ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μαλαχτός, Χάρης Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα. Σωτηρούλα Παπαλαζάρου (κα) μαζί με τη Θέκλα Δρυμιώτη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Γ. Π. Β. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 5/2020, 30/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B360

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 5/2020

 

30 Ioυλίου, 2021

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.,  Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Γ. Π. Β.,

Eφεσείοντα,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

------------------

Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Σωτηρούλα Παπαλαζάρου (κα) μαζί με τη Θέκλα Δρυμιώτη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

------------------

    

 

   ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από την              Π. Παναγή, Π.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε επτά κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του άρθρου 151 του Κεφ.154 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε κατηγορία. Όλα τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων, φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 1986 και 1988 στα Μ. της επαρχίας Πάφου, το πρώτο όταν η παραπονούμενη, η οποία γεννήθηκε στις χ.χ.1975, ήταν ηλικίας 10 ετών.

 

Αποτέλεσε, εισήγηση της υπεράσπισης πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης, με απώτερο σκοπό τη διακοπή της δικαστικής διαδικασίας, ότι εκ των πραγμάτων, λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τον ουσιώδη χρόνο των κατηγοριών, δεν υπήρχε η δυνατότητα η δίκη του εφεσείοντα να είναι δίκαιη. Εισήγηση η οποία δεν βρήκε σύμφωνο το Δικαστήριο.  

 

Η διαδικασία προχώρησε με την προσαγωγή μαρτυρίας.  Τελευταίος αλλά κύριος μάρτυρας κατηγορίας  ήταν η παραπονούμενη.  Η μαρτυρία της αναφορικά με την καταλογιζόμενη στον εφεσείοντα παράνομη συμπεριφορά, συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση:

«Η παραπονούμενη μαθήτρια πέμπτης τάξης δημοτικού, μετακόμισε οικογενειακώς στο Μπαχρέιν όπου εκεί εργαζόταν ο πατέρας της.  Στο Μπαχρέιν την περίοδο εκείνη εργαζόταν και ο κατηγορούμενος όπου διέμενε στην ίδια περιοχή που ήταν και η οικογένεια της παραπονούμενης.  Μία νύχτα που οι γονείς της είχαν κοινωνική υποχρέωση, ήλθε ο κατηγορούμενος στην οικία τους για να προσέχει την ίδια και τα αδέλφια της. Ενώ η παραπονούμενη είχε ξαπλώσει, ήλθε στο υπνοδωμάτιο της ο κατηγορούμενος και παρά την άρνηση της ξάπλωσε μαζί της στο ίδιο κρεβάτι. Από τη μέση και πάνω φορούσε φανέλα ενώ από τη μέση και κάτω φορούσε μόνο εσώρουχο. Ο κατηγορούμενος της έκλεισε το στόμα με το χέρι του και με το άλλο του χέρι την χάιδευε στα πόδια, στο στήθος και στα γεννητικά της όργανα. Έπειτα ξάπλωσε πάνω της και τριβόταν. Η παραπονούμενη πονούσε επειδή πρόσφατα είχε υποβληθεί σε εγχείρηση μεταφύτευσης ουρητήρα. Το περιστατικό αυτό διάρκεσε λίγα λεπτά. Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε. Άλλες φορές ο κατηγορούμενος της έκλεινε το στόμα και έτριβε τα γεννητικά του όργανα πάνω στο σώμα της. Κάποιες φορές αυτός έτριβε τα γεννητικά του όργανα ενώ αυτή ξάπλωνε ανάσκελα και κάποιες φορές που η παραπονούμενη ξάπλωνε μπρούμυτα το έπραττε πάνω στον πισινό της. Άλλες φορές την άρπαζε από τα γεννητικά της όργανα και την έτριβε βίαια πάνω από το εσώρουχο της καθώς επίσης άρπαζε το χέρι της και μ΄αυτό έτριβε το δικό του όργανο.  Ένεκα των ουρολογικών προβλημάτων της, η παραπονούμενη δεν μπορούσε να προβάλει αντίσταση. Ο δε κατηγορούμενος της είπε να μην αναφέρει σε κανένα οτιδήποτε. Σύμφωνα με την παραπονούμενη, η συμπεριφορά αυτή του κατηγορουμένου διήρκεσε για ένα χρόνο περίπου μέχρι που η ίδια μαζί με την οικογένεια της επέστρεψε στην Κύπρο.

 

Σύμφωνα περαιτέρω με την παραπονούμενη, τα επόμενα τρία συνεχόμενα καλοκαίρια που ήταν 10, 11 και 12 ετών παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από τον κατηγορούμενο στην οικία της γιαγιάς της στα Μ. όπου πήγαινε οικογενειακώς για διακοπές και εκεί διέμενε και ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος βρισκόταν ξαπλωμένος σε κρεβάτι και της φώναζε, η οποία ανταποκρινόταν επειδή τον φοβόταν αλλά και επειδή τα παιδιά με τα οποία έπαιζε της έλεγαν ότι τη ζητούσε. Όταν πήγαινε ο κατηγορούμενος της άρπαζε το χέρι και μ΄ αυτό έτριβε τα γεννητικά του όργανα. Μία άλλη φορά ο κατηγορούμενος την πήρε από τους γοφούς και αφού την έβαλε να καθίσει πάνω του ενώ αυτός ξάπλωσε ανάσκελα, ξεκίνησε να τρίβεται πάνω της με το γεννητικό του όργανο φορώντας το εσώρουχο του.  Η πράξη του αυτή διακόπηκε από την είσοδο παιδιών στο δωμάτιο.»

 

 

 

Η υπεράσπιση του εφεσείοντα, όπως προβλήθηκε με την ανώμοτη δήλωση του, στο πλαίσιο της οποίας υιοθέτησε το περιεχόμενο της ανακριτικής κατάθεσης του στην Αστυνομία ημερομηνίας 13.7.2015, ήταν ότι τα όσα του καταλόγιζε η παραπονούμενη ήταν ψέματα και κατασκευάσματα της.  Λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε, επικαλέστηκε αδυναμία να θυμηθεί αν τα έτη 1986, 1987 και 1988 είχε έλθει στην Κύπρο, ενώ ανέφερε, παράλληλα ότι είχαν αποβιώσει  άτομα που ήθελε να καλέσει ως μάρτυρες υπεράσπισης, όπως τα πεθερικά του και συγχωριανοί του.  Αναφέρθηκε και στη γνωριμία του με την οικογένεια της παραπονούμενης, στα χρόνια του στο Μπαχρέιν και τις επισκέψεις του στην Κύπρο, ιδιαίτερα στα Μ..  Μεταφέρουμε τις δηλώσεις του όπως συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«. ο κατηγορούμενος γνώρισε τη μητέρα της παραπονούμενης το 1973 όταν αυτή ήταν νυμφευμένη με τον πατέρα της παραπονούμενης. Στα Μ. από όπου αυτός κατάγεται, ανέπτυξαν σεξουαλικές σχέσεις εν αγνοία του συζύγου της. Τότε η μητέρα της παραπονούμενης δεν είχε παιδιά.  Προκειμένου να τερματίσει την πιο πάνω ερωτική του σχέση, ο κατηγορούμενος μετέβηκε στο εξωτερικό περί τα τέλη 1975. Το 1976 επέστρεψε στην Κύπρο και το 1977 μετέβηκε στο Μπαχρέιν για εργασία όπου παρέμεινε μέχρι το 1990. Το διάστημα αυτό ερχόταν στην Κύπρο για διακοπές 20 ημέρες όπου διέμενε στη Λεμεσό ενώ τα σαββατοκυρίακα πήγαινε στα Μ.. Δεν ερχόταν όμως κάθε χρόνο στην Κύπρο παρά μόνο όταν η σύζυγος του δεν είχε άδεια από την εργασία της για να ερχόταν αυτή στο Μπαχρέιν. Δεν θυμάται αν συγκεκριμένα 1986, 1987 και 1988 ήλθε στην Κύπρο.

 

Περί τα τέλη 1984 με αρχές 1985 ήλθε για εργασία στο ίδιο μέρος όπου εργαζόταν ο κατηγορούμενος στο Μπαχρέιν ο πατέρας της παραπονούμενης. Μετά από ένα μήνα περίπου ήλθε στο μέρος και η οικογένεια του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του μία μόνο φορά ο κατηγορούμενος πρόσεχε τα παιδιά της μητέρας της παραπονούμενης μετά που του ζητήθηκε όταν αυτή και ο σύζυγος της θα απουσίαζαν από την οικία τους για λόγους αναψυχής.  Εκείνη τη νύχτα τα παιδιά είχαν κοιμηθεί πριν το ζεύγος αναχωρήσει και δεν συνέβηκε οτιδήποτε το επιλήψιμο. Περαιτέρω μία άλλη νύχτα που απουσίαζε ο σύζυγος της, η μητέρα της παραπονούμενης προσκάλεσε τον κατηγορούμενο στην οικία της στο Μπαχρέιν, ο οποίος ανταποκρίθηκε. Τα παιδιά κοιμόντουσαν. Ενώ είχαν ερωτική επαφή στο υπονοδωμάτιο, άνοιξε η πόρτα και εισήλθε η παραπονούμενη, η οποία αφού τους είδε άρχισε να φωνάζει. Από τότε ο κατηγορούμενος δεν ξαναπήγε στην οικία εκείνη και ούτε είχε επαφή με τους γονείς της παραπονούμενης μέχρι που αυτοί εγκατέλειψαν το Μπαχρέιν, εξ όσον νομίζει ο κατηγορούμενος, περί τα τέλη 1986 ή 1987. Παράλληλα τον Ιούλιο 1985 ήλθε στο Μπαχρέιν η σύζυγος του κατηγορουμένου.

 

Αναφορικά με τα Μ., δηλώνεται πως όσες φορές ο κατηγορούμενος ήταν στο χωριό αυτό ουδέποτε συναντήθηκε με την παραπονούμενη και την οικογένεια της. Επίσης ο ίδιος δηλώνει πως ουδέποτε παρενόχλησε σεξουαλικά την παραπονούμενη τόσο στο Μπαχρέιν όσο και στην Κύπρο.» 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως αξιόπιστη. Δέχτηκε ως αξιόπιστη και τη μαρτυρία αριθμού μαρτύρων που κλήθηκαν στην υπόθεση από τις δύο πλευρές, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία άλλων,  στους οποίους δεν χρειάζεται να γίνει ειδική αναφορά στο παρόν στάδιο. Αναφορικά με την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα,  έκρινε ότι αυτή δεν είχε καμία πειστική αξία.   Στη βάση δε της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ενοχής του εφεσείοντα και στις επτά κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ως έχει αναφερθεί.

 

Η έφεση προωθείται στη βάση επτά λόγων έφεσης οι οποίοι, μετά την απόσυρση των λόγων που αφορούν στην ποινή, κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον μας, στρέφονται κατά  της ορθότητας της καταδικαστικής απόφασης και της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.4.2019. Θα τους εξετάσουμε με τη σειρά που προβάλλονται στην ειδοποίηση έφεσης.

 

Όπως έχει αναφερθεί, πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας  ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η υπεράσπιση εισηγήθηκε, με νομικό έρεισμα το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και απώτερο σκοπό τη διακοπή της δικαστικής διαδικασίας, ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να τύχει δίκαιης δίκης.  Αυτό λόγω του μεγάλου χρόνου, 29 περίπου ετών, από τον ουσιώδη χρόνο του κατηγορητηρίου, το οποίο καταχωρήθηκε στις 25.9.2015, καθότι μάρτυρες απεβίωσαν, ο εφεσείων στερείτο της δυνατότητας να συγκεντρώσει μαρτυρικό υλικό και, στο μεταξύ, εξασθένησε και η μνήμη του αναφορικά με «κρίσιμα και ουσιαστικά θέματα» για τα οποία απαιτείτο να δώσει σαφείς οδηγίες στο συνήγορό του.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 19.4.2019, απέρριψε την αίτηση κρίνοντας, κυρίως, ότι «το καταλληλότερο στάδιο» για να εγερθεί θέμα παραβίασης δικαιώματος δίκαιης δίκης είναι μετά την προσκόμιση του συνόλου του μαρτυρικού υλικού  κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.  Η ορθότητα της απορριπτικής απόφασης του προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Το θέμα του χρόνου που έγινε το παράπονο επαναφέρθηκε με την τελική αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την εισήγηση ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμα του εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης για τους ίδιους λόγους, ουσιαστικά που είχαν προβληθεί πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα καθοδηγούμενο από κυπριακή και αγγλική νομολογία[1] και το απέρριψε.  Τα σχετικά ευρήματα του προσβάλλονται με τον 2ο λόγο έφεσης, με τον οποίο θα ασχοληθούμε πρώτα, καθότι η έκβαση του θα είναι καθοριστική και για τον πρώτο λόγο.  

 

Σύμφωνα με το 2ο λόγο έφεσης το Δικαστήριο «εντελώς λανθασμένα, αντινομικά και κατά παράβαση κάθε αρχής δικαίου, έκρινε μέσα από την απόφαση του ότι η δίκη που διεξήχθηκε για τον εφεσείοντα, ήταν δίκαια και δεν ήταν έξω από τα συνταγματικά πλαίσια του άρθρου 30 εδάφιο 2 του Συντάγματος της Κυριακής Δημοκρατίας και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Ο εφεσείων θεωρεί, επίσης, ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού προέβη σε σειρά από ανεπίτρεπτες αυθαιρεσίες, οι οποίες αναπτύσσονται στην αιτιολογία του λόγου.

 

Μελετήσαμε με τη μέγιστη προσοχή τις εισηγήσεις, γραπτές και προφορικές, των συνηγόρων.  Παρατηρούμε καταρχάς ότι το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το αντίστοιχο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, επί των οποίων βασίζεται το παράπονο του εφεσείοντα, δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.  Όπως επισημαίνεται στην πρόσφατη υπόθεση ΧΧΧ Μηνά ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 228/2018, ημερομηνίας 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102, όπου ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι συνεπεία του μεγάλου διαρρεύσαντα χρόνου από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταδίκη του, παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του για δίκαιη δίκη, τα οποία κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ:

 

«Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, επί του οποίου ο εφεσείων βασίζει το παράπονο του ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Παραπέμπουμε συναφώς στη Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, όπου τονίστηκε ότι στις ποινικές υποθέσεις η διασφάλιση του εύλογου χρόνου διάγνωσης της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου αρχίζει από την ημερομηνία διατύπωσης της κατηγορίας μέχρι την τελική εκδίκασή της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας έφεσης. Στην παρούσα περίπτωση ναι μεν τα αδικήματα που καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα διαπράχθηκαν με ορίζοντα το 2000, αλλά οι εναντίον του κατηγορίες διατυπώθηκαν το 2016 και η ποινική του ευθύνη διαγνώστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στις 18.4.2018, δηλαδή μέσα σε δύο περίπου χρόνια. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.»

 

  (Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Η ουσία, βέβαια, του παραπόνου είναι ότι η καθυστέρηση στην καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία, κατέστησε τη δικαστική διαδικασία για τον εφεσείοντα καταχρηστική, με την έννοια που αναλύεται κατωτέρω, θέμα το οποίο θα εξετάσουμε στη συνέχεια. 

 

Έχει αναγνωρισθεί με πάγια νομολογία ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία αναστολής ή απόρριψης υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, όταν αυτή απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου (βλ. Διευθυντής Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217).  Πρόκειται για κατ' εξαίρεση δικαιοδοσία η άσκηση της οποίας πρέπει να γίνεται με περίσκεψη και φειδώ.

 

Η προσέγγιση αυτή συνεπικουρείται από την αγγλική νομολογία στην οποία παρατηρείται ότι η μεγάλη καθυστέρηση μετά τα επίδικα γεγονότα μέχρι την ποινική δίωξη (historic allegation), με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να μην μπορεί να τύχει δίκαιης δίκης, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας,  Όπως τέθηκε το ζήτημα στην υπόθεση R v F (TB) [2011] 2 Cr. App.R. 13:

 

«The Crown Court has always had the inherent power to stay criminal proceedings on the grounds of abuse of process.  One instance of abuse of process is the bringing of a prosecution so long after the events in issue that a fair trial has become impossible. »

 

Ενόσω υπάρχει πιθανότητα για δίκαιη δίκη, είναι προς το δημόσιο συμφέρον να διεξαχθεί η δίκη.  Η διακοπή της, με συνακόλουθη απαλλαγή του κατηγορούμενου, ακόμα και στην περίπτωση που η καθυστέρηση δεν είναι δικαιολογημένη, πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.  Η πάροδος μεγάλου χρόνου δεν προδικάζει και το μη δίκαιο της δίκης.  Η κάθε υπόθεση, βέβαια, εξαρτάται από τα δικά της ιδιαίτερα γεγονότα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε εν προκειμένω, ότι το διάστημα που παρήλθε από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταγγελία της παραπονούμενης ήταν όντως μεγάλο, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι  η παραπονούμενη επικαλέστηκε σωρεία λόγων τους οποίους παράθεσε μέσα από τη μαρτυρία της.  Πρόσθεσε δε,  ότι σε περίπτωση αποδοχής της μαρτυρίας της, δυνατό οι λόγοι αυτοί να δικαιολογήσουν την έκταση της καθυστέρησης μέχρι την καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία.  

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παντελώς άστοχα και αντινομικά διερεύνησε το θέμα της παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη κάτω από το πρίσμα αν είναι δικαιολογημένη ή όχι η καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας και «αν κρίνει, ως έκρινε, ότι είναι δικαιολογημένη (sic) καθυστέρηση, τότε δεν υπάρχει παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα». Να σημειώσουμε, κατ' αρχάς, ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε τέτοια αναφορά.  Αυτό που ανέφερε, με παραπομπή στην υπόθεση Bell v DPP of Jamaica [1985] AC 937, είναι ότι οι λόγοι που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση, αποτελούν παράγοντα σχετικό ο οποίος συνεκτιμάται με άλλους παράγοντες για να αποφασίσει το Δικαστήριο κατά πόσο η καθυστέρηση παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορούμενου να τύχει δίκαιης δίκης (βλ. επίσης, R v Hooper [2003] EWCA Crim 2427).  Άλλοι παράγοντες που σημείωσε είναι το μέγεθος της καθυστέρησης, οι προσπάθειες που ο κατηγορούμενος κατέβαλε για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και ο δυσμενής επηρεασμός που έχει υποστεί η υπεράσπιση του ως αποτέλεσμα καθυστέρησης τέτοιου βαθμού ώστε να μην μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη. 

 

Η όποια δικαιολογία για την καθυστέρηση, έχει σημασία στο βαθμό και μόνο που μπορεί να ρίξει φως στο ζήτημα του δυσμενούς επηρεασμού, (βλ. CPS v. F [2011] EWCA Crim 1844).  Η καθυστέρηση δεν επαρκεί από μόνη της για να οδηγήσει σε διακοπή της δικαστικής διαδικασίας.  Είναι δε σχετική με το ερώτημα κατά πόσο είναι δίκαιο να δικαστεί ο κατηγορούμενος μετά την παρέλευση αρκετού χρόνου από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων.  Δεν πρέπει, συνάμα, να ξεχνιέται ότι η καθυστέρηση σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων δεν είναι ασυνήθης, ενώ είναι και πλήρως κατανοητή.  Όπως μνημονεύεται στην   R. v. F(TB) [2011] EWCA Crim 726:

«If the complainant's delay in coming forward is unjustified, that is relevant to the question whether it is fair to try the defendant so long after the events in issue. In determining whether the complainant's delay is unjustified, it must be firmly borne in mind that victims of sexual abuse are often unwilling to reveal or talk about their experiences for some time and for good reason».

 

(βλ. επίσης Μιχαήλ ν Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123 (με αναφορά σε αγγλική νομολογία)).

 

Η εξήγηση ή δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του παραπόνου, δεν είναι παράγοντας σχετικός με τις αρχές που διέπουν  το ζήτημα της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας λόγω καθυστέρησης.  Παρατηρείται δε στην CPS v F (ανωτέρω) ότι στην συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων αυτής της φύσης, οι λόγοι για την καθυστέρηση και κατά πόσο και πώς η καθυστέρηση εξηγείται ή δικαιολογείται, είναι ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με την αξιοπιστία του παραπονούμενου ή της παραπονούμενης και αποτελούν ουσιώδες μέρος του πραγματικού υπόβαθρου στη βάση του οποίου οι ένορκοι θα κληθούν να αποφασίσουν, για την ενοχή ή όχι του κατηγορούμενου.

 

Όσον αφορά, ειδικά, τη μη διαθεσιμότητα εγγράφων, λόγω της παρόδου αρκετού χρόνου, αυτό δεν καθιστά από μόνο του τη δίκη μη δίκαιη.  Στην υπόθεση PR v R [2019] EWCA Crim 1225 στην οποία είχε καταστραφεί μαρτυρικό υλικό που συνέλεξε η Αστυνομία, σχετικό με την υπεράσπιση του κατηγορούμενου, επισημάνθηκε από τον Fulfor LJ, δίδοντας την απόφαση του Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει τέτοιος κανόνας:

 

«65. It is important to have in mind the wide variations in the evidence relied on in support of prosecutions: no two trials are the same, and the type, quantity and quality of the evidence differs greatly between cases. Some cases involve consideration of a vast amount of documentation or expert/forensic evidence whilst in others the jury is essentially asked to decide between oral testimony of two or more witnesses, often simply the complainant and the accused. Furthermore, there is no rule that if material has become unavailable, that of itself means the trial is unfair because, for instance, a relevant avenue of enquiry can no longer be explored with the benefit of the missing documents or records.»

 

 

Επίσης, στην υπόθεση R v. RD [2013] EWCA Crim 1592 , όπου τα κατ' ισχυρισμό αδικήματα διαπράχθηκαν σε διάφορους χρόνους από 39 μέχρι και 63 χρόνια πριν από τη δίκη, το Αγγλικό Εφετείο τόνισε ότι ο χρόνος καθαυτός δεν αποδείκνυε οτιδήποτε πέραν από το γεγονός αυτό ως μέρος του ιστορικού.  Κρίσιμης σημασίας είναι η επίδραση της καθυστέρησης στο δίκαιο της δίκης. Θέτοντας το κριτήριο, ο Treacy LJ ανέφερε τα ακόλουθα:

«In considering the question of prejudice to the defence, it seems to us that it is necessary to distinguish between mere speculation about what missing documents or witnesses might show, and missing evidence which represents a significant and demonstrable chance of amounting to decisive or strongly supportive evidence emerging on a specific issue in the case. The court will need to consider what evidence directly relevant to the appellant's case has been lost by reason of the passage of time.  The court will then need to go on to consider the importance of the missing evidence in the context of the case as a whole and the issues before the jury».

 

 

 

Το ερώτημα κατά πόσο ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει δίκαιης δίκης, μετά την απώλεια ή καταστροφή σχετικού μαρτυρικού υλικού, λόγω του διαρρεύσαντα χρόνου, όπως και στην περίπτωση της μη δυνατότητας κλήσης μαρτύρων, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και επικεντρώνεται στη φύση και την έκταση του δυσμενούς επηρεασμού που προκαλείται σε αυτόν.

 

Εν προκειμένω, το βάρος, ήταν στους ώμους του εφεσείοντα να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι λόγω της απουσίας του συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού και μη δυνατότητας κλήσης συγκεκριμένων μαρτύρων, υπέστη δυσμενή επηρεασμό σε βαθμό που η δίκη δεν ήταν δίκαιη. 

 

Απορρίπτοντας τις θέσεις του εφεσείοντα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αναφορά του περί αδυναμίας παρουσίασης συγχωριανών του ήταν γενική και αόριστη, αφού για να είναι πειστική, θα έπρεπε ο εφεσείων να προσδιορίσει τα άτομα που είχε υπόψη και να αναφερθεί στο ρόλο του καθενός για να μπορεί να διαπιστωθεί η σχετικότητα του με την υπόθεση, κάτι όμως που δεν έγινε με αποτέλεσμα η θέση του να στερείται ερείσματος. Ειδικά για τα πεθερικά του εφεσείοντα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτοί θα μπορούσαν να προσέλθουν στο Δικαστήριο για να καταθέσουν ως μάρτυρες γεγονότων, με το σκεπτικό ότι:

 

«Υπό την ιδιότητα τους αυτή τα εν λόγω άτομα θα μπορούσαν να αναφερθούν μόνο στο ζήτημα της κατ' ισχυρισμό ερωτικής σχέσης του κατηγορούμενου με τη μητέρα της παραπονούμενης.  Ωστόσο η συσχέτιση του θέματος αυτού ως κινήτρου για την υποβολή της καταγγελίας, ως είναι μέρος της εκδοχής του κατηγορούμενου, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος της μαρτυρίας των πιο πάνω προσώπων.  Η εκδικητική στάση που ο κατηγορούμενος αποδίδει στην παραπονούμενη και η κατ' ισχυρισμό επιδίωξη της να αποκομίσει οικονομικό όφελος από αυτόν, είναι θέματα που επίσης δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν από τις μαρτυρίες των πεθερικών του αφού η υπεράσπιση δεν ανάφερε ότι ενέπιπταν στο πεδίο της προσωπικής τους γνώσης».

 

Κατά τον εφεσείοντα, ο πρωτόδικος Δικαστής «άστοχα, αντινομικά, αυθαίρετα και έξω από κάθε αρχή δικαίου κατέληξε με ασφάλεια, κατά τον ίδιο, τι θα έλεγαν τα πεθερικά του εφεσείοντα στο Δικαστήριο».

 

Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ουσία του θέματος είναι ότι ο εφεσείων απέτυχε να καταδείξει ότι η μαρτυρία των πεθερικών του είχε σημαντική και αποδεδειγμένη πιθανότητα να αποτελέσει καθοριστική ή ισχυρή υποστηρικτική μαρτυρία για τα συγκεκριμένα αυτά θέματα, εφόσον δεν ενέπιπταν στο πεδίο της προσωπικής τους γνώσης. Δεν είμαστε ικανοποιημένοι ότι η απώλεια της μαρτυρίας τους επηρέασε σημαντικά την υπόθεση του εφεσείοντα.  Εξάλλου, όπως ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο, για τα ζητήματα αυτά είχε ενώπιον του τη γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα και την ανώμοτη δήλωση του, ενώ είχαν αντεξεταστεί εκτενώς οι μάρτυρες κατηγορίας περιλαμβανομένης της παραπονούμενης.  Εύστοχη δε είναι και η παρατήρηση του Δικαστηρίου, η οποία δεν σχολιάζεται με την έφεση, ότι ο πατέρας της παραπονούμενης, ο οποίος κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης,  δεν ερωτήθηκε, ως άμεσα επηρεαζόμενος, για το ζήτημα της ερωτικής σχέσης της συζύγου του με τον εφεσείοντα ούτε για την εκδικητική, κατά τον εφεσείοντα, στάση της παραπονούμενης απέναντι του.  Παρομοίως, δεν κλήθηκε η επίσης άμεσα επηρεαζόμενη σύζυγος του εφεσείοντα, ως μάρτυρας υπεράσπισης.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μνήμη του εφεσείοντα δεν επηρεάστηκε δυσμενώς «από το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα», επίσης  προσβάλλεται ως λανθασμένη και αυθαίρετη.  Πρόκειται δε, κατά την εισήγηση, για διαπίστωση που αυτοαναιρείται από το Δικαστήριο, με το ακόλουθα απόσπασμα από την απόφαση του, ενώ όλες οι προσεγγίσεις του είναι λανθασμένες, αντινομικές και αυθαίρετες:

 

«Περαιτέρω ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε αδυναμία παρουσίασης εγγράφων στο Δικαστήριο που θα βοηθούσαν την εκδοχή του.  Εξειδίκευσε ως τέτοια έγγραφα το διαβατήριο του και έγγραφα από την εργασία του στο Μπαχρέιν.  Εξ όσον γίνεται αντιληπτό ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι απώλεσε το διαβατήριο του.  Το ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος βρισκόταν τα έτη 1986, 1987 και 1988 στην Κύπρο που είναι ο ουσιώδης χρόνος του κατηγορητηρίου.  Η θέση του κατηγορουμένου στο θέμα αυτό δεν είναι ξεκάθαρη.  Δεν θυμάται αν βρισκόταν στην Κύπρο.  Σε τέτοια περίπτωση, εφόσον έχει απωλέσει το διαβατήριο του, θα μπορούσε στο στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, εάν επιθυμούσε, να εξασφαλίσει στοιχεία από το αρχείο της εταιρείας στην οποία εργαζόταν στο Μπαχρέιν προκειμένου να καταδείξει στο Δικαστήριο αν βρισκόταν στην Κύπρο την επίμαχη περίοδο.  Θα μπορούσε ακόμη να παρουσιάσει μαρτυρία από τη σύζυγο του για το ζήτημα αυτό.  Συνεπώς διαπιστώνω ότι υπήρχε μαρτυρικό υλικό διαθέσιμο που ο κατηγορούμενος μπορούσε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσης, αν επιθυμούσε, προκειμένου να ξεκαθαρίσει τη θέση του.  Είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τέτοια μαρτυρία ως είναι δικαίωμα του αλλά για τους δικούς του λόγους επέλεξε να μην το πράξει και κατ' επέκταση να μην διεκδικήσει το δικαίωμα του αυτό. Εν πάση περιπτώσει, η εκδοχή του κατηγορούμενου είναι ότι δεν διέπραξε τα κατ' ισχυρισμό αδικήματα». 

 

 

 

Σκοπός της προσκόμισης των εγγράφων και ειδικά του διαβατηρίου, θα ήταν για να ρίξουν φως στο ζήτημα κατά πόσο ο εφεσείων βρισκόταν στην Κύπρο κατά τα έτη 1986, 1987 και 1988.  Δεν μπορούμε να εικάσουμε τι θα αποδείκνυε ή δεν θα αποδείκνυε το διαβατήριο.  Δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το συγκεκριμένο έγγραφο θα αποτελούσε σημαντικό και καθοριστικό στοιχείο μαρτυρίας για την υπεράσπιση του εφεσείοντα και δη ότι δεν μπορεί να είχε διαπράξει τα κατ' ισχυρισμό αδικήματα.  Έπειτα, η υπεράσπιση μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του ιδίου. Σχετικά με το τελευταίο, σημειώνουμε την ορθή παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων μέσα από την ανακριτική του κατάθεση στην Αστυνομία (Τεκμήριο 2), επικαλέστηκε συγκεκριμένα γεγονότα, τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο είχαν διαδραματιστεί «με αναφορά σε συγκεκριμένους χρόνους, τοποθεσίες και πρόσωπα».  Παρατήρησε, περαιτέρω, το Δικαστήριο, ότι επρόκειτο για αναλυτικό έγγραφο επτά σελίδων, από το περιεχόμενο του οποίου διαφαινόταν ότι η μνήμη του εφεσείοντα δεν είχε επηρεαστεί δυσμενώς, ενώ μέσα από το έγγραφο αυτό, την αντεξέταση μαρτύρων κατηγορίας και την παρουσίαση μαρτύρων υπεράσπισης, η εκδοχή του παρουσιαζόταν «στην ολοκληρωμένη της διάσταση και αποκρυσταλλωμένη».

 

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνονται να ήταν εύλογα επιτρεπτές επί του υλικού που είχε ενώπιον του και δεν διαπιστώνουμε αιτία που να δικαιολογεί παρέμβαση μας προς ανατροπή της κατάληξης του ότι η δίκη που διεξάχθηκε ήταν δίκαιη.

 

Η κατάληξη μας αναφορικά με το 2ο λόγο έφεσης συμπαρασύρει και τον 1ο λόγο.  Και οι δύο λόγοι απορρίπτονται ως αβάσιμοι. 

 

Με τον 3ο, πολυσύνθετο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι:

 

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ως αξιόπιστη την παραπονούμενη και εξέτασε την μαρτυρία αυτή με λανθασμένη προσέγγιση και καθιστώντας τον εαυτό του ως εμπειρογνώμονα, με συνεπακόλουθο να κρίνει αυτή ως αξιόπιστη, παρά τις σοβαρότατες αντιφάσεις και κενά που παρατηρούνται στην μαρτυρία της, καθώς και την σύγκρουση που παρατηρείται στην μαρτυρία αυτή, με άλλους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας.  Απέφυγε δε να σχολιάσει πληθώρα σημείων της μαρτυρίας της.»

 

Το ζήτημα της αξιοπιστίας της παραπονούμενης προωθήθηκε από τον εφεσείοντα στη βάση συγκεκριμένων επισημάνσεων στην αιτιολογία του 3ου λόγου έφεσης, οι οποίες θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια, όχι με τη σειρά που αναπτύσσονται στην αιτιολογία.  

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δρα χχχ Θεοδότου (ΜΥ3), καρδιολόγου-παθολόγου, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο ως επιστημονικά ορθή, το Δικαστήριο χαρακτήρισε τη διαφορετική θέση της παραπονούμενης ως προς το χρόνο που ενημέρωσε τον ΜΥ3 για τους ισχυρισμούς της σε σχέση με τον εφεσείοντα, ως ανακριβή λόγω σύγχυσης στη μνήμη της.  Ο εφεσείων παραπονείται ότι επρόκειτο για κατασκεύασμα και όχι αδιάφορο γεγονός, όπως το θεώρησε το Δικαστήριο.  Περαιτέρω, οι αντιφάσεις, τα κενά και η σύγκρουση της μαρτυρίας της παραπονούμενης με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας, δεν επέτρεπαν στο Δικαστήριο να κάνει αποδεκτή τη μαρτυρία της.

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της παραπονούμενης ήταν ιδιαίτερα αναλυτική και η αιτιολογία της εμπεριστατωμένη.  Αξιολόγησε τη μαρτυρία της αφού προειδοποίησε τον εαυτό του ότι δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της καθώς και για κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης πιθανότητας η αντίληψη της παραπονούμενης να ήταν εσφαλμένη λόγω του νεαρού της ηλικίας της κατά τον ουσιώδη χρόνο του κατηγορητηρίου καθώς και της παρέλευσης 27 και πλέον χρόνων από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη του τελευταίου αδικήματος μέχρι την υποβολή του παραπόνου της στην Αστυνομία.  Η εξέταση της μαρτυρίας της ήταν εξονυχιστική. Σημείωσε το Δικαστήριο με λεπτομέρεια επίσης, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις της ενώ κατάθετε ενώπιον του.  Έστρεψε την προσοχή του όχι μόνο στην ποιότητα της μαρτυρίας της αλλά και στα σημεία διαφοράς με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων.  Στο πλαίσιο της αξιολόγησης, αναφέρθηκε σε έκταση και απάντησε στην επιχειρηματολογία που προβλήθηκε από την υπεράσπιση προς υποστήριξη της θέσης της ότι η παραπονούμενη ήταν αναξιόπιστη.  Ως προς τον ισχυρισμό, ειδικά, ότι η παραπονούμενη κατασκεύασε το παράπονο προκειμένου να εκδικηθεί τον εφεσείοντα, αντιλαμβανόμενη ότι αυτός είχε ερωτικό δεσμό με τη μητέρα της και για να αποσπάσει οικονομικό όφελος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν τέθηκε καμιά μαρτυρία που να τον υποστηρίζει, σημειώνοντας παράλληλα ότι αν όντως αυτή ήταν η επιδίωξη της παραπονούμενης, θα μπορούσε να το πράξει πολύ νωρίτερα και όχι μετά από 27 χρόνια.

 

Καταλήγοντας, αναφορικά με την αξιοπιστία της παραπονούμενης, το  Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία της ήταν γνήσια, αληθής και συνήδε με τη δικαστικώς αναγνωρισθείσα εμπειρία και κοινή λογική.   Δεν ήταν κατασκευασμένη αλλά «εσώψυχη αναδρομή των όσων είχε βιώσει», σημειώνοντας, εξάλλου, ότι ήταν λογικό σε τέτοιας φύσης υπόθεση, η παραπονούμενη να εμφανίζει κενά μνήμης, τα οποία, όμως, δεν επηρέασαν το πλαίσιο και την αλληλουχία των ουσιωδών γεγονότων.

Το έργο της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είναι σε εξέχουσα θέση να την εκτιμήσει. Η επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή ευρημάτων πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων δικαιολογείται μόνο όταν εξ αντικειμένου διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας ή είναι ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Η περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, με βάση τα όσα παραθέσαμε ανωτέρω,  δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας.

 

Ο εφεσείων διατείνεται, προσέτι, με παραπομπή στο ακόλουθο απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστησε τον εαυτό του ως  εμπειρογνώμονα και «προφανώς για να δικαιολογήσει αρκετά θέματα και/ή ψεύδη και/ή θέσεις της [παραπονούμενης]»:

 

«Στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης έχω υπόψη μου ότι δεν αναμένεται από ένα ανήλικο θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης να αποκαλύψει αμέσως ή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την άσεμνη επίθεση που υπέστη.  Δεν αναμένεται κάθε θύμα να αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο.  Ακόμη το ανήλικο θύμα μπορεί να αποφεύγει κάθε συζήτηση ή έστω σκέψη που να παραπέμπει στην τραυματική εμπειρία του.  Επίσης το ανήλικο θύμα μπορεί να αδυνατεί να θυμηθεί την τραυματική εμπειρία που υπέστη ή μέρος αυτής.  Επιπλέον μπορεί να αναβιώνει το τραύμα μέσα από διασχιστικά επεισόδια ή όταν αφηγείται και επαναφέρει στη μνήμη τα όσα βίωσε.  Επιπροσθέτως το ανήλικο θύμα μπορεί να παρουσιάζει αίσθηση αποξένωσης και απόρριψης από τους ενήλικες αλλά και το ότι δεν θα γίνει πιστευτό από αυτούς αν τους αφηγηθεί αυτά που έζησε καθώς και αισθήματα φόβου, ενοχής, ματαιότητας, ανασφάλειας και απελπισίας».

 

 

Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε υπόψη και την παρατήρηση του εφεσείοντα ότι δεν φαίνεται να προβλημάτισε το Δικαστήριο πως η παραπονούμενη ενώ μιλούσε σε διάφορα άτομα κατά καιρούς για τα βιώματά της, δεν προχωρούσε σε καταγγελία του εφεσείοντα. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του την αδιαμφισβήτητη επιστημονική μαρτυρία του ΜΚ2 αναφορικά με την καθυστέρηση της καταγγελίας του παραπόνου της παραπονούμενης, σύμφωνα με την οποία:

«[Η παραπονούμενη] απέφευγε πάντως να το αναφέρει απ' ό,τι μου είπε.  Εγώ στην αρχή την πίεζα να το πει, τότε ήταν πολύ προκατειλημμένη, δεν ήθελε να μιλήσει και αυτό συμβαίνει πολλές φορές σε σεξουαλικές παρενοχλήσεις.  Από την πείρα μου έτυχε πολλές φορές να τα κρατούν μέσα τους, ακόμα και στον ίδιο τον άντρα τους να μην το αναφέρουν

 

Πέραν τούτου, βέβαια, είχε τη μαρτυρία και τις εξηγήσεις της ίδιας της παραπονούμενης για το ζήτημα, τις οποίες αποδέχθηκε, έχοντας σημειώσει προηγουμένως, κατά την ανάλυση της νομολογίας αναφορικά με το ζήτημα της καθυστέρησης,  ότι «Σε κάθε όμως περίπτωση το δικαστήριο δεν θα πρέπει να διαγράφει από το μυαλό του την πιθανότητα η καθυστερημένη υποβολή παραπόνου να συσχετίζεται με την μη αυθεντικότητα του.  Όσο πιο μεγάλη είναι η καθυστέρηση τόσο πιο αυξημένος πρέπει να είναι ο βαθμός εγρήγορσης του Δικαστηρίου στο θέμα αυτό».

Οι υπό αναφορά παρατηρήσεις του Δικαστηρίου, όντως δεν περιορίστηκαν στα όρια της ενώπιον του μαρτυρίας, είχαν όμως έρεισμα στη νομολογία, μεταξύ άλλων στην υπόθεση ΕΑ ν Δημοκρατία, Ποινική Έφεση Αρ. 231/2018, ημερ. 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, η οποία μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση, όπου σημειώνεται ότι μπορεί να προβεί το ίδιο το Δικαστήριο σε σχετικό σχόλιο για τους ενδεχόμενους λόγους ενός καθυστερημένου παραπόνου από νεαρά πρόσωπα, χωρίς την ανάγκη προσκόμισης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Η παραδοσιακή αντίληψη του κοινού δικαίου, η οποία φαίνεται να βρήκε έκφραση και σε κυπριακή νομολογία (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 1), ήταν ότι το θύμα σεξουαλικής επίθεσης ή εκμετάλλευσης αναμένεται να προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία (βλ. Rook and Ward on Sexual Offences, 5th ed., 30.102, "Late" Complaint και Australian Law Reform Commission, New South Wales Law Reform Commission and Victorian Law Reform Commission, Uniform Evidence Law, Report 102, NSWLRC Report 112, VLRC FR (2005) [18.72]). Η αντίληψη όμως αυτή, θεωρείται πλέον ως απηρχαιωμένη. Έχει από πολλού αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανήλικα πρόσωπα, δεν αναμένεται, ως εκ της τραυματικής τους εμπειρίας, να ενεργήσουν κατά τον «αναμενόμενο» τρόπο ώστε να υποβάλουν άμεσο παράπονο (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766, Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 146, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 113, Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 547 και Σ.Π. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 207/13, 25.6.2014, ECLI:CY:AD:2014:B426).

 

Μάλιστα θεωρείται πλέον ότι πρόκειται για ένα ζήτημα για το οποίο μπορεί το ίδιο το δικαστήριο, όταν εγείρεται από την υπεράσπιση θέμα κατασκευασμένου παραπόνου, μέσα από τη δική του δικαστική εμπειρία και ως ζήτημα κοινής λογικής, να προβεί σε σχετικό σχόλιο για τους ενδεχόμενους λόγους ενός καθυστερημένου παραπόνου από νεαρά πρόσωπα, χωρίς την ανάγκη μαρτυρίας ειδικών, νοουμένου ότι το σχόλιο είναι εξισορροπημένο και δίκαιο (R. v. MM [2007] EWCA Crim. 1558, Doody [2008] EWCA Crim. 2557, Miller [2010] EWCA Crim. 1578). Θα πρέπει να λαμβάνονται, παράλληλα, υπόψιν τα επιχειρήματα της υπεράσπισης ότι η καθυστέρηση στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλεται σε κατασκευασμένο παράπονο (R. v. GJB [2011] EWCA Crim 867). Είναι σημαντικό η καθοδήγηση να είναι προσαρμοσμένη στα γεγονότα της υπόθεσης και να περιορίζεται σε αδιαμφισβήτητες διαπιστώσεις της κοινής πείρας (ΜΜ v. R. [2011] EWCA Crim 1291).

 

Στα πλαίσια αυτά, στην υπόθεση Doody (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι κατά τρόπο θεμιτό εξηγήθηκε από το δικαστή στους ενόρκους ότι η εμπειρία καταδεικνύει πως οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά στο τραυματικό βίωμα σοβαρών σεξουαλικών επιθέσεων, ότι δεν υπάρχει στερεότυπη αντίδραση και ότι εναπόκειται στους ενόρκους να αξιολογήσουν τη θέση της υπεράσπισης ότι η καθυστέρηση καταδεικνύει ψευδές παράπονο και να λάβουν υπόψιν ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να υποβάλουν παράπονο αμέσως στο πρώτο πρόσωπο που θα δουν, ενώ άλλοι μπορεί να αισθάνονται ντροπή και σοκ με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν παράπονο για κάποιο χρόνο και ότι ένα καθυστερημένο παράπονο δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ψευδές παράπονο. Αποφασίστηκε επίσης ότι δικαιολογημένα υποδείχθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή ότι είναι καλά γνωστό ότι το τραυματικό βίωμα ενός βιασμού μπορεί να προκαλέσει αισθήματα ντροπής και ενοχής, τα οποία εμποδίζουν το θύμα από του να υποβάλει παράπονο.»

 

 

Στην ίδια υπόθεση σημειώνεται η αναγνώριση από το Αγγλικό Εφετείο στην R v ER [2010] EWCA Crim. 2522 ότι η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων για να εξηγηθεί η καθυστέρηση παιδιού να προβεί σε παράπονο, δεν απαιτείται και θεωρείται περιττή.  Όπως υποδείχθηκε από τον Hughes LJ, τέτοια μαρτυρία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται «εκτός αν υπάρχει κάτι πολύ ασύνηθες που στην πραγματικότητα σημαίνει ότι η μαρτυρία κατευθύνεται προς ένα ζήτημα το οποίο είναι εντελώς έξω τόσο από την πείρα των ενόρκων όσο και από την ικανότητα του δικαστή να εξηγήσει την κοινή αντίληψη και τα κοινά πρότυπα συμπεριφοράς», (ελεύθερη μετάφραση).

 

Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε μεμπτό στην προσέγγιση του Δικαστηρίου.  Μέσα δε από τη μαρτυρία της παραπονούμενης και τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, δόθηκε εύλογη εξήγηση για την καθυστερημένη υποβολή του παραπόνου στην Αστυνομία, περίπου 27 έτη μετά τη διάπραξη των κατ' ισχυρισμό αδικημάτων.  Σημειώνουμε, κατ' αρχάς, τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη «.ως ανήλικη που ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, .αισθανόταν φόβο για τον [εφεσείοντα], ο οποίος απαίτησε από αυτήν να μην αναφέρει οτιδήποτε σε κανένα.  Θεωρούσε ότι δεν θα γινόταν πιστευτή μπροστά στο λόγο του ενήλικα θείου της.»  Εκτός από τον φόβο, αισθανόταν απελπισία και ντροπή που ενεχόταν στενό συγγενικό της πρόσωπο, ενώ δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί τα σχόλια των άλλων συγγενών και γνωστών της οικογένειας όταν τα περιστατικά έρχονταν στο προσκήνιο.  Όταν ενηλικιώθηκε, δεν προχώρησε σε καταγγελία στην Αστυνομία επειδή δεν ήθελε να ευθύνεται για την τιμωρία του θείου της, ενώ ταυτόχρονα ήταν ψυχολογικά ανέτοιμη να το πράξει.  Σημειώνεται,  στην εκκαλούμενη απόφαση ότι η παραπονούμενη:

 

«Κρύβοντας μέσα της τα πιο πάνω περιστατικά προσπάθησε να μην τα σκέφτεται θεωρώντας έτσι ότι θα τα ξεχνούσε.  Νομιζόμενη ότι έτσι θα διέγραφε τα προηγούμενα βιώματα της από τη ζωή της, η παραπονούμενη εισήλθε  στην εφηβεία κουβαλώντας ουσιαστικά μαζί της το μαύρο παρελθόν της.  Στις 03.05.92 και σε ηλικία 16,5 ετών η παραπονούμενη νυμφεύεται και στις 06.07.92 γίνεται μητέρα ενός παιδιού.  Σύμφωνα με την ίδια ο έγγαμος βίος αποδεικνύεται εφιάλτης.  Ο σύζυγος της ήταν βίαιος απέναντι της.  Αρκετές ήταν οι φορές που άσκησε σωματική βία εναντίον της.  Όπως φαίνεται ο σύζυγος της δεν περιορίστηκε σε κτυπήματα αλλά η παραπονούμενη υπήρξε και θύμα βιασμού από αυτόν.  Εκτός από σωματική βία ο σύζυγος της άσκησε σεξουαλική βία εναντίον της.  Στις 24.02.95, μετά από περιστατικό βίας που είχε από αυτόν, η παραπονούμενη κατάγγειλε το σύζυγο της στην αστυνομία και έπαυσε πλέον να συζεί μαζί του.

 

Τα πιο πάνω φαίνεται να διατάραξαν περαιτέρω τη ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης, η οποία το έτος 1995 αποπειράθηκε να θέσει τέρμα στη ζωή της.  Ο ψυχίατρος Δρ. χχχ Αργυρίου που την εξέτασε δύο φορές διέγνωσε οξεία κρίση πανικού.».

 

 

Από το 1995 μέχρι το 2019, η παραπονούμενη παρακολουθείτο από διάφορους ψυχολόγους, ψυχίατρους και ιατρούς άλλων ειδικοτήτων και λάμβανε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, φαρμακευτική αγωγή. Στο διάστημα αυτό, λόγω των ψυχολογικών της προβλημάτων, οδηγήθηκε σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας, κατά τα έτη 1995 και 2011 και υπέστη κρίσεις πανικού.  Περί τα τέλη του έτους 1995 με αρχές 1996, μετά που πήρε διαζύγιο, εκμυστηρεύτηκε τα βιώματα της με τον εφεσείοντα, για πρώτη φορά, στη θεία της (ΜΚ3), αδελφή της μητέρας της.  Ακολούθησαν και άλλες εκμυστηρεύσεις, όπως στον χχχ Παναγιωτίδη (ΜΚ2) κλινικό ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή, τον οποίο επισκεπτόταν πάνω σε συχνή βάση την περίοδο 1997-2000 και ακολούθως σποραδικά μέχρι το 2006 και στον  πρώην σύντροφο της, χχχ Στρατή (ΜΚ9). Ωστόσο, «η ψυχολογική ανετοιμότητα, συναισθηματική αστάθεια και ψυχική αδυναμία», δεν επέτρεπαν στην παραπονούμενη να καταγγείλει τον θείο της στην Αστυνομία.  Οι ψυχοθεραπευτικές συνεδριάσεις στις οποίες συμμετείχε με ψυχολόγους, βελτίωσαν την ψυχική της υγεία και στο να αισθανθεί ψυχολογικά έτοιμη να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία, όπως και έπραξε στις 27.6.2015. Η θέση δε ότι η παραπονούμενη κατήγγειλε τον εφεσείοντα εκδικητικά το 2015 ανατρέπεται από το γεγονός ότι είκοσι περίπου  χρόνια προηγουμένως είχε εκμυστηρευτεί στη θεία της και ακολούθως σε άλλα πρόσωπα τι είχε υποστεί από τον εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της καθυστέρησης ενδελεχώς και από κάθε οπτική γωνία.  Στο πλαίσιο αυτό, έστρεψε την προσοχή του και στην ενέργεια της παραπονούμενης να μην καταγγείλει στην Αστυνομία τα περιστατικά σε σχέση με τον εφεσείοντα, όταν το 1995, ούσα πλέον ενήλικας, κατήγγειλε τον πρώην σύζυγό της, καταλήγοντας, ορθά, ότι  «.το ένα δεν οδηγεί κατ' ανάγκη και στο άλλο.  Τα δεδομένα της μίας περίπτωσης διαφέρουν από αυτά της άλλης».

 

Κρίνουμε αβάσιμες τις αιτιάσεις του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων θεωρεί επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τη μαρτυρία του ΜΚ2  κατά την εξέταση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ο οποίος ανέφερε ότι πολλές φορές, ένας ασθενής με οριακή προσωπικότητα, όπως είναι η παραπονούμενη, φαντάζεται ότι παρενοχλήθηκε, κάτι που ο μάρτυρας δεν απέκλεισε  στην περίπτωση της παραπονούμενης.  

 

Η σχετική μαρτυρία του ΜΚ2 αφορούσε συγκεκριμένη θέση της υπεράσπισης που του τέθηκε κατά την αντεξέταση, ότι η παραπονούμενη όταν ήταν στο Μπαχρέιν «άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου της μάνας της τη νύχτα και είδε τον [εφεσείοντα] μαζί με τη μάνα της να κάνουν σεξ», ισχυρισμός ο οποίος παρέμεινε αναπόδεικτος.  Επομένως, η εισήγηση που ακολούθησε:  «τούτη όλη η ιστορία που σας είπε η . [παραπονούμενη] για δήθεν παρενόχληση από το θείο ήταν μια ψεύτικη ιστορία, γιατί τα τραύματα της προκλήθηκαν από άλλα γεγονότα μεταξύ αυτών των δύο που σας ανέφερα προηγουμένως.», με την οποία ο μάρτυρας δεν συμφώνησε αλλά ούτε μπορούσε να την αποκλείσει, στερείτο πραγματικού υποβάθρου. Αυτό απαντά και στο παράπονο του εφεσείοντα περί παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το λόγο που η παραπονούμενη «δεν χώνευε τη μητέρα της», σε συνδυασμό με την εκδοχή του  ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με την μητέρα της παραπονούμενης. Σημειώνουμε δε ότι η ίδια η παραπονούμενη κατά την κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι «τότε» είχε κάποιες διαφορές με τη μητέρα της, διευκρινίζοντας ότι αναφερόταν στο χρόνο που χρειάστηκε τη μητέρα της να είναι κοντά της στην φροντίδα του παιδιού της, όταν η ίδια εργαζόταν.

 

Στα πλαίσια του 3ου λόγου έφεσης προβάλλεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως τα χρόνια 1985-1986 η παραπονούμενη ήταν στο Μπαχρέιν και «ταυτόχρονα» προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων το καλοκαίρι του 1986 παρενόχλησε την παραπονούμενη στα Μ. της Πάφου.  Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «Εφόσον διαπιστώθηκε ότι η παραπονούμενη βρισκόταν στο Μπαχρέιν τη χρονιά 1985-1986 σε ηλικία 10 ετών, προκύπτει ότι τα επίμαχα καλοκαίρια που λέει για τα Μ. αφορούν τα έτη 1986, 1987 και 1988 όταν αυτή ήταν ηλικίας 11, 12 και 13 ετών αντίστοιχα.». Είναι δε σαφές από τη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι το έτος 1985 διέμενε στο Μπαχρέιν και φοιτούσε στην πέμπτη τάξη δημοτικού σχολείου, ενώ το 1986 επέστρεψε στην Κύπρο για να φοιτήσει στην έκτη τάξη.   Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω  εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης και παραμένει αλώβητο. Η προβολή του παραπόνου του εφεσείοντα στην αιτιολογία του 3ου λόγου έφεσης, με τον οποίο δεν έχει οποιαδήποτε συνάφεια, δεν δικαιολογεί την εξέταση του.    Όπως υπέδειξε το Εφετείο στην υπόθεση Ταμείου Προνοίας Πιλότων και Ιπταμένων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. Suphire Holdings Public Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2012, ημερ. 22.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A479, επαναλαμβάνοντας τις επί του θέματος νομολογιακές αρχές με παραπομπή στις υποθέσεις Προκοπίου ν. Ryan κ.α. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112:

«Είναι νομολογημένο ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τις παραμέτρους της έφεσης εφόσον με αυτή καθορίζονται οι λόγοι πάνω στους οποίους βασίζεται (βλ. Προκοπίου ανωτέρω, η οποία παραπέμπει και σε προγενέστερη νομολογία επί του θέματος). Περαιτέρω έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων - αλλά και από άλλη - ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τα επίδικα θέματα της έφεσης και ο προσδιορισμός τους διέπεται από τη Δ.35 θ.4[1] των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο δε λόγος της έφεσης συντίθεται πρώτο από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο από τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Όπως συναφώς τονίστηκε στη Μιχαηλίδου (ανωτέρω), χωρίς το ένα ή το άλλο σκέλος, ο λόγος έφεσης είναι ατελής και κατά συνέπεια υπόκειται σε απόρριψη εφόσον δεν μπορεί να εξεταστεί.»

 

 

Η κατάληξη μας ως προς την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία της παραπονούμενης καλύπτει σε μεγάλο βαθμό και τον 4ο λόγο έφεσης με τον οποίο βάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι μπορούσε να καταδικάσει τον εφεσείοντα χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, λόγω των κενών, αδυναμιών και αντιφάσεων που παρουσίαζε η μαρτυρία της. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βέβαια, δεν ήταν υποχρεωμένο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία (άρθρο 4(3) του Ν. 87(Ι)/2007), την αναζήτησε όμως, προφανώς λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή του παραπόνου. (Βλ. Ε.Α. ν. Δημοκρατία, (ανωτέρω) στην οποία γίνεται εκτενής συζήτηση του θέματος της αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας σε υποθέσεις όπως η παρούσα). Μη εντοπίζοντας ενισχυτική μαρτυρία, το Δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του για την απουσία της.  Η δε εγρήγορση του ως προς τους εγγενείς κινδύνους ήταν αυξημένη, όπως φαίνεται από τους διάφορους παράγοντες και προβληματισμούς που είχε υπόψη του κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης όπως, για παράδειγμα, το πολύ νεαρό της ηλικίας της κατά τον ουσιώδη χρόνο, την πιθανότητα η μνήμη της επί των γεγονότων να είναι εσφαλμένη ή παραπλανητική και το ότι δεν κατήγγειλε το γεγονός στην Αστυνομία στις 24.2.1995 όταν κατήγγειλε τον σύζυγό της, τους οποίους το Δικαστήριο εξέτασε με προσοχή καταλήγοντας στην αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης ως αληθή και αξιόπιστη. 

 

Όπως τονίζεται στην Ε.Α. ν Δημοκρατία (ανωτέρω), «εκείνο που έχει σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι η καταγραφή ή η διαπίστωση αυτοπροειδοποίησης, η οποία να παραμένει κατά τα άλλα κενό γράμμα, χωρίς ουσία, αλλά σημασία έχει ο ουσιαστικός δικανικός συλλογισμός ο οποίος ελέγχεται επί τη βάσει της ποιότητας της μαρτυρίας που προσκομίστηκε και του συνόλου της απόφασης».  Εν προκειμένω, ο σχετικός δικανικός συλλογισμός του πρωτόδικου Δικαστή, στον οποίο αναφερθήκαμε εκτενώς ανωτέρω,  δεν δικαιολογεί την παρέμβαση μας.

 

Ο 4ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον 5ο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην  απόφαση του σε σειρά από αυθαίρετα «ευρήματα - κρίσεις», που δεν υποστηρίζονταν από την ενώπιον του μαρτυρία και ότι βασιζόμενο επί τούτων, οδηγήθηκε λανθασμένα σε καταδίκη του εφεσείοντα.  Απαριθμεί, σχετικά, έξι συγκεκριμένες περιπτώσεις, τρεις εκ των οποίων, διατείνεται, λανθασμένα θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ως  μη αμφισβητούμενα γεγονότα, ήτοι:

 

«(α) Πλησίον της οικίας της παραπονούμενης στην Λεμεσό, βρισκόταν η οικία του κατηγορουμένου.

(β) Τα καλοκαίρια η παραπονούμενη μαζί με τους γονείς της και τα αδέλφια της μετέβαιναν για διακοπές στα Μ., όπου φιλοξενούνταν στην πατρική οικία του πατέρα της (ΜΥ1), στην οποία διέμεναν οι γονείς του ΜΥ1.

(γ) Τα Μ. επισκεπτόταν και ο κατηγορούμενος».

 

 

Οι άλλες τρεις περιπτώσεις είναι:

 

«(δ) Για το τι θα έλεγαν οι μάρτυρες υπεράσπισης, οι οποίοι δεν βρίσκονταν στην ζωή, εάν προσέρχονταν να δώσουν μαρτυρία στο Δικαστήριο.

(ε) Για το ποια άλλη μαρτυρία για αναπλήρωση της μαρτυρίας που δεν ήταν εφικτό να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο από πλευράς του εφεσείοντα.

(στ) Για την μνήμη του εφεσείοντα, ότι δεν επηρεάστηκε από την πάροδο του χρόνου».

 

 

Οι τελευταίες αμέσως πιο πάνω τρεις περιπτώσεις έχουν ήδη εξετασθεί στα πλαίσια του 2ου λόγου έφεσης και δεν θα μας απασχολήσουν.

 

Όσον αφορά το (α), ανωτέρω, παρατηρούμε ότι προέκυψε από τη μαρτυρία της παραπονούμενης κατά την αντεξέταση σε συνάρτηση με «παρενόχληση» από τον εφεσείοντα, η οποία δεν είναι αντικείμενο του κατηγορητηρίου.  Επρόκειτο για εύρημα επουσιώδες και άσχετο με τα επίδικα θέματα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τις συγκεκριμένες κατηγορίες που αντιμετώπισε ο εφεσείων.  Σε καμία δε περίπτωση δεν στηρίχθηκε το Δικαστήριο στο εύρημα αυτό ως μέρος του πραγματικού υποβάθρου στη βάση του οποίου κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα.  Το στοιχείο (β), το οποίο δεν συγκεκριμενοποιείται με αναφορά στο χρόνο, επίσης προέκυψε από τη μαρτυρία της παραπονούμενης και δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της.  Σημειώνουμε ότι μέρος της μαρτυρίας της παραπονούμενης, η οποία κρίθηκε αληθή και αξιόπιστη, αποτέλεσε η κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 27.6.2015 (Τεκμήριο 13), στην οποία ανέφερε: «Τα καλοκαίρια όταν ήμουν 10, 11 και 12 χρονών . πηγαίναμε στο χωριό του πατέρα μου στα Μ. και μέναμε στο σπίτι της γιαγιάς μου και του παππού μου».  Όσον αφορά το (γ), στο οποίο επίσης δεν αναφέρεται συγκεκριμένος χρόνος, αυτό προκύπτει από την ίδια την κατάθεση του εφεσείοντα στην Αστυνομία ημερομηνίας 13.7.2015, την οποία υιοθέτησε στα πλαίσια της ανώμοτης δήλωσης του, όπου αναφέρεται ότι για τα χρόνια 1986, 1987 και 1988 δεν θυμόταν πότε ήρθε στην Κύπρο, προσθέτοντας, «Όταν ερχόμουν όμως πήγαινα στο χωριό στα Μ. με τη γυναίκα μου και φεύγαμε την Κυριακή το δείλις .».

 

Ο 5ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ο πατέρας της παραπονούμενης κατάθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης (ΜΥ1) και η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν ήταν ειλικρινές άτομο και μάρτυρας αλήθειας.  Το εύρημα του Δικαστηρίου βάλλεται με τον 6ο λόγο έφεσης ως εσφαλμένο, με τη γενική αιτιολογία ότι «ο μάρτυρας αυτός ανέφερε τα αληθή γεγονότα. και δεν περιέπεσε σε οποιανδήποτε ουσιαστική αντίφαση».  Με γνώμονα τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας μαρτύρων, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε μεμπτό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1 ώστε να δικαιολογείται επέμβαση από το Εφετείο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με περισσή επιμέλεια εξήγησε γιατί δεν αποδεχόταν τη μαρτυρία του, με πρώτη παρατήρηση ότι αυτή επικεντρώθηκε στον μοναδικό στόχο να πλήξει την εκδοχή της παραπονούμενης.  Παράλληλα, ο μάρτυρας απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις που σχετίζονταν με τα επίδικα θέματα «φανερώνοντας έτσι απροθυμία να αποκαλύψει την αλήθεια».  Το Δικαστήριο αναφέρθηκε και σε αντιφάσεις στη μαρτυρία του.  Για όλες δε τις παρατηρήσεις του, παράθεσε σχετικά ενδεικτικά παραδείγματα.  

 

Ο 6ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Τέλος, με τον 7ο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η καταδικαστική απόφαση είναι ακροσφαλής και πως δεν δικαιολογείται από το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Ο λόγος αυτός αιτιολογείται, ουσιαστικά, στη βάση των όσων προβλήθηκαν με τον 3ο λόγο έφεσης αναφορικά με τη μαρτυρία της παραπονούμενης και πιο συγκεκριμένα ότι η μαρτυρία παρουσίαζε αντιφάσεις, κενά, αδυναμίες, ελλείψεις «και χωρίς οποιαδήποτε ενισχυτική μαρτυρία λόγω και της φύσεως των κατηγοριών», αιτιάσεις που έχουν ήδη εξετασθεί και απορριφθεί από το Εφετείο.  Τούτου δοθέντος, ο υπό αναφορά λόγος έφεσης δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. 

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                   Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

/ΣΓεωργίου

 



[1] Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στις υποθέσεις Ονουφρίου ν Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 505, Mansour v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 465, Γεωργιάδης ν Δημοκατίας (2003) 2 ΑΑΔ 1, Έλλη Κρασοπούλη Σκορδέλη κ.ά ν Δημοκρατίας,Ποινικές Εφέσεις 101-104/2013 ημερ. 6.6.2016, Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 294, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γαβριήλ κ.ά (2005) 2 ΑΑΔ 10, Αβραάμ ν Αστυνομίας κ.ά Ποινικές Εφέσεις 102-104/2016 ημερ. 13.12.2017, Θεοχάρους ν Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22 και Bell v DPP of Jamaica  [1985] AC 937.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο