ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Μ. Γαβριηλίδης, για Γαβριηλίδης amp;amp;amp; Τιμοθέου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΘΙΑ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 90/2021, 26/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B526

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 90/2021)

 

 

26 Νοεμβρίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

xxx ΑΝΘΙΑ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

                                                  Εφεσίβλητης.

 

_____________________________________________________________________

 

Μ. Γαβριηλίδης, για Γαβριηλίδης & Τιμοθέου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από   τη Δικαστή Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

_____________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Ο Εφεσείων καταδικάστηκε, μετά από δική του παραδοχή, για το αδίκημα της απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 1), το αδίκημα της κλοπής κεφαλαίων που κατέχονται δυνάμει εντολής κατά παράβαση των Άρθρων 255, 257 και 262 του Κεφ.154 (Κατηγορία 2) και το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333, και 339 του Κεφ.154 (Κατηγορία 3).

 

Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών στις Κατηγορίες 1 και 3 και 6 μηνών στην Κατηγορία 2.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής τους και αποφάσισε να μην τις αναστείλει. Αυτή του η απόφαση συνιστά το αντικείμενο της Έφεσης. Με ένα μόνο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα και χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση του το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναστολή εκτέλεσης της ποινής και/ή δεν εφάρμοσε σωστά τη διακριτική του ευχέρεια παρά το ότι από τα ενώπιον του στοιχεία συνέτρεχαν οι εν λόγω προϋποθέσεις.

 

Οι επιμέρους περιστάσεις που αναφέρονται στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης αφορούν και περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και το ότι, κατά τη θέση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τις έλαβε υπόψη του, με ειδική αναφορά στην ηλικία του, τις οικονομικές του συνθήκες και προβλήματα υγείας, καθώς και το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάνθη επί του ζητήματος της καθυστέρησης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να επιμετρήσει την ποινή έχοντας και διακριτική ευχέρεια να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της εφόσον, κατά την κρίση του, τούτο θα εδικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα.

 

Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβει σε επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή. Το είδος και το ύψος της αρμόζουσας ποινής αποτελεί ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική (Αστυνομία ν. Αναστάση, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019, ημερ. 11/7/2020). Σκοπός δεν είναι ο επανακαθορισμός της ποινής (Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016).

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ανδρέας Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017, ημερ. 15/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, συνοψίζει τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε Κατώτερο Δικαστήριο, ως ακολούθως:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής: 

 

       «Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779).»»

 

Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη, στην κάθε περίπτωση, τις περιστάσεις της υπόθεσης και του αδικοπραγούντα, με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της φυλάκισης. Στο πλαίσιο αυτό το Πρωτόδικο Δικαστήριο οφείλει να συνυπολογίσει όλους τους παράγοντες, έχοντας υπόψη την εγκληματική συμπεριφορά του αδικοπραγούντος από τη μια και τις προσωπικές του περιστάσεις από την άλλη.

 

Κατά την εξέταση του ζητήματος σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας (Άγγελος Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930). Είναι στη βάση των πιο πάνω αρχών που εξετάζεται ο τρόπος που άσκησε την πιο πάνω εξουσία του το Πρωτόδικο Δικαστήριο για να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν διαπιστωθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας (Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468, ECLI:CY:AD:2014:B426, Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποινική Έφεση Αρ. 92/2017 (σχ. με 93/2017), ημερ. 19/7/2019 και Αστυνομία ν. Μιχαήλ, Ποινική Έφεση Αρ. 78/2019, ημερ. 15/10/2020).

 

Ο περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972,                      Ν. 95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε αρχικά με το Ν. 41(Ι)/1997 και ακολούθησε στη συνέχεια η τροποποίηση του με το Ν. 186(Ι)/2003, μέσω του οποίου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται εάν δικαιολογείται στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583).

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012)                      2 Α.Α.Δ. 930:

 

«Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Μεταξύ των παραγόντων που επιμετρούν ως προς το επιθυμητό ή όχι της αναστολής της ποινής, είναι και το μητρώο του κατηγορουμένου, ως                   δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και η διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας (Στεφάνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 339 και Αστυνομία ν.                 Μαυρομμάτη, Ποινική Έφεση Αρ. 92/2019, ημερ. 22/5/2020).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέληξε, στη βάση όλων των δεδομένων, ότι η αρμόζουσα, για τον Εφεσείοντα, ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης, προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής των ποινών φυλάκισης που επέβαλε και αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εναντίον της αναστολής των ποινών.

 

Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της Απόφασης του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν συνέτρεχαν λόγοι που να δικαιολογούν την αναστολή της ποινής φυλάκισης που επέβαλε, έλαβε υπόψη του τη φύση και τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων σε συνάρτηση με το γεγονός της ύπαρξης τριών προηγούμενων καταδικών σε βάρος του Εφεσείοντα, στις οποίες επεβλήθη ποινή φυλάκισης που δεν ανεστάλη, καθώς και το ότι δεν αποζημίωσε τον παραπονούμενο, παρά την ευκαιρία που του δόθηκε για το σκοπό αυτό. Δεν παρέλειψε στο πλαίσιο αυτό να επισημάνει ότι όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες - στους οποίους αναφέρθηκε προηγουμένως στην Απόφαση του και αφορούσαν στην παραδοχή του Εφεσείοντα, τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές του συνθήκες καθώς και την καταβολή ενός μικρού ποσού ως αποζημίωση - είχαν αξιολογηθεί και ληφθεί υπόψη.

 

Όλα όσα προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα τέθηκαν και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο τα στάθμισε και έκρινε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αναστολής της ποινής. Δεν έχουμε αντιληφθεί, ωστόσο, την αναφορά του συνηγόρου ότι, ενώ θα μπορούσε να εκδοθεί εναντίον του Εφεσείοντα διάταγμα για αποζημίωση του παραπονούμενου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν του έδωσε τέτοιο «ωφέλημα». Εναπόκειτο στον ίδιο τον Εφεσείοντα, αν ήθελε και μπορούσε, να αποζημιώσει τον παραπονούμενο και το στοιχείο αυτό να συνεκτιμηθεί μαζί με τους υπόλοιπους παράγοντες. Όσον δε αφορά το ζήτημα της καθυστέρησης δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στις διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο αναφέρθηκε και στην συμβολή του ιδίου του Εφεσείοντα στην πρόκληση περαιτέρω καθυστέρησης, με βάση την εικόνα της πορείας της υπόθεσης όπως προέκυπτε από το φάκελο της υπόθεσης.

 

Θεωρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός των ορθών πλαισίων που τίθενται από τη νομολογία και αφού                     συνεκτίμησε το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του Εφεσείοντα.

 

Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η παρέμβασή μας.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                    Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο