατηγορούμενη 1, από τη θέση της, ως λειτουργός έρευνας στην Υ.Ε.Δ.Σ., ενέκρινε οδηγίες πληρωμών, ενώ γνώριζε ότι αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφού τα πρόσωπα που αναγράφονταν στα τιμολόγια διεκπεραίωσης εργασιών, δεν εκτέλεσαν τις τιμολογημένες εργασίες. Η κατηγορούμενη 1, με απώτερο σκοπό την απόσπαση χρημάτων, στα πλαίσια των πιο πάνω προγραμμάτων και προς ίδιο όφελος, εντόπισε φιλικά και συγγενικά της πρόσωπα και τους πρότεινε όπως υποβάλουν προσφορές, ως εξωτερικοί συνεργάτες, για εκτέλεση εργασιών στα προγράμματα, εν γνώσει των τελευταίων ότι δεν θα εκτελούσαν οποιαδήποτε εργασία και ότι θα περιορίζονταν στο να υπογράφουν έγγραφα που θα ετοίμαζε η ίδια για λογαριασμό τους, πράγμα το οποίο τελικά έπραξαν. Τα τρίτα, αυτά, πρόσωπα, λάμβαναν επιταγή στο όνομά τους και αφού την εξαργύρωναν κρατούσαν ένα μικρό ποσό και το υπόλοιπο το παρέδιδαν στην κατηγορουμένη 1. Η τελευταία ήταν ένας από τους συνδετικούς κρίκους και χωρίς την έγκρισή της δεν θα μπορούσε να προχωρήσει η διαδικασία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι η κατηγορούμενη 1, ενέπλεξε στις παράνομες δραστηριότητές της, το ίδιο της το παιδί (κατηγορούμενος 2), τη νύφη της, την αδελφή της και τον συμπέθερό της.
Ο κατηγορούμενος 3, ήταν επιστημονικός υπεύθυνος 7 συγκεκριμένων προγραμμάτων. Μολονότι υλοποιούσε ο ίδιος τις εργασίες, εντούτοις υπέγραφε και παρουσίαζε ψευδώς ότι αυτές διεκπεραιώθηκαν από τρίτα πρόσωπα. Με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας, δεν ήταν το πρόσωπο που είχε την πρωτοβουλία κατά την έναρξη της διάπραξης των αδικημάτων. Η τέλεση αυτών, από μέρους του, ήταν το αποτέλεσμα συγκεκριμένων απειλών, υποκίνησης και οδηγιών τρίτου προσώπου που τον χειραγωγούσε, το οποίο παράτυπα διορίστηκε από την συγκλητική επιτροπή και είχε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική διαχείριση των προγραμμάτων. Οι ενέργειες του πιο πάνω προσώπου, δημιούργησαν στον κατηγορούμενο 3, την εντύπωση ότι αν δεν ενέδιδε στις εν λόγω οδηγίες, θα είχε τεράστια πιθανότητα να είχε σοβαρές συνέπειες στην υλοποίηση των υφιστάμενων προγραμμάτων, αλλά και να μην μπορεί να διεκδικήσει στο μέλλον άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα, λαμβανομένου υπόψη ότι για τον ίδιο ήταν εξαιρετικής σημασίας η υλοποίηση των προγραμμάτων, τόσο για τη συνέχιση της έρευνάς του όσο και για την ανάπτυξη του εργαστηρίου του στο ΤΕ.ΠΑ.Κ., ως επίσης και για να παρέχει εργασία σε φοιτητές και άλλους νέους επιστήμονες. Σημειώνουμε, στο σημείο αυτό, ότι το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού των προγραμμάτων που ήταν επιστημονικός υπεύθυνος ο κατηγορούμενος 3, αφορούσε τις αμοιβές προσωπικού. Από το κονδύλι των προγραμμάτων, θα μπορούσε ο εκάστοτε ακαδημαϊκός, με βάση τους κανονισμούς, να λαμβάνει αμοιβή μέχρι και 75% επιπλέον του μισθού του, κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν έπραξε στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος 3.
Πέραν των πιο πάνω, στη βάση πάντα των όσων τέθηκαν ενώπιον μας, ο κατηγορούμενος 3 είναι και πρόσωπο που προσέγγισε τρίτους, για να εκδώσουν ψευδή τιμολόγια και ακολούθως παραλάμβανε από τους φερόμενους εκτελεστές έργων, χρήματα, τα οποία παρέδιδε στην κατηγορούμενη 1. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, υποδείκνυε στην τελευταία, τι θα έπρεπε να καταγράψουν στα βιογραφικά τους, οι φερόμενοι ως εκτελεστές των έργων, ώστε να φαίνονται ως κάτοχοι των απαιτούμενων προσόντων για να υποβάλουν προσφορά για τις εργασίες των προγραμμάτων. Σε διάφορες δε περιπτώσεις, υπέδειξε σε συγκεκριμένο, τρίτο, πρόσωπο, τα ποσά που έπρεπε να υποβάλει ως ποσά προσφοράς, με απώτερο σκοπό να κατακυρωθεί σ' αυτόν το έργο. Ο κατηγορούμενος 3, σε ερευνητικό πρόγραμμα, στο οποίο ήταν επιστημονικός υπεύθυνος, ενέπλεξε και τη σύζυγό του, η οποία δήλωσε ότι προσέφερε υπηρεσίες σε αυτό, κάτι το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Τα δε 7 ευρωπαϊκά προγράμματα, στα οποία ο κατηγορούμενος 3 ήταν επιστημονικός υπεύθυνος, υλοποιήθηκαν επιτυχώς και οι εργασίες διεκπεραιώθηκαν από τον ίδιο και την ερευνητική του ομάδα.
Τα χρήματα κατατίθεντο σε λογαριασμό των πιο πάνω τρίτων προσώπων, είτε με έμβασμα είτε με επιταγή. Από αυτά κρατούσαν ένα μικρό ποσό, για την όλη ανάμιξη τους και τα υπόλοιπα, τα επέστρεφαν διά χειρός, σε κάποιες περιπτώσεις, στην κατηγορούμενη 1.
Στην ουσία, οι κατηγορούμενοι 1 και 3, καταχράστηκαν τα καθήκοντα και τις εξουσίες που είχαν ως δημόσιοι λειτουργοί, με σκοπό το οικονομικό ή άλλο όφελος, παρουσιάζοντας ψευδώς και με δόλια πρόθεση, ότι οι εργασίες εκτελέστηκαν από τρίτα πρόσωπα που κατείχαν τα απαραίτητα προσόντα να τις εκτελέσουν, και με τον τρόπο αυτό συνέδραμαν να αποσπαστούν μεγάλα χρηματικά ποσά από το εγκεκριμένο, για τα επίδικα προγράμματα, ευρωπαϊκό κονδύλι.
[.]
Ο κατηγορούμενος 3, με τις πιο πάνω παράνομες πράξεις του, για την περίοδο 2011-2016, μέσω 7 ευρωπαϊκών προγραμμάτων, συνέδραμε ώστε να αποσπαστεί το συνολικό ποσό των €197.311, το οποίο να σημειωθεί αποτελεί μέρος του ποσού των €429.792, ανωτέρω. Μέρος του πιο πάνω ποσού (€197.311) και συγκεκριμένα, €22.500, περιήλθε στην κατοχή του και από αυτό κράτησε το ποσό των €5.000, κατόπιν επιμονής του τρίτου προσώπου που γίνεται αναφορά πιο πάνω. Το υπόλοιπο ποσό, το διαμοίρασε σε τρίτα πρόσωπα. Το ποσό των €5.000 που είχε κρατήσει, το κατέβαλε στην Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟ.Κ.Α.Σ).
[.]
Συνεπεία των πιο πάνω έκνομων πράξεων των κατηγορουμένων 1, 2, 3 και 7, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κατακρατήσει το ποσό των €1.500.000, το οποίο έχουν επωμιστεί άλλοι εταίροι του προγράμματος. Επιπρόσθετα, ως αναφέρθηκε, θα επιβληθούν κυρώσεις, οι οποίες ενδέχεται να φτάσουν και στο σύνολο του ποσού του προγράμματος, το οποίο ανέρχεται στα €55.700.000 και η Κύπρος, ως έχει επισημανθεί, έχει μπει στο μικροσκόπιο ελέγχων άλλων προγραμμάτων που συμμετείχε.»
Θα πρέπει από το σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι προβάλλεται στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα περιέγραψε τη διαδικασία διεκδίκησης ενός ευρωπαϊκού προγράμματος «κάνοντας αναφορά μόνο στα προγράμματα interreg», στη σελίδα 4 της απόφασης. Όμως, ούτε στη σελίδα 4, ούτε σε άλλο σημείο της απόφασης έχουμε εντοπίσει αναφορά σε «προγράμματα interreg». Είναι επίσης η θέση του εφεσείοντα ότι υπήρχαν και άλλοι φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν αρμόδιοι για την ανάθεση ενός ευρωπαϊκού προγράμματος και πως η κύρια διαφορά ανάμεσα στην περιγραφή που έδωσε το Κακουργιοδικείο και στη διαδικασία ανάθεσης που πράγματι ίσχυε έγκειται στο ότι είναι ο εκάστοτε καθηγητής που προέβαινε σε πρόταση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διεκδικώντας κάποιο πρόγραμμα όπως τα επίδικα. Είναι λανθασμένη, αναφέρεται, η αντίληψη του Κακουργιοδικείου ότι ανετίθετο η εργασία σε συγκεκριμένο καθηγητή και στη συνέχεια επεξηγείται ότι ο ρόλος του εφεσείοντα ήταν ευρύτερος σε αυτό το πλαίσιο και παραγωγικός, σε βαθμό που να έχει αφήσει σχετική παρακαταθήκη για το ΤΕ.ΠΑ.Κ. Δεν μας έχει υποδειχθεί κατά πόσο η διαφορά αυτή είχε προκύψει και είχε τεθεί ως ουσιώδης ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι η όποια διαφοροποίηση στην περιγραφή της διαδικασίας αναιρεί την ουσία του ρόλου του εφεσείοντα στην παρανομία, ώστε να είχε σημασία να επεκταθούμε προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε ότι αφορά τον ρόλο του εφεσείοντα το Κακουργιοδικείο σημείωσε αφενός ότι επρόκειτο για ρόλο σημαντικό και τόνισε το γεγονός ότι ο εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα κατέχοντας την τιμητική θέση του καθηγητή πανεπιστημίου, παραβιάζοντας το Νόμο αλλά και τις βασικές αξίες του πανεπιστημίου, δυναμιτίζοντας την αποστολή του. Αφετέρου, σημείωσε ότι αυτός είχε διαπράξει τα αδικήματα κατόπιν απειλών, υποκίνησης και οδηγιών «τρίτου προσώπου», που όπως διευκρινίστηκε στη συζήτηση της έφεσης επρόκειτο για την κατηγορούμενη 1. Σημειώνει περαιτέρω το Κακουργιοδικείο τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι από το κονδύλι των προγραμμάτων θα μπορούσε με βάση τους κανονισμούς να λαμβάνει αμοιβή μέχρι και 75% επιπλέον του μισθού του, κάτι το οποίο δεν έπραξε. Συγκεκριμένα ως προς το ζήτημα αυτό το Κακουργιοδικείο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ο δε κατηγορούμενος 3, ως έχουμε ήδη σημειώσει, διέπραξε τα αδικήματα κατόπιν απειλών, υποκίνησης και οδηγιών τρίτου προσώπου, το οποίο, μάλιστα, παράτυπα διόρισε η συγκλητική επιτροπή και είχε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική διαχείριση των προγραμμάτων. Οι ενέργειες του πιο πάνω προσώπου, το οποίο χειραγωγούσε τον κατηγορούμενο 3, δημιούργησαν στον τελευταίο την εντύπωση ότι, αν δεν ενέδιδε στις οδηγίες του πρώτου, θα είχε τεράστια πιθανότητα να είχε σοβαρές συνέπειες στην υλοποίηση των υφιστάμενων προγραμμάτων, αλλά και να μην μπορεί να διεκδικεί στο μέλλον άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα, λαμβανομένου υπόψη ότι για τον ίδιο ήταν εξαιρετικής σημασίας η υλοποίηση των προγραμμάτων, τόσο για τη συνέχιση της έρευνάς του όσο και για την ανάπτυξη του εργαστηρίου του στο ΤΕ.ΠΑ.Κ., και για να παρέχει εργασία σε φοιτητές και άλλους νέους επιστήμονες. Έτσι, ως αναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος 3 έδρασε κάτω από έντονη ψυχική πίεση, με απώτερο σκοπό την συνέχιση της εργοδότησής του και τον βιοπορισμό της οικογένειάς του. .»
Σε ότι αφορά τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις το Κακουργιοδικείο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ο κατηγορούμενος 3 είναι ηλικίας 43 ετών, νυμφευμένος, πατέρας τριών ανηλίκων παιδιών, ηλικίας 15, 13 και 10 ετών. Λόγω του ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας (θαλασσαιμία), δεν υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία. Συνεπεία, του πιο πάνω προβλήματος, υποβάλλεται σε συχνές μεταγγίσεις αίματος και αποσιδήρωση καθώς επίσης υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση σπληνεκτομής. Έτσι, κατέστη άτομο ευάλωτο σε ιούς, βακτήρια και μικρόβια και ως εκ τούτου θα πρέπει να επιδεικνύει μεγάλη προσοχή και να βρίσκεται σε ελεγχόμενους και καθαρούς χώρους. Ένα από τα παράπλευρα προβλήματα της θαλασσαιμίας είναι και η οστεοπόρωση και αυτό έχει ως συνέπεια να είναι επιρρεπής σε κατάγματα και να έχει συχνά προβλήματα που σχετίζονται με την σπονδυλική του στήλη. Κοιμάται σε ειδικό ορθοπεδικό κρεβάτι και όταν εργάζεται κάθεται σε εργονομική καρέκλα. Σύμφωνα δε με ιατρική έκθεση που παρουσιάστηκε, το ενδεχόμενο φυλάκισης του κατηγορουμένου 3, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω προβλήματα υγείας καθώς επίσης και την ψυχική επιβάρυνση που θα του επιφέρει «πολύ πιθανόν να αναστείλει την μέχρι τώρα ικανοποιητική εξέλιξη της υγείας του, την δυνατότητα για αποτελεσματική θεραπεία, ενώ η έκθεση του σε νέους κινδύνους σε ένα μη ευνοϊκό περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει την πρόγνωση της πάθησης του».
Η σύζυγός του κατάγεται από τη Μολδαβία και δεν έχει οποιοδήποτε συγγενικό της πρόσωπο στην Κύπρο. Αντιλαμβάνεται την ελληνική γλώσσα, πλην όμως δεν μπορεί να γράψει και να διαβάσει στα ελληνικά, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να παράσχει στα παιδιά τους την απαραίτητη βοήθεια στο διάβασμα, κάτι το οποίο πράττει ο κατηγορούμενος 3, ο οποίος, λόγω του ωραρίου εργασίας της συζύγου του, μεταφέρει και τα παιδιά τους σε φροντιστήρια.
Οι γονείς του κατηγορουμένου 3 είναι πρόσφυγες και η μητέρα του αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Η αδελφή του, ηλικίας 48 ετών, είναι άτομο με ειδικές ανάγκες και τόσο αυτή όσο και η μητέρα τους, δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Ο κατηγορούμενος 3, λόγω των προβλημάτων υγείας της μητέρας του, εργοδοτεί κοπέλα με μερική απασχόληση ώστε να τις βοηθά, αφού ο πατέρας του, λόγω αναπηρίας, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους. Επιπρόσθετα, στηρίζει οικονομικά τόσο την οικογένειά του όσο και τους γονείς και την αδελφή του.
Ο κατηγορούμενος 3 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου στον κλάδο χημείας, ενώ αργότερα έλαβε μεταπτυχιακό και διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου από το 2002 μέχρι το 2007, όταν και διορίστηκε στο ΤΕ.ΠΑ.Κ., ως λέκτορας, μετά από ανταγωνιστική διαδικασία, όπου εργάστηκε στη θέση αυτή μέχρι και το 2016, όταν και διορίστηκε στη θέση του καθηγητή, ο πρώτος στην Κύπρο σε τόσο νεαρή ηλικία. Το εργαστήριό του στο ΤΕ.ΠΑ.Κ, το οποίο ο ίδιος δημιούργησε, αποτελεί ένα από τα καλύτερα εργαστήρια κατάλυσης στην Ευρώπη. Διετέλεσε πρόεδρος του τμήματός του για την περίοδο 2012-2017, όπου παραιτήθηκε, λόγω της παρούσας υπόθεσης, με σκοπό να διευκολύνει το ΤΕ.ΠΑ.Κ. Τόσο στο πλαίσιο των σπουδών του όσο και κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία, βραβεύτηκε για το έργο του.
Από την εργασία του λαμβάνει €3.500 μηνιαίως και η σύζυγος του, η οποία εργάζεται ως λογίστρια, κερδίζει €2.000 μηνιαίως. Τα δε χρέη της οικογένειας ανέρχονται γύρω στις €255.000 και οι μηνιαίες δόσεις των δανείων ανέρχονται στο ποσό των €1.533.»
Ως προς τα ιατρικά προβλήματα των κατηγορουμένων, και ειδικότερα του εφεσείοντα, σημείωσε τα εξής:
«Αναφορικά με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι 1 και 3, και στα οποία έγινε αναφορά από τους συνηγόρους τους, έχουμε θέσει υπόψη μας και τη νομολογιακή αρχή, όπως τέθηκε στην υπόθεση Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315, πως αν, λόγω σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας, η φυλάκιση θα προκαλέσει σ' ένα αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού, αυτό επενεργεί ως ελαφρυντικός παράγοντας. Σημειώνουμε, ωστόσο, όπως εξάλλου έχει υποδειχθεί στην απόφαση Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ότι τα προβλήματα υγείας των κατηγορουμένων μπορούν να αντιμετωπιστούν από το προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος, το οποίο παρέχει τέτοια δυνατότητα. Εν πάση περιπτώσει, στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 223/2019, ημερομηνίας 8.4.2020, θεωρούμε πως οι αρχές των φυλακών, θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διαφυλαχθεί η υγεία των καταδίκων, καθ' όλο τον χρόνο κράτησής τους (βλ. επίσης Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22). Σημειώνουμε παράλληλα, ότι τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο Νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης ενός αδικήματος καθιστούν επιβεβλημένη την επιλογή αυτή (βλ. Attorney-General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93, Asoltanei v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 742, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 28/2014, ημερομηνίας 24.2.2014 και R. v. Hall (2013) Crim. L.R. 426, CA). Και κάτι ακόμη. Δεν υπάρχει ουσιώδης μεταβολή των προσωπικών συνθηκών των κατηγορουμένων, από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα, με εξαίρεση την ανάγκη εγχείρησης της κατηγορουμένης 1.
Στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνουμε υπόψη, προς όφελος των κατηγορουμένων 1, 2 και 3, τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις, περιλαμβανομένων και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουν η πρώτη και ο τρίτος, όπως εκτίθενται ανωτέρω και ως αναδύονται από τις αγορεύσεις των συνηγόρων τους.»
Με τον πρώτο λόγο έφεσης εγείρεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας και της αναλογικότητας στην ποινική μεταχείριση των δύο συγκατηγορουμένων, εφεσείοντα και κατηγορούμενης 1. Εκτός των διαφορών στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί, εκ των οποίων προκύπτει πως ο ρόλος του ήταν ως συνεργός ώστε να εισπράττει τρίτο πρόσωπο (η πρώην κατηγορούμενη 1), με την έφεση υποδεικνύεται και η διαφορά αναφορικά με τα αριθμητικά δεδομένα, εφόσον ο εφεσείων είχε καταδικαστεί σε 67 κατηγορίες που αφορούσαν επτά προγράμματα, η κατηγορούμενη 1 καταδικάστηκε σε 159 κατηγορίες που αφορούσαν σε 16 προγράμματα. Η εισήγηση είναι πως η κατηγορούμενη 1 είχε πολύ σοβαρότερη εμπλοκή, πρωταγωνιστικό ρόλο και κατ' ουσίαν επωφελήθηκε εκείνη το κέρδος από την παρανομία, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβλήθηκαν στους δύο αυτούς συγκατηγορούμενους να παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και να δημιουργούν εξ αντικειμένου αίσθημα αδικίας στον εφεσείοντα.
Σε απάντηση της θέσης αυτής η πλευρά της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι όλα τα παραπάνω διαφοροποιητικά στοιχεία λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής. Ο ρόλος του, αν και μη πρωτεύοντας, δεν ήταν επουσιώδης, αλλά σημαντικός. Ο ρόλος και των δύο κατηγορουμένων (1 και 3) ήταν καθοριστικός στη διάπραξη των αδικημάτων. Εάν η συνδρομή του εφεσείοντα απουσίαζε δεν θα αποσπάτο αυτό το υπέρογκο ποσό με δόλιο τρόπο από το ΤΕ.ΠΑ.Κ. Η συνδρομή του ήταν εθελούσια με κίνητρο την συνέχιση της συμμετοχής του στα ερευνητικά προγράμματα. Το γεγονός ότι ο ίδιος δεν έλαβε ιδιαίτερα μεγάλο χρηματικό όφελος δεν εξουδετερώνει τη συμμετοχή του η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση των χρημάτων. Η κατηγορούμενη 1 ήταν μεν δημόσιος υπάλληλος, αλλά ο εφεσείων κατείχε την τιμητική θέση του καθηγητή πανεπιστημίου αλλά και αυτή του επιστημονικού υπεύθυνου στην υλοποίηση των επιδίκων προγραμμάτων.
Ένα δεύτερο σκέλος της εισήγησης περί παραβίασης της αρχής της ισότητας αφορούσε στα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα, ο οποίος είναι θαλασσαιμικός, αλλά το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε την ιατρική έκθεση που τέθηκε ενώπιον του από το Κέντρο Θαλασσαιμίας. Με την έφεση προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο έθεσε στην ίδια μοίρα και επίπεδο το χρόνιο και σοβαρό πρόβλημα υγείας του εφεσείοντα με τα προβλήματα υγείας της κατηγορούμενης 1, τα οποία, απόρροια και της ηλικίας της, δεν έχουν καμιά σχέση με τα προβλήματα του εφεσείοντα. Ως προς τούτο η άλλη πλευρά απάντησε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και η κατηγορούμενη 1 είχε σοβαρά προβλήματα (σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, αρτηριακή πίεση, αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καρδιακές αρρυθμίες). Περαιτέρω η κατηγορούμενη 1 είναι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας από τον εφεσείοντα, με ιδιαίτερες οικογενειακές περιστάσεις.
Ήταν η θέση της Δημοκρατίας ότι το Κακουργιοδικείο, έχοντας υπόψη το σύνολο των γεγονότων, τόσο ως προς το ρόλο εκάστου, όσο και ως προς τις περιστάσεις τους, διαφοροποίησε την ποινή του εφεσείοντα στο μέτρο που άρμοζε υπό τις περιστάσεις.
Με τους άλλους λόγους έφεσης, δεύτερος και τρίτος λόγος, ο εφεσείων παραπονείται ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική, λαμβανομένων υπόψη των ελαφρυντικών περιστάσεων και των συνθηκών τέλεσης των αδικημάτων από τον εφεσείοντα.
Σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος (ελαφρυντικά, προσωπικές περιστάσεις) δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα από τον εφεσείοντα στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Ήταν η θέση του ότι όχι μόνο το Κακουργιοδικείο έσφαλε, υποβαθμίζοντας το πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας του, αλλά και ότι η κατάσταση του στις φυλακές έχει επιβαρυνθεί σε βαθμό που η συνέχιση της φυλάκισης του να ισοδυναμεί με παραβίαση του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση. Η θεώρηση του Κακουργιοδικείου πως τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από το προσωπικό των φυλακών, αποδείχθηκε στην πράξη εσφαλμένη. Στην πραγματικότητα, παρά τις προσπάθειες της διεύθυνσης των Φυλακών, το προσωπικό αδυνατεί να παράσχει τη δέουσα φροντίδα στον εφεσείοντα. Αυτό επηρέασε το πρόγραμμα λήψης φαρμάκων, το οποίο είναι πολύ σημαντικό για την κατάσταση του. Τους τελευταίους μήνες, αφού δεν λαμβάνει ορθή φαρμακευτική αγωγή, ο εφεσείων παρουσίασε σοβαρή αδυναμία και λιποθυμικές τάσεις και άλλα προβλήματα. Ενώ είναι κρατούμενος έχασε 8-9 κιλά και κατέστη επικίνδυνα λιποβαρής και σχεδόν καθημερινά αντιμετωπίζει γαστρεντερικά προβλήματα. Στις 11.6.2021 ζαλίστηκε και έπεσε, με αποτέλεσμα να υποστεί κάταγμα στο ισχίο και να υποβληθεί σε επέμβαση. Εδώ και τέσσερις μήνες κινείται με «Π», ενώ ενδέχεται να έχει μόνιμο πρόβλημα βάδισης, δεδομένης και της, σοβαρού βαθμού, οστεοπόρωσης. Παράλληλα, ο οργανισμός του, ειδικά μετά από σπληνεκτομή στην οποία υποβλήθηκε το 2010, είναι άκρως ευάλωτος σε μολύνσεις, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία στο χώρο των φυλακών, που είναι ένας κοινόβιος χώρος επιρρεπής σε ακαθαρσίες και μολύνσεις, αφού τουαλέτες, μπάνια και υπνοδωμάτια είναι κοινόχρηστα. Ευρισκόμενος στη φυλακή μολύνθηκε με έρπη τύπου 2 στα γεννητικά όργανα, ο οποίος είναι ιδιαίτερα επώδυνος όταν βρίσκεται σε έξαρση.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αναφέρθηκε εκτεταμένα στα προβλήματα που αντιμετωπίζει στις Φυλακές, καταθέτοντας ενώπιον μας την σχετική αλληλογραφία την οποία είχε με τη διεύθυνση των Φυλακών, αρχής γενομένης από τις 24.11.2020, πέντε μόλις ημέρες μετά την επιβολή της ποινής φυλάκισης στις 19.11.2020. Τα προβλήματα αυτά είχαν τεθεί τρεις φορές ενώπιον ιατροσυμβουλίου, στα πλαίσια αιτήματος για εφαρμογή του μέτρου του κατ' οίκον περιορισμού, με βάση το Άρθρο 21(Β) του περί Φυλακών Νόμου του 1996, Ν. 62(Ι)/1996. Ειδικότερα είχαν τεθεί ενώπιον του πρώτου ιατροσυμβουλίου έκθεση ημερ. 4.9.2020, του Δρα Χατζηγαβριήλ, υπεύθυνου Τμήματος Θαλασσαιμίας του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού με την οποία βεβαιώνεται ότι ο ασθενής πάσχει από ομόζυγο Β-Μεσογειακή Αναιμία και υποβάλλεται σε τακτικές μεταγγίσεις αίματος, ότι παρουσιάζει σοβαρού τύπου οστεοπόρωση, εκφυλιστικού τύπου αλλοιώσεις της σπονδυλικής στήλης και αυξημένες διαστάσεις των καρδιακών κοιλοτήτων και έκθεση ημερ. 16.12.2020 της Δρος xxx Αντωνίου, ιατρού των Κεντρικών Φυλακών, όπου σημειώνεται το βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό του εφεσείοντα. Αφού καταγράφηκαν και οι αναφορές του ιδίου του εφεσείοντα ότι ταλαιπωρείται λόγω των συχνών μεταγγίσεων και την αποσιδήρωση και τα παράπονα του για πόνους στον σπόνδυλο, αδυναμία και φουσκωμένη κοιλιά, η διαπίστωση του ιατροσυμβουλίου ημερ. 21.12.2020, ήταν η ακόλουθη: «Είναι ξεκάθαρο ότι ο κατάδικος ταλαιπωρείται λόγω της μεσογειακής αναιμίας και τις θεραπείες που λαμβάνει. Παρόλα αυτά δεν εμπίπτει στην κατηγορία βαριά ασθενής.»
Στο δεύτερο ιατροσυμβούλιο ημερ. 12.2.2021, του οποίου διαφοροποιήθηκε η σύνθεση με την προσθήκη παθολόγου και αιματολόγου, όπως ήταν το αίτημα εκ μέρους του εφεσείοντα, λήφθηκε περιπλέον υπόψη η έκθεση ημερ. 10.2.2021, της Δρος xxx Χρίστου, η οποία είναι υπεύθυνη της Κλινικής Θαλασσαιμίας Λευκωσίας και παρακολουθεί συστηματικά τον εφεσείοντα. Επιπλέον ο εφεσείων αναφέρθηκε σε νέα συμπτώματα, που είχαν προκύψει τους τελευταίους 1½ - 2 μήνες, στα οποία περιλαμβάνονταν δύο λιποθυμίες, φούσκωμα ποδιών, έρπη στα γεννητικά όργανα και διαρροϊκές κενώσεις. Σημειώνεται επίσης ότι εξέφρασε πορεία συμπτωμάτων που του προκαλούν σωματική και ψυχική οδύνη αλλά χωρίς να συνοδεύεται από οποιαδήποτε τεκμηρίωση από τους θεράποντες ιατρούς του. Η κατάληξη ήταν να εισηγηθούν περαιτέρω διερεύνηση από τους θεράποντες ιατρούς και να σταλούν σχετικές ιατρικές εκθέσεις πριν από την οποιαδήποτε σύγκλιση επαναληπτικού ιατροσυμβουλίου.
Στο μεταξύ, στις 11.3.2021 παρενέβη με επιστολή της προς την Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης η Οργάνωση Thalassaemia International Federation, υποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι «κάποιος με ομόζυγο βήτα θαλασσαιμία που έχει φθάσει τα 50 χρόνια σε ηλικία έχει και πιθανότητα να έχει πολλές υποκείμενες διαταραχές που υποσκάπτουν την καλή του υγεία.» Επισυνάπτεται δε πρόσφατη μελέτη επιστημονικής ομάδας της Ομοσπονδίας με τίτλο «The changing epidemiology of the ageing thalassaemia populations: a position statement of the Thalassaemia International Federation».
Στις 22.4.2021 έλαβε χώρα και τρίτο ιατροσυμβούλιο, το οποίο αφού μελέτησε τις νέες ιατρικές εκθέσεις που του υποβλήθηκαν και συζήτησε με τον εφεσείοντα, κατέληξε και πάλι ότι, αν και όντως ταλαιπωρείται λόγω της μεσογειακής αναιμίας και των θεραπειών που λαμβάνει, δεν πληρούνται τα κριτήρια για ένταξη του στο μέτρο του κατ' οίκον περιορισμού σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας.
Σύμφωνα με το Άρθρο 21(Β)(1)(ε) η έκτιση μέρους της ποινής με το μέτρο του κατ' οίκον περιορισμού σε περιπτώσεις ασθενών είναι δυνατόν να επιτραπεί σε σχέση με κατάδικο «ο οποίος είναι βαριά ασθενής ή κλινήρης .με τέτοιους όρους, όπως ήθελε καθορίσει η επιτροπή κατάταξης, για όση χρονική περίοδο κρίνεται αναγκαίο βάσει της κατάστασης της υγείας του, η οποία βεβαιώνεται μετά από γνωμάτευση ιατροσυμβουλίου και τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα.»
Οι διαπιστώσεις του ιατροσυμβουλίου κάθε φορά ήταν ότι ο εφεσείων δεν ήταν «βαριά ασθενής ή κλινήρης», αν και, ως άνω, αναγνωρίστηκε ότι «είναι ξεκάθαρο ότι ταλαιπωρείται λόγω της μεσογειακής αναιμίας και των θεραπειών που λαμβάνει». Οι διαπιστώσεις αυτές που όπως είναι προφανές οδήγησαν σε αρνητική απόφαση από την Επιτροπή Κατάταξης η οποία, σύμφωνα με το Άρθρο 21(Α)(2) είναι αρμόδια, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή του μέτρου του κατ' οίκον περιορισμού και οι σχετικές αποφάσεις δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσείοντα και το παρόν δικαστήριο θα εστερείτο ακόμα και δικαιοδοσίας να τις αναθεωρήσει. Ό,τι εισηγήθηκε η υπεράσπιση ήταν πως, έστω και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου για έκτιση της ποινής με κατ' οίκον περιορισμό («βαριά ασθενής ή κλινήρης»), πάντως η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα καθιστά την φυλάκιση του και εν πάση περιπτώσει τη συνέχιση της φυλάκισης του στις Κεντρικές Φυλακές, μέτρο το οποίο παραβιάζει το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 8 του Συντάγματος αντιστοίχως (πλήρης απαγόρευση απάνθρωπης ή ταπεινωτικής τιμωρίας ή μεταχείρισης).
Tα προαναφερθέντα προβλήματα του εφεσείοντα, ως πολυασθενούς θαλασσαιμικού, τα έθεσε ξανά κατά τρόπο έντονο ο δικηγόρος του, με επιστολή του προς τη διευθύντρια των Φυλακών ημερ. 18.6.2021, αναφέροντας ότι η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του και ότι σε περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης της υγείας του ενδεχομένως να τεθεί ζήτημα εγκληματικής αμέλειας και ότι η φυλάκιση του, υπό τις περιστάσεις της υγείας του, με ενδεχόμενο κίνδυνο για τη ζωή του, συνιστά βασανιστική και ταπεινωτική μεταχείριση, εκφεύγοντας των σκοπών της ποινής.
Παρά την έντονη αυτή θέση, ακολούθησε στις 22.6.2021 νέα επιστολή του κ. Στεφάνου προς τη διευθύντρια, μετά την επιστροφή του εφεσείοντα από το Νοσοκομείο όπου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση, με θέμα: «Ευχαριστίες σχετικά με την παροχή βοήθειας στον κατάδικο xxx Κώστα μετά την επιστροφή του στις φυλακές», με την οποία ευχαριστεί τη διεύθυνση του Τμήματος καθότι «.τα μηνύματα που λάβαμε από τον Κώστα από την επιστροφή του στις φυλακές, είναι πως η διεύθυνση σας κάνει ότι περνά από το χέρι της για να τον βοηθήσει. Άψογη συμπεριφορά και παροχή βοήθειας ανά πάσα στιγμή χρειάστηκε το οτιδήποτε. Ενημερωθήκαμε επίσης ότι του παρέχετε και προσωπικό βοηθό για τις οποιεσδήποτε ανάγκες έχει κατά την έκτιση της ποινής του. Ευελπιστούμε πως η στήριξη στον Κώστα θα συνεχίσει και στο υπόλοιπο της έκτισης της ποινής του.»
Όπως διευκρίνισε ο κ. Στεφάνου ενώπιον μας το παράπονο του εφεσείοντα αναφέρεται σε αντικειμενική αδυναμία του συστήματος των Φυλακών να ανταποκριθεί στην σύνθετη περίπτωση του και όχι στην υποκειμενική στάση της διεύθυνσης και του συστήματος των Φυλακών.
Η απάντηση του Τμήματος Φυλακών με επιστολή ημερ. 6.7.2021, στην εν λόγω επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντα ημερ. 18.6.2021, δίδει μια διαφορετική εικόνα εφόσον προβάλλεται, σε σχέση με τον τραυματισμό και την εγχείρηση του, ο ισχυρισμός ότι η κατάσταση του είναι πολύ καλή και περπατά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Επίσης σε ότι αφορά τη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής αναφέρεται ότι ο εφεσείων έχει μαζί του τα απαιτούμενα φάρμακα στο δωμάτιο του και ρυθμίζει ο ίδιος τη λήψη τους και στην πτέρυγα που διαμένει υπάρχει κοινόχρηστο ψυγείο, όπου μπορεί να αποθηκεύει και να διατηρεί το φαγητό του, ώστε να το λαμβάνει την ώρα που επιθυμεί, σε συνάρτηση με το πρόγραμμα λήψης των φαρμάκων του. Αναφέρεται επίσης ότι διαμένει σε μικρή πτέρυγα, με μικρό αριθμό ατόμων, σε δωμάτιο με τουαλέτα και νιπτήρα. Περαιτέρω γίνεται αναφορά στη δυνατότητα για παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στο Τμήμα Φυλακών. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι τα ιατρεία των φυλακών στελεχώνονται με προσωπικό του Υπουργείου Υγείας, ιατρικούς λειτουργούς και νοσηλευτικό προσωπικό γενικής παθολογίας, φαρμακοποιό των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, οδοντίατρο και βοηθό οδοντίατρο των Οδοντιατρικών Υπηρεσιών, καθώς και ψυχίατρο, ψυχολόγους και νοσηλευτικό προσωπικό ψυχικής υγείας και εργοθεραπευτές, καθώς και δερματολόγο. Σημειώνεται περαιτέρω ότι το προσωπικό που εργάζεται στο ιατρείο επισκέπτεται καθημερινά τις Πτέρυγες και πως κάθε κρατούμενος έχει τη δυνατότητα όποτε επιθυμεί να ζητεί να δει ιατρό και νοσηλευτή ανά πάσα στιγμή για τυχόν ιατρικό θέμα. Καταλήγει η επιστολή με την εκτίμηση ότι στους κρατούμενους προσφέρεται η ίδια ποιότητα ιατρικών υπηρεσιών χωρίς καμιά διάκριση όπως στους ελεύθερους πολίτες σύμφωνα με τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες Φυλακών του Συμβουλίου της Ευρώπης και των Κανόνων Μαντέλα των Ηνωμένων Εθνών.
Κατά την εκδίκαση της έφεσης τέθηκαν ενώπιον μας από την ευπαίδευτη εκπρόσωπο της Δημοκρατίας, ένα ιατρικό σημείωμα ημερ. 7.10.2021, της δρος Αντωνίου, ιατρού στο Τμήμα Φυλακών με το οποίο προβάλλεται ότι η νόσος του δεν παρουσιάζει επιδείνωση, ότι η γενική παθολογική του κατάσταση είναι καλή, ότι το πρωτόκολλο του Κέντρου Θαλασσαιμίας τηρείται άψογα και λαμβάνει σωστά τις θεραπείες του και τη φαρμακευτική του αγωγή όπως θα την λάμβανε αν ήταν εκτός φυλακής. Η δρ Αντωνίου επισύναψε στο εν λόγω σημείωμα της, ιατρική βεβαίωση ημερ. 6.10.2021, της θεράποντος ιατρού δρος xxx Χρίστου, ανώτερης ιατρικής λειτουργού, υπεύθυνης κλινικής θαλασσαιμίας Λευκωσίας, στην οποία αναφέρεται ότι η θεραπευτική αγωγή του εφεσείοντα περιλαμβάνει μεταγγίσεις αίματος κάθε επτά ημέρες και θεραπεία αποσιδήρωσης. Λόγω των πιθανών παρενεργειών των σκευασμάτων αποσιδήρωσης και της ίδιας της μεσογειακής αναιμίας πρέπει να γίνεται στενή παρακολούθηση η οποία περιλαμβάνει εβδομαδιαίο εργαστηριακό και κλινικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να πρέπει να επισκέπτεται το Νοσοκομείο μία ή και κάποτε δυο φορές την εβδομάδα. Λόγω της πάθησης του αλλά και της σπληνεκτομής είναι ευάλωτος στις λοιμώξεις και για τη σωστή και υγιεινή της θεραπευτικής του αγωγής συστήνεται η διαμονή του σε υγιεινό και καθαρό περιβάλλον. Καταλήγει δε ως εξής: «Όπως ξεκάθαρα φαίνεται από τα πιο πάνω η ίδια η μεσογειακή αναιμία, αλλά και η θεραπευτική της αγωγή, καθώς επίσης και η μόνιμη εξάρτιση των πασχόντων από φάρμακα, από μεταγγίσεις αίματος, από τα Νοσοκομεία, η μόνιμη απειλή του θανάτου, καθώς επίσης η κοινωνική απόρριψη και ο στιγματισμός δημιουργούν στους θαλασσαιμικούς μια ιδιάζουσα αρνητική και ασταθή ψυχολογική κατάσταση, η οποία για το συγκεκριμένο πάσχοντα ο εγκλεισμός του στις Φυλακές πιθανόν να επιδεινωθεί με άμεση επίπτωση στην ψυχοσωματική του υγεία.»
Ήταν η θέση της Δημοκρατίας ότι το σημείωμα Αντωνίου παρουσιάζει τη σημερινή κατάσταση του εφεσείοντα, υποδηλώνοντας ότι δεν έχει υποστεί καμιά επιδείνωση και πως ότι τον ταλαιπωρεί είναι ο εγκλεισμός του στις Φυλακές που επηρεάζει την ψυχική του κατάσταση.
Είναι όμως δεδομένα τα ιατρικά προβλήματα τα οποία υπέστη ο εφεσείων κατά τον χρόνο που κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές, όπως δεδομένη είναι και η «ξεκάθαρη» διαπίστωση του ιατροσυμβουλίου ότι «ταλαιπωρείται λόγω της μεσογειακής αναιμίας και των θεραπειών που λαμβάνει».
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν πρόκειται για τόσο εξαιρετική περίσταση ώστε τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα να είναι τόσο σοβαρά ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν στις Κεντρικές Φυλακές, με αποτέλεσμα η ποινή να καθίσταται απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση. Το δεδομένο είναι πως δεν εμπίπτει στην κατηγορία του «βαριά ασθενούς», εν τη εννοία του Νόμου, διαπίστωση που ο εφεσείων, ως άνω, δεν αμφισβήτησε. Είναι επίσης δεδομένο ότι, παρά τις παραστάσεις και ιδιαίτερα παρά την έντονη επιστολή του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα προς την διευθύντρια των Φυλακών ημερ. 18.6.2021, με τη μεταγενέστερη του επιστολή ημερ. 22.6.2021 εξέφρασε τις ευχαριστίες του για την άψογη συμπεριφορά και την παροχή βοήθειας ανά πάσα στιγμή χρειάστηκε «το οτιδήποτε», περιλαμβανομένης και της ενέργειας να του παρασχεθεί προσωπικός βοηθός. Η κατάσταση δεν είναι όπως θα μπορούσε θετικά να εκληφθεί μέσα από το ιατρικό σημείωμα ημερ. 7.10.2021, της δρος Αντωνίου, η οποία όμως την ίδια στιγμή επισυνάπτει και άρα υιοθετεί ή, εν πάση περιπτώσει, επισυνάπτει χωρίς να διαφοροποιείται, την ιατρική βεβαίωση ημερ. 6.10.2021 της δρος Χρίστου, η οποία ως άνω αναφέρεται στα προβλήματα, αλλά και στην πιθανότητα επιδείνωσης με άμεση επίπτωση στην ψυχοσωματική του υγεία.
Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση περιγράφεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο στα πορίσματα του ιατροσυμβουλίου: (α) ο εφεσείων δεν είναι «βαριά ασθενής» εν τη εννοία του Νόμου ώστε να δικαιολογείτο η υπό όρους απόλυση του, (β) παρά ταύτα ταλαιπωρείται λόγω της μεσογειακής αναιμίας και των θεραπειών που λαμβάνει.
Το ερώτημα που τίθεται υπό αυτές τις περιστάσεις είναι κατά πόσο η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα καθιστά την εκτέλεση της ποινής του απάνθρωπη μεταχείριση εν τη εννοία του Άρθρου 3 και του Άρθρου 8, αντιστοίχως.
Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υφίσταται θετική υποχρέωση των κρατών να οργανώσουν το σωφρονιστικό τους σύστημα με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται στους κρατούμενους ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (μεταξύ άλλων Tsokas and others v. Greece, Αρ. Υποθ. 41513/12, 18.5.2014). Δεν έχει, όμως, αναγνωριστεί γενική υποχρέωση αποφυλάκισης, ακόμα και αν ο φυλακισμένος πάσχει από μια ιδιαίτερα δύσκολη πάθηση ως προς την αντιμετώπιση της. Παρά ταύτα, δεν αποκλείεται ότι σε «ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, το Κράτος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο με καταστάσεις στις οποίες η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί τη λήψη μέτρων ανθρωπιστικής φύσης για τη θεραπεία του κρατούμενου ασθενούς. Συνεπώς, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου η κατάσταση της υγείας του ασθενούς είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση του, το Άρθρο 3 μπορεί να επιτάσσει την αποφυλάκιση του υπό ορισμένες προϋποθέσεις.» (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' άρθρο, 2η έκδοση ενημερωμένη και εμπλουτισμένη, Διεύθυνση έκδοσης Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελίδα 37 επ.), με αναφορά στις εξής υποθέσεις ΕΔΔΑ, Mouisel κ. Γαλλίας, ό.π., Űrfi çetinkaya κ. Τουρκίας, 23.7.2013, παρ.90, ΕΔΔΑ, Matencio κ. Γαλλίας, 15.1.2004, παρ. 76, Sakkopoulos κ. Ελλάδας, 15.1.2004, παρ.38, ΕΔΔΑ, Rojkov κ. Ρωσσίας, 19.7.2007, παρ. 104, Scoppola κ. Ιταλίας, 10.6.2008, παρ. 50, Gϋlay Çetin κ. Τουρκίας, 5.3.2013, παρ.102, ΕΔΔΑ, Sawoniuk κ. Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση επί του παραδεκτού), 29.5.2001, Papon κ. Γαλλίας (απόφαση επί του παραδεκτού), 7.6.2001.
Παρομοίως, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου δεν έχει αναγνωρίσει γενική υποχρέωση απελευθέρωσης κρατουμένου, με δεδομένη βέβαια την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά ώστε να παρέχεται η αναγκαία ιατρική διάγνωση και φροντίδα. Όπως υποδείχθηκε πρόσφατα αναφορικά με το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ στην Στυλιανού ν. Διευθυντής Τμήματος Κεντρικών Φυλακών, Πολ. Έφ. Αρ. 273/20, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A440, με αναφορά στην Rozhkov v. Russia, Application No. 64140/00, 19.7.2007:
«Το Άρθρο 3 δεν καθιερώνει γενική υποχρέωση στα Κράτη να απελευθερώνουν κρατούμενους για λόγους υγείας, επιβάλλει μάλλον υποχρέωση προστασίας της σωματικής τους υγείας, παρέχοντας, για παράδειγμα, την απαιτούμενη ιατρική αρωγή. Όπως τέθηκε στην Rozhkov v Russia, ανωτέρω, η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση:
«However, Article 3 cannot be construed as laying down a general obligation to release detainees on health grounds. It rather imposes an obligation on the State to protect the physical well-being of persons deprived of their liberty»
(Βλ. επίσης, R (VC) v SSHD [2018] EWCA Civ.57).»
Έχοντας υπόψη τα γεγονότα και τις αρχές που διέπουν το ζήτημα δεν θεωρούμε ότι συντρέχουν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις ώστε η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα να δημιουργεί υποχρέωση στο κράτος και συνεπώς στο παρόν δικαστήριο για άμεση απελευθέρωση του.
Πέραν όμως του ζητήματος της ποινής ως μεταχείριση που προσκρούει, υπό τις περιστάσεις, στα Άρθρα 3 και 8 ως απάνθρωπη και ταπεινωτική τιμωρία, ο εφεσείων έθεσε το ζήτημα και επί μιας άλλης, συναφούς, βάσης:
Ο ευπαίδευτος του παρέπεμψε σχετικά σε κυπριακή νομολογία σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο έχει καθήκον να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα σε προσωπικές περιστάσεις που χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικές. Ειδικότερα δε, αν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει σε αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού, αυτό επενεργεί ως ελαφρυντικός παράγοντας (Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 384, Κhalife v. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 315).
Έχοντας παραθέσει τα ανωτέρω και κυρίως έχοντας υπόψη μας όλα όσα ανέφεραν οι δύο πλευρές σχετικά με το ζήτημα της υγείας του εφεσείοντα, ως επίσης και την αλληλογραφία και τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μας, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
(α) Τελικά δεν αποδίδεται στο Τμήμα Φυλακών και το κράτος παραβίαση της υποχρέωσης για οργάνωση του σωφρονιστικού του συστήματος με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει στους κρατούμενους το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας τους. Αντίθετα αναγνωρίστηκε από την υπεράσπιση, ως άνω, ότι η διεύθυνση κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να βοηθήσει τον εφεσείοντα με άψογη συμπεριφορά και παροχή βοήθειας ανά πάσα στιγμή. Είναι σημαντικό επίσης το γεγονός, όπως επίσης αναγνωρίστηκε από την υπεράσπιση, ότι η διεύθυνση των Φυλακών παρέσχε στον εφεσείοντα προσωπικό βοηθό για τις οποιεσδήποτε ανάγκες του. Ούτε έχει αμφισβητηθεί η στελέχωση του Τμήματος Φυλακών από ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, ώστε να παρέχεται η κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους κρατούμενους.
(β) Από την άλλη, είναι γεγονός ότι το ιατροσυμβούλιο, αν και διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Νόμου για εφαρμογή του μέτρου της έκτισης του υπολοίπου της ποινής με κατ' οίκον περιορισμό, παράλληλα από την πρώτη φορά είχε επίσης διαπιστώσει «ξεκάθαρα» ότι ο εφεσείων ταλαιπωρείται λόγω της μεσογειακής αναιμίας και των θεραπειών που λαμβάνει. Ο κίνδυνος επιδείνωσης της υγείας διαπιστώνεται και στην ιατρική βεβαίωση ημερ. 6.10.2021 της δρος xxx Χρίστου την οποία η δρ Αντωνίου, επισύναψε στο δικό της ιατρικό σημείωμα και παρουσιάστηκε από την πλευρά της Δημοκρατίας.
(γ) Τα γεγονότα που συνθέτουν την αναγνωρισθείσα από τα ιατροσυμβούλια ταλαιπωρία δεν αμφισβητήθηκαν. Ο εφεσείων είναι ευάλωτος στις λοιμώξεις και έχει μολυνθεί με έρπη στα γεννητικά όργανα. Ο εφεσείων έχοντας ζαλάδες και λιποθυμικές τάσεις και οστεοπόρωση λόγω της θαλασσαιμίας, στις 10.6.2021 ζαλίστηκε και γλίστρησε στο μπάνιο με αποτέλεσμα το κάταγμα του ισχίου και την υποβολή του σε εγχείρηση. Έχει απωλέσει 8-9 κιλά κατά την περίοδο της φυλάκισης του. Είναι φανερή η υπέρμετρη ταλαιπωρία λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει στις Φυλακές ως πολυασθενές, θαλασσαιμικό άτομο. Η έκτιση συνεπώς της ποινής από τον εφεσείοντα αποτελεί για τον ίδιο μεγαλύτερο, ασυνήθιστο, «κακό» απ΄ ότι προκαλεί στο μέσο φυλακισμένο χωρίς τέτοια προβλήματα υγείας.
Η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει ότι μπορεί και κατ' έφεση να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα μετά τον εγκλεισμό του στις Φυλακές. Ειδικότερα στην υπόθεση Κhalife (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Αν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει σε ένα αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού, αυτό επενεργεί σαν ελαφρυντικός παράγοντας.»
(βλ. Εl Kara v. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 239, Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 144)
Το Κακουργιοδικείο βέβαια δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη την κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα. Όμως η επιδείνωση της κατάστασης αυτής μετά την επιβολή της ποινής, υπό τις εξαιρετικά ιδιάζουσες περιστάσεις της περίπτωσης του εφεσείοντα, επιτρέπει ή και επιβάλλει όπως τώρα δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στην κατάσταση της υγείας του ως ελαφρυντικός παράγοντας.
Σε ότι αφορά την εισήγηση για ανισότητα στη μεταχείριση, δεδομένης της διαφοροποίησης στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η διαφοροποίηση αυτή έθεσε τα πράγματα σε τέτοια αναλογία ώστε να μην χωρεί διορθωτική παρέμβαση από το Εφετείο για λόγους παραβίασης της αρχής της ισότητας, υπό την έννοια της αναλογικής μεταχείρισης. Το ζήτημα δεν είναι κατά πόσο η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι υπερβολική, που δεν είναι. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τον τρόπο που οι εμπλεκόμενοι έδρασαν και τις σοβαρές συνέπειες από τη μακρά εγκληματική τους δράση, οι ποινές τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιεικείς. Επαναλαμβάνουμε όμως το ότι το ερώτημα τώρα είναι κατά πόσο, με δεδομένη την ποινή των τεσσάρων χρόνων που επιβλήθηκε στην κατηγορούμενη 1, η διαφοροποίηση του ενός χρόνου προς τα κάτω για τον εφεσείοντα ικανοποιεί την έννοια της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η κατηγορούμενη 1 είχε μεν πρωταγωνιστικό ρόλο, στα πλαίσια του οποίου χειραγωγούσε τον εφεσείοντα και ήταν εκείνη που έλαβε το οικονομικό όφελος, σε αντίθεση με τον εφεσείοντα, ο οποίος ουσιαστικά δεν είχε οικονομικό όφελος. Δεν παραβλέπουμε όμως ότι ο ρόλος του εφεσείοντα όχι μόνο ήταν σημαντικός αλλά ήταν απόλυτα καθοριστικός στη επίτευξη μιας σοβαρής εγκληματικής δράσης, εφόσον εάν έλειπε δεν θα μπορούσαν να διαπραχθούν τα αδικήματα.
Η στάθμιση των δεδομένων αυτών ενέπιπτε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου, την οποία, κρίνουμε, ότι το Κακουργιοδικείο άσκησε σε θεμιτά πλαίσια, μειώνοντας ουσιωδώς την ποινή του εφεσείοντα έναντι της κατηγορούμενης 1.
Λαμβάνοντας όμως υπόψη το πρώτο σκέλος της έφεσης κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως μειώσουμε την ποινή του εφεσείοντα σε ποινή φυλάκισης δύο ετών.