ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B327
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 7/2021)
20 Ιουλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
χχχ ΖΑΝΝΕΤΤΗ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Κ. Ταμπούρλας, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 291, 292(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 1) και του επεβλήθη ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Επιπλέον κρίθηκε ένοχος και σε δύο άλλες Κατηγορίες που αφορούν η μεν πρώτη το αδίκημα της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης, κατά παράβαση του Άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η μεν δεύτερη το αδίκημα της απόδρασης κρατουμένου από νόμιμη κράτηση, κατά παράβαση του Άρθρου 128(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 9 και 10, αντίστοιχα) και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 2 μηνών σε κάθε μια από τις εν λόγω Κατηγορίες. Όλες οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν διατάχθηκε να συντρέχουν. Οι τελευταίες δύο Κατηγορίες (Κατηγορίες 9 και 10) δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας Έφεσης.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 1ης Κατηγορίας, ο Εφεσείων στις 20/10/2020 και μεταξύ των ωρών 12.15-13.30 στην οδό Κ. στη Λάρνακα διέρρηξε και εισήλθε στην οικία της χχχ Σάββα και έκλεψε 1) δέκα χανάπια, 2) έξι πετσοθήκες ασημένιες, 3) διάφορα χρυσά και ασημένια δαχτυλίδια, 4) διάφορα χρυσαφικά, 5) διάφορα χρυσά και ασημένια κοσμήματα, 6) δέκα χαρτονομίσματα των 50 ευρώ, 7) ένα διαβατήριο και 8) μια υφασμάτινη παγωνιέρα, όλα συνολικής αξίας €12.000, περιουσία της πιο πάνω.
Προς υποστήριξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου πέντε μάρτυρες κατηγορίας, ενώ έγιναν και παραδεχτά γεγονότα. Αφού δε κλήθηκε σε απολογία ο κατηγορούμενος, έδωσε ενόρκως μαρτυρία.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία προέκυψαν στη βάση μαρτυρίας η οποία ήταν αποδεχτή και δεν είχε αμφισβητηθεί, διατυπώθηκαν στην Απόφαση του ως ακολούθως:
«Είναι αποδεχτή και ούτε έχει αμφισβητηθεί η μαρτυρία των πιο κάτω μαρτύρων σε σχέση με τα ακόλουθα γεγονότα:
1) Ότι στις 20/10/20 έγινε διάρρηξη σε σπίτι στην οδό Ν. Κ. στη Λάρνακα, από όπου κλάπηκαν αντικείμενα, μεταξύ των οποίων τα αντικείμενα τα οποία αποτελούν το Τεκμήριο 5.
2) Η μαρτυρία του αστυνομικού ΜΚ3 ότι είδε τον κατηγορούμενο να βγαίνει από το σπίτι του κρατώντας μια μπλε νάυλον σακούλα. Επίσης δεν έχει αμφισβητηθεί ότι τον παρακολουθούσε και τον έχασε από το οπτικό του πεδίο για περίοδο λίγων λεπτών.
3) Η μαρτυρία του αστυνομικού ΜΚ2 ότι είδε τον κατηγορούμενο να αφήνει σε κάλαθο σκουπιδιών μια μπλε σακούλα και ότι τη μάζεψε (ο ΜΚ2) από τον κάλαθο σκουπιδιών. Μέσα στη μπλε νάυλον σακούλα υπήρχαν τα αντικείμενα που αποτελούν το τεκμήριο 5.
4) Η μαρτυρία της ΜΚ5 ότι αντικείμενα τα οποία αποτελούν το τεκμήριο 5 και τα οποία ευρίσκονταν στη μπλε νάυλον σακούλα ήταν αντικείμενα τα οποία είχαν κλαπεί από το σπίτι της κατά τη διάρρηξη.
5) Ο κατηγορούμενος δίδοντας μαρτυρία συμφωνεί ότι κρατούσε τη μπλε νάυλον σακούλα με την οποία τον είδε ο ΜΚ3 να φεύγει από το σπίτι του. Συμφωνεί επίσης ότι η μπλε νάυλον σακούλα την οποία ο ΜΚ2 συνέλεξε από τα σκουπίδια είναι αυτή την οποία ο ίδιος πέταξε στα σκουπίδια. Επίσης δεν αμφισβήτησε ότι το περιεχόμενο της είναι τα αντικείμενα που αποτελούν το τεκμήριο 5, δηλαδή τα αντικείμενα τα οποία έχουν κλαπεί κατά τη διάρρηξη στην οικία της χχχ Σάββα.»
Όπως πρωτόδικα, έτσι και κατ' έφεση η Υπεράσπιση του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι η περιστατική μαρτυρία που υπήρχε ήταν ανεπαρκής για σκοπούς καταδίκης του.
Ειδικότερα, με τρεις συνολικά Λόγους Έφεσης προβλήθηκε ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα ήταν εσφαλμένη εφόσον με την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν αποδεικνύονταν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος (1ος Λόγος Έφεσης), το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία απορρίπτοντας τη θέση του Εφεσείοντα (2ος Λόγος Έφεσης) και ότι στηρίχθηκε σε εσφαλμένα ευρήματα που επηρέασαν την κρίση του (3ος Λόγος Έφεσης).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε στην Απόφαση του ότι δεν υπήρχε, εν προκειμένω, οποιαδήποτε μαρτυρία ατόμου το οποίο να είχε δει τον Εφεσείοντα την ώρα που έκανε τη διάρρηξη, αναφερόμενο, με αυτό τον τρόπο, στη μη προσφορά άμεσης μαρτυρίας, αλλά μόνο σε προσφορά περιστατικής μαρτυρίας.
Καθοδηγούμενο, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο από σχετική νομολογία, περιλαμβανομένης και της υπόθεσης Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, παρέθεσε το ακόλουθο απόσπασμα:
«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R., 73 p. 79 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).
Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του..........».
Όσον δε αφορά τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, αφού την αξιολόγησε, έκρινε ότι η εξήγηση που είχε δώσει ο Εφεσείων αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η επίδικη σακούλα μαζί με το περιεχόμενο της περιήλθε στην κατοχή του, στερείτο πειστικότητας και ότι ήταν ενάντια στη λογική, απορρίπτοντας τοιουτοτρόπως την εκδοχή του.
Δεν αμφισβητήθηκε κατά το στάδιο της συζήτησης της Έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Εφεσείων στις 20/10/2020, δηλαδή την ίδια ημέρα που έγινε η διάρρηξη, είχε πετάξει σε κάλαθο σκουπιδιών την επίδικη μπλε σακούλα στην οποία υπήρχαν αντικείμενα που είχαν κλαπεί από τη διάρρηξη, λανθασμένα ανέφερε στην Απόφαση του ότι αυτό έγινε δύο ημέρες μετά τη διάρρηξη, δηλαδή στις 22/10/2020. Είναι δε πρόδηλο ότι πάνω σε αυτή τη βάση στηρίχθηκε τόσο για να αξιολογήσει τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, όσο και την περιστατική μαρτυρία. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για τυπογραφικό λάθος.
Επισημαίνεται ότι η εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν ότι στις 20/10/2020, που ήταν η ημερομηνία διάπραξης της διάρρηξης, είχε πιάσει μία σακούλα που κάποιος οδηγός είχε πετάξει από το αυτοκίνητο του και την ίδια στιγμή ο Εφεσείων την πήρε στο σπίτι του όπου, αφού περιεργάστηκε το περιεχόμενο της, αποφάσισε ότι έπρεπε να απαλλαγεί από αυτή. Η επόμενη ενέργεια του ήταν την ίδια ημέρα, δηλαδή 20/10/2020, να πιάσει τη σακούλα και να μπει στο αυτοκίνητο του μεταβαίνοντας στη Λεωφόρο Αρτέμιδας, όπου σταμάτησε για να την πετάξει, όπως και έπραξε, σε ένα κάλαθο αχρήστων δίπλα από ένα περίπτερο. Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό, ότι για τις ενέργειες του Εφεσείοντα στις 20/10/2020 που αφορούσαν στην απόρριψη της επίδικης σακούλας, είχε προσφερθεί μαρτυρία και από την Κατηγορούσα Αρχή, έτσι ώστε αυτές να αποτελούν κοινό έδαφος στην υπόθεση.
Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι αυτός «ξεφορτώθηκε» τη σακούλα δύο ημέρες μετά τη διάρρηξη, δηλαδή στις 22/10/2020.
Σχετική είναι η πιο κάτω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Η διάρρηξη έγινε στις 20/10/20 και ο κατηγορούμενος επιχείρησε να ξεφορτωθεί τη σακούλα στις 22/10/20. Η μπλε νάυλον σακούλα την οποία ο κατηγορούμενος επιχείρησε να πετάξει δύο μέρες μετά τη διάρρηξη, περιείχε αντικείμενα τα οποία είχαν κλαπεί κατά τη διάρρηξη.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Κατά τον ίδιο τρόπο, κατά την εξέταση της περιστατικής μαρτυρίας που υπήρχε ενώπιον του, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε ότι ενώ η διάρρηξη είχε λάβει χώρα στις 20/10/2020, ο Εφεσείων είχε θεαθεί δύο ημέρες μετά, ήτοι στις 22/10/2020, να βγαίνει από το σπίτι του με την επίδικη σακούλα και να πηγαίνει με το αυτοκίνητο του έξω από περίπτερο στη Λεωφόρο Αρτέμιδος και να πετά σε κάλαθο αχρήστων την εν λόγω σακούλα.
Είναι πάνω σε αυτή τη βάση και σε αυτό το υπόστρωμα γεγονότων που στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και έκανε τους συλλογισμούς του για να καταλήξει ότι τα σημεία (1) - (5) που παρατέθηκαν πιο πάνω ως ευρήματα του συνέθεταν, όπως είχε αναφέρει, τους απαραίτητους κρίκους της αλυσίδας γεγονότων που συνέδεαν μεταξύ τους τη μαρτυρία, αποδίδοντας της την απαραίτητη αποδεικτική αξία για σκοπούς στήριξης σε αυτή της καταδίκης του Εφεσείοντα. Διατυπώνοντας, παράλληλα, την κρίση ότι η εν λόγω αλυσίδα γεγονότων δεν άφηνε άλλη ερμηνεία, παρά την ενοχή του Εφεσείοντα.
Είναι, συνεπώς, πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία έχοντας αντιληφθεί εσφαλμένα ουσιαστική περίσταση της υπόθεσης.
Είναι εντελώς άγνωστο σε ποιο βαθμό η πλάνη και η σύγχυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ορθή ημερομηνία, κατά την οποία ο Εφεσείων ενήργησε, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, απορρίπτοντας την επίδικη σακούλα σε κάλαθο σκουπιδιών, ήταν στοιχείο το οποίο λήφθηκε υπόψη στο συλλογισμό του και το έχει επηρεάσει κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνεπακόλουθα, στην τελική του κρίση περί της ενοχής του Εφεσείοντα στην επίδικη Κατηγορία.
Δεν είναι, βεβαίως, δυνατό να εικάσουμε ποια θα ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ή αν θα διαφοροποιείτο καθ' οιονδήποτε τρόπο σε περίπτωση που το πιο πάνω σφάλμα δεν είχε παρεισφρήσει στο συλλογισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η πιο πάνω διαπίστωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ενοχή του Εφεσείοντα είναι ακροσφαλής, καθιστώντας αναγκαίο τον παραμερισμό της πρωτόδικης Απόφασης και την αθώωση του Εφεσείοντα στην Κατηγορία της διάρρηξης.
Υπό τις περιστάσεις η Έφεση επιτυγχάνει.
Η Καταδίκη στην Κατηγορία 1 παραμερίζεται και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται σε αυτή.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.