ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Α. Καρεκλάς, για τον Εφεσείοντα. Α. Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-10-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΣΙΚΛΑΟΥΡΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2020, 19/10/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B470

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 27/2020)

 

19 Οκτωβρίου 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

XXX ΤΣΙΚΛΑΟΥΡΗΣ,

 

Εφεσείοντας,

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

____________________

 

Α. Καρεκλάς, για τον Εφεσείοντα.

Α. Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

____________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Την 16.8.2016 διαρρήχθηκε φαρμακείο στην Αγία Νάπα και κλάπηκε το χρηματικό ποσό των €29.000.  Κατηγορήθηκαν έξι πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Εφεσείων και η αδελφή του.  Οι τέσσερις άλλοι κατηγορούμενοι δεν κλήθηκαν σε απολογία, ενώ η αδελφή του Εφεσείοντα αθωώθηκε με την τελική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων. 

 

Εκτός από την κατηγορία 2 της διάρρηξης, ο Εφεσείων καταδικάστηκε ότι είχε συνωμοτήσει με άγνωστο πρόσωπο για τη διάπραξη της διάρρηξης και κλοπής, κατηγορία 3, που προστέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την τελική του απόφαση και αφού τον αθώωσε και απάλλαξε από την κατηγορία 1 της συνωμοσίας με τους άλλους κατηγορούμενους. 

 

Η διάρρηξη διαπράχτηκε από άγνωστο στην κατηγορούσα αρχή πρόσωπο που εισήλθε στο φαρμακείο 3½ λεπτά μετά που το φαρμακείο άνοιξε το πρωί της ημέρας εκείνης.  Οι κινήσεις του δράστη καταγράφηκαν από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης στο εσωτερικό του φαρμακείου.  Ο δράστης φορούσε γάντια και κατά την είσοδο του κάλυψε το πρόσωπο του με ένα φουλάρι.  Κινήθηκε πίσω από τον πάγκο της ταμειακής μηχανής του φαρμακείου.  Δεν ενόχλησε την ταμειακή μηχανή.  Κάθισε και έψαχνε.  26 δευτερόλεπτα μετά και αφού είχε πάρει στα χέρια του ένα μαύρο τσαντάκι, ανενόχλητος βγήκε από το φαρμακείο από την είσοδο από την οποία είχε εισέλθει.  Μέσα στο τσαντάκι βρισκόταν το ποσό των €29.000, εισπράξεις από προηγούμενες ημέρες.  Κατά το χρόνο που διαδραματίζονταν τα πιο πάνω, η  υπεύθυνη του φαρμακείου ασχολείτο με τη στερέωση μιας πόρτας, ενώ μια άλλη φαρμακοποιός βρισκόταν στον υπόγειο χώρο του φαρμακείου.  Το τρίτο πρόσωπο που εργαζόταν στο φαρμακείο ήταν η αδελφή του Εφεσείοντα, που τη συγκεκριμένη ώρα εξυπηρετούσε πελάτισσα. 

 

Η καταδίκη του Εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο δράστης είχε οδηγηθεί στο μέρος από τον Εφεσείοντα με το αυτοκίνητο του.  Είναι αυτή η διασύνδεση που αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκε σε περιστατική μαρτυρία.  Βασικά στη διακίνηση του αυτοκινήτου του το οποίο οδηγούσε ο ίδιος, όπως αυτή καταγράφηκε από κάμερες παρακολούθησης στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο του φαρμακείου, αμέσως πριν τη διάρρηξη. 

 

Κατά την παρουσία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης στο εδώλιο του μάρτυρα (Μ.Κ.1), έγινε προβολή διαφόρων λήψεων από κάμερες ασφαλείας του φαρμακείου και άλλων γειτονικών υποστατικών  και ο εξεταστής υποδείκνυε τις κινήσεις που είχαν σημασία για την υπόθεση.  Το υλικό βρισκόταν σε usb που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο με τη συναίνεση του δικηγόρου του Εφεσείοντα.

 

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται να οδηγεί το αυτοκίνητο του, με συνοδηγό την αδελφή του, να σταματά στο φαρμακείο και να εξέρχεται από αυτό η αδελφή του (07:53) και να περιμένει έξω από το φαρμακείο.  Το αυτοκίνητο συνεχίζει την πορεία του για 350 μέτρα και σταματά σε αδιέξοδο στην παραλία.  Σύντομα μετά καταφθάνουν στο μέρος και οι άλλες δύο εργαζόμενες στο φαρμακείο και η υπεύθυνη ανοίγει την πλαϊνή πόρτα για να εισέλθουν (08:00).  Ένα λεπτό μετά το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα επιστρέφει και εισέρχεται σε αδιέξοδο χωματόδρομο απέναντι από το φαρμακείο (08:01:19) και κάνει σύντομη στάση πίσω από ελαιόδεντρα.  Στη συνέχεια κινείται με οπίσθια ταχύτητα και κάνει επαναστροφή.  Καθυστερεί.  Για κάποια δευτερόλεπτα (από 08:01:39) είναι αθέατο πίσω από τα ελαιόδεντρα.  Όταν εμφανίζεται (08:02:18) κινείται εκτός του χωματόδρομου και εισέρχεται στον κύριο δρόμο του φαρμακείου και εγκαταλείπει την περιοχή.  Αμέσως μετά (08:02:23) εμφανίζεται ο δράστης.  Ξεπρόβαλε από το σημείο που ήταν αθέατο το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα πίσω από τα ελαιόδεντρα και κινείται πεζός προς το φαρμακείο στο οποίο και εισέρχεται (08:03:28).

 

Λίγες μέρες μετά, ο αστυνομικός εξεταστής, με τη βοήθεια συναδέλφου του (Μ.Κ.2), προέβηκε σε περαιτέρω εξετάσεις-αναπαραστάσεις.  Διαπίστωσαν ότι εάν ο δράστης κινείτο από οιαδήποτε κατεύθυνση για να προσεγγίσει το σημείο όπου θεάθηκε για πρώτη φορά, θα φαινόταν στις κάμερες που εξετάστηκαν, οι οποίες παρεμπιπτόντως ήταν ψηλής ευκρίνειας.  Εξετάστηκε το περιεχόμενο των καμερών από η ώρα 05:40 που αρχίζει να φέγγει.  Περαιτέρω, διαπίστωσαν ότι ο χώρος πίσω από τα ελαιόδεντρα που είναι αθέατος στις κάμερες ήταν 4-5 τ.μ. και ότι ένας οδηγός που θα είχε κινηθεί όπως ο Εφεσείων θα έβλεπε το δράστη στην περίπτωση που κρυβόταν εκεί.

 

Με το λόγο έφεσης 1 ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα, παράνομα και αυθαίρετα κατέληξε στην τελική του ετυμηγορία ότι τα ευρήματα που δόθηκαν από τους ΜΚ1 και ΜΚ2 στοιχειοθετούσαν περιστατική Μαρτυρία η οποία ήταν επαρκώς πειστική».    Οι κάμερες, αναφέρει, δεν επιβεβαίωναν ότι μετέφερε άγνωστο πρόσωπο στο αυτοκίνητο του, αφού δεν εμφανίζεται άλλος επιβάτης σε αυτό.  Καταλογίζεται ακόμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε άλλες εξηγήσεις για την παρουσία του άγνωστου δράστη.

 

Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η καταδίκη και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου δεν θα μπορούσε να τιμωρήσει τον Εφεσείοντα και ότι με την τροποποίηση δεν θα προκληθεί καμιά δυσμένεια στον Κατηγορούμενο-Εφεσείοντα».   Επισημαίνεται ότι έγινε έλεγχος στο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα για αποτυπώματα και γενετικό υλικό «πράγμα που δεν επιβεβαιώθηκε από τις εξετάσεις» και πως τούτο αποδεικνύει ότι ο Εφεσείων δεν μετέφερε τον άγνωστο άνδρα.

 

Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας των αστυνομικών εξεταστών και θίγεται εκ νέου το ζήτημα της τροποποίησης του κατηγορητηρίου.

 

Τέλος, με το λόγο έφεσης 4 προβάλλεται ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.  Αναφέρεται και πάλι ο Εφεσείων στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου, μετά που ο ίδιος είχε επιλέξει να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τον καταδίκασε «γιατί δεν έδωσε εξήγηση μέσα από αποδεκτή μαρτυρία για την παρουσία του στο συγκεκριμένο μέρος που οδηγούσε σε αδιέξοδο και καμιά σχέση δεν είχε με την πορεία που έπρεπε να πάρει για το σπίτι του».

 

Οι λόγοι έφεσης συμπλέκονται, με το ζήτημα της τροποποίησης να παρεμβάλλεται στους τρείς τελευταίους, ώστε να καθίσταται πρόσφορο να τους εξετάσουμε όλους μαζί.

 

Ο αστυνομικός εξεταστής και ο συνάδελφος του είχαν συμπεράνει ότι ο δράστης είχε αποβιβαστεί από το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, στο οποίο ήταν κρυμμένος, είτε πεσμένος στα πίσω καθίσματα, είτε στο χώρο αποσκευών.  Το συμπέρασμα αυτό ήταν το κυριότερο και καταλυτικό για την υπόθεση ζήτημα που είχε να αποφασίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε στην απόφαση του ότι αυτό ήταν δικό του καθήκον να διαπιστώσει στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας και διαπιστώνουμε ότι η κρίση του βασίστηκε στην ενώπιον του μαρτυρία των διαφόρων σκηνών, συνεπικουρούμενη από τις διαπιστώσεις του εξεταστή και του συναδέλφου του σε σχέση με την πρόσβαση στο σημείο από όπου πρωτοεμφανίστηκε ο δράστης και τον ίδιο το χώρο. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή και του συναδέλφου του και κατέστησε τις διαπιστώσεις τους δικά του ευρήματα.  Κατέληξε δηλαδή σε σχέση με το σημείο από όπου εμφανίστηκε ο δράστης ότι εάν αυτός κινείτο στις ώρες που προηγήθηκαν της διάρρηξης από οιαδήποτε κατεύθυνση για να προσεγγίσει το σημείο θα φαινόταν στις κάμερες που εξετάστηκαν και ότι ένας οδηγός που θα είχε κινηθεί όπως ο Εφεσείων θα τον έβλεπε στην περίπτωση που κρυβόταν εκεί.  Ούτε με το λόγο έφεσης 1, αλλά ούτε και με τον 3, αμφισβητείται η αξιοπιστία των αστυνομικών.  Ό,τι τίθεται υπό εξέταση με τους συναφείς λόγους έφεσης είναι ζήτημα πειστικότητας και ποιότητας.  Κατά πόσο δηλαδή τα ευρήματα αυτά, στα πλαίσια όλων των περιστάσεων της υπόθεσης,  οδηγούν αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι ο δράστης είχε αποβιβαστεί από το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα.  Η αναφορά σε «ποιότητα» δεν βρίσκουμε να μπορεί να προσθέσει κάτι περισσότερο.

 

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με πλήρη αντίληψη της φύσης της ενώπιον του μαρτυρίας, υπόμνησε ότι η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ενοχής όταν δεν συμβιβάζεται με οτιδήποτε άλλο παρά με συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου.  Μνημόνευσε την Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 55 και Σεργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.172/2015, ημερ.13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:D108.  Αυτό συμβαίνει όταν δεν επιδέχεται άλλη λογική ερμηνεία ή εξήγηση, συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, έτσι ώστε η ενοχή του κατηγορούμενου να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687, 696 και Farooq κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.165, 166, 169 και 170/2018, ημερ.7.9.2020).

 

   Στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο δράστης είχε αποβιβαστεί από το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα.  Απέκλεισε δηλαδή την περίπτωση η παρουσία του δράστη στο σημείο να ήταν ασύνδετη με τη διέλευση και στάθμευση του αυτοκινήτου του Εφεσείοντα εκεί, να κρυβόταν δηλαδή εκεί ο δράστης πριν ξημερώσει.  Ανάφερε στη συνέχεια ότι ο Εφεσείων «.δεν έχει δώσει καμία εξήγηση μέσα από αποδεκτή μαρτυρία για την παρουσία του στο συγκεκριμένο μέρος, που οδηγούσε σε αδιέξοδο και καμία σχέση δεν είχε με την πορεία που έπρεπε να πάρει για το σπίτι του, ενώ περαιτέρω είπε ψέματα ότι με μιαν πισινή που  έβαλε γύρισε το αυτοκίνητο χωρίς να σταματήσει και ακολούθησε το δρόμο αλλά και ότι μπήκε και βγήκε βιαστικά.  Για τη σχετική πραγματική μαρτυρία που τον διαψεύδει έχω αναφερθεί ανωτέρω.»

 

   Με το λόγο έφεσης 4 εγείρονται διάφορα ζητήματα.  Διαπιστώνουμε κατ' αρχάς ότι ο Εφεσείων δεν επέλεξε την ανώμοτη δήλωση όπως επικαλείται, αλλά τη σιωπή.  Και η επιλογή του δεν μπορεί να συμπλέκεται με το ζήτημα της τροποποίησης του κατηγορητηρίου, αφού η ουσία της εναντίον του υπόθεσης ήταν η εμπλοκή του στην διάρρηξη στη βάση των προνοιών του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.  Ήταν, βέβαια, δικαίωμα του να παραμείνει σιωπηρός, γεγονός όμως παραμένει ότι ουδεμία εξήγηση προσφέρθηκε, είτε από τον ίδιο, είτε με άλλη μαρτυρία για τον αξιοπερίεργο και αφύσικο τρόπο που διακινήθηκε με το αυτοκίνητο του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε και ψεύδη του Εφεσείοντα, στην κατάθεση του στην Αστυνομία, για τον τρόπο που είχε κινηθεί, που ικανοποιούσαν τα κριτήρια που θέτει η νομολογία, ηθελημένα, σε σχέση με το ουσιώδες ζήτημα της στάθμευσης του εκεί, ώστε να παρουσιάσει ότι δεν υπήρχε το περιθώριο για να αποβιβαστεί κάποιος από το αυτοκίνητο του και που διαψεύστηκαν από τις κάμερες  (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, 268-9 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου, Ποιν. Έφ.20/2015, ημερ.28.9.2017) ώστε να αποτελέσουν και αυτά μαρτυρία εναντίον του.

 

   Η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογούσε τη βεβαιότητα του ως προς το ουσιώδες συμπέρασμα ότι ο δράστης της διάρρηξης είχε αποβιβαστεί από το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, με καταλυτικές προεκτάσεις στην έκβαση της υπόθεσης.  Η απουσία γενετικού υλικού ή αποτυπωμάτων στο αυτοκίνητο που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε άγνωστο άνδρα δεν αδυνατίζουν την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής και αναμφίβολα δεν συνιστούν μαρτυρία ότι δεν βρισκόταν στο αυτοκίνητο (Χατζηπέτρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 123, 127, Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 662, 674, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32, 50 και Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221, 260: «Η ανυπαρξία τέτοιας επιστημονικής μαρτυρίας δεν επάγεται βέβαια άνευ ετέρου τη μη ανάμειξη του εφεσείοντος.  Σημασία θα είχε εάν εντοπίζοντο δακτυλικά αποτυπώματα, χωρίς όμως, αντίστροφα, να αποκτά ουσία η μη ανεύρεση τέτοιων αποτυπωμάτων.»).  Ούτε το γεγονός ότι η αδελφή του Εφεσείοντα, που ήταν στο αυτοκίνητο αθωώθηκε και απαλλάχτηκε, καθιστά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου εσφαλμένη ή ανακόλουθη. Αν ο δράστης δεν ήταν στα πίσω καθίσματα, μπορεί να μην γνώριζε για την παρουσία του.  Αν έχει την όποια σημασία, αναδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την υπόθεση με ανοικτό μυαλό, εξετάζοντας κάθε δυνατό ενδεχόμενο.  Στο σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, η ανθρώπινη λογική και εμπειρία δεν άφηνε περιθώριο για άλλη κατάληξη από το ότι ο Εφεσείων εμπλεκόταν ως αυτουργός στη διάρρηξη, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 20 του Κεφ.154.  Κανένα περιθώριο δεν υφίσταται για παρέμβαση από το Εφετείο στην πρωτόδικη κατάληξη.

 

   Για να προσθέσει την κατηγορία 3, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στη βάση της εξουσίας που παρέχεται από το άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155[1] για την τροποποίηση του κατηγορητηρίου μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας. Εφόσον οι συγκατηγορούμενοι του Εφεσείοντα αθωώθηκαν και απαλλάχτηκαν, ο Εφεσείοντας δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί ότι συνωμότησε με οποιοδήποτε από αυτούς.  Περαιτέρω, εφόσον εμπλεκόταν, αναμφίβολα είχε συνωμοτήσει με τον δράστη για τη διάρρηξη και κλοπή.  Κατηγορία με ταυτόσημη έκθεση αδικήματος αλλά με διαφορετικές λεπτομέρειες αδικήματος από αυτές του κατηγορητηρίου συνιστά διαφορετικό ποινικό αδίκημα στην έννοια του άρθρου 85(4) του Κεφ.155 που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο (Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458, 467 και Issa and Another v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39).  Ουσιαστικής εξέτασης έχρηζε μόνο η προϋπόθεση να μην επηρεαζόταν δυσμενώς ο Εφεσείων στην υπεράσπιση του  (Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96, 103, Κυριάκου, 467 και Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 762, 770).

 

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι ο Εφεσείων «γνώριζε το σύνολο της μαρτυρίας και επέλεξε να χειριστεί την υπόθεση του με συγκεκριμένο τρόπο, είναι δε σαφές ότι καθόλου δεν θα διαφοροποιούσε τη γραμμή της υπεράσπισης του αν στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας αναφερόταν ότι συνωμότησε με άγνωστο πρόσωπο».  Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής για τη διασύνδεση του Εφεσείοντα με τη διάρρηξη εδραζόταν στο βασικό πυλώνα της παροχής από τον Εφεσείοντα συνδρομής προς το δράστη της διάρρηξης, οδηγώντας τον στο μέρος με το αυτοκίνητο του, με την υπεράσπιση του Εφεσείοντα να είναι ότι δεν είχε καμιά σχέση μαζί του.  Δεν εξηγήθηκε, όπως ο Εφεσείων είχε υποχρέωση να πράξει (Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.141/2017, ημερ.31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B202) και όπως και πρωτόδικα διαπιστώθηκε, δεν διαβλέπουμε πώς θα μπορούσε διαφορετικά να χειριστεί την υπόθεση του αν η κατηγορία για συνωμοσία με άγνωστο πρόσωπο περιλαμβανόταν εξ' υπαρχής στο κατηγορητήριο.  Ο Εφεσείων κατηγορείτο ότι είχε συνωμοτήσει με όλους όσους μπορεί να εμπλέκονταν στη διάρρηξη.  Απλώς δεν αποδείχτηκε ποιος ήταν ο δράστης της διάρρηξης και αν υπήρχαν και άλλοι συνωμότες.

 

   Είναι η κατάληξη μας ότι ο Εφεσείων δεν έχει με κανένα τρόπο επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπιση του με την τροποποίηση του κατηγορητηρίου και οι σχετικές αιτιάσεις του απορρίπτονται.  Ούτε υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την εμπλοκή του και οι σχετικές καταδίκες του ήταν απόλυτα δικαιολογημένες.

 

   Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.



[1] Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν με αυτό δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο