ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:B325
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 186/2020)
20 Ιουλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Ι.Π.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ,
2. χχχ ΚΑΤΤΟΣ,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
CYPRUS RADIOLECTRIX CO LTD,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Μ. Μούρος, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: H εφεσείουσα 1 εταιρεία - κατηγορούμενη 1, κρίθηκε ένοχη σε τρία αδικήματα έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση των άρθρων 29 και 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και ο εφεσείων 2 σε τρία αδικήματα συνέργειας στην έκδοση των ίδιων επιταγών. Το κατηγορητήριο στρεφόταν εναντίον και τρίτου προσώπου για το οποίο, όμως, ανεστάλη η ποινική δίωξη, κατόπιν απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η εφεσείουσα 1 εταιρεία εξέδωσε τρεις επιταγές της Ελληνικής Τράπεζας για το ποσό των €3.000, €50.000 και €3.627,30 στην παραπονούμενη εταιρεία - εφεσίβλητη, τις οποίες, όταν παρουσίασε στην Τράπεζά της για εξαργύρωση, επεστράφησαν απλήρωτες, με την ένδειξη ότι «η πληρωμή έχει ανακληθεί από τον εκδότη της επιταγής».
Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία από δύο υπαλλήλους της εφεσίβλητης εταιρείας, ΜΚ1 και ΜΚ2, και έναν υπάλληλο της Ελληνικής Τράπεζας, ΜΚ3. Η θέση που προωθήθηκε από πλευράς της εφεσίβλητης ήταν ότι πώλησε και παρέδωσε στην εφεσείουσα 1 εταιρεία, κατά την περίοδο Φεβρουαρίου - Ιουνίου 2010, διάφορα ηλεκτρικά είδη αξίας €464.625,80, τηρώντας λογαριασμό, ο οποίος παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο €238.791,65. Η εφεσείουσα 1 εξέδωσε προς όφελος της εφεσίβλητης τις επίδικες επιταγές έναντι της οφειλής της. Οι επιταγές υπεγράφησαν από τον εφεσείοντα 2 και παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα για πληρωμή, αλλά δεν τιμήθηκαν, επειδή η πληρωμή τους ανακλήθηκε από τον εκδότη τους, με βάση σχετικό γραπτό αίτημα, ημερομηνίας 6.7.2010.
Η θέση που πρόβαλε ο εφεσείων 2, ο οποίος είναι ένας εκ των διευθυντών της εφεσείουσας 1 εταιρείας, στη μαρτυρία του, όταν οι εφεσείοντες κλήθηκαν σε απολογία, είναι ότι είχε συμφωνήσει με το διευθυντή της εφεσίβλητης όπως αυτή παραδίδει εμπορεύματά της προς κάποιον χχχ Καρβέλλη και να χρεώνει την εφεσείουσα 1 εταιρεία. Η συμφωνία έγινε το Μάιο του 2010 και αφορούσε πίστωση μέχρι €20.000, αλλά σύντομα ο Καρβέλλης έπεισε το διευθυντή της εφεσίβλητης να αυξήσει το ποσό της πίστωσης και συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών όπως ο εφεσείων 2 «υπογράφει στον Καρβέλλη γραπτή παραγγελία για τα εμπορεύματα που θα παραλάμβανε» από την εφεσίβλητη. Το υπόλοιπο του Καρβέλλη αυξήθηκε στο ποσό των €50.000 και τότε ο εφεσείων 2 του ανέφερε ότι δεν μπορούσε να του δίδει άλλα, όμως αυτός απειλούσε ότι δεν θα πλήρωνε στην εφεσείουσα 1 το υπόλοιπο ποσό. Μετά την παράδοση των εμπορευμάτων στον Καρβέλλη, ο ΜΚ2 του έπαιρνε τιμολόγια, τα οποία ο εφεσείων 2 υπέγραφε χωρίς να ελέγξει, λόγω έλλειψης χρόνου, και επειδή έδειχνε εμπιστοσύνη. Όταν επισκέφθηκε το διευθυντή της εφεσίβλητης και αυτός του έδειξε τις παραποιημένες παραγγελίες, αντιλήφθηκε ότι ήθελαν να ξεφορτωθούν το παλιό απόθεμα εις βάρος της εταιρείας του και τότε έδωσε οδηγίες για ανάκληση όλων των επιταγών της εταιρείας του που ήταν πληρωτέες μετά τις 30.6.2010, επειδή δεν γνώριζε ποιες από αυτές είχε δώσει στην εφεσίβλητη και ποιες σε τρίτους. Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι οι ΜΚ1 και ΜΚ2 τον είδαν να υπογράφει μόνο τα τιμολόγια τα οποία υπέγραφε χωρίς να τα ελέγχει, γιατί είχε εμπιστοσύνη στους εφεσίβλητους, μέχρι που ανακάλυψε τις παρανομίες τους σε συνεργασία με τον Καρβέλλη, ενώ οι επιταγές ήταν πάντοτε συμπληρωμένες και υπογραμμένες από προηγουμένως.
Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απέρριψε αυτή του εφεσείοντα 2, καταλήγοντας ότι αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και οι έξι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες.
Η απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κάλεσε του εφεσείοντες σε απολογία, αφού δεν δόθηκε καμία θετική μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης ότι οι εφεσείοντες είχαν εμπλοκή στην έκδοση των επίδικων επιταγών.
Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου αναφέρεται πως υπήρξε αντιφατική μαρτυρία εκ μέρους των μαρτύρων της εφεσίβλητης, με τη ΜΚ1 να ισχυρίζεται ότι οι δύο επιταγές υπεγράφησαν από τον εφεσείοντα 2 ενώπιόν της στο γραφείο της, ενώ ο ΜΚ3 ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε την τρίτη επιταγή ενώπιόν του. Πρόσθετα, αναφέρεται πως το γεγονός ότι ο εφεσείων 2 παραδέχθηκε ότι υπέγραψε τις επιταγές δεν μπορεί να καλύψει το κενό στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων.
Περαιτέρω, προβάλλεται ως αιτιολογία ότι η μαρτυρία του διευθυντή της εφεσείουσας έπρεπε να γίνει πιστευτή στο σύνολό της, αφού δεν αντεξετάστηκε σε ουσιώδη σημεία της. Επίσης, οι μάρτυρες της εφεσίβλητης είπαν ψέματα, σε αντίθεση με τη μαρτυρία του διευθυντή της εφεσείουσας, ο οποίος ανέφερε τα αληθινά γεγονότα.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Κατά το στάδιο που εξετάζεται κατά πόσο έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε εις βάθος αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας, παρά μόνο προβαίνει σε προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση που γίνεται στο τέλος της υπόθεσης. Σύμφωνα δε με τη διαχρονική θέση της νομολογίας η απαλλαγή του κατηγορουμένου δικαιολογείται μόνο όταν δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας (α) λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, και (β) οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου, με το κριτήριο και σε αυτή την περίπτωση να είναι αντικειμενικό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133).
Στο στάδιο που το Δικαστήριο εξέταζε κατά πόσο είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, υπήρχε ενώπιον του μόνο η μαρτυρία που δόθηκε για την εφεσίβλητη. Η μαρτυρία του εφεσείοντα 2 δόθηκε μετά την κλήση των εφεσειόντων σε απολογία. Συνεπώς, δε θα μπορούσε το Δικαστήριο να αξιολογήσει τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2, η οποία δεν βρισκόταν ενώπιόν του σ' εκείνο το στάδιο. Ούτε θα μπορούσε να προβεί σε εις βάθος αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε από την εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από τη νομολογία. Σ΄ αυτά τα πλαίσια εξετάστηκε και η εισήγηση της υπεράσπισης περί αντιφατικής μαρτυρίας ως προς τις υπογραφές στις επιταγές. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά το στάδιο εκείνο, εξέτασε την υπόθεση εντός των ορθών παραμέτρων που επιτάσσει η νομολογία και ορθά κάλεσε του εφεσείοντες σε απολογία.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα 2 ήταν μη λογικοί, αφού τα έγγραφα και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Αμφισβητείται, ουσιαστικά, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα σε όλα τα σημεία της.
Προβάλλεται στην αιτιολογία ότι οι αλλοιώσεις στις παραγγελίες ήταν πολλές και μη δικαιολογημένες και η υπογραφή των τιμολογίων από μόνη της δεν μπορούσε να αναιρέσει τις αλλοιώσεις στις παραγγελίες και την παράδοση των εμπορευμάτων, με δεδομένη τη θέση του εφεσείοντα 2 ότι είχε τυφλή εμπιστοσύνη στους εφεσίβλητους. Περαιτέρω, υπήρχαν εμπορεύματα που παραδόθηκαν σε τρίτους και όχι στον Καρβέλλη, χωρίς το γεγονός αυτό να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Οι αλλοιώσεις στις παραγγελίες ήταν πολλές και δεν άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης των ισχυρισμών του εφεσείοντα 2 ότι είχε τυφλή εμπιστοσύνη στο ΜΚ2.
Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Ο κατηγορούμενος 2 δεν έχει κάνει καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Κρίνω πως οι ισχυρισμοί του ότι η παραπονούμενη εταιρεία τον ξεγέλασε προβαίνοντας δήθεν σε ατασθαλίες, όπως έγραψε στο σχετικό έντυπο ανάκλησης της πληρωμής των επίδικων επιταγών που αφορούσαν παραποιήσεις παραγγελιών, δεν είναι λογικοί και ως εκ τούτου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε στη γραπτή του δήλωση υπέγραφε τα τιμολόγια τα οποία του παρουσίαζε ο υπάλληλος της παραπονούμενης Μ.Κ.2 χωρίς να τα ελέγχει γιατί είχε πλήρη εμπιστοσύνη στους παραπονούμενους. Όπως αναφέρθηκε στην Αγγλική υπόθεση Gallie v. Lee (1971) A.C. 1004 το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του (Χατζηστυλλή ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2012) 1 A.A.Δ. 989).
Έχοντας υπόψη μου τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου 2 ότι υπέγραφε τα τιμολόγια τα οποία του παρουσιάζονταν από τον Μ.Κ.2 χωρίς να τα ελέγχει καθώς επίσης και όσα αναφέρθηκαν στις ως άνω αποφάσεις Gallie v. Lee και Χατζηστυλλή ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ κρίνω ότι ο ισχυρισμός του ότι προχώρησε στην ανάκληση της πληρωμής των επίδικων επιταγών επειδή διαπίστωσε ατασθαλίες εκ μέρους της παραπονούμενης αποτελεί εκ των υστέρων σκέψεις του τις οποίες επιστράτευσε για να περιβάλει με αληθοφάνεια την ως άνω ενέργειά του και ως εκ τούτου δεν τον αποδέχομαι.
Κρίνω επίσης ότι ο ισχυρισμός του ότι προχώρησε στην εντολή μη πληρωμής όλων των επιταγών της εταιρείας του επειδή είχε εντοπίσει ατασθαλίες εκ μέρους της παραπονούμενης και δεν γνώριζε ποιες επιταγές είχε δώσει στην παραπονούμενη και ποιες σε τρίτα πρόσωπα, δείχνει πως πρόκειται για άτομο το οποίο αδιαφορεί για τα δικαιώματα των άλλων με τους οποίους είχε εμπορικές συναλλαγές και που ενεργεί με αποκλειστικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων. Η ενέργειά του να προχωρήσει στη συλλήβδην ανάκληση της πληρωμής στο σύνολο 20 επιταγών τις οποίες είχε εκδώσει η εταιρεία του, όπως προκύπτει από το τεκμήριο 17, ενώ μπορούσε εύκολα να είχε εντοπίσει τις 3 που δόθηκαν στην παραπονούμενη και να προχωρούσε στην ανάκληση της πληρωμής μόνο εκείνων φανερώνει ότι ενδιαφερόταν μόνο να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα. Αυτό προκύπτει ως λογικό συμπέρασμα από την επιλογή του να προκαλέσει ταλαιπωρία και στους υπόλοιπους που είχαν λάβει επιταγές της κατηγορούμενης 1 εταιρείας για τους οποίους δεν είχε κανένα λόγο να ανακαλέσει την πληρωμή των επιταγών που τους έδωσε.
Η επιλογή του να ανακαλέσει την πληρωμή τόσο μεγάλου αριθμού επιταγών για τις οποίες δεν είχε εύλογη αιτία να πράξει τούτο δείχνει, κατά την κρίση μου, ότι αυτός δεν ήταν ο πραγματικός λόγος για τον οποίο ενήργησε έτσι. Κρίνω ότι δεν είχε γνήσια και καλή αιτία να προχωρήσει στην ανάκληση της πληρωμής τους και λόγω τούτου ο ισχυρισμός του ότι ανακάλεσε την πληρωμή των επίδικων επιταγών επειδή υποψιάστηκε ατασθαλίες εκ μέρους της παραπονούμενης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου 2 ότι τα εμπορεύματα που φαίνονται στις σελίδες 53 και 54 του τεκμηρίου 4 κακώς είχαν παραδοθεί από την παραπονούμενη σε τρίτους εκτός των αποθηκών της κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας κρίνω ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός αφού και αυτό το τιμολόγιο υπογράφηκε από τον ίδιο αδιαμαρτύρητα. Κρίνω πως θα ήταν λογικό από τη στιγμή που ισχυρίζεται ότι διαφωνούσε με την εν λόγω παράδοση να μην το υπέγραφε και ότι ο σχετικός ισχυρισμός του προβάλλεται όψιμα για να δικαιολογήσει την ενέργειά του να προχωρήσει στην ανάκληση της πληρωμής των επίδικων επιταγών.
Κρίνω επίσης ότι η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος για τη βασιμότητα των ισχυρισμών τους οποίους προέβαλε. Αναφέρω ενδεικτικά τον ισχυρισμό του, που αποτέλεσε και την ουσία της υπεράσπισής του, ότι προχώρησε στην ανάκληση της πληρωμής των επίδικων επιταγών επειδή διαπίστωσε ότι τα έγγραφα των παραγγελιών είχαν αλλοιωθεί. Ισχυρίστηκε ότι ο διευθυντής των παραπονούμενων και ο XXXXX Καρβέλης αλλοίωσαν τα έγγραφα των παραγγελιών, ισχυρισμό για τον οποίο κατά την αντεξέτασή του παραδέχθηκε ότι δεν ήταν σίγουρος για τη βασιμότητά του αφού δεν ήταν παρών όταν αυτές διενεργούνταν. Κρίνω πως ήταν λογικά αναμενόμενο ότι θα ήταν σίγουρος για τη βασιμότητα του πιο πάνω βασικού ισχυρισμού του όταν τον προωθούσε και τελικά αποδείχθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Κρίνω ότι το πιο πάνω είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι η ποιότητα της μαρτυρίας του δεν είναι καλή, στερείται πειστικότητας και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.»
Έχοντας εξετάσει τις αιτιάσεις του εφεσείοντα, καθώς και τα πρακτικά της υπόθεσης, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2 και δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας. Το Δικαστήριο αξιολόγησε λεπτομερώς κάθε πτυχή της μαρτυρίας του και τα συμπεράσματά του δεν συγκρούονται με τη λογική, ούτε με την προσαχθείσα μαρτυρία. Βεβαίως, δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2, το Δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογία που δεν αφορά ζητήματα αξιοπιστίας. Όμως, αυτό δε διαπιστώνουμε να επηρέασε την όλη διεργασία αξιολόγησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σαφή εύρημα ότι «ο ισχυρισμός του ότι προχώρησε στην ανάκληση της πληρωμής των επίδικων επιταγών επειδή διαπίστωσε ατασθαλίες εκ μέρους της παραπονούμενης αποτελεί εκ των υστέρων σκέψεις του τις οποίες επιστράτευσε για να περιβάλει με αληθοφάνεια την ως άνω ενέργειά του.»
Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον των εφεσειόντων.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ