ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B380
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021
1 Σεπτεμβρίου 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
XXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Μ. Κιτρομηλίδης για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Φρ. Κακούρη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
---------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΌΣ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει 15 κατηγορίες ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η υπόθεση αφορά πέντε διαφορετικά περιστατικά που, κατ' ισχυρισμό διαδραματίστηκαν τον Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο του 2021, κατά τα οποία και κάθε φορά, ο Εφεσείων διέπραττε τα αδικήματα της κακόβουλης ζημιάς στην πόρτα της οικίας του πατέρα του,[1] της κοινής επίθεσης εναντίον του τελευταίου,[2] ενώ συμπεριφερόταν και με τρόπο που του προκαλούσε ψυχική βλάβη.[3]
Ο Εφεσείων, που εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο, απάντησε στις κατηγορίες την 11.8.2021 και τις αρνήθηκε όλες. Η υπόθεση του ορίστηκε για ακρόαση την 14.9.2021, οπόταν και εγέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ζήτημα κράτησης του μέχρι τη δίκη του.
Δεν προκύπτει κατά τρόπο ξεκάθαρο ότι η κράτηση του ζητήθηκε για λόγο άλλο από την πιθανότητα να διαπράξει παρόμοιας φύσης αδικήματα στο μεσοδιάστημα και, σε κάθε περίπτωση, η απόφαση για την κράτηση του, για την οποία ο ίδιος είχε ένσταση, βασίστηκε αποκλειστικά σε αυτό τον παράγοντα. Κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αν ο Εφεσείοντας παρέμενε ελεύθερος «ελλοχεύει για τον παραπονούμενο κίνδυνος για τη σωματική του ακεραιότητα. . ότι ο κίνδυνος διάπραξης αδικήματος είναι περισσότερο από ορατός και συνηγορεί υπέρ της κράτησης του κατηγορουμένου και όχι υπέρ της απόλυσης του». Έτσι, έκρινε ότι δεν ήταν ανάγκη να εξετάσει ζήτημα κράτησης στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας που, κι' αν ακόμη εγειρόταν, θα μπορούσαμε χωρίς κανένα ενδοιασμό να διαπιστώσουμε ότι δεν προέκυπτε στις περιστάσεις της υπόθεσης.
Η διαταγή για την κράτηση του Εφεσείοντα προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα και κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας, έκρινε ότι οι αποδιδόμενες κατηγορίες στοιχειοθετούσαν την πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων. Με το δεύτερο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος ελευθερίας του Εφεσείοντα, στη βάση ότι υπήρχε διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο αντιμετώπισης του κινδύνου που είχε διαπιστωθεί. Γίνεται επίκληση του άρθρου 23 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν.119(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί. Στην αιτιολογία του λόγου εγείρεται και ζήτημα παραβίασης ουσιαστικά των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, που εφαρμόζονται οποτεδήποτε εγείρεται ζήτημα στέρησης της ελευθερίας οιουδήποτε προσώπου.
Κατ΄ αρχάς δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία βεβαίως την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση είναι μέτρο κατ΄εξαίρεση. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα. (Dydi v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020).
Στην από έδρας απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι από μελέτη του κατηγορητηρίου, «χωρίς την εξαγωγή οποι[ων]δήποτε υποκειμενικών ευρημάτων», διαπιστωνόταν μια συνεχής και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του Εφεσείοντα ως προς την διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων και ότι διαφαινόταν μια ροπή του προς την παρανομία και μια επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά προς τον παραπονούμενο πατέρα του. Το ίδιο το κατηγορητήριο δεν εμπεριέχει καμιά πληροφόρηση για την συμπεριφορά του εκάστοτε κατηγορούμενου. Όπως, όμως προκύπτει από ό,τι ακολουθεί στο κείμενο της απόφασης, η πραγματική βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν οι καταθέσεις που είχαν τεθεί ενώπιον του από την Κατηγορούσα Αρχή. Οι δύο καταθέσεις του παραπονούμενου και άλλων συγγενικών προσώπων του Εφεσείοντα και του πατέρα του, βασικά του αδελφού του Εφεσείοντα που διαμένει με τον πατέρα, που μαρτυρούσαν ότι, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ο Εφεσείων εξύβριζε, απειλούσε και κτυπούσε τον πατέρα του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στο ενώπιον του μαρτυρικό υλικό και ήταν καθόλα θεμιτή η προσέγγιση του. Ότι οι μαρτυρίες που έλαβε υπόψη ήταν εκείνες στη βάση των οποίων θα κληθεί κατά τη δίκη, μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία που θα τεθεί ενώπιον του, να κρίνει την ενοχή ή όχι του Εφεσείοντα, δεν δημιουργούσε οιονδήποτε κώλυμα. Στην xxx Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, 49, αναφέρθηκε ότι η πρόβλεψη αναφορικά με την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της. (Φενερίδης (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2101, Πατατάρης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 46, Σπανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 89 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 113/15 (Σχ. με 115/15) ημερ. 2.6.2015). Όπως ορθά σημείωσε, τις έλαβε υπόψη χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε ευρήματα.
Η δε κατάληξη του ότι υπήρχε πιθανότητα να διαπράξει ο Εφεσείων παρόμοιας φύσης αδικήματα εάν παρέμενε ελεύθερος ήταν δικαιολογημένη. Αναφέρεται στη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 135, ότι:
«Για κατάληξη σε συμπέρασμα για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει η πιθανότητα. Πλήρης απόδειξη της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν είναι εξ άλλου ούτε και θεωρητικά δυνατή. Διερωτάται κανένας πώς μπορεί να αποδειχθεί μία πιθανολόγηση. Το δικαστήριο μπορεί, τηρώντας πάντα ορισμένους κανόνες, να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αναμένεται ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου. Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις.»
Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Δεδομένης λοιπόν της πιθανότητας να διαπράξει ο Εφεσείων παρόμοιας φύσης αδικήματα στο μεσοδιάστημα, προχωρούμε στην εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης και κατά πόσο, στις περιστάσεις της υπόθεσης η κράτηση του Εφεσείοντα ήταν επιβεβλημένη.
Ήταν συναφές και έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η μαρτυρία δεν αναδείκνυε τάση του Εφεσείοντα προς την παρανομία γενικά, αλλά με αναφορά στον πατέρα του. Σε αντιδιαστολή με τις περιπτώσεις ροπής προς το έγκλημα γενικά ή έστω προς κατηγορίες αδικημάτων όπου το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει την ελευθερία του υπόδικου με την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου γενικά, στις περιπτώσεις όπου η παρανομία για την οποία υπάρχει η ανάγκη προφύλαξης είναι συγκεκριμένη, είναι ευχερέστερη και μπορεί να εξυπηρετήσει η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων προς διασφάλιση έναντι του κινδύνου της επανάληψης των αδικημάτων και αποφυγή της κράτησης που είναι η έσχατη λύση και που μπορεί να διαταχτεί εκεί και μόνο όπου κρίνεται ότι κανένα άλλο μέτρο δεν μπορεί να αποδώσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «Ούτε θεωρώ στην προκειμένη περίπτωση ότι εάν επιβληθούν οποιοιδήποτε όροι, συμπεριλαμβανομένου και οποιουδήποτε απαγορευτικού διατάγματος ώστε ο κατηγορούμενος να μην πλησιάζει τον παραπονούμενο πατέρα του, είναι ικανοί και σε τέτοιο βαθμό επαρκείς ώστε να εξαλείψουν παντελώς τον κίνδυνο ο κατηγορούμενος να μην παρενοχλεί και να μην επιτίθεται στον πατέρα του».
Κρίνουμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εσφαλμένη. Όταν τίθενται όροι, εξ αντικειμένου, ο κίνδυνος δεν μπορεί να εξαλείφεται παντελώς. Και αυτό ισχύει όχι μόνο όταν εξετάζεται ο παράγοντας πιθανότητα διάπραξης νέου αδικήματος, αλλά και ο κίνδυνος φυγοδικίας. Ακριβώς εδώ υπεισέρχεται το στοιχείο της αναλογικότητας και της στάθμισης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το βάρος της προσέγγισης του ότι θα έπρεπε να ενεργήσει ώστε να εξαλειφθεί «παντελώς» ο κίνδυνος, δεν άφησε ουσιαστικά περιθώρια ώστε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να λάβει υπόψη και τις παραμέτρους οι οποίες συνηγορούσαν υπέρ της απελευθέρωσης του Εφεσείοντα υπό όρους.
Το Δικαστήριο που εκδικάζει υπόθεση που αφορά αδίκημα κατά παράβαση του Ν.119(Ι)/2000 έχει την εξουσία να επιβάλει στον κατηγορούμενο όρους για την προστασία των μελών της οικογένειας, περιλαμβανομένου και του όρου να μην επισκέπτεται ή να μην παρενοχλεί με οποιοδήποτε τρόπο μέλος της οικογένειάς του. Η σχετική ρύθμιση εμπεριέχεται στο άρθρο 15(3) του Νόμου.[4]
Προφανώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι ο Εφεσείων δεν θα συμμορφωνόταν με τους όρους που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί. Θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη το γεγονός της καταγγελίας και ότι η συμπεριφορά του Εφεσείοντα στην οποία γινόταν αναφορά στη μαρτυρία αφορούσε σε χρόνους πριν την καταγγελία. Η συμπεριφορά του κατ' εξακολούθηση παραβάτη, που ενδεχομένως αισθάνεται ότι μπορεί να ενεργεί εκτός των πλαισίων του νόμου, ενδέχεται να διαφοροποιείται μετά την καταγγελία, δεδομένου ότι το θύμα του έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής, ανοχής ή και ενδοιασμούς στο να τον καταγγείλει στην Αστυνομία. Ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου θύτης και θύμα είναι του ιδίου περιβάλλοντος ή συγγενικά πρόσωπα. Ο Εφεσείων, αν είχε αδικοπραγήσει όπως του καταλογίζεται, νομίζοντας ότι η συμπεριφορά του θα γινόταν ανεχτή ή ότι δεν θα υπήρχε η βούληση για να καταγγελθεί, έχει τώρα υπόψη του νέα δεδομένα και το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν των όρων που θα μπορούσε να του επιβάλει θα μπορούσε και σωστά θα έπραττε να επιστήσει τη προσοχή του στο ότι σε περίπτωση αδικοπραγίας του ή και παράβασης των όρων που θα είχαν τεθεί, θα μπορούσε να συλληφθεί και η υπόθεση του θα μπορούσε να τεθεί αμέσως ενώπιον του Δικαστηρίου για να διαταχτεί ενδεχομένως η κράτηση του.
Δεν είχαν αναφερθεί προηγούμενες καταδίκες για τον Εφεσείοντα (και επιβεβαιώθηκε ενώπιον μας ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου) και δεν βλέπουμε γιατί εκλήφθηκε ότι ένα τέτοιο πρόσωπο απαρέγκλιτα θα παραβίαζε τους όρους που θα τίθεντο από το Δικαστήριο.
Όπως ο ίδιος είχε αναφέρει και δεν είχε αμφισβητηθεί ήταν οικογενειάρχης με παιδιά και είχε διάφορα προβλήματα υγείας (σπόνδυλος, καρδιά, θρομβώσεις, πίεση).
Καταλήγουμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και διατάσσεται η απόλυση του Εφεσείοντα με όρους αναφορικά με την προσέλευση του στη δίκη του και αναφορικά με την προστασία του παραπονούμενου. Ο Εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος υπό τους κάτωθι όρους:
- Να υπογράψει εγγύηση €5.000 για να εμφανιστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 14.9.2021 και ώρα 10:00 π.μ. για τη δίκη του,
- να εμφανίζεται τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, στον Αστυνομικό Σταθμό Λατσιών, μεταξύ των ωρών 20:00 και 22:00,
- του απαγορεύεται να πλησιάσει την κατοικία του παραπονούμενου στην οποία ο τελευταίος διαμένει σε απόσταση μικρότερη των 100μ., και
- του απαγορεύεται να πλησιάσει τον ίδιο τον παραπονούμενο, όπου και αν αυτός βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 20μ. ή να έρθει σε επαφή μαζί του με οποιοδήποτε τρόπο.
Εφιστάται η προσοχή του Εφεσείοντα στις συνέπειες που μπορεί να έχει γι' αυτόν παράβαση των όρων που έχουν τεθεί.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1] Ο Ποινικός Κώδικας, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε, άρθρο 324(1).
[2]Ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000, Ν.119(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί, άρθρο 4(1) και (2)(ιβ).
[3]Ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000, Ν.119(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί,άρθρο 3(1) και (4).
[4]Οι ανακρίσεις διεξάγονται και η υπόθεση εκδικάζεται χωρίς καθυστέρηση. Μέχρις ότου εκδικαστεί η υπόθεση, το Δικαστήριο δύναται είτε να διατάξει την κράτηση του κατηγορούμενου είτε να επιτρέψει την απόλυσή του, αφού αυτός δώσει ικανοποιητική εγγύηση ότι θα εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία της ακρόασης της υπόθεσης και ότι θα τηρήσει τους όρους που το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να επιβάλει για την προστασία των μελών της οικογένειας, περιλαμβανομένου και του όρου να μην επισκέπτεται ή να μην παρενοχλεί με οποιοδήποτε τρόπο μέλος της οικογένειάς του.