ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B381
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 235/2019
10 Αυγούστου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Eφεσείοντα,
ν.
K. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
------------------
Αλέξανδρος Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Άννα Ιακώβου (κα) για Μ. Ιακώβου & Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο.
------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από την Π. Παναγή, Π.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας από τις πέντε κατηγορίες που αντιμετώπιζε αναφορικά με την παράλειψη καταβολής τελών ελλιμενισμού ως ιδιοκτήτης ή και κυβερνήτης του σκάφους αναψυχής "YATCH DEMETRA", για συγκεκριμένες περιόδους κατά τα έτη 2012, 2013 και 2014. Επρόκειτο για αδικήματα, που σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 2 -6 και 10 του περί Ρυθμίσεως Μαρίνων Νόμου,Ν.4/77 (ως τροποποιήθηκε) και των Κανονισμών 2, 3(1) και 4 των περί Ρυθμίσεως της Μαρίνας Λάρνακας (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 2009 ΚΔΠ 124/2009. Η έφεση στρέφεται εναντίον της αθωωτικής απόφασης.
Η εφεσείουσα κατηγορούσα αρχή, η οποία κατά τον επίδικο χρόνο αποτελούσε πρόσωπο δημοσίου δικαίου, διαχειριζόταν και εκμεταλλευόταν τις Μαρίνες δυνάμει απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 21.4.1977. Είχε δε εξουσία, να επιβάλλει στον εκάστοτε κυβερνήτη ή και ιδιοκτήτη ελλιμενισμένου σκάφους, τέλη ελλιμενισμού, πλευροδέτησης και ηλεκτρισμού κατ' εφαρμογή των διατάξεων του προαναφερόμενου Νόμου και Κανονισμών, πράξη η οποία αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε έλεγχο μέσω προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος από το Διοικητικό Δικαστήριο ως το μόνο καθ' ύλην αρμόδιο.
Στην πιο πάνω βάση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα ζητήματα που κλήθηκε από τον εφεσίβλητο να αποφασίσει και άπτονταν του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του σκάφους, σε σχέση με το οποίο επιβλήθηκαν τα τέλη ελλιμενισμού, αντικείμενο των κατηγοριών, ξέφευγαν της καθ' ύλην αρμοδιότητάς του.
Προσεγγίζοντας δε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος σημείωσε, ορθά, με παραπομπή σε νομολογία, ότι η υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής για αυτής της φύσεως αδικήματα περιοριζόταν στην απόδειξη της γνωστοποίησης της επιβολής τελών στον κατηγορούμενο, ότι η απόφαση για καταβολή τους οριστικοποιήθηκε, ήτοι κατέστη ανέκκλητη, και ότι αυτά παρέμειναν απλήρωτα.
Προς απόδειξη των κατηγοριών, δόθηκε μαρτυρία από τους λειτουργούς του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (κατά τον ουσιώδη χρόνο) και τώρα Υφυπουργείου Τουρισμού, xxx Πετρίδη και xxx Τσαλίκη (ΜΚ1 και ΜΚ2 αντίστοιχα). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του προσαχθείσα μαρτυρία και αναφέρθηκε στις νομολογιακές αρχές για το πότε επιστολή που δεν παραλαμβάνεται θεωρείται ως σταλείσα και παραληφθείσα, αποφάνθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή δεν απέδειξε με αποδεκτή μαρτυρία ότι η ειδοποίηση πληρωμής (τεκμήριο 5) απεστάλη και ότι απεστάλη στην ορθή διεύθυνση. Αυτό γιατί ο ΜΚ1 δεν είχε προσωπική γνώση αυτής καθαυτής της αποστολής της ειδοποίησης αφού η αποστολή έγινε κατ' ισχυρισμό από την ΜΚ2, ενώ η μαρτυρία της τελευταίας για το ζήτημα δεν έπεισε το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, υπήρχε, κατά το Δικαστήριο, υποβόσκουσα αμφιβολία στο κατά πόσο είχε αποσταλεί ή όχι η ειδοποίηση πληρωμής ή κατά πόσο αυτή είχε αποσταλεί στη σωστή διεύθυνση, η οποία αμφιβολία επενεργούσε υπέρ του εφεσίβλητου, καταλήγοντας ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και δη στο βαθμό που απαιτείται για τις ποινικές υποθέσεις.
Η έφεση που ασκήθηκε από την κατηγορούσα αρχή προωθείται στη βάση πέντε λόγων έφεσης. Στον πυρήνα των πρώτων τριών λόγων βρίσκεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η πιθανότητα να μην είχε αποσταλεί η ειδοποίηση πληρωμής ημερομηνίας 31.5.2014 (Τεκμήριο 5) στη σωστή διεύθυνση ή και καθόλου, με συνέπεια την μη απόδειξη του συστατικού στοιχείου του αδικήματος που αφορά στην γνωστοποίηση της προαναφερόμενης ειδοποίησης. Με τον 4ο λόγο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο «εσφαλμένα εφάρμοσε πάνω στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης τις νομολογιακές αρχές αναφορικά με θέμα της απόδειξης της γνωστοποίησης διοικητικής πράξης επιβολής τελών στον ενδιαφερόμενο» που έθεσαν συγκεκριμένες υποθέσεις[1], ενώ ο 5ος λόγος στρέφεται κατά του αποκλεισμού της μαρτυρίας των ΜΚ1 και ΜΚ2 αναφορικά με το θέμα της αποστολής και της παραλαβής της Ειδοποίησης Πληρωμής (Τεκμήριο 5).
Αρχίζοντας από τον τελευταίο λόγο έφεσης, ο οποίος, ανάλογα με την έκβασή του, θα είναι καθοριστικός για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή, ότι το Εφετείο, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά κανόνα δεν επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν και εφόσον διαπιστώνει λόγους που επιτρέπουν τέτοια παρέκκλιση. Ως τέτοιοι, μεταξύ άλλων, είναι η ανυπαρξία πραγματικού υπόβαθρου για εξαγωγή συμπεράσματος, η παρείσφρηση λάθους και η διαπίστωση κακοπιστίας. (βλ. Κυριάκου v. Μιχαήλ (2008) 1(A) A.A.Δ. 515 και Κυριάκου v. Γ. Νικόλας (Μακρή) Λτδ (2009) 1 A.A.Δ. 869).
Αξιολογώντας τη μαρτυρία του ΜΚ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημείωσε:
«Ως όμως διαφάνηκε ο ίδιος δεν είχε προσωπική γνώση αυτής καθαυτής της αποστολής της ειδοποίησης αφού η ενέργεια της αποστολής έγινε κατ' ισχυρισμό από την ΜΚ2. Αν και ο μάρτυς στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι αυτή απεστάλη, ουδεμία αναφορά έκανε στο πώς γνωρίζει ότι αυτή απεστάλη εάν δηλαδή υπήρχε οτιδήποτε στο φάκελο που να συνηγορεί προς τούτο. Δεν θεωρώ ότι ο μάρτυς αυτός είχε πρόθεση να ψευσθεί δεν προκύπτει όμως να έχει γνώση. Άλλωστε όταν ρωτήθηκε για το πώς είχε σταλεί η ειδοποίηση αυτή αν εστάλη με απλό ή συστημένο ταχυδρομείο [sic]. Ο μάρτυς δήλωσε ότι δεν είναι σε θέση να πει. Εν συνεχεία και ερωτηθείς πόσες άλλες ειδοποιήσεις είχαν αποσταλεί πέραν της επίδικης στον Κατηγορούμενο, ο μάρτυς αναφέρθηκε σε δύο για τη δεύτερη ανέφερε ότι δεν ήταν βέβαιος εάν είχε αποσταλεί διότι δεν υπάρχει «υπογραφή δική μου». Διακρίνεται συνεπώς κάποια αβεβαιότητα στο ποιες επιστολές ή και τί επιστολές ή και ειδοποιήσεις αποστέλλονταν. Δεν υπήρξε αναφορά σε κάποιο μητρώο ή σε κάποια άλλη μέθοδο ή διαδικασία ελέγχου ή επιβεβαίωσης αναφορικά με το ποια έγγραφα αποστέλλονταν ή έστω σχετικής σημείωσης στο φάκελο.»
Το Δικαστήριο θεώρησε, επίσης, ότι δεν μπορούσε να δεχθεί την ακόλουθη απάντηση του ΜΚ1 σε υποβολή κατά την αντεξέταση ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε παρέλαβε την εν λόγω επιστολή:
«Έχω συζητήσει αρκετές φορές για τα δικαιώματα λιμενισμού με τον κύριο Κ. κατά τις επίδικες ημερομηνίες. Επ' ακριβώς δεν θυμούμαι.».
Η ασάφεια, παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «στο χρόνο «επίδικες ημερομηνίες» τί ακριβώς εννοεί επίδικες ημερομηνίες πριν ή μετά την αποστολή. Τί ακριβώς λέχθηκε σε αυτές τις συζητήσεις σε συσχετισμό με το γεγονός ότι φαίνεται να είχαν προκύψει διαφορές και ποινικές διαδικασίες που αφορούσαν παλαιότερη υπόθεση επιβολής τελών ελλιμενισμού, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα επί γεγονότων.»
Η μαρτυρία της ΜΚ2, η οποία παρουσιάστηκε ως το πρόσωπο που ταχυδρόμησε την επίδικη ειδοποίηση πληρωμής προς τον εφεσίβλητο, δεν έπεισε το Δικαστήριο, ως έχει αναφερθεί. Το Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς, μεταξύ άλλων:
«Αυτό που είναι το ουσιαστικό και ο βασικός λόγος για τον οποίο κλήθηκε να δώσει μαρτυρία και έχει σημασία για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι αυτό της αποστολής της επίδικης ειδοποίησης πληρωμής Τεκμήριο 5. Αν και η μάρτυς παρουσιάστηκε απόλυτη ότι απέστειλε την ειδοποίηση πληρωμής στις 31/05/14 δεν κατάφερε να πείσει περί τούτου. Δεν φάνηκε να είναι σε θέση να αιτιολογήσει το πως είναι σε θέση σήμερα να θυμάται αυτό καθαυτό το γεγονός της αποστολής της επιστολής και μάλιστα με τη βεβαιότητα ότι αυτή απεστάλη σε δύο διευθύνσεις επισημαίνεται ότι στην ίδια την ειδοποίηση δεν αναγράφεται οιαδήποτε διεύθυνση.»
Το Δικαστήριο θεώρησε, επίσης, ότι ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι αποτελούσε πρακτική να αποστέλλονται οι ειδοποιήσεις σε όλες τις διαθέσιμες στην εφεσείουσα διευθύνσεις, δεν εξηγήθηκε πώς η μάρτυρας μπορούσε να θυμάται ότι απέστειλε τη συγκεκριμένη ειδοποίηση στο συγκεκριμένο «πελάτη» της μαρίνας πέντε και πλέον χρόνια μετά, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι ειδοποιήσεις δεν ετοιμάζονταν από την ίδια αλλά από το λογιστήριο. Σημείωσε, περαιτέρω, ότι η μάρτυρας δεν ανέφερε κατά πόσο η ίδια συμπλήρωνε τους φακέλους, καθώς και την αποφυγή της να απαντήσει, ενώ της δόθηκε ευθέως η ευκαιρία, πώς ήταν σε θέση να θυμάται συγκεκριμένα την περίπτωση αυτή μετά από πέντε χρόνια. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση «.η μάρτυρας άφησε την εντύπωση ότι είχε πολύ καλή αντίληψη και υπήρξε ιδιαιτέρως ετοιμόλογη αναπτύσσοντας ιδιαίτερα τις απαντήσεις της πλην της κρίσιμης ερώτησης για το πως μπορεί να θυμάται ότι η επιστολή απεστάλη στις δύο διευθύνσεις πέντε χρόνια μετά.» Σε συνάρτηση με το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο υπενθύμισε τη μαρτυρία του ΜΚ1, την οποία αποδέχθηκε, ότι οι ειδοποιήσεις αποστέλλονταν στους ενοίκους της μαρίνας όχι κατά τακτά χρονικά διαστήματα αλλά όταν τούτο ήθελε αποφασιστεί από τον Διευθυντή.
Η ανάλυση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του καίριου σημείου της αποστολής της Ειδοποίησης Πληρωμής ήταν σχολαστική και λεπτομερής και οδηγούσε εύλογα στα συμπεράσματα και ευρήματα στα οποία κατέληξε. Η θέση της εφεσείουσας, στην αιτιολογία του υπό εξέταση λόγου έφεσης, σύμφωνα με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του στο εκ πρώτης όψεως στάδιο της υπόθεσης έκρινε ότι με τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής αποδείχθηκε η υπόθεση και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, δεν είναι ορθή. Ανατρέξαμε στα πρακτικά της διαδικασίας και η διαπίστωση μας είναι ότι για το συγκεκριμένο ζήτημα της αποστολής κοινοποίησης της διοικητικής πράξης της επιβολής τελών, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην ενδιάμεση απόφαση του ότι «από τη μαρτυρία τόσο του ΜΚ1, όσο και της ΜΚ2 προκύπτει μαρτυρία ότι υπήρξε αποστολή κοινοποίησης της πράξης τούτης», τονίζοντας, όμως, παράλληλα, ότι δεν προέβαινε σε εύρημα αλλά σε αναφορά «επιδερμικά το τι λέχθηκε στη διαδικασία για σκοπούς εκ πρώτης όψεως».
Η απόδειξη ότι η ειδοποίηση πληρωμής είχε στραφεί προς τον κατηγορούμενο, εφεσίβλητο, βάρυνε βεβαίως την Κατηγορούσα Αρχή, η οποία είχε το νομικό βάρος απόδειξης κάθε συστατικού στοιχείου των κατηγοριών. Όπως λέχθηκε και στη Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, στη σελ. 365:
«Η απόδειξη της κατηγορίας, και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι' αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.»
Η μη αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, ότι δεν του είχε αποσταλεί η εν λόγω ειδοποίηση, γεγονός που επίσης επικαλείται η εφεσείουσα προς υποστήριξη της θέσης της, ήταν τελικά αδιάφορη αφού, όπως ορθά ανέφερε το Δικαστήριο, το βάρος απόδειξης της αποστολής της Ειδοποίησης Πληρωμής και αποστολής της στην ορθή διεύθυνση, με αποδεκτή μαρτυρία, παρέμενε στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, παρά την αρνητική του αντίληψη για την εικόνα του εφεσίβλητου ως μάρτυρα. Για τον ίδιο λόγο αδιάφορη ήταν και η «παραδοχή» του εφεσίβλητου ότι έλαβε γνώση της ειδοποίησης το τέλος του 2017, περίπου τρία χρόνια μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, και δεν προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, γεγονός στο οποίο παραπέμπει η εφεσείουσα στα πλαίσια του 3ου λόγου έφεσης.
Η υποβόσκουσα αμφιβολία που παρέμεινε μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων, καθιστούσε την αθώωση αναπόφευκτη (βλ. Δημητρίου ν Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 326).
Για τους πιο πάνω λόγους, ο 5ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Η αποτυχία του 5ου λόγου έφεσης συμπαρασύρει σε αποτυχία και τους υπόλοιπους λόγους.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Theodorou v Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9, Katisantonis v Franztzeskou (1981) 1 CLR 566, Ποινική Έφεση 7672 ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ V JAMES PETER (PAZARAKI) (2004) 2 ΑΑΔ 524, ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΣΑΒΒΑ V ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.ά Υπόθεση Αρ. 341/2020, 6 Φεβρουαρίου 2012»,