ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B326
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 207/2020)
20 Ιουλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Β. Μπίσσας με Μ. Χαρτσένκο (κα), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Χαραλάμπους (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: O εφεσείων κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της ανυπακοής σε νόμιμη διαταγή, κατά παράβαση των άρθρων 4 και 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αδίκημα που διεπράχθη την 23.7.2019, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 μηνών. Για σκοπούς επιβολής ποινής λήφθηκε υπόψη και η υπόθεση 14989/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που αφορούσε παράνομη κατοχή περιουσίας.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την έκτιση των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στα πλαίσια των υποθέσεων 14812/2017 και 222/2019, στις 2.7.2019 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κατόπιν εντάλματος του Προέδρου της Δημοκρατίας ημερομηνίας 28.6.2019, έθεσε αυτές σε αναστολή για περίοδο 18 μηνών, ώστε ο εφεσείων να παραπεμφθεί στο κλειστό θεραπευτικό πρόγραμμα του Κέντρου Θεραπείας της «Αγίας Σκέπης», με όρο όπως, σε περίπτωση τερματισμού της θεραπείας του, επιστρέψει στις Κεντρικές Φυλακές για να εκτίσει την ποινή του. Όμως, 21 ημέρες μετά, ο εφεσείων εγκατέλειψε το εν λόγω Κέντρο Θεραπείας και, τελικά, συνελήφθηκε, δυνάμει δικαστικού εντάλματος, την 26.11.2019. Επέστρεψε στις Κεντρικές Φυλακές στις 27.11.2019. Στις 31.3.2020 αποφυλακίστηκε, με χάρη που δόθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση διάπραξης και καταδίκης σε άλλο αδίκημα με ποινή φυλάκισης εντός περιόδου τριών ετών, η ανασταλείσα ποινή θα ενεργοποιηθεί αυτόματα. Η αναστολή δόθηκε σχετικά με τις υποθέσεις 14812/2017, 222/2019 και 5165/2019 και τις ποινές φυλάκισης που αυτές αφορούσαν. Στις 31.8.2020 διέπραξε το αδίκημα της ποινικής υπόθεσης 14989/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που αφορούσε παράνομη κατοχή περιουσίας και λήφθηκε υπόψη κατά την επιβολή της ποινής στην υπό κρίση υπόθεση. Η Κατηγορούσα Αρχή έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καταδίκη του εφεσείοντα ενεργοποιούσε ανασταλείσα ποινή φυλάκισης 448 ημερών.
Ο εφεσείων, με την υπό κρίση έφεση, προβάλλει, με δύο ουσιαστικά λόγους έφεσης, πως η ποινή που του επιβλήθηκε είναι, υπό τις περιστάσεις, έκδηλα υπερβολική, εφόσον με την επιβολή ποινής φυλάκισης ενεργοποιείται άμεσα η έκτιση της ανασταλείσας ποινής των 448 ημερών, παραβιάζοντας τοιουτοτρόπως την αρχή της συνολικότητας της ποινής και της αναλογικότητας μεταξύ αδικήματος και ποινής. Περαιτέρω, προβάλλει πως το Δικαστήριο προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην αποτρεπτικότητα της ποινής, έχοντας ανεπίτρεπτα σχολιάσει αρνητικά το γεγονός ότι του δόθηκε Προεδρική χάρη, κατά τρόπο που έχει επηρεαστεί η κρίση του από εξωγενείς παράγοντες, διαπράττοντας σφάλμα αρχής κατά την επιβολή της ποινής.
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι, από τη στιγμή που το Δικαστήριο αποφάσισε να επιβάλει ποινή στερητική της ελευθερίας, ανεξαρτήτως έκτασης, παραβιάστηκε η αρχή της συνολικότητας, εφόσον ενεργοποιήθηκε αυτόματα η περίοδος των 448 ημερών φυλάκισης, με αποτέλεσμα να πρέπει να εκτίσει τη συνολική ποινή των 20 μηνών για ένα αδίκημα όπου η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση 2 ετών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, αναφέρθηκε στην εξάρτιση του εφεσείοντα στα ναρκωτικά, η οποία ήταν η αιτία της έκνομης συμπεριφοράς του. Παράλληλα, σημείωσε ότι του δόθηκε ευκαιρία με την Προεδρική χάρη να ανασταλούν οι ποινές φυλάκισης που του είχαν επιβληθεί στις υποθέσεις 14812/2017 και 222/2019 για περίοδο 18 μηνών, ώστε να παραπεμφθεί σε Κέντρο Θεραπείας για να θεραπευθεί από την εξάρτισή του από τα ναρκωτικά. Δεν εκμεταλλεύτηκε όμως την ευκαιρία αυτή, με αποτέλεσμα 21 ημέρες μετά την ένταξή του στο πρόγραμμα αυτό να εγκαταλείψει το Κέντρο Αποθεραπείας, διαπράττοντας το υπό κρίση αδίκημα. Ακολούθησε και άλλη ευκαιρία στις 31.3.2020, όταν του δόθηκε και πάλι Προεδρική χάρη, υπό τον όρο ότι δε θα διέπραττε άλλο αδίκημα το οποίο να τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και τότε διέπραξε το αδίκημα που λήφθηκε υπόψη στην υπό κρίση υπόθεση. Ο εφεσείων βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες που αφορούν διαρρήξεις και κλοπές. Λήφθηκε, επίσης, υπόψη η παραδοχή του και οι προσωπικές του συνθήκες. Πρόκειται για άτομο 28 ετών, με πρόβλημα ουσιοεξάρτησης. Δεν είναι νυμφευμένος, ούτε έχει παιδιά και είναι άνεργος.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης υπήρξε διαφωνία ως προς το κατά πόσο ήταν ορθή η ενεργοποίηση των 448 ημερών. Δηλαδή, κατά πόσο η ποινή αυτή ήταν υπό αναστολή στη βάση Προεδρικής χάρης που δόθηκε μεταγενέστερα, την 31.3.2020 ή προγενέστερα του υπό εκδίκαση αδικήματος.
Ως προς τις εξουσίες του ποινικού Δικαστηρίου κατά την επιβολή ποινής σε κατηγορούμενο στον οποίο προηγουμένως επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αναστάληκε με Προεδρική χάρη, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 356:
«Εξετάζοντας όμως τις εξουσίες του ποινικού Δικαστηρίου όταν αυτό επιλαμβάνεται του θέματος επιβολής ποινής για νέο αδίκημα σε κατηγορούμενο στον οποίο προηγουμένως επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αναστάληκε αργότερα με απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι εξουσίες του Δικαστηρίου είναι σαφώς πιο περιορισμένες και διαφορετικές από την προηγούμενη περίπτωση όπου ήταν το Δικαστήριο που είχε διατάξει την αναστολή. Στην περίπτωση όπου η αναστολή είχε δοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το ποινικό Δικαστήριο δεν έχει λόγο ή δικαίωμα να πράξει οτιδήποτε σε σχέση με αυτή. Ούτε να επιληφθεί θέματος μη ενεργοποίησης της νομιμοποιείται, ούτε και θέματος ενδεχόμενης ενεργοποίησής της για μικρότερο χρονικό διάστημα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο, αφ' ης στιγμής καθίσταται γνώστης της ύπαρξης ποινής φυλάκισης η οποία αναστάληκε με προεδρικό ένταλμα, υποχρεούται να εκλάβει ως δεδομένο ότι αν επιβάλει ποινή φυλάκισης για το νέο αδίκημα τότε ανυπερθέτως και αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί και η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης την οποία ο κατηγορούμενος υποχρεωτικά θα εκτίσει διαδοχικά με την επιβληθείσα για το νέο αδίκημα ποινή και σε όλη την έκτασή της που είχε απομείνει πριν την αναστολή της. Γι' αυτό δε το λόγο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τίθεται ενώπιον του επιβάλλοντος ποινή Δικαστηρίου το γεγονός της ύπαρξης ανασταλείσας με προεδρικό ένταλμα ποινής, έτσι ώστε να σταθμίσει τις επιπρόσθετες σοβαρές επιπτώσεις που θα έχει ενδεχόμενη νέα ποινή φυλάκισης στον κατηγορούμενο. Αυτές τις σωρευτικές επιπτώσεις που θα προκύψουν από το συνδυασμό των δύο ποινών είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί και θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο.»
Κατά πόσο ορθά ενεργοποιήθηκε η ανασταλείσα ποινή των 448 ημερών φυλάκισης, δεν είναι ζήτημα που μπορεί να μας απασχολήσει. Γεγονός παραμένει ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ευθαρσώς αναφέρθηκε ότι σε περίπτωση που επέβαλλε ποινή φυλάκισης θα ενεργοποιείτο η ανασταλείσα ποινή. Με αυτό το υπόβαθρο θα κρίνουμε την έφεση. Αυτό άλλωστε εισηγήθηκε τελικά και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ο οποίος επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη των λόγων έφεσης, όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, παρά την αρχική του πρόθεση να προσθέσει λόγο έφεσης ως προς αυτό το σημείο, αναφέροντας πως το πιο πάνω ζήτημα θα το προωθήσει με άλλη διαδικασία.
Κατά την επιβολή ποινής, σε περιπτώσεις όπου τίθεται θέμα ενεργοποίησης ποινής για την οποία δόθηκε Προεδρική χάρη, το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αρχές της συνολικότητας της ποινής και της αναλογικότητας μεταξύ αδικήματος και ποινής. Στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 12/2019 και 13/2019, ημερομηνίας 7.9.2020, επαναλήφθηκε η αρχή της νομολογίας ότι:
«Είναι αποκρυσταλλωμένη νομολογιακή αρχή, στην οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, ότι οι αρχές της συνολικότητας της ποινής και της αναλογικότητας μεταξύ αδικήματος και ποινής διέπουν και την περίπτωση ενεργοποίησης προηγούμενης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Το τελικό καθήκον του δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι, εντέλει, υπερβολικό και καθιστά την ποινική μεταχείριση του κατηγορούμενου, ως εγχείρημα θεωρούμενο πλέον εν όλω, δυσανάλογη σε σχέση με το αδίκημα για το οποίο τώρα τιμωρείται (Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 62, Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 356).»
Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία με την αναστολή της ποινής να προχωρήσει σε απεξάρτηση από τη χρήση εξαρτοσιογόνων ουσιών, δεν την εκμεταλλεύτηκε και διέκοψε τη θεραπεία του 21 ημέρες μετά που μετέβη στο Θεραπευτικό Κέντρο, χωρίς να επιστρέψει, όμως, στις Φυλακές, ως όφειλε. Χρειάστηκε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του, για να καταστεί δυνατή η επιστροφή του στις Φυλακές τέσσερις μήνες αργότερα. Το αδίκημα που διέπραξε είναι σοβαρό και η σωρεία προηγουμένων καταδικών που τον βάρυναν δεν παρείχαν περιθώρια επιείκειας. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι και το γεγονός ότι η Πολιτεία είχε δώσει ουσιαστικά τρεις ευκαιρίες στον εφεσείοντα με Προεδρική χάρη, τις οποίες, όμως, δεν εκμεταλλεύτηκε, συνεχίζοντας την παραβατική του συμπεριφορά, διαπράττοντας επιπρόσθετα και το αδίκημα της υπόθεσης που λήφθηκε υπόψη μετά την τελευταία Προεδρική χάρη. Τα δεδομένα της υπόθεσης είναι τέτοια που η επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής ήταν αναπόφευκτη. Βέβαια, η επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης ενεργοποιεί αυτόματα και επιπρόσθετα 448 ημέρες φυλάκισης σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή. Αυτός είναι ο λόγος που ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε την αναστολή της ποινής των 5 μηνών φυλάκισης, έτσι ώστε να μην ενεργοποιηθούν οι 448 ημέρες.
Η εισήγηση του εφεσείοντα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τα περιστατικά της υπόθεσης και η διαχρονική και συνεχής εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντα, όπως έχουν αναλυθεί πιο πάνω, δεν επέτρεπαν την επιβολή άλλης ποινής από αυτή της φυλάκισης, ούτε παρείχαν περιθώριο για την αναστολή της.
Ως προς την κριτική στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικά με την απονομή Προεδρικής χάρης στις 31.3.2020, αυτή ήταν ατυχής και λανθασμένη, όπως προκύπτει από τη νομολογία (βλ. Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 356). Δεν κρίνουμε ωστόσο ότι αυτό είχε οποιαδήποτε επίπτωση στην επιβληθείσα ποινή, ως η εισήγηση του εφεσείοντα.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ