ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Στ. Χριστοδούλου για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες. Σ. Κόκκινος για Χρυσαφίνης amp;amp;amp; Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SPIRITO CONCRETE LTD κ.α. v. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, Ποινική Έφεση Αρ. 206/2020, 1/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B290

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 206/2020)

 

 

1 Ιουλίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

1. SPIRITO CONCRETE LTD

                                 2. Σ. ΣΠΙΡΙΤΟΣ

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

 

Στ. Χριστοδούλου για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.

 

Σ. Κόκκινος για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 



Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η πρωτόδικη ποινική διαδικασία αφορούσε αδικήματα εδραζόμενα στο άρθρο 305Α(1)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επισημαίνεται εξαρχής ότι, ενώ στην Έκθεση Αδικήματος όλων των επίδικων Κατηγοριών η αναφορά ήταν στο αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής άνευ ευλόγου αιτίας, με βάση τις λεπτομέρειες αδικήματος η Εφεσείουσα 1 εταιρεία αντιμετώπιζε κατηγορίες έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, ενώ ο Εφεσείων 2, υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντής της Εφεσείουσας 1, αντιμετώπιζε κατηγορίες συνδρομής και/ή συνέργειας στην έκδοση από μέρους της Εφεσείουσας 1 των επιταγών χωρίς αντίκρισμα.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης κατέθεσαν από πλευράς της Εφεσίβλητης τρεις μάρτυρες, ο Μ.Κ.1, υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου, ο Μ.Κ.2, υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας και ο Μ.Κ.3, υπάλληλος της Εφεσίβλητης εταιρείας.

 

Μετά που οι Εφεσείοντες κλήθηκαν σε απολογία αυτοί επέλεξαν το δικαίωμα της σιωπής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας, κατέληξε στα εξής ευρήματα:

 

«Η παραπονούμενη είναι αλλοδαπή εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία με την επωνυμία «Ελληνικά Πετρέλαια Κύπρου Λτδ». Η παραπονούμενη συναλλασσόταν εμπορικά με την κατηγορούμενη 1 και για τα έτη 2008 έως 2013 είχαν υπογράψει σχετική συμφωνία με βάση την οποία προμήθευε την κατηγορούμενη 1 με πετρελαιοειδή. Για τις μεταξύ τους συναλλαγές η παραπονούμενη διατηρούσε σχετικό λογαριασμό ο οποίος περί το έτος 2013 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο που κυμαινόταν στο ποσό των €130.000 περίπου. Στα πλαίσια της συνεργασίας τους η κατηγορούμενη1 διά της υπογραφής του κατηγορουμένου 2 εξέδωσε και παρέδωσε στην παραπονούμενη 6 επιταγές επί της Λαϊκής Τράπεζας. Οι εν λόγω επιταγές ήταν πληρωτέες στις 7.3.2013, 14.3.2013, 22.3.2013, 29.3.2013, 5.4.2013 και 12.4.2013 και είχαν εκδοθεί για το ποσό των €6.000, €6.000, €5.000, €5.500, €5.000 και €5.000 αντίστοιχα. Οι εν λόγω επιταγές εκδόθηκαν επί συγκεκριμένου λογαριασμού της κατηγορούμενης 1 στη Λαϊκή Τράπεζα ο οποίος κατά τον Μάρτη του έτους 2013 είχε εγκεκριμένο όριο €360.000. Το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού της κατηγορούμενης 1 στη Λαϊκή Τράπεζα κατά την περίοδο από 7.3.2013 μέχρι 30.4.2013 βρισκόταν σε υπέρβαση του εγκεκριμένου ορίου του. Οι 5 από τις εν λόγω επιταγές αναγράφουν ως δικαιούχο τους την εταιρεία «Hellenic Petroleum Cyprus Ltd» και η μία τις λέξεις «Hellenic Petroleum». Οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν για την πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου το οποίο η κατηγορούμενη 1 όφειλε προς την παραπονούμενη στα πλαίσια της μεταξύ τους συνεργασίας και παρουσιάστηκαν για πληρωμή στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες μετά την ημερομηνία που κάθε μια από αυτές ήταν πληρωτέα. Οι επιταγές δεν τιμήθηκαν και επιστράφηκαν απλήρωτες με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα». Οι εν λόγω επιταγές παραμένουν απλήρωτες μέχρι σήμερα.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων σε όλες τις Κατηγορίες που οι Εφεσείοντες αντιμετώπιζαν, στις οποίες τους καταδίκασε.

 

Η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται στη βάση δύο Λόγων Έφεσης.

 

Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείων 2 συνήργησε και/ή συνέδραμε στην έκδοση των επιταγών από την Εφεσείουσα 1, στη βάση του ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο Εφεσείων 2 υπέγραψε τις επίδικες επιταγές και ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε τέτοιο εύρημα βασίστηκε σε εικασίες και υποθέσεις δικές του.

 

Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η προσαχθείσα μαρτυρία απεδείκνυε τις λεπτομέρειες των Κατηγοριών, στη βάση του ότι:

 

(i)           Ενώ στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου αναφέρεται ότι τα κατ' ισχυρισμό αδικήματα έλαβαν χώρα στη Λεμεσό, αυτά έλαβαν χώρα στη Λευκωσία όπου ευρίσκονται τα γραφεία της Εφεσείουσας 1.

(ii)          Καμία από τις επίδικες επιταγές δεν έχει εκδοθεί προς όφελος του Εφεσείοντα 2 και/ή δεν φέρει οπισθογράφηση από τον Εφεσείοντα 2.

(iii)         Δεν έχει αποδειχθεί η σχέση των Εφεσειόντων αρ. 1 και/ή Εφεσείοντα 2 με τον Κ. Σπίριτο.

(iv)        Δεν έχει αποδειχθεί η σχέση των Εφεσειόντων αρ. 1 και/ή Εφεσείοντα 2 με την Hellenic Petroleum.

(v)          Δεν έχει αποδειχθεί ότι υφίστατο και/ή ποίο ήταν το αντάλλαγμα αναφορικά με τις επίδικες επιταγές.

 

Αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υποστήριξαν με τις αγορεύσεις και διαγράμματα τους τις θέσεις των διαδίκων που εκπροσωπούσαν. Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας και ανατρέξαμε και στα πρακτικά της υπόθεσης, όπου αυτό ήταν αναγκαίο.

 

Προχωρούμε στην εξέταση του πρώτου Λόγου Έφεσης.

 

Ο Μ.Κ.3 κατά τη μαρτυρία του ανέφερε ότι οι επίδικες επιταγές του παραδόθηκαν υπογεγραμμένες μέσα σε κλειστό φάκελο, τον οποίο άνοιξε μετά την παραλαβή. Παρόλο που θετικά ισχυρίστηκε ότι στις επίδικες επιταγές η υπογραφή ήταν του Εφεσείοντα 2, δεν είχε δει ποιος τις υπέγραψε. Ισχυρίστηκε, ωστόσο, κατά την αντεξέταση του, ότι γνώριζε την υπογραφή του Εφεσείοντα 2 «εκ πείρας», όπως επί λέξει ανέφερε.

 

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι η απόδειξη του γραφικού χαρακτήρα ενός προσώπου μπορεί να γίνει είτε με άμεση μαρτυρία από το πρόσωπο που υπέγραψε το έγγραφο ή εκείνο που τον είδε να υπογράφει, είτε με τη μαρτυρία πραγματογνώμονα - γραφολόγου ή με μαρτυρία γνώστη του γραφικού χαρακτήρα του υπογράψαντος.

 

Στην υπόθεση BH (Cyprus) Ltd v. Windoors UPVC Systems Ltd α.ο., Ποινική Έφεση αρ. 204/2014, ημερ. 28/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:B428, υποδείχτηκαν τα εξής:

 

«Γενικά ομιλούντες, μαρτυρία για αναγνώριση υπογραφής, αν δεν πιστοποιείται από το ίδιο το πρόσωπο που υπέγραψε, μπορεί να προέρχεται από πρόσωπο που ήταν παρών και επιμαρτυρεί το γεγονός της υπογραφής, ή από πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει την υπογραφή ή από συγκριτική διεργασία πραγματογνώμονα. Η γνησιότητα δε ενός εγγράφου μπορεί να προκύπτει και από περιστατική μαρτυρία (Phipson on Evidence, 18th Ed.,         41-07).»

 

Όπως επισημάνθηκε και στην υπόθεση Αναστασίου v. Τιμοθέου, Ποινική Έφεση αρ. 5/2014, ημερ. 24/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:B114, «ο γραφικός χαρακτήρας μπορεί, επίσης, να αποδειχθεί και με μαρτυρία προσώπου που δεν είναι πραγματογνώμονας, εφόσον όμως τεκμηριωθεί ότι γνωρίζει το γραφικό χαρακτήρα του προσώπου του οποίου η υπογραφή τελεί υπό αμφισβήτηση. Η γνώση του γραφικού χαρακτήρα μπορεί να προκύψει από το αν είχε την ευκαιρία να δει τον φερόμενο ως υπογράψαντα να υπογράφει προσφάτως αριθμό εγγράφων ή από το αν είχε παρατηρήσει στη συνήθη ροή των πραγμάτων έγγραφα που να φέρουν την υπογραφή του παρουσιαζόμενου ως υπογράψαντα...Υπό τις συνθήκες αυτές, επιτρέπεται σε πρόσωπο που γνωρίζει τον τρόπο γραφής άλλου να εκφράσει γνώμη κατά πόσο συγκεκριμένο έγγραφο είχε γραφτεί από τον τελευταίο».

 

Όπως προκύπτει, δεν υπήρχε, εν προκειμένω, άμεση μαρτυρία που να επιμαρτυρεί το γεγονός της υπογραφής, ούτε υπήρχε μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Υπήρχε, ωστόσο, μαρτυρία από μέρους του Μ.Κ.3, ο οποίος ήταν υπάλληλος της Παραπονούμενης εταιρείας και ο οποίος γνώριζε την υπογραφή του Εφεσείοντα 2 από προηγούμενες συναλλαγές.

 

Όπως δε επισημαίνεται στο Σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, Ed. 2018, 14-86:

 

"Acquaintance with handwriting from the habit of regular correspondence is sufficient. Harrington v Fry (1824) Ry.& M.90."

 

Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο αυτή η μαρτυρία η οποία, βεβαίως, ορθά λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπήρχε, επίσης, έμμεση μαρτυρία αναγνώρισης της υπογραφής του Εφεσείοντα 2 από υπάλληλο της Tράπεζας στην οποία η Εφεσείουσα εταιρεία διατηρούσε τον επίδικο λογαριασμό, το Μ.Κ.1, ο οποίος αναγνώρισε την υπογραφή στις επίδικες επιταγές ως συνάδουσες με το δείγμα υπογραφής του Εφεσείοντα 2, Τεκμήριο 2. Σύμφωνα δε πάντοτε με τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, προτού τοποθετηθεί η σφραγίδα με την ένδειξη «ανεπαρκή υπόλοιπα», προηγείται από το αρμόδιο τμήμα της Τράπεζας που χειρίζεται και ελέγχει τις επιταγές και τεχνικός έλεγχος της επιταγής που περιλαμβάνει και την υπογραφή και ότι, σε περίπτωση που η υπογραφή διέφερε (από το δείγμα γραφής), θα τοποθετείτο η σφραγίδα «signature difference».

Το τελευταίο στοιχείο δεν θεωρούμε ότι αποτελούσε εικασία ή υπόθεση του Μ.Κ.1, αλλά λογικό συμπέρασμα με βάση το σύστημα που ακολουθείτο στην κανονική πορεία των εργασιών της Τράπεζας, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί.

 

Οι ενδείξεις, με βάση τις οποίες οι επίδικες επιταγές επιστρέφονταν απλήρωτες («ανεπαρκή υπόλοιπα»), ως προς την αλήθεια των οποίων το άρθρο 305Α(3) του Ποινικού Κώδικα δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το λόγο που μια επιταγή δεν πληρώθηκε, υποδήλωναν ότι το πρόβλημα για την Τράπεζα δεν ήταν η μη αναγνώριση της υπογραφής του εκδότη ή διαπίστωση πλαστής υπογραφής, αλλά η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων.

 

Επισημαίνεται, ακόμη, ότι ενώ αυτή ήταν η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, σε κανένα στάδιο δεν ήταν η θέση της Υπεράσπισης ότι οι επίδικες επιταγές είχαν πλαστογραφηθεί και δεν έφεραν την υπογραφή του Εφεσείοντα 2. Η μόνη υποβολή η οποία είχε τεθεί αναφορικά με το ζήτημα της υπογραφής στις επίδικες επιταγές, ήταν ότι «η τράπεζα όφειλε να εξετάσει το θέμα της υπογραφής και να τοποθετήση (sic) τη σφραγίδα ότι η υπογραφή από το δείγμα διαφέρει».

 

Πέραν των πιο πάνω, υπήρχε ακόμη ένα στοιχείο το οποίο δεν μπορούσε να παραγνωριστεί. Υποβλήθηκε στο Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση του ότι η Εφεσείουσα 1 εταιρεία «όταν εξέδιδε τις μεταχρονολογημένες επιταγές που έχουμε εδώ με βάση την πρακτική την οποία είχε με την τράπεζα σας, δεν γνώριζε ότι δε θα μπορούσε να τιμηθούν οι επιταγές καθότι είχε αυτό το flexibility από την τράπεζα».

 

Είναι προφανές ότι τέτοια γραμμή υπεράσπισης δεν συνήδε με αποποίηση της πατρότητας των επίδικων επιταγών και αποσύνδεσης τους από την Εφεσείουσα εταιρεία, αλλά, αντιθέτως, υποδήλωνε αναγνώριση της δέουσας έκδοσης αυτών.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, η υπογραφή των επίδικων επιταγών από τον Εφεσείοντα 2, μοναδικό Διευθυντή της Εφεσείουσας εταιρείας, σε συνάρτηση με το ότι αυτός όφειλε να γνωρίζει ότι ο λογαριασμός της Εφεσείουσας είχε υπερβεί το εγκεκριμένο όριο του, χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα υπόλοιπα για να τιμηθούν οι επιταγές όταν θα παρουσιάζονταν στην Τράπεζα και, συνακόλουθα, η συνέργεια του στην τέλεση των επίδικων αδικημάτων, αποδεικνύετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Μέσω του δεύτερου Λόγου Έφεσης προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε αποδειχθεί η σχέση των Εφεσειόντων με τη Hellenic Petroleum. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι αναφορικά με την επιταγή υπ' αρ. xxxx0369, αντικείμενο των Κατηγοριών 3 και 4, δικαιούχος αναγράφεται η Hellenic Petroleum και όχι η Παραπονούμενη εταιρεία/Εφεσίβλητη Hellenic Petroleum Cyprus Ltd.

 

Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αφού επεσήμανε ότι οι πέντε από τις επίδικες επιταγές ανέγραφαν ως δικαιούχο τους την εταιρεία Hellenic Petroleum Cyprus Ltd και η μία ως δικαιούχο την Hellenic Petroleum, ανέφερε τα εξής:

 

«Κρίνω ότι το γεγονός της αναγραφής στη μία επιταγή ως δικαιούχου της εν λόγω επιταγής των λέξεων «Hellenic Petroleum» αντί των λέξεων «Hellenic Petroleum Cyprus Ltd» πρόκειται για απλή λανθασμένη περιγραφή νομικής οντότητας αφού από τις υπόλοιπες 5 επιταγές προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο δικαιούχος τους δεν μπορούσε να είναι άλλο πρόσωπο εκτός από την παραπονούμενη εταιρεία με την οποία η κατηγορούμενη 1 είχε εμπορική συνεργασία (βλ. Iacovou Brothers (Concrete) Ltd v. Action Construction & Development Ltd κ.ά. Ποινική Έφεση αρ. 184/2014, ημερομηνίας 10.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:D77) και ότι η λανθασμένη περιγραφή δεν επηρεάζει το δικαίωμά της να προωθήσει την παρούσα υπόθεση.»

 

 

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Η υπό εξέταση περίπτωση αφορούσε σε απλή ανακριβή περιγραφή του ονόματος της Εφεσείουσας 1 εταιρείας και, με βάση το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία απεδείκνυε την εμπορική συνεργασία της Παραπονούμενης/Εφεσίβλητης με αυτή, στο πλαίσιο               της οποίας η Εφεσείουσα 1 εξέδιδε επιταγές για την αποπληρωμή λογαριασμού που διατηρούσε με την Εφεσίβλητη σχετικά με την προμήθεια πετρελαιοειδών, δικαιούχος της επίμαχης επιταγής δεν μπορούσε να είναι άλλο πρόσωπο εκτός από την Εφεσίβλητη.

 

Στο πλαίσιο του δεύτερου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε, επίσης, ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι υφίστατο και/ή ποιο ήταν το νόμιμο αντάλλαγμα αναφορικά με τις επίδικες επιταγές. Προς υποστήριξη των πιο πάνω στην αγόρευση των Εφεσειόντων αναφέρθηκε ότι δεν είχε υποδειχθεί ποιο τιμολόγιο αντιστοιχούσε σε κάθε επιταγή.

 

Σε ό,τι αφορά το πιο πάνω ζήτημα, αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο και δεν αμφισβητείται με την Έφεση, ότι στο πλαίσιο της μεταξύ της Εφεσείουσας 1 και της Εφεσίβλητης γραπτής Συμφωνίας, Τεκμήριο 5, ημερ. 15/5/2008, δυνάμει της οποίας η Εφεσίβλητη προμήθευε την Εφεσείουσα 1 με πετρελαιοειδή, τηρείτο σχετικός λογαριασμός με το εκάστοτε οφειλόμενο υπόλοιπο έναντι του οποίου η Εφεσείουσα προέβαινε κατά καιρούς σε πληρωμές, ως επί το πλείστον με επιταγές.

Στη βάση των πιο πάνω η θέση των Εφεσειόντων περί μη ύπαρξης και/ή μη απόδειξης νόμιμου ανταλλάγματος σε σχέση με τις επίδικες επιταγές, είναι άνευ ερείσματος.

 

Πέραν των πιο πάνω ζητημάτων, οι Εφεσείοντες ήγειραν στο πλαίσιο του δεύτερου Λόγου Έφεσης, που υπενθυμίζουμε αφορά στο ότι η προσαχθείσα μαρτυρία δεν απεδείκνυε τις λεπτομέρειες των Κατηγοριών και δύο άλλα ζητήματα:

 

Πρώτον, ότι καμία από τις επίδικες επιταγές δεν είχε εκδοθεί προς όφελος του Εφεσείοντα 2 και/ή δεν έφερε οπισθογράφηση από τον Εφεσείοντα και

 

Δεύτερον ότι δεν είχε αποδειχθεί η σχέση των Εφεσειόντων με τον K. Σπίριτο, το όνομα του οποίου, όπως προκύπτει, αναφέρεται στη δεύτερη Κατηγορία.

 

Είναι σημαντικό εξαρχής να επισημάνουμε ότι καθόσον αφορά τις Κατηγορίες 1, 3, 5, 7, 9 και 11 (που αντιμετώπιζε η Εφεσείουσα 1 εταιρεία), στην Έκθεση Αδικήματος αναφερόταν το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής, ενώ στις Λεπτομέρειες Αδικήματος της κάθε μίας από τις πιο πάνω Κατηγορίες η Εφεσείουσα 1 κατηγορείτο ως ακολούθως:

 

«Η κατηγορούμενη την ... στη Λεμεσό της επαρχίας Λεμεσού, εξέδωσε έναντι νομίμου ανταλλάγματος και/ή υπέγραψε δια του Διευθυντού αυτής την υπ. αρ. .... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας για το ποσόν των €.. προς όφελος του Σ. Σπίριτου και η οποία αφού οπισθογραφήθηκε από τον ίδιο ως Διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 παραδόθηκε στους παραπονούμενους έναντι νομίμου ανταλλάγματος οι οποίοι αφού εμφάνισαν την ειρημένη επιταγή στην εν λόγω Τράπεζα εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα δεν εξοφλήθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της και η επιταγή σφραγίστηκε με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά- ανεπαρκή υπόλοιπα» και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω παρουσιάσεως».

 

Όσον αφορά τον Εφεσείοντα 2, οι Κατηγορίες 2, 4, 6, 8, 10 και 12 που αντιμετώπιζε, στην Έκθεση Αδικήματος αναφερόταν και πάλι το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής, ενώ στις Λεπτομέρειες Αδικήματος ο Εφεσείων 2 κατηγορείτο ότι, υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντής της Εφεσείουσας 1 εταιρείας, συνέδραμε και/ή συνήργησε στην έκδοση από την Εφεσείουσα 1 εταιρεία των επίδικων επιταγών (που αναφέρονται στις Κατηγορίες 1, 3, 5, 7, 9 και 11) προς όφελος του Σ. Σπίριτου, δηλ. του Εφεσείοντα 2, (πλην της Κατηγορίας 2 που αναφέρεται στο όνομα Κ. Σπίριτος) και ότι, αφού τις οπισθογράφησε υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντής της Εφεσείουσας 1 εταιρείας, τις παρέδωσε στους Παραπονούμενους έναντι νομίμου ανταλλάγματος, οι οποίοι, αφού τις εμφάνισαν στην εκδότρια Τράπεζα εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία που αυτές κατέστησαν πληρωτέες, δεν εξοφλήθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων της εκδότου των και οι επιταγές σφραγίστηκαν με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά - ανεπαρκή υπόλοιπα» και παρέμειναν απλήρωτες για περίοδο δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω παρουσιάσεως.

 

Με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προέκυπτε ότι δικαιούχος σε όλες τις επιταγές ήταν η Εφεσίβλητη και κανένας άλλος.

 

Το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορούσε να οδηγήσει στην καταδίκη των Εφεσειόντων στις Κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Ουσιαστικά οι Εφεσείοντες καταδικάστηκαν σε Κατηγορίες με λεπτομέρειες που δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, χωρίς αυτές να τροποποιηθούν.

 

Συνεπώς, οι καταδίκες των Εφεσειόντων ακυρώνονται.

 

Θα εξετάσουμε, όμως, κατά πόσο οι Εφεσείοντες θα μπορούσαν να καταδικαστούν σε διαφορετικό ποινικό αδίκημα που δεν περιλαμβάνετο στο Κατηγορητήριο, εδραζόμενο, όμως, πάλι στις πρόνοιες του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, με διαφορετικές, όμως, λεπτομέρειες αδικήματος.

 

Το άρθρο 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 παρέχει την εξουσία στο Εφετείο «να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σ' αυτόν ποινή ανάλογα».

 

Από το κείμενο του άρθρου 145(1)(γ) προκύπτει ότι, μετά την ακύρωση της καταδικαστικής πρωτόδικης απόφασης, η εξουσία του Εφετείου να προχωρήσει σε νέα καταδίκη του Εφεσείοντα, περιορίζεται μόνο σε καταδίκη για αδίκημα για το οποίο ο Εφεσείων θα μπορούσε να είχε καταδικαστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία και αφού πρώτα τροποποιηθεί το Κατηγορητήριο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης (Ανδρέας Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458).

 

Η κάθε κατηγορία συναρτάται από την Έκθεση Αδικήματος, αλλά και τις λεπτομέρειες αδικήματος. Κατηγορία με διαφορετική Έκθεση Αδικήματος και με διαφορετικές λεπτομέρειες αδικήματος από αυτές του Κατηγορητηρίου, αναμφίβολα συνιστά διαφορετικό ποινικό αδίκημα στην έννοια του άρθρου 145(1)(γ), που δεν περιλαμβάνεται στο Κατηγορητήριο σύμφωνα με το άρθρο 85(4) του Κεφ. 155 (Κυριάκου (ανωτέρω) και Issa and Another v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39).

 

Η εξουσία που παρέχεται στο Εφετείο δυνάμει του άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ. 155 προσομοιάζει προς την αντίστοιχη εξουσία που παρέχεται στο δικάζον δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 85(4). Οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται με πρωταρχική φροντίδα τη διαφύλαξη της δίκαιης δίκης και την ανάγκη αποκλεισμού της πιθανότητας δυσμένειας στον κατηγορούμενο που μπορεί να προκύψει από την υποκατάσταση της κατηγορίας με νέα (Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149 και Γεώργιος Μ. Πικής «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η  Έκδ. 2013,                328-9).

 

Επιβάλλεται, επομένως, να εξετασθεί κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155.

 

Στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω) οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιούνται για προσθήκη αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο Κατηγορητήριο, διατυπώθηκαν ως εξής:

 

«(α) Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

 

(β) Είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

 

(γ) Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα, ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.

 

(δ) Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του.»

 

Κρίνουμε ότι στην προκείμενη περίπτωση συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις των άρθρων 145(1)(γ) και 85(4) του Κεφ. 155.

 

Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω και υπό το φως της σχετικής με το ζήτημα νομολογίας, ασκώντας τις εξουσίες μας σύμφωνα με το άρθρο 145(1)(γ) του Κεφ. 155 και έχοντας υπόψη τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως καταγράφονται στην Απόφαση του, είμαστε ικανοποιημένοι ότι αποδείχθηκαν, καθόσον αφορά την Εφεσείουσα 1, όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Κεφ. 154 ενώ, καθόσον αφορά τον Εφεσείοντα 2, όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παροχής συνδρομής προς την Εφεσείουσα 1 για την έκδοση των επίδικων επιταγών κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) και του άρθρου 20.

 

Η τροποποίηση του Κατηγορητηρίου με την προσθήκη 6 νέων Κατηγοριών που αφορούν στο αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, καθόσον αφορά την Εφεσείουσα 1 και, καθόσον αφορά τον Εφεσείοντα 2, 6 νέων Κατηγοριών που αφορούν στο αδίκημα της παροχής συνδρομής προς την Εφεσείουσα 1 για την έκδοση των επίδικων επιταγών, δεν θα επιφέρει την όποια δυσμένεια στους Εφεσείοντες και ούτε θα έχει επηρεαστεί η υπεράσπιση τους με οποιοδήποτε τρόπο. Η γραμμή της υπεράσπισης τους ήταν ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ του δείγματος γραφής του Διευθυντή της Εφεσείουσας 1 εταιρείας, Εφεσείοντα 2, με την υπογραφή που υπήρχε στις επίδικες επιταγές. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, δεν τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με την οπισθογράφηση των επίδικων επιταγών και ούτε αποτέλεσε ποτέ ζήτημα το θέμα της οπισθογράφησης των επίδικων επιταγών και, γενικότερα, το θέμα της ελαττωματικότητας του Κατηγορητηρίου υπό την έννοια ότι η προσαχθείσα μαρτυρία δεν συνήδε με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων που περιλαμβάνοντο σε αυτό. Συγκεκριμένα στο Μ.Κ.1 τέθηκαν, απλώς, γενικής φύσεως ερωτήσεις για το τι συνιστά οπισθογράφηση επιταγής, ενώ ο Μ.Κ.3 ρωτήθηκε αν γνώριζε τι σημαίνει οπισθογράφηση μιας επιταγής και παράλληλα του υπεβλήθη ότι οι επίδικες επιταγές δεν είχαν οπισθογραφηθεί, χωρίς οτιδήποτε άλλο.

 

Επομένως, προβαίνουμε στην τροποποίηση του Κατηγορητηρίου με την προσθήκη 12 νέων Κατηγοριών, 6 Κατηγορίες για το αδίκημα της έκδοσης από την Εφεσείουσα 1 ακάλυπτης επιταγής κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Κεφ. 154 (Κατηγορίες 13, 15, 17, 19, 21 και 23) και                        6 Κατηγορίες για το αδίκημα της παροχής από τον Εφεσείοντα 2 συνδρομής προς την Εφεσείουσα 1 για την έκδοση των επίδικων επιταγών κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) και άρθρου 20, του Κεφ. 154 (Κατηγορίες 14, 16, 18, 20, 22, 24) στις οποίες Κατηγορίες καταδικάζουμε τους Εφεσείοντες.

 

Σε σχέση με την Εφεσείουσα 1 εταιρεία οι λεπτομέρειες της Κατηγορίας 13 που έχει προστεθεί έχουν ως ακολούθως:

 

«Η Εφεσείουσα 1 την 7/3/2013 στη Λεμεσό της επαρχίας Λεμεσού, εξέδωσε έναντι νομίμου ανταλλάγματος και/ή υπέγραψε δια του Διευθυντού αυτής την υπ. αρ. xxxx0364 επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας για το ποσόν των €6000 προς όφελος της Εφεσίβλητης έναντι νομίμου ανταλλάγματος η οποία, αφού εμφάνισε την ειρημένη επιταγή στην εν λόγω Τράπεζα εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, δεν εξοφλήθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της και η επιταγή σφραγίστηκε με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά - ανεπαρκή υπόλοιπα» και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω παρουσιάσεως».

 

 Όσον αφορά την Κατηγορία 15 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 13ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 14/3/2013 και τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0369.

 

Όσον αφορά την Κατηγορία 17 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 13ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 22/3/2013, τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0374, καθώς και το ποσό το οποίο ανέρχεται σε €5000.

 

Όσον αφορά την Κατηγορία 19 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 13ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 29/3/2013,  τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0384, καθώς και το ποσό το οποίο ανέρχεται σε €5500.

 

Όσον αφορά την Κατηγορία 21 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 13ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 5/4/2013, τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0389, καθώς και το ποσό το οποίο ανέρχεται σε €5000.

 

Όσον αφορά την Κατηγορία 23 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 13ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 12/4/2013, τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0397, καθώς και το ποσό το οποίο ανέρχεται σε €5000.

Σε σχέση με τον Εφεσείοντα 2 οι λεπτομέρειες της Κατηγορίας 14 που έχει προστεθεί έχουν ως ακολούθως:

 

«Ο Εφεσείων 2 υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντής της Εφεσείουσας 1 εταιρείας την 7/3/2013 συνέδραμε και/ή συνήργησε στην έκδοση από την Εφεσείουσα 1 εταιρεία της επιταγής της Λαϊκής Τράπεζας υπ. αρ. xxxx0364 για το ποσόν των €6000 προς την Εφεσίβλητη έναντι νομίμου ανταλλάγματος η οποία, αφού εμφάνισε την ειρημένη επιταγή στην εν λόγω Τράπεζα εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, δεν εξοφλήθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της και η επιταγή σφραγίστηκε με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά - ανεπαρκή υπόλοιπα» και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω παρουσιάσεως».

 

Όσον αφορά την Κατηγορία 16 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 14ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 14/3/2013 και τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0369.

 

Όσον αφορά την Κατηγορία 18 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 14ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 22/3/2013, τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0374, καθώς και το ποσό το οποίο ανέρχεται σε €5000.

 

Όσον αφορά την Κατηγορία 20 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 14ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 29/3/2013,  τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0384, καθώς και το ποσό το οποίο ανέρχεται σε €5500.

 

Όσον αφορά την Κατηγορία 22 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 14ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 5/4/2013 και τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0389, καθώς και το ποσό το οποίο ανέρχεται σε €5000.

Όσον αφορά την Κατηγορία 24 οι λεπτομέρειες είναι όπως εκείνες της 14ης Κατηγορίας, με μόνη διαφορά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος η οποία είναι 12/4/2013 και τον αριθμό επιταγής ο οποίος είναι xxxx0397, καθώς και το ποσό το οποίο ανέρχεται σε €5000.

 

Κρίνουμε ότι είναι ορθό να επιβάλουμε και επιβάλλουμε στην Εφεσείουσα 1 τις ίδιες ποινές σε σχέση με τις Κατηγορίες 13, 15, 17, 19, 21 και 23 όπως είχαν επιβληθεί στις Κατηγορίες 1, 3, 5, 7, 9 και 11 και στον Εφεσείοντα 2 τις ίδιες ποινές σε σχέση με τις Κατηγορίες 14, 16, 18, 20, 22, 24, όπως είχαν επιβληθεί στις Κατηγορίες 2, 4, 6, 8, 10 και 12, εφόσον οι επιβληθείσες ποινές δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έφεσης (€300 σε κάθε μια από τις Κατηγορίες 13, 15, 17, 19, 21 και 23 και ποινή φυλάκισης δύο μηνών με αναστολή για περίοδο 2 ετών σε κάθε μια από τις Κατηγορίες 14, 16, 18, 20, 22, 24).

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρά την επιτυχή έκβαση της Έφεσης, οι Εφεσείοντες καταδικάστηκαν για τις επιταγές που εξέδωσαν, κρίνουμε ορθό όπως η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμείνει και όπως μη επιδικαστούν οποιαδήποτε έξοδα στην Έφεση.

 

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                             Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                            Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο