ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 ΑΑΔ 1098
Aνδρέας Aυξεντίου Λτδ και Άλλος ν. Aνδρέα Aυγουστή (1997) 1 ΑΑΔ 1485
Βαριάνου Αθηνά ν. Δρ. Ανδρέα Π. Βορκά (2010) 1 ΑΑΔ 1541
Χατζηαυξέντη Κύπρος ν. Παναγιώτη Λιασή (2014) 1 ΑΑΔ 2379, ECLI:CY:AD:2014:A812
Χριστοφή Χρίστος ν. Δημήτρη Γρηγορίου (2015) 1 ΑΑΔ 2154, ECLI:CY:AD:2015:A674
THE ATTORNEY-GENERAL OF THE REPUBLIC ν. YIANNACOS PROCOPIOU MAVROKEFALOS (1966) 2 CLR 93
PANTELIS VRAKAS AND ANOTHER ν. THE REPUBLIC (1973) 2 CLR 139
ANDREAS ANASTASSIADES ν. THE REPUBLIC (1977) 2 CLR 97
THEMISTOCLEOUS ν. POLICE (1981) 2 CLR 200
FOURNIDES ν. REPUBLIC (1986) 2 CLR 73
Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363
Πάμπακα & άλλος ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 487
Nicosia Gym. Centre ν. Δήμου Στροβόλου (1992) 2 ΑΑΔ 181
Γ. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355
Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143
Σοφοκλέους Aνδρέας ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 144
El Kara Amira Mohammad ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 239
Nικολαΐδης Χριστόδουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 271
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331
Σίφουνας Πολύβιος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 91
Αντωνίου Αντώνης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 746
Α. Α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 140
Κωνσταντίνου Κυριάκος ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 583
Παντέλα Κυριάκος ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562
Ιωσήφ άγγελος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κωνσταντίνου Κουκκίδη (2013) 2 ΑΑΔ 191
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κυριάκου Αντωνίου (2014) 2 ΑΑΔ 915, ECLI:CY:AD:2014:B965
Ιddin Alibrahim Muhy ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 185, ECLI:CY:AD:2016:B125
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΑΝΝΑΣ ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 169/2016, 28/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:B63
ΜΙΛΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.153/2017, 27/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D321
ΤΟΥΜΑΖΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 166/2016, 5/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B432
ΚΑΛΑΙΤΖΗΔΗ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 307/18, 20/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B505
GURULI v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 263/2017, 22/5/2020, ECLI:CY:AD:2020:B160
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 217/2019, 218/2019, 1/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B37
ECLI:CY:AD:2021:B462
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 16/2021)
19 Οκτωβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
xxx ΠΑΠΑΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Κ. Καλλής με Α. Καλλή (κα) και Κ. Βιτοράκη (κα), ασκούμενη
δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.
Φρ. Κακούρη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε έξι συνολικά κατηγορίες, ήτοι, πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς (1η κατηγορία), οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης (2η κατηγορία), οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών, κατά τρόπο που η ικανότητά του για ασφαλή οδήγηση ήταν ελαττωμένη (3η κατηγορία), παράλειψη συμμόρφωσης σε σήμα του τέθηκε από την αρμόδια αρχή (4η κατηγορία), παράλειψη να τηρεί το όχημά του στην αριστερή άκρη του οδοστρώματος (5η κατηγορία) και ότι οδηγούσε χωρίς να είναι προσδεδεμένος με ζώνη ασφαλείας (6η κατηγορία). Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών στην πρώτη κατηγορία και καμία ποινή στις υπόλοιπες.
Στις 28.4.2017 ο εφεσείων, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς xxxx69, στη λεωφόρο Λεμεσού, στην περιοχή Καλλιθέα, στο Δάλι της επαρχίας Λευκωσίας, συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου οδηγούμενο όχημα xxxx82. Τραγικός απολογισμός ο θάνατος της 8χρονης Χ.Χ., η οποία επέβαινε στο πίσω κάθισμα του οχήματος xxxx82. Η θέση που προωθήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή είναι ότι το δυστύχημα επεσυνέβη όταν ο εφεσείων παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στη λωρίδα κυκλοφορίας του οχήματος xxxx82, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν. Από την άλλη, η θέση που προωθήθηκε από την υπεράσπιση συνίστατο στο ότι είναι το όχημα xxxx82 που παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στη λωρίδα που κινείτο το όχημα του εφεσείοντα, όπου έγινε η σύγκρουση. Περαιτέρω, καταλογίζεται στον εφεσείοντα ότι οδηγούσε το εν λόγω μηχανοκίνητο όχημα, αφού κατανάλωσε τέτοια ποσότητα αλκοόλης ώστε η αναλογία αλκοόλης στο αίμα του υπερέβαινε το καθορισμένο όριο, δηλαδή περιείχε 279 αντί 50 χιλιοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε κάθε 100 χιλιοστά του λίτρου αίματος, ενώ ταυτόχρονα του αποδίδεται ότι διέπραξε τα αδικήματα των υπόλοιπων κατηγοριών.
Προς υποστήριξη της υπόθεσης της κατηγορίας κατέθεσαν πέντε μέλη της Αστυνομίας που ασχολήθηκαν με την υπόθεση (ΜΚ1, ΜΚ2, ΜΚ3, ΜΚ4 και ΜΚ11), με τον εξεταστή της υπόθεσης να καταθέτει ως ΜΚ1. Πέραν τούτων, κατέθεσε ο Π.Ι. ως ΜΚ5, ο οποίος οδηγούσε το όχημα που ακολουθούσε το όχημα xxxx82, η οδηγός του xxxx82 και μητέρα του θύματος, ως ΜΚ6, ο υιός της και συνοδηγός της ως ΜΚ7 και ως ΜΚ8, συνεπιβάτης στο ίδιο όχημα. Ο Α.Π., ο οποίος έφθασε στη σκηνή αφού επεσυνέβηκε το δυστύχημα, ως ΜΚ9, η χημικός Μ. Αυξεντίου, η οποία εργάζεται στο Γενικό Χημείο του Κράτους, ως ΜΚ10, καθώς και ο ιατροδικαστής Ν. Χαραλάμπους, ως ΜΚ12. Ο εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε συνοπτικά τη μαρτυρία και την αξιολόγησε, αποδέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής και κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«O Κατηγορούμενος στις 28.04.2017, περί τις 22 : 30 οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής XXXXX69 στη Λεωφόρο Λεμεσού, στην περιοχή Καλλιθέα στο Δάλι της επαρχίας Λευκωσίας. Η Λεωφόρος Λεμεσού είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης με μια λωρίδα κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση, με όριο ταχύτητας τα 65 χ.α.ω. Οι δύο κατευθύνσεις διαχωρίζονται με άσπρη συνεχομένη γραμμή. Ο Κατηγορούμενος κινείτο στη κατεύθυνση από Δάλι προς Λευκωσία. Στην αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από Λευκωσία προς Δάλι κινείτο το όχημα XXXXX82, το οποίο οδηγούσε η Μ.Κ.6 με συνεπιβάτες τον Μ.Κ.7, την Μ.Κ.8 και την ανήλικη XXXXX Χριστοδούλου. Ο δρόμος, ως η πορεία του οχήματος XXXXX69, πριν το σημείο του ατυχήματος είναι ευθύς και ελαφρά κατηφορικός, ενώ 90 μέτρα πριν το σημείο σύγκρουσης σχηματίζει αριστερόστροφη στροφή. Αντίθετα ο δρόμος, ως η πορεία του οχήματος XXXXX82, είναι ευθύς και ελαφρά ανηφορικός, ενώ από το σημείο του ατυχήματος ξεκινά να σχηματίζει δεξιόστροφη καμπή. Στον επίδικο δρόμο υφίστατο οδικός φωτισμός. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου, ως η πορεία του οχήματος XXXXX82, και 46.90 μέτρα πριν το σημείο σύγκρουσης υπήρχε πάσσαλος της ΑΗΚ με λαμπτήρα υψηλής τάσης. Τα δύο ενεχόμενα οχήματα είχαν ανάμενα τα φώτα πορείας τους. Η μέγιστη ορατότητα των δύο οδηγών σε σχέση με το εξ αντίθετου διερχόμενο όχημα ανερχόταν στα 138.96 μέτρα. Σε κάποιο στάδιο ο οδηγός του οχήματος XXXXX69 παρεξέκλινε της πορείας του, εισήλθε στην πορεία κυκλοφορίας του οχήματος XXXXX82, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν. Ο Κατηγορούμενος εισήλθε στη λωρίδα του οχήματος XXXXX82 φθάνοντας σχεδόν μέχρι την άκρια αυτής. Ακολούθως, επιχείρησε να στρίψει αριστερά για να εισέλθει στη λωρίδα του. Ταυτόχρονα, η οδηγός του οχήματος XXXXX82 επιχείρησε να στρίψει αριστερά για να αποφύγει την σύγκρουση. Παρά ταύτα επήλθε η σύγκρουση. Τα δύο οχήματα φέρουν κτύπημα στη μπροστινή δεξιά γωνία. Στο όχημα XXXXX82 ο οδηγός, ο συνοδηγός και το πρόσωπο που καθόταν πίσω δεξιά έφεραν ζώνη ασφαλείας. Η αποβιώσασα καθόταν πίσω από την οδηγό, ήτοι στο πίσω δεξιό κάθισμα του οχήματος XXXXX82. Ο οδηγός του οχήματος XXXXX69 δεν έφερε ζώνη ασφαλείας. Τα δύο οχήματα δεν αντιμετώπιζαν οποιοδήποτε πρόβλημα εξ αιτίας του οποίου να προκλήθηκε το επίδικο ατύχημα.
Μετά το ατύχημα ο Κατηγορούμενος μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για νοσηλεία. Εκεί λήφθηκε δείγμα αίματος για εξέταση αλκοόλης. Το δείγμα αίματος τέθηκε σε φιαλίδιο, το οποίο κατέγραφε τα στοιχεία του Κατηγορουμένου. Ακολούθως διακινήθηκε από την αστυφύλακα XXXXX, προς τον Μ.Κ.1, ο οποίος το παρέδωσε στον αστυφύλακα XXXXX. Ο τελευταίος το παρέδωσε στην XXXXX Λιβέρη στο Κρατικό Χημείο. Ακολούθως αυτό παραδόθηκε στην Μ.Κ.10, η οποία ήταν υπεύθυνή για τη διενέργεια της σχετικής εξέτασης.
Στην σχετική χημική ανάλυση ανιχνεύθηκαν 279 αντί 50 χιλιοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε κάθε 100 χιλιοστά του λίτρου αίματος. Η συσσώρευση τέτοιας ποσότητας αλκοόλης στο αίμα επιφέρει υπερεμπιστοσύνη, μείωση των ικανοτήτων, σύγχυση, ασυγχρονισμό κινήσεων, ελάττωση των αντανακλαστικών και απώλεια των αισθήσεων. Το δείγμα αίματος μετά την ανάλυση καταστράφηκε. Το δείγμα αίματος, εάν δεν εξεταστεί έγκαιρα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό.
Περαιτέρω, από το ατύχημα η XXXXX Χριστοδούλου υπέστη σειρά τραυματισμών και απεβίωσε από εσωτερική αιμορραγία προκληθείσα από ρήξη ζωτικών οργάνων, κατά το τροχαίο ατύχημα.»
Ο εφεσείων, με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλει τόσο την καταδίκη, όσο και την επιβληθείσα ποινή. Αρχικά, καταχωρήθηκαν δώδεκα λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης, προστέθηκε όμως ακόμα ένας συμπληρωματικός λόγος στην πορεία και αποσύρθηκε ένας (7ος λόγος) κατά την ακρόαση της έφεσης.
Θα εξετάσουμε πρώτα τον συμπληρωματικό λόγο, σύμφωνα με τον οποίο η καταδικαστική απόφαση στην πρώτη κατηγορία της πρόκλησης θανάτου είναι εσφαλμένη, λόγω πλημμελούς απόφασης επί των γεγονότων, ήτοι ευρημάτων τα οποία δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την διατύπωση των ευρημάτων του, αναφέρθηκε στην κατεύθυνση προς την οποία κινείτο το όχημα του εφεσείοντα ότι ήταν από Δάλι προς Λευκωσία, ενώ αποτελούσε αναντίλεκτο γεγονός ότι ο εφεσείων οδηγούσε από Λευκωσία προς Δάλι, με αποτέλεσμα το εύρημα του Δικαστηρίου να μην υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Ο εφεσείων θεωρεί ότι αυτό αποτελεί ουσιώδες εύρημα στη βάση του οποίου το Δικαστήριο αξιολόγησε την υπόλοιπη μαρτυρία. Η εσφαλμένη, σύμφωνα με την εισήγηση, αντίληψή του ως προς την πορεία του οχήματος του εφεσείοντα δεν του επέτρεψε να αξιολογήσει ορθά την υπόλοιπη μαρτυρία, με αποτέλεσμα η καταδίκη να είναι ακροσφαλής.
Είναι γεγονός ότι η πορεία του οχήματος του εφεσείοντα καταγράφηκε λανθασμένα, όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης, στο οποίο καταγράφονται τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Η πορεία που ακολουθούσαν τα δύο οχήματα πριν τη σύγκρουση ήταν αδιαμφισβήτητη και δεν αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης κατά την ακρόαση. Είναι όμως σαφές από τα συμφραζόμενα και τα υπόλοιπα ευρήματα του Δικαστηρίου πως επρόκειτο για μία τυχαία διολίσθηση (accidental slip) και όχι περί ενός λανθασμένου ευρήματος. Τα ευρήματα ως προς την κατάσταση του δρόμου αντικατοπτρίζουν την εικόνα που παρουσιάζεται στο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος και συνάδουν με την πορεία των οχημάτων που προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας και παρέμεινε αναντίλεκτη. Δεν διαφαίνεται, συνεπώς, ότι υπήρξε οποιαδήποτε σύγχυση του Δικαστηρίου, παρά μόνο ένα ατυχές λάθος κατά την καταγραφή της πορείας των δύο οχημάτων. Ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Με τους πρώτους οκτώ λόγους έφεσης προβάλλεται ότι η καταδικαστική απόφαση στις κατηγορίες 1, 4, 5 και 6 είναι εσφαλμένη και πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας των ΜΚ5, 6 και 7(1ος λόγος), λανθασμένης αξιολόγησης της κατάθεσης του εφεσείοντα στην Αστυνομία και της ανώμοτης του δήλωσης (2ος λόγος), λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ1 (3ος λόγος), λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των ΜΚ6 και 11 και απόδοσης αποδεικτικής βαρύτητας σ΄ αυτήν (4ος λόγος), πλημμελούς, ανεπαρκούς και αναιτιολόγητης εξέτασης των θέσεων της υπεράσπισης, με αποτέλεσμα την παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος η οποία καθιστά ακροσφαλές το βάθρο επί του οποίου είχε στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση (5ος λόγος), εσφαλμένης και πλημμελούς καθοδήγησης σε σχέση με τη βαρύτητα της πραγματικής μαρτυρίας (6ος λόγος) και εσφαλμένης κατάληξης σε εύρημα ότι ο εφεσείων παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στην πορεία του οχήματος xxxx82, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας και παραγνώρισης των θέσεων της υπεράσπισης (8ος λόγος).
Η καταδικαστική απόφαση στην 1η κατηγορία προσβάλλεται με τον 9ο και 10ο λόγο, ενώ με τον 11ο και 12ο προσβάλλεται η καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ3, 6 και 7 έγινε στη βάση κύκλου αλληλεξάρτησης της μαρτυρίας, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε, ακόμα και σε περίπτωση όπου η μαρτυρία συγκεκριμένου μάρτυρα δεν είχε αμφισβητηθεί.
Η αρχή που πηγάζει από τη νομολογία είναι ότι δεν επιτρέπεται η αλληλεξάρτηση δύο μαρτύρων για να κριθεί η αξιοπιστία τους (Γιασεμή ν. Ρούσσου (1996) 1 ΑΑΔ 1098, Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1 ΑΑΔ 1541 και Χατζηαυξέντη ν. Λιασή (2014) 1 ΑΑΔ 2379, ECLI:CY:AD:2014:A812). Αυτό που προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι πως δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η μαρτυρία ενός μάρτυρα ως να αποτελεί στέρεη βάση και γνώμονα επί του οποίου δοκιμάζεται η αξιοπιστία της μαρτυρίας άλλου μάρτυρα. Δηλαδή, να λειτουργεί ουσιαστικά ως πραγματική μαρτυρία. Μόνο αφού αξιολογηθεί ένας μάρτυρας είναι επιτρεπτό να συγκριθεί η μαρτυρία του με άλλο μάρτυρα για σκοπούς βαρύτητας.
Ξεκινώντας από την αξιολόγηση του ΜΚ5, ο οποίος ήταν οδηγός οχήματος που ακολουθούσε το όχημα που επέβαινε το θύμα, το Δικαστήριο στην απόφασή του προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του αυτοτελώς. Ως προς τη θέση του μάρτυρα ότι το όχημα του εφεσείοντα εισήλθε στην αντίθετη πορεία, πέραν της αυτοτελούς αξιολόγησης, σημειώνει πως η μαρτυρία του συνάδει με την πραγματική μαρτυρία που εντόπισε ο ΜΚ1 και με τη μαρτυρία των ΜΚ6 και ΜΚ7. Ταυτόχρονα, σημειώνει ότι η θέση του ότι το όχημα xxxx82 έκανε κίνηση αποφυγής του ατυχήματος συνάδει με τις θέσεις των ΜΚ6 και ΜΚ7. Θεωρούμε ότι, υπό αυτά τα δεδομένα, υπήρξε αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ5, χωρίς αυτή να δοκιμάζεται και να εξαρτάται από τη μαρτυρία των ΜΚ6 και ΜΚ7. Η δε σύγκριση που έγινε, τόσο με την πραγματική μαρτυρία, όσο και με αυτή των ΜΚ6 και ΜΚ7, είναι επιτρεπτό να γίνεται για σκοπούς βαρύτητας που θα δοθεί στη μαρτυρία (Χριστοφή ν. Γρηγορίου (2015) 1 ΑΑΔ 2154, ECLI:CY:AD:2015:A674). Το ίδιο ισχύει και για τους μάρτυρες ΜΚ6 και ΜΚ7, για τους οποίους το Δικαστήριο προέβη σε αυτοτελή αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα, έστω με συνοπτικό τρόπο, και μετά προέβη σε σύγκριση της μαρτυρίας τους με την πραγματική μαρτυρία και τους άλλους δύο μάρτυρες. Εκείνο που παρατηρείται είναι πως ο τρόπος συγγραφής της απόφασης επί της αξιολόγησης δεν απέδιδε σαφή διαχωρισμό της αξιολόγησης της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα από τη σύγκρισή της με άλλη μαρτυρία για σκοπούς βαρύτητας. Δεν θεωρούμε όμως ότι στην ουσία υπήρξε αλληλεξάρτηση της μαρτυρίας τους για σκοπούς αξιολόγησής της, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή μας.
Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της αξιολόγησης της κατάθεσης του εφεσείοντα στην Αστυνομία και της ανώμοτης του δήλωσης. Σύμφωνα με την εισήγηση, η κατάθεση του εφεσείοντα αποτελούσε μαρτυρία που είχε προσαχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και τα όσα ισχυρίστηκε ο εφεσείων θα έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί από το Δικαστήριο. Είναι επίσης σημαντικό, κατά την εισήγηση, ότι τα όσα ανέφερε στην κατάθεσή του υιοθετήθηκαν στην ανώμοτη του δήλωση. Προς τούτο, ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Iddin v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 47/2014, ημερομηνίας 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:B125, τα γεγονότα της οποίας, κατά την εισήγηση, είναι πανομοιότυπα με την υπό εξέταση.
Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, εξέτασε την ανώμοτη δήλωση και την κατάθεση που έδωσε ο εφεσείων στην Αστυνομία. Ως προς την ανώμοτη δήλωση, με αναφορά σε νομολογία (Vrakas v. Republic (1973) 2 CLR 139, Themistokleous v. The Police (1981) 2 CLR 200, Anastasiades v. Republic (1977) 2 CLR 97, Σίφουνας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 91), ορθά έκρινε ότι η αξία της είναι περιορισμένη, αφού δεν υποβάλλεται στη δοκιμασία της αντεξέτασης και πως η ενδεχόμενη αξία της είναι πειστική, παρά αποδεικτική, εφόσον δεν μπορεί να αποδείξει γεγονότα που δεν είναι με άλλο τρόπο αποδεδειγμένα με μαρτυρία.
Ως προς την αξιολόγηση της γραπτής του κατάθεσης, την οποία υιοθέτησε και είναι κατατεθειμένη στο Δικαστήριο, έκρινε ότι σ΄ αυτήν προβαίνει σε αναφορές που άπτονται των πρωτογενών γεγονότων της υπόθεσης, όπως το σημείο σύγκρουσης και την πορεία του οχήματος xxxx82, για τα οποία για να προσέδιδε βαρύτητα θα έπρεπε να τεθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί στη βάσανο της αντεξέτασης.
Με όλο το σεβασμό, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Iddin v. Δημοκρατίας, πιο πάνω, είναι ταυτόσημα με την παρούσα.
Η υπόθεση εκείνη αφορούσε αδίκημα κατοχής πλαστών χαρτονομισμάτων και πλαστών ευρωπαϊκών διαβατηρίων, όπου η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία. Ο εφεσείων στη γραπτή του κατάθεση είχε δώσει μία διαζευκτική εκδοχή, την οποία το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ώστε να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει για συγκεκριμένους λόγους. Η αντιπαράθεση της ανώμοτης δήλωσης και της ανακριτικής κατάθεσης του εφεσείοντα με την αξιόπιστη μαρτυρία που αποδέχθηκε, δεν εξέταζε τον πυρήνα της εκδοχής του εφεσείοντα. Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η παράλειψη του Δικαστηρίου να στρέψει την προσοχή του και να σχολιάσει την κρίσιμη διαζευκτική εκδοχή και τις εξηγήσεις του εφεσείοντα ενδεχομένως να επηρέαζε τα ευρήματα και την κατάληξή του ως προς το στοιχείο της γνώσης, με αποτέλεσμα την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης.
Εν προκειμένω, ο εφεσείων στην κατάθεση του προβαίνει σε αναφορές ως προς το σημείο σύγκρουσης και την πορεία του οχήματος xxxx82, στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της υπόθεσης και της εκδοχής της κάθε πλευράς. Το Δικαστήριο εξέτασε αυτά τα στοιχεία κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και έχοντας αποδεχθεί την εκδοχή που προώθησε, η εκδοχή του εφεσείοντα δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτή. Έστω λοιπόν και εάν δεν διατυπώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το Δικαστήριο εξέτασε τα όσα ανέφερε ο εφεσείων στην κατάθεσή του τα οποία ουσιαστικά αποτελούσαν μια διαφορετική εκδοχή ως προς τον πυρήνα της υπόθεσης, κάτι για το οποίο το Δικαστήριο έχει ενδιατρίψει με λεπτομέρεια.
Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης άπτεται της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ1, η οποία σχετίζεται με την διερεύνηση της σκηνής του ατυχήματος. Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας υπήρξε το γεγονός ότι ο μάρτυρας δεν τοποθέτησε επί του σχεδίου τα θραύσματα γυαλιών που υπήρχαν στη σκηνή, η θέση των οποίων, κατά την εισήγηση, αποτελούσε καθοριστικό κριτήριο για την πορεία του οχήματος του εφεσείοντα αμέσως πριν τη σύγκρουση και συνεπακόλουθα του σημείου σύγκρουσης. Η εξήγηση που έδωσε ο μάρτυρας, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, αντικρούεται από την πραγματική μαρτυρία, ήτοι τις φωτογραφίες, γεγονός που υπέδειξε η υπεράσπιση, αλλά δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τόσο τη μαρτυρία του ΜΚ1, όσο και αυτή του ΜΚ3, χωρίς να τις συγκρίνει.
Ο ΜΚ1 ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης και αυτός που ετοίμασε το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος. Ανέφερε στη μαρτυρία του ότι δεν τοποθέτησε τα θραύσματα από γυαλιά και άλλα υλικά που υπήρχαν στην σκηνή επειδή ήταν μεγάλης έκτασης και διασκορπισμένα. Τα πλείστα θραύσματα ήταν, όπως άλλωστε είναι εμφανές και από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν, στην πλευρά που κινείτο το όχημα του εφεσείοντα, όμως, σύμφωνα με τον μάρτυρα, τα θραύσματα μπορεί να εκτιναχθούν από την περιστροφή των οχημάτων και, εν προκειμένω, τα θραύσματα δεν αποτελούσαν οδηγό για τον καθορισμό του σημείου συγκρούσεως. Αυτό που καθόριζε το σημείο σύγκρουσης ήταν τα ίχνη που άφησαν τα δύο οχήματα. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση όπου φαίνεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1:
«Ο Μ.Κ.1 ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης και το πρόσωπο που κατήρτισε το σχέδιο της σκηνής. Στα πλείστα σημεία της η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, σταθερότητα και δεν αντικρούεται από αντίθετη μαρτυρία. Επιπλέον σε σημαντικά σημεία της η μαρτυρία του Μ.Κ.1 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση.
Συγκεκριμένα οι θέσεις του αναφορικά με την κατάσταση του δρόμου, τον οδικό φωτισμό και την ορατότητα των ενεχόμενων οδηγών ουδόλως αμφισβητήθηκαν και ούτε αντικρούονται από αντίθετη μαρτυρία.
Επιπλέον, η θέση του ότι τα ενεχόμενα οχήματα βρέθηκαν στις τελικές τους θέσεις επίσης δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση όπως δεν αμφισβητήθηκαν και οι θέσεις του ως προς τις ζημίες αυτών.
Ιδίως όμως δεν αμφισβητήθηκαν οι θέσεις του σε σχέση με τα ίχνη σκαψίματος και τριβής του οχήματος που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος. Μάλιστα ο Μ.Κ.1 δεν αντεξέταστηκε σε σχέση με την αναφορά του ότι τα εν λόγω ίχνη τριβής ξεκινούσαν από το κέντρο του δρόμου κοντά στο σημείο της διαχωριστικής γραμμής, είχαν κλίση προς τα αριστερά και κατέληγαν στην τελική θέση του οχήματος του Κατηγορουμένου. Επίσης, ουδόλως αντεξετάστηκε και σε σχέση με την αναφορά του ότι τα εν λόγω ίχνη προκλήθηκαν από κατεστραμμένα μηχανικά μέρη του οχήματος του Κατηγορουμένου.
Περαιτέρω, οι αναφορές του περί της ύπαρξης ιχνών τριβής στο αναφερόμενο σημείο πέραν του ότι δεν αμφισβητήθηκαν επιβεβαιώνονται και από τις φωτογραφίες 7 και 56 του Τεκμήριου 4, οι οποίες αποτελούν πραγματική μαρτυρία. Ως προς τη δυνατότητα χρήσης των φωτογραφιών ως πραγματική μαρτυρία παραπέμπω στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, σελ. 337.
Ο Μ.Κ.1 βάσισε τη θέση του αναφορικά με την πορεία του οχήματος του Κατηγορουμένου και το σημείο σύγκρουσης στα σχετικά ίχνη και την πορεία που αυτά αποκαλύπτουν, τη τελική θέση των οχημάτων και τις ζημίες τους. Προκύπτει από τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω ότι τα δεδομένα επί των οποίων βάσισε τη θέση του αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης δεν έχουν αμφισβητηθεί και υποστηρίζονται από την ενώπιόν μου πραγματική μαρτυρία.
Προβλήθηκε ιδιαίτερα από την υπεράσπιση ότι το σχέδιο πάσχει, επειδή δεν αποτυπώθηκαν τα συντρίμμια που υπήρχαν στην σκηνή. Ο συνήγορος του Κατηγορουμένου προέβαλε μετ' επιτάσεως τη θέση ότι, επειδή δεν υπάρχουν συντρίμμια στο σημείο που καθορίστηκε ως σημείο χ αυτό είναι εσφαλμένο και ότι το σημείο χ είναι πιο λογικό να ήταν στο σημείο που εμφανίζονται τα περισσότερα εκ των θραυσμάτων. Όμως, η πιο πάνω θέση παραγνωρίζει ότι τα οχήματα φωτογραφήθηκαν και βρέθηκαν στην τελική τους θέση. Επιπλέον, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το σημείο χ, το οποίο αμφισβητεί η υπεράσπιση, είναι πριν την τελική θέση των δυο οχημάτων. Επίσης το σημείο χ που υπέδειξε ο Κατηγορούμενος είναι και αυτό πριν την τελική θέση των δύο οχημάτων. Αντίθετα τα συντρίμμια που επικαλείται η υπεράσπιση εμφανίζονται στο σημείο της τελικής θέσης των επίδικων οχημάτων και πίσω από αυτό. Επομένως, είναι λογικά αδύνατο να προέκυψε το σημείο χ μετά την τελική θέση των δύο οχημάτων ή στο σημείο εκείνο δεδομένου ότι τα οχήματα κατά τη σύγκρουση περιστράφηκαν και εξ αντικειμένου το σημείο χ δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο με το σημείο της τελικής θέσης των οχημάτων. Έτσι η ύπαρξη των θραυσμάτων στο σημείο που φαίνονται στις φωτογραφίες Τεκμήριο 4, δεν επηρεάζει τα ουσιώδη στην υπό κρίση υπόθεση, τα οποία είναι η πορεία των οχημάτων και το σημείο που επήλθε η σύγκρουση.
Επίσης, δεν υφίσταται εκδοχή ότι το σημείο χ βρισκόταν στο σημείο που υπήρχαν τα συντρίμμια. Αποτελεί δε καλά θεμελιωμένη αρχή ότι το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει και να αξιολογεί διαζευκτικές εκδοχές ή πιθανότητες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να προβληθούν στην απουσία μαρτυρικού υλικού. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Guruli v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 263/17, ημερομηνίας 22.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:B160. Αφ' ης στιγμής δεν υπάρχει εκδοχή ότι το σημείο χ ήταν στο σημείο που υπήρχαν τα συντρίμμια, η ενασχόληση με το εάν τα συντρίμμια σημειώθηκαν στο σχέδιο ή όχι δεν έχει πρακτική σημασία και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να προσλάβει τη σημασία που της αποδίδει η υπεράσπιση.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η μη συμπερίληψη των συντριμμιών στο σχέδιο Τεκμήριο 2, δεν καθιστά τον Μ.Κ1 μη αντικειμενικό μάρτυρα, ως εισηγήθηκε η υπεράσπιση.»
Το Δικαστήριο εξέτασε τη θέση της υπεράσπισης ως προς το ζήτημα της απουσίας από το σχέδιο των θραυσμάτων και εξήγησε για ποιο λόγο δεν θεώρησε ότι αυτό επηρέαζε την αξιοπιστία του μάρτυρα, όπως εξέτασε και τις επιπτώσεις που αυτό είχε στον καθορισμό του σημείου σύγκρουσης. Ως προς τη μαρτυρία του ΜΚ3 δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιαδήποτε ασυμφωνία με την μαρτυρία του ΜΚ1, ως η εισήγηση του εφεσείοντα. Ο ΜΚ3 δεν επισκέφθηκε τη σκηνή, ούτε εξέτασε ποιο ήταν το σημείο σύγκρουσης και τον ορθό τρόπο καθορισμού του. Τα όσα ανέφερε, αντεξεταζόμενος αναφορικά με αυτό το θέμα, ήταν θεωρητικά και συνεπώς, δεν απαιτείτο οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση και σύγκριση της μαρτυρίας των δύο ΜΚ. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση του μάρτυρα, στο οποίο αναφέρθηκε και η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα στην αγόρευσή της, όπου φαίνονται τα σημεία που έθιξε ο μάρτυρας:
«Ε. Ο εξεταστής, θα σας ρωτήσω επί τούτου, σας έθεσε υπόψη σας κύριε Θεοκλέους, τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν, σας έθεσε υπόψη σας τα σχέδια της σκηνής του δυστυχήματος που ετοιμάστηκαν Τεκμήρια 2 και 3 να σας τα δείξω.
Α. Όχι Εντιμότατε.
Ε. Δεν σας τα έδειξε. Όταν γίνεται μια σύγκρουση κύριε Θεοκλέους, συγκρούονται δύο αυτοκίνητα, είναι λογικό εκεί που συγκρούονται να υπάρχουν θραύσματα έτσι κύριε Θεοκλέους;
Α. Θραύσματα τι;
Ε. Γυαλιά, πλαστικά.
Α. Εντάξει, η ερώτηση Εντιμότατε είναι πολύ γενική, μιλούμε για μια σύγκρουση με δύο οχήματα, σίγουρα παίζει ρόλο το σημείο που θα συγκρουστούν, η πίεση που θα δεχτούν, αλλά σε γενικές γραμμές θα δεχτώ την ερώτηση ότι είναι μια ερώτηση υποθετική, αν τουμπάρουν δύο αυτοκίνητα, αν θα αφήκουν κάποια ίχνη κάτω τζιαί γυαλιά, θα απαντήσω ναι.
Ε. Άρα είναι λογικό απ΄ ό,τι μας είπατε, εκεί που συγκρούονται δύο αυτοκίνητα και γύρω από το σημείο σύγκρουσης, να υπάρχουν θραύσματα, αυτό δεν σας απασχόλησε;
Α. Αυτό Εντιμότατε είναι καθαρά κομμάτι του εξεταστή, να με απασχολήσει προς τι; Αν υπάρχουν θραύσματα στον δρόμο;
Ε. Ναι κύριε σας απασχόλησε ή δεν σας απασχόλησε;
Α. Εμένα ο ρόλος μου Εντιμότατε, στο κομμάτι της ομάδας που αναλαμβάνω δεν έχει να κάμει με τη σκηνή, έχει να κάμει καθαρά με τα αυτοκίνητα.»
Έχοντας ανατρέξει στα πρακτικά της υπόθεσης δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση του μάρτυρα, ούτε παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει τα εγειρόμενα από την υπεράσπιση ζητήματα, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου. Το Δικαστήριο εξέτασε κάθε πτυχή της μαρτυρίας του και εξήγησε για ποιους λόγους η παράλειψη του μάρτυρα να τοποθετήσει τα θραύσματα από τα γυαλιά και άλλα αντικείμενα δεν ήταν καθοριστική για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Άλλωστε υπήρχαν και οι φωτογραφίες της σκηνής, οι οποίες απεικόνιζαν τα θραύσματα και λήφθηκαν υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η αποδοχή της μαρτυρίας της οδηγού του οχήματος xxxx82, ΜΚ6, και της αστυνομικού που της έλαβε ανακριτική κατάθεση, ΜΚ11, αμφισβητείται με τον τέταρτο λόγο έφεσης. Το παράπονο του εφεσείοντα εστιάζεται στο γεγονός ότι η κατάθεση της ΜΚ6 λήφθηκε κατά παράβαση των Δικαστικών Κανόνων (Κανόνα ΙΙΙ των Αγγλικών Judges Rules). Συγκεκριμένα, λήφθηκε ανακριτική αντί ανοικτή κατάθεση, χωρίς ο ανακριτής να έχει υπόψη του στοιχεία, τα οποία να δημιουργούν εύλογη υποψία ότι ο ανακρινόμενος ενέχεται στο υπό διερεύνηση αδίκημα. Η ανακριτική κατάθεση, η οποία λαμβάνεται με προειδοποίηση, σύμφωνα με τον Κανόνα ΙΙ και όχι ΙΙΙ, θέτει, σύμφωνα με την εισήγηση, «σε επιφυλακή τον ανακρινόμενο με αποτέλεσμα να αποκρύψει την αλήθεια». Περαιτέρω, το σημείο σύγκρουσης υποδείχθηκε από την ΜΚ6 και τοποθετήθηκε στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα της σκηνής, το οποίο δεν ήταν επί κλίμακος και χωρίς η ΜΚ6 να μεταβεί στο χώρο που έγινε το δυστύχημα.
Η ίδια εισήγηση προβλήθηκε και πρωτόδικα και απορρίφθηκε στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Οι εισηγήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η κατάθεση της Μ.Κ6 λήφθηκε κατά παράβαση των δικαστικών κανόνων είναι ανεδαφική. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα έπρεπε να προβληθεί από την ίδια στο πλαίσιο ισχυρισμού περί μη θεληματικότητας της εν λόγω κατάθεσης. Τέτοιος ισχυρισμός ουδέποτε τέθηκε. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι οι δικαστικοί κανόνες δεν αποτελούν από μόνοι τους Κανόνες Δικαίου, παράβαση των οποίων καθιστά μη αποδεκτή την κατάθεση, αλλά αποτελούν σημαντικά βοηθήματα για να αποφασισθεί κατά πόσο μια κατάθεση είναι θεληματική. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R.73.»
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση μας. Σημειώνουμε, περαιτέρω, πως το γεγονός ότι η ΜΚ6 υπήρξε μάρτυρας στην υπόθεση, αντεξετάστηκε από την υπεράσπιση και η μαρτυρία της αξιολογήθηκε, καθιστά τον λόγο έφεσης ανεδαφικό και συνακόλουθα, απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι υπήρξε πλημμελής, ανεπαρκής και αναιτιολόγητη εξέταση των θέσεων της υπεράσπισης, με αποτέλεσμα την παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, η οποία καθιστά ακροσφαλές το βάθρο επί του οποίου είχε στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση των κατηγοριών 1, 4, 5 και 6.
Η εισήγηση εστιάζεται στην παράλειψη του ΜΚ1 να τοποθετήσει τα γυαλιά που υπήρχαν στη σκηνή επί του σχεδίου, κατά παράβαση, όπως ανέφερε, της νομολογιακής υποχρέωσης να τοποθετήσει στο σχέδιο όλο το αποδεικτικό υλικό που θα μπορούσε να εντοπίσει, με την απεικόνισή τους στις φωτογραφίες να μην είναι αρκετή. Έπρεπε, κατά την εισήγηση, να διερευνηθεί η προέλευση των γυαλιών και να εξηγηθεί με επιστημονικό τρόπο η εκτίναξη των γυαλιών μακριά από το σημείο σύγκρουσης. Περαιτέρω, προβάλλεται πως ο ΜΚ4, ο οποίος έβγαλε τις φωτογραφίες της σκηνής, δεν παρέδωσε όλες τις φωτογραφίες οι οποίες ενίσχυαν περαιτέρω τη θέση της υπεράσπισης περί ύπαρξης της μάζας των γυαλιών στην πλευρά του εφεσείοντα. Η τοποθέτηση του σημείου σύγκρουσης που υπέδειξε η ΜΚ6 επί του πρόχειρου σχεδίου, χωρίς να μεταβεί επί τόπου, ενώ από τον εφεσείοντα ζητήθηκε να πάει επί τόπου για να το υποδείξει, αποτελεί άλλο στοιχείο που επικαλείται ο εφεσείων προς υποστήριξη του λόγου έφεσης. Η αχρείαστη, κατά την εισήγηση, λήψη συμπληρωματικής κατάθεσης από τον ΜΚ9 για να διευκρινίσει την πρώτη κατάθεσή του σε σχέση με το χρόνο άφιξης του ΜΚ5 στη σκηνή του δυστυχήματος με την οποία αντέκρουε την εκδοχή του ΜΚ5 ότι είχε παρακολουθήσει την σύγκρουση.
Έχουμε επιληφθεί του θέματος της μη τοποθέτησης των γυαλιών επί του σχεδίου στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης. Το ίδιο και τη μαρτυρία της ΜΚ6. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ένα δυστύχημα όπου η σύγκρουση ήταν βίαια και το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο της 8χρονης κόρης της ΜΚ6. Σε ένα τέτοιο δυστύχημα, το οποίο συμβαίνει αιφνίδια και έχει τόσο τραγικές συνέπειες, δεν θα ήταν αναμενόμενο να τοποθετηθεί με ακρίβεια το σημείο σύγκρουσης από τη μητέρα του θύματος, ΜΚ6. Εν πάση περιπτώσει, η πραγματική μαρτυρία είναι οδηγός για τον καθορισμό του ακριβούς σημείου σύγκρουσης και αυτό έγινε στην παρούσα περίπτωση. Ως προς τη λήψη δεύτερης κατάθεσης από το ΜΚ9 δεν έχει επεξηγηθεί για ποιο λόγο αυτό είναι επιλήψιμο και εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται με την έφεση η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ9, έτσι ώστε να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο έκτος λόγος έφεσης άπτεται και αυτός της βαρύτητας της πραγματικής μαρτυρίας, ήτοι των γυαλιών. Έχουμε παραθέσει πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου φαίνεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εξεταστή και επεξηγείται λεπτομερώς ο λόγος αποδοχής της μαρτυρίας του και της εξήγησης που δόθηκε ως προς τη μη τοποθέτηση των θραυσμάτων γυαλιών. Όπως εξηγείται, δεν υπήρξε αμφισβήτηση των τοποθετήσεων που έγιναν στο σχέδιο, πλην βεβαίως του σημείου συγκρούσεως. Το σημαντικότερο στοιχείο που υπήρχε στο σχέδιο, το οποίο ήταν τελικά καθοριστικό για την τοποθέτηση του σημείου σύγκρουσης, ήταν τα ίχνη σκαψίματος και τριβής του οχήματος του εφεσείοντα που βρέθηκαν στην σκηνή. Τα ίχνη αυτά ξεκινούσαν από το μέσο του δρόμου, αντικρούοντας με αυτό το τρόπο την εκδοχή του εφεσείοντα ότι οδηγούσε εντός της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας. Ο εξεταστής δεν αντεξετάστηκε επί του προκειμένου, ενώ ήταν ένα πολύ ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του που θα έπρεπε να αντεξεταστεί, εφόσον αμφισβητείτο. Η παράλειψη αντεξέτασης επί του ουσιώδους αυτού σημείου άφηνε τη μαρτυρία του αλώβητη ως προς τα ίχνη που άφησε το όχημα του εφεσείοντα και οδήγησε στον καθορισμό του σημείου σύγκρουσης εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος xxxx82.
Το σχέδιο της σκηνής ενός δυστυχήματος, όταν κριθεί ότι αποτυπώνει τα στοιχεία που υπήρχαν αμέσως μετά το δυστύχημα, απεικονίζει την πραγματική μαρτυρία. Όμως, πραγματική μαρτυρία είναι και οι φωτογραφίες που λήφθηκαν στη σκηνή και έδειχναν πώς αυτή διαμορφώθηκε αμέσως μετά το δυστύχημα. Το γεγονός δε ότι δεν κατατέθηκε το σύνολο των φωτογραφιών που λήφθηκαν δεν αποτελεί κώλυμα στην αποδοχή όσων παρουσιάστηκαν, άλλωστε δόθηκε η εξήγηση ότι επρόκειτο για κάποιες φωτογραφίες που δεν ήταν αρκετά καθαρές. Η υπόθεση Α. Αυξεντίου Λτδ ν. Αυγουστή (1997) 1 ΑΑΔ 1485, που παρέθεσε ο εφεσείων, δεν βοηθά την υπόθεσή του. Επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα, συνεπεία σύγκρουσης εξ αντιθέτου κινούμενων οχημάτων, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αποκλειστικά υπεύθυνο τον εφεσείοντα 2. Η έφεση επικεντρώθηκε στην πραγματική μαρτυρία. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι κακώς απορρίφθηκε η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα που κάλεσαν ως προς τη θέση του όγκου των σπασμένων γυαλιών των δύο αυτοκινήτων, στηριζόμενο σε φωτογραφία της σκηνής που έδειχνε καθαρά τη θέση του κύριου όγκου των γυαλιών να βρίσκεται σαφώς στην πλευρά του εφεσίβλητου και πως το σημείο σύγκρουσης δεν υποστηριζόταν από τη μαρτυρία. Το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, θεώρησε πως και ορθή να ήταν η θέση των εφεσειόντων ως προς το ζήτημα των φωτογραφιών, η κατάσταση δεν άλλαζε, εφόσον το σύνολο των ιχνών τροχοπέδησης καταδείκνυε ότι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του εφεσίβλητου μέσα στην περιοχή που αυτά οριοθετούσαν. Εν προκειμένω, τα ίχνη τριβής του οχήματος του εφεσείοντα καταδείκνυαν ότι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του οχήματος που οδηγούσε η ΜΚ6 και όχι στην πλευρά του εφεσείοντα. Και αυτό ανεξάρτητα από το κατά πόσο τα θραύσματα από τα γυαλιά επικεντρώνονταν στην πλευρά του εφεσείοντα.
Ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης οκτώ και εννέα άπτονται εισηγήσεων που προβλήθηκαν στους προηγούμενους λόγους έφεσης, οι οποίοι έχουν απαντηθεί.
Με το δέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η καταδικαστική απόφαση στην πρώτη κατηγορία, γιατί το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι έχουν αποδειχθεί τα αναγκαία στοιχεία της αιτιώδους συνάφειας, ήταν το αποτέλεσμα πλημμελούς και εσφαλμένης αξιολόγησης της σχετικής μαρτυρίας, παραγνώρισης της θέσεως της υπεράσπισης και προϊόν πραγματικής και νομικής πλάνης και αντιστροφής του βάρους απόδειξης. Σύμφωνα με την εισήγηση, ο ΜΚ12, επί της μαρτυρίας του οποίου στηρίχθηκε το θέμα της αιτιώδους συνάφειας, δεν προέβη σε εξετάσεις για το κατά πόσο το θύμα ήταν προσδεδεμένο με ζώνη ασφαλείας, δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ως προς τις συνέπειες από τη μη ορθή πρόσδεση της ζώνης από το θύμα, με αποτέλεσμα να μείνει έκθετο σε απόρριψη ή τουλάχιστον να δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ορθότητα του συμπεράσματος του Δικαστηρίου ότι η οδήγηση του εφεσείοντα ήταν η ουσιαστική και ενεργώς αιτία θανάτου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, το θύμα ήταν προσδεδεμένο με ζώνη ασφαλείας, χωρίς όμως να υπάρχει μαρτυρία ως προς τον τρόπο που ήταν προσδεδεμένη. Ο ιατροδικαστής, ΜΚ12, δήλωσε πως δεν υπήρχε κάποια ένδειξη για το κατά πόσο το θύμα φορούσε ζώνη ασφαλείας.
Το ζήτημα εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση του άρθρου 211 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
««211. Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι επέφερε θάνατο άλλου, αν και η πράξη του δεν είναι η άμεση ή η μόνη αιτία από την οποία προήλθε ο θάνατος σε οποιοδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) αν προξενήσει σε άλλον σωματική βλάβη η οποία προκαλεί χειρουργική ή άλλη ιατρική θεραπεία που επιφέρει θάνατο. Σε αυτή την περίπτωση είναι αδιάφορο κατά πόσο η θεραπεία ήταν η κατάλληλη ή εσφαλμένη, αν αυτή εφαρμόστηκε καλή τη πίστει και με τη συνηθισμένη επιστημονική γνώση και δεξιότητα όχι λιγότερο όμως εκείνος που προξένησε τη σωματική βλάβη δεν θεωρείται ότι επέφερε το θάνατο, αν η θεραπεία, η οποία ήταν η άμεση αιτία του θανάτου, δεν εφαρμόστηκε καλή τη πίστει ή εφαρμόστηκε μεν καλή τη πίστει χωρίς όμως με τη συνηθισμένη επιστημονική γνώση ή δεξιότητα
(β) αν προξενήσει σε άλλο σωματική βλάβη, η οποία δεν θα επέφερε το θάνατο αν το πρόσωπο που έχει βλαφτεί υπέβαλλε τον εαυτό του στην κατάλληλη χειρουργική ή άλλη ιατρική θεραπεία ή αν ελάμβανε τις κατάλληλες προφυλάξεις ως προς τον τρόπο διαβίωσης του
(γ) αν με την άσκηση ή με την απειλή βίας αναγκάσει άλλο στη διενέργεια πράξης η οποία επιφέρει το δικό του θάνατο, εφόσον η πράξη ήταν τρόπος ο οποίος, κάτω από τις περιστάσεις, ηδύνατο να θεωρηθεί από τον παρόντα ως φυσικός, για την αποφυγή τέτοιας βίας ή απειλών
(δ) αν με πράξη ή παράλειψη επιτάχυνε το θάνατο προσώπου που πάσχει από ασθένεια ή βλάβη η οποία ανεξάρτητα από τέτοια πράξη ή παράλειψη θα επέφερε θάνατο
(ε) αν η τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν θα επέφερε το θάνατο, εκτός αν συνακολουθείτο από πράξη ή παράλειψη αυτού που φονεύτηκε ή άλλων προσώπων.»
Η εμβέλεια του πιο πάνω άρθρου εξετάστηκε στην απόφαση Voicu ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), όπου με αναφορά στη σχετική νομολογία, υποδείχθηκε ότι:
«αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κοινής λογικής, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα.»
Ταυτόχρονα, υποδείχθηκε ότι θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η πράξη του κατηγορουμένου αποτελεί ενεργό και ουσιαστική αιτία του θανάτου, χωρίς όμως να απαιτείται - η πράξη - να είναι η μόνη ή η κύρια αιτία θανάτου. Το εάν ήταν ή όχι ορθά προσδεδεμένο το θύμα με ζώνη ουδόλως επηρεάζει την κατάληξη.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία, για τη θεμελίωση αιτιώδους συνάφειας αρκεί η ενέργεια ή πράξη ή παράλειψη του κατηγορουμένου να είναι μία από τις αιτίες θανάτου του θύματος, η οποία βεβαίως να μην είναι επουσιώδης. Σχετική είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αντωνίου (2014) 2 ΑΑΔ 915, ECLI:CY:AD:2014:B965.
Στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, ο θάνατος προκλήθηκε από εσωτερική αιμορραγία προκληθείσα από ρήξη ζωτικών οργάνων. Περαιτέρω, επεξηγήθηκε από τον Μ.Κ.12 ότι τα διαπιστωθέντα τραύματα προέκυψαν από κτυπήματα κατά τη διάρκεια του τροχαίου ατυχήματος. Επομένως, προκύπτει ότι οι τραυματισμοί που επέφεραν τον θάνατο της αποβιώσασας προήλθαν από το επίδικο τροχαίο ατύχημα για το οποίο ευθύνη είχε ο εφεσείων.
Συνακόλουθα, ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον εντέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία, λόγω παραβίασης του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, ως αυτό διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2, 3(β) και (γ) του Συντάγματος και από το άρθρο 6(3)(β) και (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς επίσης και λόγω πεπλανημένης αξιολόγησης των γεγονότων. Σύμφωνα με την εισήγηση, έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματα του εφεσείοντα που διασφαλίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις, λόγω της παράλειψης των διωκτικών Αρχών να εφοδιάσουν τον εφεσείοντα με δείγμα του αίματος, με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει την ευκαιρία να ζητήσει από επιστήμονα δικής του επιλογής να προβεί σε ανάλυση του αίματος. Προβάλλεται, συναφώς, ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της ισότητας των όπλων και της αρχής της κατ΄ αντιπαράθεση δίκης. Προβλήθηκε, περαιτέρω, ότι υπήρξε παραβίαση της διαδικασίας του άρθρου 12(1) του περί Πωλήσεως Τροφίμων και Φαρμάκων Νόμου, Κεφ. 261.
Κατ΄ αρχάς, σημειώνεται ότι ο πιο πάνω Νόμος έχει καταργηθεί με τον περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμο του 1996 (Ν.54(Ι)/1996). Συνεπώς, τα όσα εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος, σε συνάρτηση με παραβίαση της εν λόγω νομοθετικής διάταξης, είναι ανεδαφικά. Σημειώνεται, επίσης, ότι, σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία της ΜΚ10, το δείγμα αίματος, εάν δεν εξεταστεί έγκαιρα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Επίσης, δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο εφεσείων ζήτησε να του παρασχεθεί δείγμα αίματος και οι Αρχές του αρνήθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο ορθά ανέλυσε τις αρχές που διέπουν το εν λόγω ζήτημα, καθώς και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υπόθεση η μη χορήγηση του δείγματος αίματος.
Το ίδιο θέμα εγέρθηκε και πρωτόδικα και απερρίφθη από το Δικαστήριο στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Ως έχει νομολογηθεί, στην Κυπριακή έννομη τάξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.2 και 30.3(β)(γ) του Συντάγματος και τα Άρθρα 2 και 3(β) του Νόμου 39/62 που έχει επικυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σχετική είναι η απόφαση Νικολαΐδης Χριστόδουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 271.
Σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα ο ευπαίδευτος συνήγορος ενέταξε την εισήγησή του υπό το πρίσμα της παραβίασης της αρχής της ισότητας των όπλων και της κατ' αντιπαράθεση διεξαγωγή της δίκης, ως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ. Επίσης, υποστήριξε ότι παραβιάζονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του Κατηγορουμένου, ως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6.3 (α) (β) και (δ) της ΕΣΔΑ. Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε σε σειρά κυπριακών αποφάσεων αλλά και αποφάσεων του ΕΔΑΔ και συγγράμματα.
Οι αρχές που κατοχυρώνουν τα πιο πάνω άρθρα έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Α. Α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 140, όπου έχει υποδειχθεί το εύρος της έννοιας της αρχής της ισότητας των όπλων, και ότι παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης οδηγεί σε απαλλαγή του κατηγορουμένου από τις εναντίον του κατηγορίες.
Στην υπό κρίση υπόθεση, θεμέλιο του ισχυρισμού της υπεράσπισης, ήταν ότι δεν δόθηκε στην υπεράσπιση το δείγμα αίματος, ώστε να δυνηθεί ο Κατηγορούμενος να προβεί σε δική του χημική ανάλυση. Έτσι, σύμφωνα με τον συνήγορο, η Κατηγορούσα Αρχή είχε το ευεργέτημα της χρήσης μάρτυρα πραγματογνώμονα ενώ η υπεράσπιση όχι. Επίσης, εισηγήθηκε ότι με την πιο πάνω παράλειψη δεν αποκαλύφθηκε όλο το μαρτυρικό υλικό. Η πιο πάνω παράλειψη σύμφωνα με τον κ. Καλλή θεμελιώνει παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.
Κατ' αρχάς σημειώνεται ότι δεν είναι το δείγμα αίματος αυτό καθ΄ αυτό που χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό υλικό στη δίκη, αλλά η σχετική έκθεση του κρατικού χημείου. Η εν λόγω έκθεση δόθηκε στην υπεράσπιση. Έτσι, στη βάση της απόφασης Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μη παράδοση μαρτυρικού υλικού, αφού το δείγμα αίματος δεν ήταν μέρος του μαρτυρικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε. Αντίθετα μέρος της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ήταν η έκθεση του κρατικού χημείου, Τεκμήριο 5, την οποία η Υπεράσπιση είχε την ευκαιρία να σχολιάσει. Έτσι, όπως έχει κριθεί στην απόφαση Αντωνίου (ανωτέρω), από τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος δεν στερήθηκε της ευκαιρίας να σχολιάσει την υπόθεση που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή, δηλαδή να αντεξετάσει τον μάρτυρα, και να προωθήσει τη δική του θέση, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της ισότητας των όπλων.
Παρά την πιο πάνω διαπίστωσή μου, προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η μη χορήγηση του δείγματος αίματος μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στο δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη.
Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό που τέθηκε ήταν ότι η πλευρά της υπεράσπισης δεν είχε τη δυνατότητα να προβεί σε δική της ανάλυση αίματος. Όμως από πουθενά δεν προκύπτει ότι η υπεράσπιση ζήτησε σε οποιοδήποτε στάδιο να της δοθεί τέτοια δυνατότητα. Επομένως, αναδύεται το ερώτημα του κατά πόσο η μη χορήγηση μιας δυνατότητας, η χρήση της οποίας δεν ζητήθηκε από την υπεράσπιση, μπορεί να απολήξει σε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.
Εν προκειμένω, διαφωτιστικό είναι το σύγγραμμα του Stefan Trechsel Human Rights in Criminal Proceedings (Oxford university press 2005), σελ. 214, όπου καταγράφεται η θέση ότι η υπεράσπιση μπορεί να παραπονείται για παραβίαση των δικαιωμάτων του Κατηγορουμένου μόνο εάν έπραξε ό,τι ήταν αναγκαίο από το εθνικό δίκαιο για να λάβει τον αιτούμενο χρόνο ή διευκόλυνση.
Επίσης, σχετική είναι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Melin v. France, αίτηση υπ' αριθμόν 12914/87, απόφαση ημερομηνίας 22.6.1993, όπου το ΕΔΑΔ εξετάζοντας παράπονο σε σχέση με παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το άρθρο 6 (3) (β) και (γ), ανέφερε τα ακόλουθα ως προς την υποχρέωση επίδειξης επιμέλειας εκ μέρους του Κατηγορουμένου:
«In conclusion, the applicant cannot claim that the authorities made it impossible for him to produce a memorial. As he had deliberately waived his right to be assisted by a lawyer, he was under a duty to show diligence himself. Accordingly, he did not suffer any interference with the effective enjoyment of the rights guaranteed under Article 6 (art. 6).»
Περαιτέρω, στο σύγγραμμα των Harrıs O' Boyle & Warbrick: The law Of The European Convention on Human Rights 4η έκδοση, σελ. 475, με αναφορά στην πιο πάνω απόφαση, καταγράφεται η θέση ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης από ελάττωμα στη διαδικασία, το οποίο προκαλείται από την έλλειψη επιμέλειας που εύλογα αναμένεται από τον κατηγορούμενο.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι η πλευρά του Κατηγορουμένου επιφορτίζεται με το καθήκον επίδειξης της αναγκαίας επιμέλειας στην έγκαιρη υποβολή των αιτημάτων της. Επιπλέον, δεν έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε αρχή που να επιβάλει στις διωκτικές αρχές να διατηρούν τα δείγματα αίματος που εξετάζονται, εις το διηνεκές σε περίπτωση που κάποιος ζητήσει να προβεί σε δική του εξέταση. Άλλωστε σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Κ.10 το δείγμα αίματος, εάν δεν εξεταστεί έγκαιρα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι ο Κατηγορούμενος δεν μπορεί να παραπονείται για το ότι δεν του παρασχέθηκε το δείγμα αίματος, αφού ο ίδιος δεν το ζήτησε. Εν πάση περιπτώσει και ελάττωμα στη διαδικασία να υφίστατο, αυτό γεννήθηκε από την έλλειψη επιμέλειας, που εύλογα αναμένετο από τον Κατηγορούμενο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα περί παραβίασης των αρχών της δίκαιης δίκης.
Το πιο πάνω συμπέρασμα επηρεάζει και την κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με το παράπονο του κατηγορουμένου ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του σε κατ' αντιπαράθεση διεξαγωγή της δίκης. Το τελευταίο δικαίωμα, παρόλο που αποτελεί στοιχείο των γενικών εγγυήσεων του άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, εξετάζεται συχνά μαζί με τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου ως αυτά κατοχυρώνονται στο άρθρο 6.3 της Σύμβασης. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Leas v. Estonia αίτηση 59577/08, ημερομηνίας 6.3.2012, σκέψη 76.
Επομένως, κατ' αναλογίαν των όσων αποφασίστηκαν στην απόφαση Melin v. France, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του Κατηγορουμένου να ζητήσει εγκαίρως το σχετικό δείγμα, ώστε να προβεί σε εξέταση, δεν επιτρέπει σε αυτόν να παραπονείται στο τελικό στάδιο της δίκης ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε κατ' αντιπαράθεση διεξαγωγή της δίκης.
Ως προς τις αιτιάσεις περί παραβίασης της αρχής της ισότητας των όπλων, το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από τα αρχικά στάδια το σχετικό δείγμα και δεν το έπραξε, δεν του επιτρέπει να παραπονείται ότι τέθηκε σε μειονεκτικότερη θέση από την Κατηγορούσα Αρχή.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, κρίνω ότι οι αρχές της δίκαιης δίκης δεν επενεργούν με τρόπο ώστε η μη παράδοση του δείγματος αίματος να θεμελιώνει, άνευ ετέρου, παραβίασή τους, ως εισηγήθηκε η υπεράσπιση. Επιπλέον, δεν διαπιστώνω ότι τέτοιο συμπέρασμα εξάγεται μέσα από την απόφαση Nicosia Gym. Centre ν. Δήμου Στροβόλου (1992) 2 ΑΑΔ 181, που επικαλέστηκε η υπεράσπιση.»
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς και εντός των ορθών νομολογιακών αρχών το εγειρόμενο ζήτημα και δεν απαιτείται η παρέμβαση του Εφετείου καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Ο εντέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δωδέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι το δείγμα αίματος, το οποίο ανέλυσε η ΜΚ10, ήταν εκείνο που κατ΄ ισχυρισμόν παραλήφθηκε από τον εφεσείοντα. Αμφισβητείται ουσιαστικά η αλυσίδα κατοχής και προβάλλεται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις επί μέρους θέσεις του και έκρινε ότι η αναφορά της ΜΚ10 ότι το Τεκμ. 5 αφορά σε ένα φιαλίδιο με αίμα του εφεσείοντα, με συγκεκριμένο αριθμό ποινικού φακέλου, δεν έχει αμφισβητηθεί και δεν έχουν αμφισβητηθεί οι αναφορές ότι το δείγμα που εξετάστηκε ήταν ένα σφραγισμένο φιαλίδιο το οποίο περιείχε αίμα και κατέγραφε το όνομα του εφεσείοντα και τον αριθμό ταυτότητας του.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη σχετική εισήγηση του εφεσείοντα, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Σε σχέση με την πιο πάνω εισήγηση σημειώνω ότι δεν έχει αμφισβητηθεί πως λήφθηκε δείγμα αίματος από τον Κατηγορούμενο, το οποίο τέθηκε σε φιαλίδιο που κατέγραφε τα στοιχεία του και σφραγίστηκε. Επίσης, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εξετάστηκε το δείγμα αίματος που περιέχετο σε σφραγισμένο φιαλίδιο, το οποίο κατέγραφε το όνομα και τα στοιχεία ταυτότητας του Κατηγορουμένου. Όλοι οι μάρτυρες αναφέρθηκαν στο ίδιο σφραγισμένο φιαλίδιο με αίμα. Το γεγονός ότι κάποιοι εκ των εμπλεκόμενων ανέφεραν ότι αυτό παραλήφθηκε σε σφραγισμένο φάκελο και κάποιοι αναφέρθηκαν απλώς σε σφραγισμένο φιαλίδιο, δεν αναίρει το γεγονός ότι όλοι αναφέρθηκαν σε φιαλίδιο, το οποίο περιείχε δείγμα αίματος από τον Κατηγορούμενο και ότι εξετάστηκε το δείγμα αίματος που περιέχετο σε σφραγισμένο φιαλίδιο, το οποίο έφερε τα στοιχεία του Κατηγορουμένου. Επομένως, δεν προκύπτει οποιοδήποτε κενό στη διακίνηση του τεκμήριου ή κενό ως προς την ταυτότητα του αντικειμένου που εξετάστηκε. Συνεπώς, η παρούσα διαφοροποιείται από την απόφαση Λοΐζου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω).»
Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία που δόθηκε σχετικά με την αλυσίδα κατοχής του φιαλιδίου με το αίμα του εφεσείοντα και δεν κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι η νοσοκόμα Π. Χριστοδούλου, με οδηγίες της ιατρού Γ. Χ' Κακού και στην παρουσία της, έλαβε από τον εφεσείοντα ένα φιαλίδιο με αίμα, το οποίο παρέδωσε στην ιατρό, η οποία με τη σειρά της το παρέδωσε στην Αστ. 3xx9, η οποία ήταν παρούσα και το έθεσε υπό τη φύλαξή της. Το φιαλίδιο έφερε αναγραφέντα τα στοιχεία του εφεσείοντα. Η Αστ. 3xx9 το παρέδωσε στον εξεταστή της υπόθεσης ΜΚ1. Τα πιο πάνω αποτελούν γεγονότα που προκύπτουν από τις καταθέσεις των Κ. Χριστοδούλου, Γ. Χ΄Κακού και Αστ. 3xx9, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από την υπεράσπιση για την αλήθεια του περιεχομένου τους. Ο ΜΚ1 στη μαρτυρία του αναφέρθηκε στο φιαλίδιο που του παραδόθηκε από την Αστ. 3xx9 σε καφέ φάκελο, το οποίο, ως τον ενημέρωσε, παραλήφθηκε από τον οδηγό του xxxx69 για τοξικολογικές εξετάσεις και αυτός το έθεσε στην κατοχή του μέχρι που παρέδωσε το φιαλίδιο στον Αστ. 7x4. Ο Αστ. 7x4, του οποίου η κατάθεση έγινε αποδεκτή για την αλήθεια του περιεχομένου της, ανέφερε πως παρέλαβε το φιαλίδιο με αίμα που, ως ενημερώθηκε, λήφθηκε από τον εφεσείοντα και το μετέφερε αυθημερόν στο Κρατικό Χημείο και το παρέδωσε στην Κ. Λιβέρη για τοξικολογικές εξετάσεις. Η ΜΚ10 εξέτασε το δείγμα και ετοίμασε σχετική έκθεση με τα ευρήματά της. Στην Έκθεση Εξέτασης, Τεκμ. 5, αναφέρεται και στο ιστορικό παραλαβής ως εξής:
«Ιστορικό παραλαβής
Το δείγμα που αφορά την υπόθεση όπως αυτό περιγράφεται στην έκθεση, παραλήφθηκε σφραγισμένο από εμένα και παραδόθηκε στη Μ. Αυξεντίου στις 17/05/17, Χημικό 1ης Τάξης, χωρίς να παραβιαστεί η σφράγισή του ή να γίνει οποιαδήποτε επέμβαση.
(υπογραφή)
Κ. Λιβέρη
Αναλυτής»
Κατά την αντεξέταση της ΜΚ10 η μάρτυς ερωτήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο κατά πόσο είναι σίγουρη ότι το αίμα ήταν του εφεσείοντα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:
«Ε. Είστε σίγουρη ότι το αίμα ήταν του συγκεκριμένου Κατηγορούμενου;
Α. Κοιτάξετε, το δείγμα λαμβάνεται, δεν λαμβάνεται από εμάς, λαμβάνεται δεν ξέρω από πού λήφθηκε, να κοιτάξω.
Ε. Πήραν το άλλοι δύο γιατροί κυρία.
Α. Ναι, έρχεται στο Γενικό Χημείο του κράτους με το όνομα πάνω τζιαί ήταν σφραγισμένο.
Ε. Μάλιστα. Κυρία μάρτυς, καμία άλλη ερώτηση κύριε Πρόεδρε.»
Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι ακολουθήθηκε ορθά η αλυσίδα κατοχής. Το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες αναφέρθηκαν σε καφέ φάκελο εντός του οποίου υπήρχε φιαλίδιο, ενώ άλλοι μόνο σε φιαλίδιο, δεν επηρέασε την αλυσίδα, εφόσον επρόκειτο για το ίδιο φιαλίδιο. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι είναι το φιαλίδιο το οποίο περιείχε αίμα του εφεσείοντα που είχε μεταφερθεί με τον τρόπο που περιέγραψαν οι μάρτυρες και κατέληξε στη ΜΚ10. Το γεγονός ότι η Κ. Λιβέρη, η οποία παρέλαβε το φιαλίδιο από τον Αστ. 7x4 και το παρέδωσε στην ΜΚ10, δεν έδωσε μαρτυρία, επίσης δεν επηρεάζει την αλυσίδα κατοχής του φιαλιδίου. Υπήρχε στο Τεκμ. 5 η δήλωσή της και δεν αμφισβητήθηκε. Επρόκειτο για εξ ακοής μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε, ούτε ζητήθηκε η αντεξέταση του προσώπου που προέβη στη δήλωση, ήτοι της Κ. Λιβέρη. Η επικαλούμενη από τον εφεσείοντα ως αμφισβήτηση, κατά το τέλος της αντεξέτασης της ΜΚ10, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν κρίνουμε ότι υπήρχε οποιοδήποτε κενό στην αλυσίδα διακίνησης του φιαλιδίου, ούτε ως προς την ταυτότητα του αντικειμένου που εξετάστηκε, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143 και Λοϊζου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 363.
Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Λόγοι έφεσης κατά της ποινής
Επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 18 μηνών και 10 βαθμοί ποινής. Η ποινή φυλάκισης προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική και εσφαλμένη για λόγους αρχής. Η παρέλευση σχεδόν 4 χρόνων από τη διάπραξη του αδικήματος, η μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα μετά τη διάπραξη του αδικήματος, η κατάσταση της υγείας του, ο σοβαρός τραυματισμός του συνεπεία του δυστυχήματος, η ενδεχόμενα επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων και, συνακόλουθα, ο επηρεασμός της σταδιοδρομίας του, σε συνδυασμό με το λευκό του ποινικό μητρώο, των προσωπικών και οικογενειακών του περιστάσεων, καθώς και του καλού του χαρακτήρα, αποτελούν, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, τους λόγους που επέβαλλαν την επιβολή ποινής άλλης από την άμεση φυλάκιση. Τόσο στην γραπτή του αγόρευση, όσο και προφορικά ενώπιόν μας, ο συνήγορος ανέλυσε τον κάθε μετριαστικό παράγοντα που προωθήθηκε με λεπτομέρεια και εισηγήθηκε πως, ειδικά λόγω της καθυστέρησης, του βεβαρημένου ιατρικού του ιστορικού και του λευκού του μητρώου, θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή άλλη από εκείνη της άμεσης φυλάκισης. Τέλος, εισηγήθηκε ότι συνέτρεχαν ελαφρυντικοί παράγοντες, οι οποίοι συνηγορούσαν υπέρ της αναστολής της ποινής και πως λανθασμένα το Δικαστήριο εξέτασε τον κάθε ένα ξεχωριστά και κατέληξε ότι δεν δικαιολογείτο η αναστολή της ποινής, αντί να τους εξετάσει σωρευτικά.
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας παρέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο επαναλήφθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/2013 και 236/2013, ημερομηνίας 5.10.2016.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή της ποινής, αφού παρέθεσε τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της επιμέτρησης της ποινής, αναφέρθηκε στην ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με τροχαίες παραβάσεις, ένεκα των ανησυχητικών διαστάσεων που έχουν προσλάβει τα τροχαία δυστυχήματα στη χώρα μας. Στη βάση δε των γεγονότων της υπόθεσης κατέληξε ότι το επίδικο δυστύχημα ήταν αποτέλεσμα αμέλειας του εφεσείοντα, η οποία ενέχει το στοιχείο της εγωιστικής παραγνώρισης τόσο των Νόμων και Κανονισμών, όσο και της ασφάλειας των άλλων, και δεν οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή σε λανθασμένη στάθμιση της κατάστασης, με αποτέλεσμα να κατηγοριοποιείται στα ιδιαίτερα σοβαρά από πλευράς γεγονότων για τα οποία ενδείκνυται κατ΄ αρχή ποινή φυλάκισης. Παράλληλα, εξέτασε τα στοιχεία εξατομίκευσης της ποινής και προς τούτο, έδωσε έμφαση στους παράγοντες που εξέθεσε η υπεράσπιση. Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη, χωρίς όμως να καθιστά την επιλογή της φυλάκισης ακατάλληλο μέτρο τιμωρίας. Ταυτόχρονα, έλαβε υπόψη και τις περιστάσεις της υπόθεσης και ότι μέρος της καθυστέρησης μπορούσε να αποδοθεί στη συμπεριφορά του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζει το είδος της ποινής, αλλά μόνο το ύψος της. Έλαβε, περαιτέρω, υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα οι οποίες, κατά την κρίση του, δεν έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς, παρά μόνο το επάγγελμά του. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων, κατά το χρόνο του δυστυχήματος, ήταν επαγγελματίας οπλίτης, ενώ ταυτόχρονα ήταν εγγεγραμμένος σε νομική σχολή και σήμερα ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν αρραβωνιασμένος, κάτι που εξακολουθεί να είναι και σκόπευε να τελέσει γάμο. Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσείων, λόγω θρομβοφιλίας, καθώς επίσης και το σοβαρό τραυματισμό του συνεπεία του δυστυχήματος και πως αυτός διεγνώσθη με κατάθλιψη αμέσως μετά το δυστύχημα. Εξέτασε, επίσης, την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι υπάρχει κίνδυνος πειθαρχικών κυρώσεων από την επιβολή ποινής, κάτι το οποίο θεώρησε ότι τέθηκε σε υποθετική βάση και επιπρόσθετα, πως ο επηρεασμός της σταδιοδρομίας του εφεσείοντα δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Το λευκό του ποινικό μητρώο και οι προσωπικές του συνθήκες λήφθηκαν υπόψη και στη βάση των μετριαστικών παραγόντων, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτοί επηρεάζουν το ύψος και όχι το είδος της ποινής.
Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα τροχαία δυστυχήματα στη χώρα μας προσλαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις και, ιδιαίτερα, τα θανατηφόρα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών και αυστηρής αντιμετώπισης των αδικοπραγούντων που σχετίζονται με τροχαίες παραβάσεις (Τομάζου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 166/2016, ημερομηνίας 5.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B432, Καλαϊτζήδη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 307/2018, ημερομηνίας 20.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:B505 και Πολυκάρπου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 184/2018, ημερομηνίας 9.7.2000). Οι κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με την επιβολή ποινών σε αδικήματα του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γερολέμου, Ποινική Έφεση Αρ. 169/2016, ημερομηνίας 28.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:B63, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ακολούθως:
«Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191, οι κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210, δόθηκαν στην αγγλική απόφαση R. v. Guilfoyle 57Cr.App.R. 349 η οποία υιοθετήθηκε από την κυπριακή νομολογία. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 τονίστηκε ότι «το είδος και η έκταση της ποινής είναι πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου είναι καλό, πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή και στέρηση της άδειας οδηγού, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να μη επιβληθεί στέρηση της άδειας. Όταν όμως το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού». Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η Παντέλας ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562, η οποία υπενθύμισε ότι στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331 λέχθηκε πως «Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορούμενου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπ΄ όψιν (Παμπακάς κ.α. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491)», όπως υπενθύμισε και το τι λέχθηκε στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109. Δηλαδή ότι «Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ΄ αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων».
Παραπομπή έγινε και στην υπόθεση Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562, όπου, με αναφορά σε Αγγλική νομολογία, καθορίστηκαν τόσο οι επιβαρυντικοί, όσο και οι ελαφρυντικοί παράγοντες, οι οποίοι, κατά περίπτωση, μπορεί να ληφθούν υπόψη σε αδικήματα πρόκλησης θανάτου λόγω απερίσκεπτης οδήγησης. Η κάθε περίπτωση, βέβαια, εξετάζεται στη βάση των δικών της περιστάσεων.
Εν προκειμένω, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τον εφεσείοντα ότι επέδειξε εγωιστική συμπεριφορά, εφόσον αποφάσισε να οδηγήσει καθ΄ον χρόνο είχε καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά με το ποσοστό αλκοόλης στο αίμα του να ανέρχεται στο πενταπλάσιο του επιτρεπόμενου. Συνακόλουθα, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι ενέργειές του συνολικά ορώμενες «δεικνύουν εμμονή σε επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά και ενέχουν έκδηλα το στοιχείο της εγωιστικής παραγνώρισης των κανόνων οδήγησης, των σημάτων τροχαίας, καθώς και της πλήρους καταφρόνησης των δικαιωμάτων των άλλων οδηγών» και το επίδικο ατύχημα ορθά κατηγοριοποιήθηκε στα ιδιαίτερα σοβαρά από πλευράς γεγονότων για τα οποία ενδείκνυται κατ΄ αρχήν, ποινή φυλάκισης.
Βέβαια, ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, η ανάγκη για εξατομίκευση δεν ατονεί, όπως διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι προσωπικές του συνθήκες, όπως τέθηκαν ενώποιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρουσιάζουν τον εφεσείοντα, ηλικίας 35 ετών, ως ένα νομοταγή πολίτη, καλού χαρακτήρα, με κάποια προβλήματα υγείας που αποτέλεσαν και το λόγο που τον οδήγησε να διακόψει τις σπουδές του στη νομική, τις οποίες συμπλήρωσε μετά τη διάπραξη του επίδικου αδικήματος και τώρα ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Στα πλαίσια αυτά, εξέτασε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιόν του, οι οποίοι επαναλήφθηκαν και ενώπιόν μας.
Η καθυστέρηση στην διάγνωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντα αποτέλεσε έναν από τους κύριους παράγοντες που αναπτύχθηκαν από τον συνήγορό του. Το δικαίωμα διάγνωσης της ποινικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο ανέλυσε τα στοιχεία του φακέλου ως προς το χρόνο που απαιτήθηκε από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι την έκδοση της απόφασης. Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, όπου παρέλασαν 17 μάρτυρες, η στάση του εφεσείοντα, ο οποίος αιτήθηκε πέραν των δύο αναβολών, καθώς και λόγοι που άπτονται της πανδημίας του Covid 19, οδήγησαν στην εν λόγω καθυστέρηση. Όμως, όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, αυτή η καθυστέρηση δεν επηρέασε το πιο πάνω συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντα. Ούτε υπήρξε τέτοια μεταβολή των συνθηκών του εφεσείοντα ώστε να επηρεάζει το είδος της ποινής. Ο εφεσείων εργαζόταν ως οπλίτης, ενώ τώρα ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν αρραβωνιασμένος και εξακολουθεί να είναι αρραβωνιασμένος, με πρόθεση να τελέσει γάμο.
Η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα αποτέλεσε ένα στοιχείο στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από το συνήγορο του εφεσείοντα, τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιόν μας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Σε σχέση με το ζήτημα των προβλημάτων υγείας σημειώνω ότι κατά κανόνα τα όποια προβλήματα υγείας αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθιστούν επιτακτική τέτοια ποινή. Θεμελιακή επί του προκειμένου είναι η απόφαση Attorney General v. Mavrokefalos (1966) 2 CLR 93. Στην απόφαση Ανδρέας Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 A.A.Δ. 144, έγινε δεκτό πως, εάν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει σε ένα αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού αυτό επενεργεί σαν ελαφρυντικός παράγοντας. Όμως, για να αποφευχθεί η ποινή φυλάκισης απαιτείται η προσκόμιση ιατρικής ή άλλης μαρτυρίας που να βεβαιώνει πως η κατάσταση της υγείας του Κατηγορουμένου θα επιδεινωθεί λόγω της φυλάκισης ή ότι τα προβλήματα υγείας δεν μπορούν να τύχουν διαχείρισης με τις κατάλληλες οδηγίες από τις κεντρικές φυλακές. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Σοφοκλέους (ανωτέρω), El Kara Amira Mohammad ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 239 και Μίλτος Απόστολου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 153/17, ημερομηνίας 27.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D321.
Στην υπό κρίση υπόθεση μέσα από την έκθεση του γραφείου ευημερίας προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από θρομβοφιλία και εξετάζεται από ιατρό στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς. Το επόμενο ραντεβού του Κατηγορουμένου είναι προγραμματισμένο για την Τρίτη 23.2.2021. Επίσης τέθηκε ότι ο Κατηγορούμενος ακολουθεί συγκεκριμένη δίαιτα. Στη βάση των πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορουμένου εισηγήθηκε ότι τυχόν φυλάκιση του Κατηγορουμένου θα επιδεινώσει την υγεία του και θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του. Έχω διεξέλθει τα ιατρικά πιστοποιητικά που έχουν τεθεί ενώπιόν μου και δεν διαπιστώνω ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας το οποίο δεν μπορεί να τύχει κατάλληλης διαχείρισης από τις κεντρικές φυλακές. Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος επισκέπτεται ιατρό στην Αθήνα δεν συνεπάγεται από μόνο ότι δεν μπορεί να του παρασχεθεί η κατάλληλη φροντίδα και παρακολούθηση από το τμήμα κεντρικών φυλακών. Το ίδιο ισχύει και για τη διατροφή του Κατηγορουμένου. Η αόριστη αναφορά περί το ότι χρήζει μετάβασης στο εξωτερικό για θεραπευτικές ενέργειες χωρίς οτιδήποτε που να επεξηγεί το πώς και το γιατί προκύπτει η πιο πάνω ανάγκη ή να προσδιορίζει τις απαιτούμενες ιατρικές ενέργειες, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης θα επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του Κατηγορουμένου ή θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του ή ότι η κατάσταση της υγείας του δεν μπορεί να τύχει διαχείρισης από το τμήμα κεντρικών φυλακών. Για να κατέληγε το Δικαστήριο σε τέτοιο συμπέρασμα θα έπρεπε να τεθούν συγκεκριμένα και απτά στοιχεία που θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο να εξάξει το δικό του συμπέρασμα.».
Θεωρούμε ότι το Δικαστήριο εξέτασε το εγειρόμενο ζήτημα εντός των ορθών παραμέτρων.
Εξετάσαμε τις αιτιάσεις του εφεσείοντα ως προς όλα τα ελαφρυντικά του στοιχεία, τα οποία αναλύθηκαν με περισσή λεπτομέρεια από το συνήγορό του. Όλα τα στοιχεία αναλύθηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο εντός του ορθού πλαισίου. Εξέτασε και αναγνώρισε κάθε μετριαστικό παράγοντα, τόσο μεμονωμένα, όσο και σωρευτικά, προτού καταλήξει ότι η αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.
Το Δικαστήριο στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για αναστολή της ποινής φυλάκισης, με βάση το άρθρο 3 του περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν.95/72), όπως τροποποιήθηκε. Προς τούτο, εξέτασε κατά πόσο το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα δικαιολογούσαν την αναστολή ως επιτάσσει η νομολογία (Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 583, Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930 και κατέληξε ως ακολούθως:
«Στην υπό κρίση υπόθεση είναι έκδηλο ότι το αδίκημα για το οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Επίσης, στην υπό κρίση υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τις συνθήκες διάπραξης του επίδικου αδικήματος, οι οποίες δεικνύουν εγωιστική παραγνώριση του Νόμου και της ασφάλειας των τρίτων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο. Συνεπώς, η σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος σε συνδυασμό με τις συνθήκες διάπραξης αυτού δεν επιτρέπουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης.
Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση οι μετριαστικοί παράγοντες, οι οποίοι αναγνωριστήκαν στον Κατηγορούμενο όπως, το λευκό του ποινικό μητρώο και οι προσωπικές του περιστάσεις, δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκετοί, ώστε να δικαιολογείται ταυτόχρονα και η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ταυτόχρονα, ο χρόνος που διέρρευσε από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής, ένεκα των περιστάσεων της παρούσας και της μη ουσιώδους μεταβολής στις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απεργήσει με τρόπο που να οδηγεί στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης.
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, ενόψει της διαπιστωθείσας αναγκαιότητας επιβολής αποτρεπτικών ποινών και των συνθηκών διάπραξης του επίδικου αδικήματος, θα εξέπεμπε εσφαλμένα μηνύματα, θα υπονόμευε τον σκοπό της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.».
Θεωρούμε ότι το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός των ορθών πλαισίων που τίθενται από τη νομολογία και αφού συνεκτίμησε το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η παρέμβασή μας.
Η πρόκληση θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος, ενώ ο οδηγός βρίσκεται υπό την επήρρεια αλκοόλης και μάλιστα σε υψηλά ποσοστά, ώστε, σε συνδυασμό με τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα να φαίνεται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατανάλωσης της αλκοόλης και του δυστυχήματος, καθιστούν την περίπτωση τέτοια που η φυλάκιση να είναι επιβεβλημένη, εκτός και αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι περί του αντιθέτου, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση, και το ενδεχόμενο της αναστολής της απομακρυσμένο.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ