ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Α. Γιαλελή για Kampouri amp;amp;amp; Gialeli LLC, για τον Εφεσείοντα. Καμιά εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΑΣΑΠΗ v. ΜΕΝΕΞΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 137/2020, 20/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B343

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 137/2020

 

20 Ιουλίου 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

XXX ΚΑΣΑΠΗ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

XXX ΜΕΝΕΞΗ

Εφεσίβλητου

 

---------------

 

Α. Γιαλελή για Kampouri & Gialeli LLC, για τον Εφεσείοντα.

Καμιά εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο.

 

--------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η κατηγορούμενη 1 εταιρεία καταδικάστηκε σε τρεις κατηγορίες για την έκδοση τριών επιταγών που δεν ξοφλήθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων (κατηγορίες 1, 3 και 5).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι είχαν αποδειχτεί όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, αναφορικά με την επιταγή που η κάθε κατηγορία αφορούσε. 

 

Ήταν, επίσης, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και οι τρεις επιταγές είχαν υπογραφτεί εκ μέρους της εταιρείας από τον Εφεσίβλητο, ωστόσο, απέρριψε τις εναντίον του κατηγορίες (κατηγορίες 2, 4 και 6) για συνδρομή προς την εταιρεία για την διάπραξη των αδικημάτων από την ίδια, με το σκεπτικό ότι  δεν είχε προσκομιστεί οιαδήποτε μαρτυρία ότι αυτός ήταν αξιωματούχος της εταιρείας «και συνακόλουθα, ότι είχε την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας και καθήκον να μην επιδείξει αδιαφορία ή απερισκεψία αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκαν και παραδόθηκαν οι επιταγές».

 

Η απόφαση για την αθώωση και απαλλαγή του Εφεσίβλητου προσβάλλεται με ένα μόνο λόγο έφεσης.  Αναφέρεται ότι ήταν εσφαλμένη λόγω πραγματικής πλάνης, άγνοιας της σχετικής νομολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής της, στην ουσία όμως η έφεση αφορά μόνο το τελευταίο, αφού ο Εφεσείων εδράζει τη θέση του στα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στη νομολογία που μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Η περαιτέρω θέση ότι η κλήση του Εφεσίβλητου σε απολογία, που προϋποθέτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος αποδεικνύονταν εξ αντικειμένου εναντίον του, καθιστά ακατανόητο πώς στη συνέχεια αθωώθηκε λόγω απουσίας μαρτυρίας που θα μπορούσε να αποδείξει τη σχετική υποχρέωση του.  Αυτό που διαπιστώνουμε είναι πως εάν η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή, ο Εφεσίβλητος δεν θα έπρεπε να είχε καν κληθεί σε απολογία.  Αλλά δεν είναι αυτή η πτυχή που ενδιαφέρει την έφεση. 

 

Ό,τι ενδιαφέρει είναι κατά πόσο, στη βάση των ευρημάτων του ως προς τα πραγματικά γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταδικάσει τον Εφεσίβλητο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 20 του Κεφ.154, που στην έκταση που ενδιαφέρει προνοεί ότι:

 

«20. Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στη διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχτεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:

.................................

(β) εκείνος που διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον

(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος»

 

Με αναφορά στην Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, κατέγραψε ότι οι διευθυντές εταιρείας που υπογράφουν επιταγές της εταιρείας, δεν έχουν προσωπική αστική ευθύνη, ωστόσο αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ποινικής τους ευθύνης ως συνεργών δυνάμει του άρθρου 20 του Κεφ.154, νοουμένου ότι αποδεικνύεται εμπλοκή τους με την παροχή βοήθειας και ένοχη διάνοια με αναφορά στη διάπραξη του αδικήματος από την εταιρεία.  Έγινε ακόμη αναφορά στην XXX XXX Ιωαννίδη ν. Gastop Boutique Ltd κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ.161/2004, ημερ.30.6.2017 και Ajini κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η υπογραφή από τον Εφεσίβλητο των επιταγών τεκμηρίωνε την παροχή βοήθειας στην εταιρεία για την έκδοση τους.  Όπου κρίθηκε η υπόθεση και αποτελεί αντικείμενο της έφεσης, ήταν κατά πόσο ο Εφεσίβλητος είχε την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας και καθήκον να μην επιδείξει αδιαφορία ή απερισκεψία ως προς το κατά πόσο οι επιταγές θα πληρώνονταν. 

 

Κρίσιμος είναι ο χρόνος υπογραφής της κάθε επιταγής (Militos Trading Limited v. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609) κατά τον οποίο πρέπει να αποδειχτεί ότι ο προσυπογράφων, αξιωματούχος ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές εταιρείας, γνώριζε τις ουσιώδεις περιστάσεις της διάπραξης του αδικήματος από την εταιρεία.  Στην Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη, Ποιν. Εφ. Αρ.102/2014 και 115/2014, ημερ.22.10.2015, αναφέρθηκε σε σχέση με τους δύο εφεσίβλητους, ότι όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της εταιρείας είχε παγοποιηθεί από προηγουμένως.  Ο ένας εφεσίβλητος ήταν ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και εκτελεστικός σύμβουλος της εταιρείας, ενώ η άλλη εφεσίβλητη ήταν η σύζυγος του και εξουσιοδοτημένη να υπογράφει επιταγές της εταιρείας.  Στην Ιωαννίδη σχολιάστηκε ότι:

«Συμφωνούμε με την απόφαση Θεοχάρους (ανωτέρω) και θεωρούμε ότι ο όρος «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν», που χρησιμοποιήθηκε σε εκείνη την απόφαση, δημιουργεί την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας εκ μέρους των υπογραφόντων επιταγές εταιρειών και καθήκον να μην επιδεικνύουν αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness) αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδίδεται, παραδίδεται και παρουσιάζεται προς πληρωμή μια επιταγή.   Το γεγονός ότι ένας διοικητικός σύμβουλος εταιρείας με δικαίωμα υπογραφής επιταγών της εταιρείας δεν έχει ενεργό ανάμειξη στις καθημερινές εργασίες της εταιρείας δεν τον απαλλάσσει από το καθήκον επιμέλειας αναφορικά με το κατά πόσον οι επιταγές που εκδίδονται με δική του υπογραφή συμπληρωμένες ή εν λευκώ θα τιμηθούν, κατά την παρουσίαση τους, ή όχι.   Συναφώς παρατηρούμε ότι προηγούμενη υπεράσπιση που υπήρχε στο άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποίαν κάποιος δεν θεωρείτο ένοχος αν μπορούσε να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που εξέδωσε την επιταγή είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι κατά την εμφάνιση της θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφληση της, καταργήθηκε, όπως παρατήρησε το Εφετείο και στην Παυλόπουλος (ανωτέρω).    Επομένως ούτε η μή ανάμειξη της εφεσίβλητης 2 στις καθημερινές οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας αλλά ούτε και η υπόσχεση, γενική και αόριστη, του συζύγου της, ότι θα κατέθετε τα λεφτά που θα εισέπραττε από μια δικαστική υπόθεση του, στο λογαριασμό της εταιρείας από τον οποίο εκδόθηκε η επιταγή, θα μπορούσαν να αποτελέσουν υπεράσπιση για την εφεσίβλητη 2 στο αδίκημα του άρθρου 20 (γ) του Ποινικού Κώδικα σε συνάρτηση με το άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα.»

 

 

 

Αυτό που προκύπτει από την Θεοχάρους, όπως εξηγείται στην Ιωαννίδης, είναι ότι εκείνος που υπογράφει επιταγή εκ μέρους εκδότριας εταιρείας, έχει υποχρέωση να επιδείξει εύλογη επιμέλεια, και καθήκον να μην επιδείξει αδιαφορία ή απερισκεψία, ότι η επιταγή που υπογράφει θα τιμηθεί όταν παρουσιαστεί για πληρωμή.  Και τις υποχρεώσεις αυτές έχει ανεξάρτητα του κατά πόσο έχει ή δεν έχει ανάμιξη στις εργασίες της εταιρείας.  Δηλαδή, οι υποχρεώσεις αυτές δεν γεννώνται συνεπεία γνώσης του για την κατάσταση της εταιρείας, αλλά τις επωμίζεται ως επακόλουθο του γεγονότος και μόνο ότι υπόγραψε την επιταγή.  Επομένως, δεν είναι αναγκαίο αυτός που υπογράφει επιταγή εκ μέρους της εκδότριας εταιρείας να είναι διευθυντής ή άλλος αξιωματούχος της για να έχει τις πιο πάνω υποχρεώσεις.  Η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, στοιχειοθετεί την απαραίτητη ένοχη διάνοια και την ποινική του ευθύνη.

 

Το πιο πάνω απόσπασμα εμπεριέχεται αυτούσιο στην πρωτόδικη απόφαση.  Ήταν επομένως υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που όφειλε να την ακολουθήσει.  Ωστόσο, απέτυχε να την εφαρμόσει στα ενώπιον του γεγονότα.  Στην υπόψη περίπτωση, η υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου ήταν πιο ισχυρή από την υπόθεση εναντίον «της συζύγου» στην Θεοχάρους.  Όπως προέκυπτε από τη μαρτυρία του παραπονούμενου, ο Εφεσίβλητος διαχειριζόταν τις υποθέσεις της εταιρείας και υποσχόταν να αποπληρώσει τις επιταγές.  Επομένως ο Εφεσίβλητος, αντίθετα από αυτό που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας και καθήκον να μην επιδείξει αδιαφορία ή απερισκεψία αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκαν και παραδόθηκαν οι επιταγές και ήταν ποινικά υπόλογος στη βάση του άρθρου 20 του Κεφ.154, σε σχέση με τα αδικήματα των κατηγοριών 2, 4 και 6.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά τον Εφεσίβλητο, παραμερίζεται και ο Εφεσίβλητος καταδικάζεται στις κατηγορίες 2, 4 και 6.  Επιδικάζονται €2.000, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, έξοδα της έφεσης υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο