ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B235
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 169/2020)
9 Ιουνίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
xxx ΚΟΥΤΟΥΡΗΣ,
Εφεσίβλητος.
_ _ _ _ _ _
Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Ν. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε κατηγορία επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (1η κατηγορία), και δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα.
Μετά που έκλεισε την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή, το Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσο είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση έτσι ώστε να κληθεί ο εφεσίβλητος σε απολογία, έκρινε πως η μαρτυρία που είχε δοθεί ήταν αντινομική, σε βαθμό που κανένα Δικαστήριο δε θα μπορούσε να στηριχθεί σ΄ αυτή και αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπισε.
Με δύο λόγους έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που αφορούν το στάδιο εξέτασής του κατά πόσο υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, στη βάση της μαρτυρίας που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή. Σύμφωνα με την εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, ΜΚ1, στη βάση επικαλούμενων αντιφάσεων. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις γεγονότων, οι οποίες δεν μπορούν εύλογα να συναχθούν από την ενώπιόν του μαρτυρία.
Η νομολογία, ως προς το πότε δικαιολογείται η απαλλαγή του κατηγορούμενου σ΄ αυτό το στάδιο, είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χρήσιμη ανάλυση του όρου "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.
To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και
(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. Στην υπόθεση Azina (ανωτέρω), το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση Rex v. Mustafa Kara Mehmed, 16 C.L.R. 46 συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσης της, δηλαδή, των Άρθρων 143 και 144 της Περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη. Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων: (α) Wiseman & Another v. Bomeman & Others [1967] 3 All E.R. 1045. (b) Cozens v. Brutus [1972] 2 All E.R. 1. (c) Ellis v. Jones [1973] 2 All E.R. 893. (d) R. v. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1061. (e) R. v. Barker (Note [1975] 65 Cr.App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.»
Είναι, λοιπόν, σαφές από τη νομολογία πως, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, παρά μόνο εξετάζει κατά πόσο αυτή, αντικειμενικά κρινόμενη, υποστηρίζει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, σημειώνουμε πως η έφεση περιορίστηκε στην απαλλαγή του εφεσίβλητου στην πρώτη κατηγορία και, συνεπώς, μόνο σ΄ αυτήν θα αναφερθούμε.
Στην υπόθεση δόθηκε μαρτυρία από την παραπονούμενη και τον Α/Αστ. 2xx7 xxx Ασημάκη, που εξέτασε την υπόθεση. Σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονουμένης, στις 16.1.2018 πήγε μαζί με την κόρη της και μία φίλη της, την Ιρίνα, σε ένα μπαράκι για ποτό. Ακολούθως, ήρθε ο εφεσίβλητος, ο οποίος καυγάδιζε με τη φίλη της. Τελικά όλοι έφυγαν επιβαίνοντας στο ίδιο αυτοκίνητο. Ακολούθησαν προστριβές μεταξύ του εφεσίβλητου και της φίλης της και, σε κάποιο στάδιο και αφού το αυτοκίνητο είχε ακινητοποιθεί, επειδή η παραπονούμενη προσπαθούσε να προφυλάξει τη φίλη της, ο εφεσίβλητος άνοιξε την πόρτα και την τράβηξε από το δεξί της χέρι για να βγει από το αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στον ώμο και να καταλήξει στο νοσοκομείο.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη μαρτυρία για σκοπούς απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ανέφερε τα ακόλουθα, σε συνάρτηση με την πρώτη κατηγορία:
«Το κριτήριο σ΄ αυτό το στάδιο της μαρτυρίας δεν είναι η αξιολόγηση της και η εξαγωγή υποκειμενικών ευρημάτων. Το Δικαστήριο οφείλει αντικειμενικά να την εξετάσει και να δει αν η δυναμική και η ποιότητα της μαρτυρίας είναι τέτοια που μπορεί να προχωρήσει σε επόμενο στάδιο. Εντελώς αντικειμενικά εξετάζοντας τη μαρτυρία ενώπιόν μου, η παραπονούμενη παρουσίασε τις ακόλουθες εκδοχές. 1. Ότι έφυγαν από τον χώρο έξω γιατί η φίλη της της ζήτησε να φύγουν μαζί λόγω του ότι φοβόταν τον κατηγορούμενο 2. Δεύτερη εκδοχή, ότι η φίλη της θα έφευγε με τον κατηγορούμενο και της είπε να την έπαιρνε μαζί της στο σπίτι. 3. Τρίτη εκδοχή, ότι η φίλη της και ο κατηγορούμενος τσακώθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο και ο κατηγορούμενος τραβώντας την από το αυτοκίνητο την τραυμάτισε. Σ΄ αυτές τις τρεις εκδοχές κοινός παρονομαστής είναι ότι, ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος με βία την τράβηξε από το αυτοκίνητο βγάζοντας της τον ώμο της. Η ίδια όμως μετά παρουσιάζει μια άλλη εκδοχή και λέει ότι έφτασαν στο σπίτι και μπήκε μόνη της στο σπίτι ρωτώντας τη μητέρα του σπιτονοικοκύρη της κατά πόσο μπορεί να διανυχτερεύσει μαζί της η φίλη της. Σ΄ αυτήν την εκδοχή εξέρχεται η ίδια από μόνη της από το αυτοκίνητο. Επίσης αναφέρει ότι επειδή η ίδια δεν θυμόταν τι ακριβώς έγινε πήγε την επόμενη μέρα στην μπυραρία για να ρωτήσει τι έγινε. Άλλος παράγοντας που επισημαίνω είναι ότι σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό η παραπονούμενη πήγε στο νοσοκομείο σε έντονη κατάσταση μέθης.»
Το Δικαστήριο έκρινε πως η ποιότητα της μαρτυρίας ήταν τέτοια που, σε περίπτωση που η υπόθεση προχωρούσε στο επόμενο στάδιο, θα ήταν δύσκολο και ιδιαίτερα επισφαλές να στηριχθεί σ΄ αυτήν για εξαγωγή ευρημάτων. Η παραπονούμενη, ανέφερε, δεν θυμόταν τι έγινε και πήγε στην μπυραρία να ζητήσει να δει τις κάμερες για να μάθει τι έγινε, κάτι που από μόνο του υποδεικνύει κενά μνήμης.
Εξετάσαμε τη μαρτυρία στη βάση των αρχών που διέπουν το εγειρόμενο ζήτημα, υπό το φως των αιτιάσεων της εφεσείουσας. Με δεδομένο ότι σε αυτό το στάδιο η μαρτυρία κρίνεται αντικειμενικά, χωρίς το δικαστήριο να προβαίνει σε λεπτομερή αξιολόγηση, θεωρούμε ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι η μαρτυρία ήταν αντινομική έτσι ώστε να δικαιολογείτο η απαλλαγή του εφεσίβλητου. Οι διαφορετικές εκδοχές που επικαλέστηκε το Δικαστήριο αφορούν αναφορές σε συνάρτηση με διαφορετικά χρονικά σημεία, μαρτυρία που μόνο μέσα από την τελική αξιολόγηση μπορεί να κριθεί. Ο πυρήνας της εκδοχής της παραπονούμενης ότι ο εφεσίβλητος την τράβηξε έξω από το αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της, δεν αναθεωρήθηκε. Συνακόλουθα, δε θεωρούμε ότι οι ισχυρισμοί της αποτελούν διαφορετικές εκδοχές υπό την έννοια που το αντιλήφθηκε το Δικαστήριο και, εν πάση περιπτώσει, δεν δικαιολογούν την απαλλαγή του εφεσίβλητου σε αυτό το στάδιο. Ως προς το κατά πόσο η παραπονούμενη βρισκόταν σε κατάσταση μέθης που δεν της επέτρεπε να θυμάται οτιδήποτε, αυτό θα πρέπει να κριθεί στο τέλος, στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας. Συναφώς, λανθασμένα αποδίδεται στην παραπονούμενη ότι μετέβη την επόμενη μέρα στην μπυραρία να ρωτήσει τι έγινε, διότι δεν θυμόταν, κάτι που μόνο μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας θα μπορούσε να προκύψει.
Εν κατακλείδι, θεωρούμε ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο από εκείνο το στάδιο, προβαίνοντας σε αξιολόγηση ουσιαστικά της μαρτυρίας, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό. Ως εκ τούτου, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Ο εφεσίβλητος σχολίασε το χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι σήμερα, παραπέμποντας στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καψού (2004) 2 ΑΑΔ 127. Στην εν λόγω υπόθεση το Εφετείο απέρριψε την έφεση που άσκησε η Δημοκρατία κατά της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, στη βάση της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε από το χρόνο της κατ΄ ισχυρισμό διάπραξης των αδικημάτων και της περαιτέρω καθυστέρησης που θα δημιουργείτο σε περίπτωση που διατάσσετο επανεκδίκαση στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας, χωρίς να εξετάσει οποιοδήποτε άλλο θέμα.
Εν προκειμένω, το ζήτημα του χρόνου προβάλλεται ακροθιγώς και με γενικότητα. Παρά ταύτα, θα το εξετάσουμε στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής μας ευχέρειας να διατάξουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης, δυνάμει του άρθρου 145, του Κεφ. 155. Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διατάξει επανεκδίκαση υπόθεσης ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Στην υπόθεση Pierides v. The Republic (1971) 2 AAΔ 263, εξετάστηκαν οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου.
Το αδίκημα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκε τον Ιανουάριο του 2018, η υπόθεση καταχωρήθηκε τον Απρίλιο του 2018, και η ακρόαση έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 2020. Όπως προκύπτει από τον πρωτόδικο φάκελο υπήρξε καθυστέρηση στην επίδοση της υπόθεσης, και κάποια καθυστέρηση λόγω μη εμφάνισης του εφεσίβλητου που οδήγησε σε έκδοση εντάλματος σύλληψης, για τις οποίες δεν μπορεί να παραπονείται ο εφεσίβλητος. Είναι, βεβαίως, ορθό ότι διαπιστώνεται καθυστέρηση. Όμως, η παρούσα διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα από την υπόθεση Καψού, της οποίας τα γεγονότα ήταν ιδιαίτερα. Περαιτέρω, στην παρούσα περίπτωση, η ακρόαση της υπόθεσης ήταν πολύ σύντομη και σε περίπτωση επανεκδίκασης αυτή θα μπορέσει να συμπληρωθεί τάχιστα. Η φύση της υπόθεσης είναι ένα άλλο στοιχείο που καθιστά επιβεβλημένη την επανεκδίκασή της.
Έχοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης και όλους τους παράγοντες που δυνατόν να επηρεάσουν το συμφέρον της δικαιοσύνης και εφόσον το Δικαστήριο προέβη ουσιαστικά σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, θεωρούμε ότι είναι ορθό να διαταχθεί εξ υπαρχής επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή (βλ. Iacovou Brothers (Concrete) Ltd v. Action Construction & Development Ltd κ.ά, Ποιν. Έφεση Αρ. 184/2014, ημερομηνίας 10.2.2016).
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει ως προς την πρώτη κατηγορία. Η αθωωτική απόφαση ως προς αυτή την κατηγορία ακυρώνεται. Διατάσσεται η επανεκδίκασή της από άλλο Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, το συντομότερο δυνατό.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ