ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μαλαχτός, Χάρης Η. Στεφάνου μαζί με Ε. Ευθυμίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφεση 105/2019 και Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 118/2019. Α. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 119/2019. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-06-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 105/2019, 118/2019, 119/2019, 25/6/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B276

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 105/2019

(Σχ. με 118/2019, 119/2019).

 

25 Iουνίου, 2021

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

XXX XXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Eφεσείοντα,

-ΚΑΙ- 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 118/2019

(Σχ. με 105/2019, 119/2019).

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσείουσας,

-ΚΑΙ- 

 

XXX XXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσίβλητου.

 

 

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 119/2019

(Σχ. με 105/2019, 118/2019).

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσείουσας,

-ΚΑΙ- 

 

XXX KARELIDZE,

Εφεσίβλητου.

 

----------------------

Η. Στεφάνου μαζί με Ε. Ευθυμίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφεση 105/2019 και Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 118/2019.

Α. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφεση 119/2019.

Μ. Μασούρα (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην Ποιν. Έφεση 105/2019 και Εφεσείουσα στις Ποιν. Εφέσεις 118/2019 και 119/2019.

----------------------

     ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από την              Π. Παναγή, Π.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Π.:-  Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 105/2019 (στο εξής «ο εφεσείων») αντιμετώπισε, μαζί με δύο άλλα πρόσωπα, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, αριθμό κατηγοριών για αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου Ν.29/77 ως έχει τροποποιηθεί.  Δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες και μετά από ακρόαση,  κρίθηκε ένοχος σε τέσσερις από τις έξι κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Τα άλλα δύο πρόσωπα, xxx Muck και xxx Karelidze,  καταδικάστηκαν, μετά από δική τους παραδοχή, και τoυς επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης.

 

Με την Ποινική Έφεση 105/2019, ο εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του, ενώ με τις Ποινικές Εφέσεις 118/2019 και 119/2019, η Δημοκρατία εφεσιβάλλει τις ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα και τον xxx Karelidze, ως έκδηλα ανεπαρκείς.

 

Ποινική Έφεση 105/2019

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων στις 29.5.2017 ενοικίασε αυτοκίνητο για περίοδο τεσσάρων ημερών. Στις 2.6.2017, ζήτησε όπως το αυτοκίνητο αυτό αλλαχθεί και το συμβόλαιο ενοικίασης ανανεωθεί μέχρι τις 6.6.2017.  Περίπου δύο ώρες μετά που ο εφεσείων παρέλαβε το νέο όχημα, και αφού έδωσε το κλειδί στον Karelidze για να το οδηγήσει, αυτό θεάθηκε στο ξενοδοχείο AJAX, στη Λεμεσό.  Σκοπός ήταν να μεταφέρει ναρκωτικές ουσίες, όμως δεν έγινε κατορθωτό, καθότι ο οδηγός του οχήματος αντιλαμβανόμενος την παρουσία μελών της Υ.Κ.Α.Ν., κατάφερε να διαφύγει.  Το όχημα εγκαταλείφθηκε σε δρόμο στην περιοχή Γερμασόγειας. 

 

Την 4.6.2017, ο Εφεσείων παρουσιάστηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Ιωάννη για να καταγγείλει την κλοπή του ενοικιαζόμενου οχήματος.  Κατά το Κακουργιοδικείο, επρόκειτο για ψευδή καταγγελία. Ενώ βρισκόταν στον αστυνομικό σταθμό, ο εφεσείων συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος.  Το κλειδί του οχήματος, το οποίο βρισκόταν στην οικία του εφεσείοντα, παραδόθηκε από αυτόν στην Αστυνομία λίγη ώρα μετά την καταγγελία, κατά την έρευνα της κατοικίας του.  Το γεγονός ότι το κλειδί βρισκόταν στην κατοχή του, καταδείκνυε, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, πως το πρόσωπο που χρησιμοποίησε το αυτοκίνητο το επέστρεψε στον εφεσείοντα, μετά την παράνομη επιχείρηση. Το αυτοκίνητο εξετάστηκε από τον διευθυντή της εταιρείας που εισάγει και αντιπροσωπεύει στην Κύπρο αυτοκίνητα της ίδιας μάρκας, χωρίς να διαπιστώσει ότι αυτό είχε κλαπεί αφού δεν υπήρχαν οποιαδήποτε σημεία που να καταδείκνυαν κάτι τέτοιο.

 

Στη βάση των ευρημάτων του, το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα  ένοχο στις κατηγορίες 3, 4, 5 και 6 που αφορούσαν στα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 3), παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (κατηγορία 4), συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 5) και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, με σκοπό την προμήθεια (κατηγορία 6) - στις κατηγορίες 4 και 6 ως συνεργός με βάση το άρθρο 20(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 - και τον αθώωσε στις κατηγορίες 1 και 2 που αφορούσαν τη συνωμοσία για εισαγωγή και την εισαγωγή των επίδικων ναρκωτικών ουσιών. Το αδίκημα της συνωμοσίας σε κάθε μία από τις κατηγορίες 3 και 5 σχετιζόταν με τη διάπραξη αντίστοιχα αδικήματος στις κατηγορίες 4       και 6.

 

Η καταδικαστική απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη με 18 λόγους έφεσης.  Στο επίκεντρο των πρώτων τεσσάρων λόγων έφεσης, στους οποίους περιορίστηκε η προφορική αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ενώπιον το Εφετείου,  βρίσκεται η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 11.10.2018 με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της υπεράσπισης στην κατάθεση του κλειδιού του αυτοκινήτου ως τεκμηρίου στη δίκη, το οποίο είχε παραδοθεί από τον εφεσείοντα στους αστυνομικούς στο πλαίσιο της έρευνας της οικίας του. Λόγω της καθοριστικής σημασίας τους για την έφεση, οι λόγοι αυτοί θα μας απασχολήσουν κατά προτεραιότητα.   

 

Οι αστυνομικοί ουδέποτε εξασφάλισαν ένταλμα έρευνας της οικίας του εφεσείοντα η οποία βρίσκεται στην οδό Λ., στη Λεμεσό.  Εξασφάλισαν, όμως, ένταλμα έρευνας οικίας στην οδό Σ., στην ίδια πόλη, στην οποία κατοικούσαν οι γονείς του εφεσείοντα. Όταν οι αστυνομικοί διεξήγαγαν την έρευνα στην οικία του εφεσείοντα στην οδό Λ., στην οποία ο ίδιος τους οδήγησε, τελούσαν υπό την λανθασμένη εντύπωση ότι  ερευνούσαν την οικία που αναγραφόταν στο ένταλμα έρευνας που κατείχαν.  

 

Οι αστυνομικοί, ενεργώντας ως ανωτέρω, δεν καθοδηγήθηκαν από το περιεχόμενο του εντάλματος έρευνας ως όφειλαν, αλλά από τη δήλωση του εφεσείοντα ότι θα τους έπαιρνε στο σπίτι του, μετά που του ανέφεραν την ύπαρξη εντάλματος έρευνας «για την οικία του στην οδό Σ..». 

 

Η διεξαγωγή έρευνας της οικίας του εφεσείοντα στην οδό Λ., εφόσον δεν είχε εξασφαλιστεί σχετικό ένταλμα, προϋπόθετε, σύμφωνα με τη σχετική συνταγματική επιταγή, την ύπαρξη «ρητής» συγκατάθεσης εκ μέρους του (Άρθρο 16 του Συντάγματος της Κυπριακή Δημοκρατίας).  Η πλάνη δε ανωτέρω των αστυνομικών δεν αναιρούσε την ανάγκη αυτή.  Ο εφεσείων υποστήριξε πρωτοδίκως  ότι το προαναφερόμενο κλειδί, ήταν αντικείμενο παράνομης έρευνας γιατί η προφορική συγκατάθεση του για τη διεξαγωγή έρευνας της οικίας του δεν ήταν «ρητή» (κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του) αλλά το αποτέλεσμα παραπλάνησης από μέρους της Αστυνομίας.  Συγκεκριμένα, αυτός «ενήργησε πεπλανημένα εις  βάρος του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, ως εμφαίνεται στο άρθρο 15 και του ασύλου κατοικίας, ως εμφαίνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος.» Η εν λόγω  συγκατάθεση του, λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε προειδοποίηση ως προς τα δικαιώματα του και δεν γνώριζε ότι θα μπορούσε να αρνηθεί να συγκατατεθεί στη συγκεκριμένη έρευνα.

 

Το θέμα της νομιμότητας της έρευνας υπήρξε το αντικείμενο εξέτασης σε δίκη εντός δίκης. Για την Κατηγορούσα Αρχή καταθέσαν τρεις αστυφύλακες, οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσαν στην Υ.ΚΑ.Ν στο κλιμάκιο Λεμεσού.  Για την Υπεράσπιση, κατάθεσε ο εφεσείων και η σύζυγός του.  Αποτέλεσε, κοινή θέση των δύο πλευρών ότι πριν από την έρευνα, οι αστυνομικοί υπέδειξαν το ένταλμα έρευνας στον εφεσείοντα, ο οποίος το διάβασε.  Επίσης ότι τον προειδοποίησαν σε σχέση με τα δικαιώματα προσώπων που συλλαμβάνονται ή τελούν υπό κράτηση, παραδίδοντας του και έγγραφο στο οποίο αυτά καταγράφονταν.  Ο, τι αμφισβητήθηκε έντονα από τον εφεσείοντα, ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι όταν του υπεδείχθη το ένταλμα έρευνας, αυτός ανέφερε «εν έσιει πρόβλημα», δήλωση που καταγράφηκε στις 4.6.2019 στο ημερολόγιο ενεργείας και υπογράφηκε από τον εφεσείοντα.   Κατά τον εφεσείοντα προέβη σε αυτή τη δήλωση αλλά αμέσως μετά ανέφερε στους αστυνομικούς «δεν είναι η διεύθυνση μου αλλά ελάτε να ερευνήσετε». 

 

Το Κακουργιοδικείο, απέρριψε τον προαναφερόμενο ισχυρισμό του εφεσείοντα καθώς και τη θέση του ότι εάν γνώριζε πως οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να εισέλθουν στην οικία του στην οδό Λ., δεδομένου ότι δεν είχαν ένταλμα έρευνας σε σχέση με αυτή, δεν θα τους επέτρεπε την είσοδο και θα μεριμνούσε όπως πρώτα συμβουλευθεί δικηγόρο.  Σχετικά με το τελευταίο, σημείωσε, ότι πριν από την έρευνα, ο εφεσείων διάβασε το ένταλμα έρευνας και γνώριζε ότι αυτό αφορούσε στην οικία των γονιών του στην οδό Σ. και όχι τη δική του επί της οδού Λ., στην οποία ο ίδιος οδήγησε τους αστυνομικούς, ως έχει προαναφερθεί.  Σημείωσε, επίσης, ότι πριν τη διεξαγωγή της έρευνας, του δόθηκε το έγγραφο με τα δικαιώματα προσώπου που συλλαμβάνεται και βρίσκεται υπό κράτηση, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να συμβουλευθεί δικηγόρο.  Επιπρόσθετα, σημείωσε την άρνηση του εφεσείοντα να δώσει σαφή απάντηση για τον κάτοχο τηλεφώνου που εντοπίστηκε κατά τη διεξαγωγή μεταγενέστερης έρευνας στο επαγγελματικό υποστατικό του και να δώσει στοιχεία σε σχέση με το κινητό τηλέφωνο του, λέγοντας στους αστυνομικούς  «εν προσωπικό δικό μου τζιαι αν θέλω σας λέω που το 'χω», τα οποία έδειχναν, κατά το Κακουργιοδικείο, «άτομο πλήρως ενημερωμένο για τα δικαιώματα του και η παρουσία των αστυνομικών στο χώρο δεν τον έθεσε σε οποιαδήποτε μειονεκτική θέση». 

 

Το Κακουργιοδικείο απαντώντας στο καίριο ερώτημα της ύπαρξης η όχι ρητής συγκατάθεσης του εφεσείοντα για την έρευνα της οικίας του,  παρατήρησε εν πρώτοις ότι οι αστυνομικοί, έχοντας τη λανθασμένη εντύπωση ότι διεξήγαγαν έρευνα στην οικία που αναφερόταν στο ένταλμα, δεν ζήτησαν από τον εφεσείοντα γραπτή συγκατάθεση πριν από αυτή και δεν τον προειδοποίησαν ότι αυτός μπορούσε να αρνηθεί να συγκατατεθεί.  Το συγκεκριμένο απόγευμα ο εφεσείων ήταν συνεργάσιμος και βοήθησε ενεργά την Αστυνομία. Περαιτέρω, σε κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία στις 10.6.2017 σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η έρευνα της οικίας του ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος οδήγησε την Αστυνομία εκεί και η έρευνα έγινε με τη συγκατάθεσή του, θεωρώντας, όταν του υποδείχθηκε το ένταλμα πως οι Αστυνομικοί ήθελαν να ερευνήσουν την οικία του, γι' αυτό και τους οδήγησε στην οδό Λ/., χωρίς να έχει οποιαδήποτε ένοχη πρόθεση. Πρόσθεσε, το Κακουργιοδικείο:

«Οι αστυνομικοί δεν άσκησαν βία, δεν απείλησαν, δεν χρησιμοποίησαν οποιαδήποτε τεχνάσματα και δεν παραπλάνησαν με οποιοδήποτε τρόπο τον [εφεσείοντα].  Αντιθέτως, με βάση τα ευρήματα μας, ήταν αυτός που «παραπλάνησε» τους αστυνομικούς και τους οδήγησε, εν αγνοία των τελευταίων, σε οικία άλλη από αυτή που ανέγραφε το δικαστικό ένταλμα έρευνας, Τεκμήριο 3, αποκρύβοντας τους το γεγονός ότι η οικία του βρισκόταν στην οδό Λ. και όχι στην οδό Σ.  Ο [εφεσείων] τους οδήγησε εκεί γνωρίζοντας ότι εκείνο που αναζητούσε η Αστυνομία ήταν ναρκωτικά και ότι στην οδό Λ. δεν υπήρχαν ναρκωτικά.  Παρενθετικά υπενθυμίζουμε ότι στην εν λόγω οικία δεν εντοπίσθηκαν κατά την έρευνα οποιαδήποτε ναρκωτικά.  Υπενθυμίζουμε επίσης ότι ήταν ο ίδιος ο [εφεσείων] που υπέδειξε και παράδωσε το επίδικο κλειδί στους αστυνομικούς.»

 

Απορρίπτοντας την ένσταση της Υπεράσπισης, κατέληξε ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα συνιστούσε ρητή συγκατάθεση για τη διενέργεια της έρευνας στην οικία του και πως η έρευνα που διεξάχθηκε δεν παραβίαζε τα συνταγματικά δικαιώματα του, δυνάμει, ειδικά, των άρθρων 15 και 16 του Συντάγματος, επί των οποίων στηριζόταν η ένσταση της Υπεράσπισης.  Ανέφερε σχετικά:

 

«Δεν διαλάθει της προσοχής μας ότι οι αστυνομικοί είναι άτομα που ασκούν εξουσία και ότι τη δεδομένη στιγμή ο κατηγορούμενος 2 [εφεσείων] βρισκόταν υπό σύλληψη. Παράλληλα όμως δεν παραγνωρίζουμε ότι κανένας δεν του ζήτησε να ερευνήσει την οικία του στην οδό Λ., το μόνο που του ζήτησαν οι αστυνομικοί ήταν να ερευνήσουν την οικία στην οδό Σ..  Το μόνο που αναμενόταν από τον κατηγορούμενο 2 να πράξει ήταν να ακολουθήσει τους αστυνομικούς και να είναι παρών κατά την έρευνα που θα διεξαγόταν στην οικία, στην οδό Σ..  Αντ' αυτού, από μόνος του τους οδήγησε σε οικία άλλη από αυτή που του ζήτησαν.

 

Αφού αντλήσαμε καθοδήγηση από τις αρχές που παραθέτουμε πιο πάνω και αφού εξετάσαμε όλα τα ιδιαίτερα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι η όλη συμπεριφορά του κατηγορούμενου 2 συνιστά ρητή συγκατάθεση.  Ο ίδιος εθελούσια οδήγησε τους αστυνομικούς στην εν λόγω διεύθυνση, ενέργεια που ισοδυναμεί με πρόσκληση να ερευνήσουν την οικία του και εθελούσια τους παρέδωσε το επίδικο κλειδί.» 

 

 

 

Με την έφεση υποστηρίζεται πως η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων ήταν πλήρως ενημερωμένος για τα δικαιώματα του και γνώριζε πως οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να εισέλθουν στην οικία του χωρίς ένταλμα έρευνας, είναι εσφαλμένη (1ος λόγος).  Κατά μία άλλη εισήγηση, το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων παρέλειψε να πληροφορήσει τους Αστυνομικούς πως η οικία του βρισκόταν στην οδό Λ. και όχι επί της οδού Σ., επίσης είναι λανθασμένο (2ος λόγος).  Λανθασμένα, αυθαίρετα και αντινομικά, θεωρεί ο εφεσείων, και τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι προσπάθησε να παραπλανήσει τους αστυνομικούς σχετικά με τη διεύθυνση της οικίας του, χωρίς να υποβληθεί τέτοια θέση από την Κατηγορούσα Αρχή, και τους οδήγησε στην οικία του γνωρίζοντας ότι εκείνο που αναζητούσε η Αστυνομία ήταν ναρκωτικά (3ος λόγος).  Με τον 4ο λόγο, στον οποίο θα στρέψουμε πρώτα την προσοχή μας, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του Κακουργιοδικείου  ότι δεν παραβιάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα με τη διενέργεια της έρευνας σε χώρο άλλο από αυτό που εξουσιοδοτούσε το ένταλμα έρευνας και ότι υπήρξε εκ μέρους του εφεσείοντα ρητή συγκατάθεση για τη διεξαγωγή της.

 

Η πασίγνωστη αναφορά του δικαστή Coke στην υπόθεση Semayne 77 E.R.194  "the house of every one is to him as his Castle and Fortress as well for defence against injury and violence, as for his repose", σήμερα γνωστή με την απλουστευμένη ρήση "a man's home is his castle" (το σπίτι κάθε ανθρώπου είναι το κάστρο του), αναπτύχθηκε στο αγγλικό δίκαιο σε νομικό κανόνα ο οποίος βρίσκει έκφραση στη χώρα μας στα άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος.  Στο άρθρο 15 κατοχυρώνεται το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η δε είσοδος και έρευνα κατοικίας είναι επιτρεπτή κατά τα προβλεπόμενα του Άρθρου 16, μόνο «ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου ή οσάκις η είσοδος ενεργήται ρητή συναινέσει του ενοίκου. ».  Τα δύο δικαιώματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.

 

Το άρθρο 35 του Συντάγματος επιβάλλει επιτακτικά σε κάθε μια από τις πολιτειακές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της Δικαστικής, να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος όπου προβλέπονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου.

 

Στη θεμελιακή δε απόφαση Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, αποφασίστηκε ότι μαρτυρία, που λαμβάνεται κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου, είναι απαράδεκτη προς απόδειξη της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου σε δικαστική υπόθεση.

 

Όπως ορθά ανέφερε το Κακουργιοδικείο, το θέμα της συγκατάθεσης απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Psaras and Another v The Republic (1987) 2 CLR 132, όπου το Εφετείο σύγκρινε το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος με την Τέταρτη Τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο θα μπορούσε να αντληθεί καθοδήγηση από την αμερικάνικη νομολογία επί του θέματος.  Κατέληξε ότι το περιεχόμενο και οι σκοποί των δύο συνταγματικών διατάξεων ήταν διαφορετικοί με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«The wording of the two constitutional provisions, the Cyprus and American one, is different. Article 15.1 protects specifically private and family matters, whereas the 4th Amendment is directed to regulating the search of premises and offices. Incontrovertibly, the content of the two constitutional enactments is different as well as their objects. The 4th Amendment aims to extend and regulate the principle of the common law that one's house is his castle. Whereas Article 15.1 is modelled on the European Convention of Human Rights(**) that proclaims a right to privacy as such; in turn fashioned in the spirit of the 1948 U.N. Universal Declaration of Human Rights.

 

Of course, what is private in the sense of Article 15.1 may be immune from search and seizure. In Enotiates and Another v. The Police,(***) the Court noticed the material differences between the content and aims of Article 15.1 and those of the 4th Amendment. The Court held that business activity is not in itself a private matter and by the same process of reasoning we hold in this case that business premises are not a private domain in the sense of Article 15.1.

 [..]

Unlike Article 15.1, the object of the 4th Amendment is not to institutionalize a right to privacy but to protect from warrantless search the premises specified therein. No doubt the objects of the 4th Amendment hinge on the concept of privacy but are not identical with and in material respects differ from a self existent right to privacy. Article 15.1 safeguards a fundamental human right, aims to screen from public view and outside inquiry and the pressures associated therewith, inherently private matters; as a necessary safeguard of the autonomy of the individual in that territory. We need not debate in this appeal, as it does not pose for decision whether the right to privacy safeguarded by Article 15.1 can be waived, and if so under what circumstances. We conclude this part of the Judgment with affirming that business premises are not, on account of the business activity carried out therein, immune from search by virtue of the provisions of Article 15.1.».

 

 

(Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Enotiades v. The Police (1986) 2 CLR 64 στις σελ. 68-69).

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ήταν πρόσφορο να αντλήσει καθοδήγηση από την αμερικάνικη νομολογία, την οποία επικαλέστηκαν και τα δύο μέρη, «έχοντας υπόψη το γεγονός ότι οι πρόνοιες της Τέταρτης Τροποποίησης του [αμερικανικού] Συντάγματος, είναι σχεδόν ταυτόσημες με τις πρόνοιες του Συντάγματος της χώρας μας».  Σημείωσε τη θέση της κυπριακής και αμερικάνικης νομολογίας, όταν στην περίπτωση που η έρευνα  διεξάγεται με την συγκατάθεση του κατόχου του υποστατικού, αυτή πρέπει να δίδεται ελεύθερα και οικειοθελώς, ζήτημα το οποίο αποφασίζεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης (Schneckloth v. Bustamonte, 412 U.S. 218 (1973)). 

 

Υποστηρίζεται από τον εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν παραβιάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα του με τη διεξαγωγή έρευνας σε χώρο διαφορετικό από αυτό που εξουσιοδοτούσε το ένταλμα έρευνας και πως υπήρξε εκ μέρους του ρητή συγκατάθεσή στην επίδικη έρευνα, αφού η προηγούμενη ενημέρωσή του για το «τι σημαίνει και συνεπάγεται αυτή, είναι απαραίτητη, ώστε η ίδια να δίδεται με ελεύθερη βούληση και να είναι εκούσια». Εισηγείται, επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει τον παράγοντα που είχε τεθεί από την Υπεράσπιση για ενδεχόμενη πλάνη εκ μέρους του,  «του "εκουσίου" δηλαδή, της απόφασης του . να οδηγήσει την Αστυνομία στην οικία του στην οδό Λ. και να επιτρέψει στην Αστυνομία να ερευνήσει», επισημαίνοντας πως η συγκατάθεση ήταν κατόπιν υπόδειξης του εντάλματος έρευνας και προκύπτει από το γεγονός ότι «δεν του έγινε σωστή προειδοποίηση σχετικά με το δικαίωμα του (ωσάν να είναι εκούσια επιλογή του) να συγκατατεθεί, ώστε να διερευνηθεί η οικία του η οποία δεν αναγραφόταν στο ένταλμα». 

 

Σύμφωνα με αμερικάνικη νομολογία που σημειώνει το Κακουργιοδικείο, ειδικά την απόφαση πλειοψηφίας στην Schneckloth v. Bustamonte (ανωτέρω), στην οποία φαίνεται να βάσισε την απόφαση του για το ζήτημα, γνώση του δικαιώματος άρνησης στην έρευνα είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο όταν εξετάζει το θέμα της συγκατάθεσης υπό το πρίσμα όλων των γεγονότων της υπόθεσης και αυτό που προέχει είναι η συγκατάθεση να είχε δοθεί εθελούσια.  Η γνώση, δηλαδή, δεν αποτελεί το sine qua non μιας έγκυρης συγκατάθεσης και ένας κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί από το συνταγματικό του δικαίωμα παρόλο που δεν γνωρίζει ότι έχει την επιλογή να αρνηθεί την έρευνα.  Το Κακουργιοδικείο επισήμανε, παράλληλα, πως παρά την απόφαση στην Schneckloth αριθμός Δικαστηρίων διαφόρων Πολιτειών συνεχίζουν να θέτουν ως προϋπόθεση ότι η συγκατάθεση πρέπει να δίνεται με πλήρη επίγνωση του δικαιώματος άρνησης.  Στην State v. Johnson, 346 A. 2d 66 (N.J.1975), η οποία μνημονεύεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, το Ανώτατο Δικαστήριο του New Jersey απέρριψε ρητά το σκεπτικό της Schneckloth και αποφάνθηκε:

«.the validity of a consent to a search, even in a non-custodial situation, must be measured in terms of waiver; i.e. where the State seeks to justify a search on the basis of consent it has the burden of showing that the consent was voluntary, an essential element of which is knowledge of the right to refuse consent».

 

 

Δηλαδή η γνώση του δικαιώματος άρνησης αποτελεί κριτήριο για το εθελούσιο ή όχι της συγκατάθεσης για έρευνα.

 

Διαφορετική από τη Schneckloth είναι και η προσέγγιση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά το οποίο έχει υιοθετήσει αυστηρό κριτήριο, η ικανοποίηση του οποίου τίθεται στους ώμους της  Κατηγορούσας Αρχής, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, όποτε ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος έχει παραιτηθεί από συνταγματικό του δικαίωμα κατά τη διάρκεια του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας.  Απαιτείται από την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι η απόφαση του κατηγορούμενου για παραίτηση από το συνταγματικό δικαίωμα του, έγινε έχοντας πλήρη γνώση της ύπαρξης του δικαιώματος του καθώς και αντίληψη των συνεπειών της παραίτησης του από αυτό.  Όπως τέθηκε το θέμα στην Clarkson v. The Queen, (1986) 1 S.C.R. 383, σελ. 394-5 (per Wilson J.):

 

«Given the concern for fair treatment of an accused person which underlie such constitutional civil liberties as the right to counsel in s.10(b) of the Charter, it is evident that any alleged waiver of this right by an accused must be carefully considered and that the accused's awareness of the consequences of what he or she was saying is crucial.  Indeed, this Court stated with respect to the waiver of statutory procedural guarantees in Korponay v. Attorney General of Canada, 1982 CanLII 12 (SCC).that any waiver ".is dependant upon it being clear and unequivocal that the person is waiving the procedural safeguard and is doing so with full knowledge of the rights the Procedure was enacted to protect and of the effect the waiver will have on those rights in the process.»

 

              (Η υπογράμμιση είναι στο κείμενο της απόφασης)

Η εθελούσια παραίτηση για να είναι έγκυρη και αποτελεσματική πρέπει να βασίζεται σε πραγματική αντίληψη των συνεπειών της εγκατάλειψης του δικαιώματος.  Αναφέρεται στη σελ. 396 της ίδιας απόφασης:

«While this constitutional guarantee cannot be forced upon an unwilling accused, any voluntary waiver in order to be valid and effective must be premised on a true appreciation of the consequences of giving up that right».

 

Στην Goldman v. R, 1979 CanLII 60 (SCC), λέχθηκε από τον McIntyre J, ο οποίος έδωσε την απόφαση του εννεαμελούς Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά, σε σχέση με το εφαρμοστέο κριτήριο όταν εξετάζεται η εγκυρότητα και αποτελεσματικότητα συγκατάθεσης που δίδεται δυνάμει του άρθρου 178.11(2)(α) του Ποινικού Κώδικα:

 

«The consent given under s.178.11(2)(a) must be voluntary in the sense that it is free from coercion.  It must be made knowingly in that the consentor must be aware of what he is doing and aware of the significance of his act and the use to which the police may be able to make of the consent».

 

Χρήσιμες θεωρούμε και τις παρατηρήσεις του δικαστή Le Dain στην απόφαση The Queen v. Dedman, 1985 CanLII 41 (SCC)  αναφορικά με την οικειοθελή συμμόρφωση προσώπου κατόπιν αιτήματος (request) αστυφύλακα να ακινητοποιήσει το όχημά του και ειδικά για το κατά πόσο η συμμόρφωση συνιστά παραίτηση από το δικαίωμα του να ισχυριστεί ότι ο αστυφύλακας στερείτο τέτοιας εξουσίας (σελ. 29):

 

«A person should not be prevented from invoking a lack of statutory or common law authority for a police demand or direction by reason of compliance with it in the absence of a clear indication from the police officer that the person is free to refuse to comply.  Because of the intimidating nature of police action and uncertainty as to the extent of police powers, compliance in such circumstances cannot be regarded as voluntary in any meaningful sense.  The possible criminal liability for failure to comply constitutes effective compulsion or coercion».

 

 

Τα ατομικά δικαιώματα σε σχέση με την αστυνομική έρευνα, κατοχυρώνονται πλέον στον Καναδά από το άρθρο 8 του Καναδικού Χάρτη των Δικαιωμάτων και Ελευθεριών του Ανθρώπου («ο Χάρτης») το οποίο προβλέπει: «Everyone has the right to be secure against unreasonable search or seizure».   Ωστόσο, η νομολογία πριν από τον Χάρτη δεν διέφερε ουσιαστικά.   Όπως επισημαίνεται στην R. V. Wills 1992 CanLII 2780 (ON CA) στην οποία γίνεται σχετική ανασκόπηση της: «Knowledge of that right to refuse is central to the concept of waiver».  Τονίστηκε και η ανάγκη αναγνώρισης της δυναμικής που συνεπάγεται ένα αστυνομικό αίτημα  (request) για το άτομο προς το οποίο απευθύνεται, το οποίο ενέχει το στοιχείο της εξουσίας, και ότι η συγκατάνευση, συμμόρφωση και η παράλειψη να αρνηθεί δεν συνιστούν συγκατάθεση.

 

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («ΕΔΑΔ») δεν φαίνεται να ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι η συγκατάθεση πρέπει να είναι μετά από δέουσα πληροφόρηση όπως, για παράδειγμα, στην Kucera v. Slovakia, Αρ. 48666/99, 17 Ιουλίου 2007 όπου παρατηρείται αναφορικά με την είσοδο στο διαμέρισμα του αιτητή, αστυνομικών ειδικής ομάδας, οπλισμένων με πολυβόλα και φορώντας μπαλακλάβες: «It is difficult to accept that, in the circumstances, any consent given by the applicant was free and informed».

Η συναίνεση του ενοίκου μιας κατοικίας, συνεπάγεται παραίτηση από τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του απαραβίαστου της κατοικίας του. Σε συμφωνία με την καναδική προσέγγιση, θεωρούμε ότι για να είναι η συγκατάθεση έγκυρη και αποτελεσματική προϋποθέτει την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης επιλογής μεταξύ του να επιτρέψει ο ένοικος την είσοδο ή να την αρνηθεί.  Η οποιαδήποτε επιλογή έχει νόημα μόνο αν ο ένοικος γνωρίζει για το δικαίωμα του να αρνηθεί και, στην περίπτωση συναινέσεως του, για τις τυχόν συνέπειες από αυτή.  Ιδιαίτερα όταν ο ένοικος θεωρείται ύποπτος για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, απαιτούνται κριτήρια τέτοια που να διασφαλίζουν τη δίκαιη μεταχείριση του στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας και που τον προστατεύουν από ανάρμοστους τρόπους εξασφάλισης της συγκατάθεσής του. 

 

Το δόγμα της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα (doctrine of waiver), όπως εφαρμόζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, στοχεύει στο να διασφαλιστούν τα συνταγματικά εχέγγυα καθ' όλη την ποινική διαδικασία και συνάδει με τις αρχές που έχει καθιερώσει η κυπριακή νομολογία, ως προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπόπτου τα οποία προνοούνται στο Σύνταγμα, στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας, μέρος του οποίου είναι και η έρευνα.   

 

Όπως έχει σημειωθεί, η καναδική προσέγγιση, διαφέρει από την προσέγγιση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών στην Schneckloth το οποίο διακρίνοντας, ουσιαστικά, μεταξύ των διαφόρων συνταγματικών δικαιωμάτων για τους σκοπούς της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα, έκρινε ότι το κριτήριο της παραίτησης - το οποίο είναι το ίδιο με αυτό που ισχύει στον Καναδά - εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που τα εμπλεκόμενα δικαιώματα αφορούν το δίκαιο της διαδικασίας της δίκης (trial process) - το δικαίωμα της σιωπής και της πρόσβασης σε δικηγόρο - στη διασφάλιση του οποίου δεν αποβλέπει η Τέταρτη Τροποποίηση του Συντάγματος παρά μόνο στην ιδιωτική ζωή των ατόμων.  Όπως τέθηκε το θέμα στην Schneckloth:

 

 «Almost without exception, the requirement of a knowing and intelligent waiver has been applied only to those rights which the Constitution guarantees to a criminal defendant in order to preserve a fair trial.

 

[..]

 

The Constitution requires that every effort be made to see to it that a defendant in a criminal case has not unknowingly relinquished the basic protections that the Framers thought indispensable to a fair trial.  

 

The protections of the Fourth Amendment are of a wholly different order, and have nothing whatever to do with promoting the fair ascertainment of truth at a criminal trial. Rather, as Mr. Justice Frankfurter's opinion for the Court put it in Wolf v. Colorado, 338 U.S. 25, 27 , the Fourth Amendment protects the "security of one's privacy against arbitrary intrusion by the police . . . .» 

 

Η συγκατάθεση του εφεσείοντα, λοιπόν, για να είναι έγκυρη και αποτελεσματική, προϋπόθετε γνώση του δικαιώματος του να  αρνηθεί την έρευνα καθώς επίσης των συνεπειών της συγκατάθεσης του.  Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν γνώστης των δικαιωμάτων του, λόγω άρνησης του να δώσει στοιχεία που του ζητήθηκαν από την Αστυνομία στο πλαίσιο μεταγενέστερης έρευνας στο μηχανουργείο του.  Παραγνώρισε, όμως, το Κακουργιοδικείο, ότι πριν από τη διεξαγωγή της έρευνας στο μηχανουργείο και μετά από την υπό αναφορά έρευνα, ο εφεσείων πληροφορήθηκε από την Αστυνομία για τα δικαιώματα του και υπέγραψε σχετικό έντυπο το οποίο τιτλοφορείται «ΓΡΑΠΤΗ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ».  Σε αυτό περιλαμβάνεται και η δήλωση «Πληροφορήθηκα ότι δεν είμαι υπόχρεος/η να δώσω τέτοια συγκατάθεση, εκτός αν θέλω και οτιδήποτε βρεθεί μπορεί να δοθεί ως μαρτυρία στο Δικαστήριο». Επομένως, δεν θεωρούμε ότι η άρνηση του εφεσείοντα στο μηχανουργείο προσφέρεται για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με τη γνώση του κατά το χρόνο της έρευνας στην οικία του εφεσείοντα, η οποία προηγήθηκε. 

 

Σημειώνουμε, παράλληλα, ότι δεν μπορεί βάσιμα να γίνεται λόγος για «παραπλάνηση» των αστυνομικών από τον εφεσείοντα επειδή «τους οδήγησε, εν αγνοία των τελευταίων, σε οικία άλλη από αυτή που ανέγραφε το δικαστικό ένταλμα έρευνας» και ότι, ». από μόνος του τους οδήγησε σε οικία άλλη από αυτή που του ζήτησαν».  Από τη μαρτυρία των αστυνομικών μαρτύρων Αστ. 1XX5 xxx Χατζησωτηρίου και Αστ. 3XX1 xxx Αναξαγόρου, οι οποίοι καταθέσαν στη δίκη εντός δίκης, φαίνεται ότι αυτό που ενδιέφερε την Αστυνομία και στο οποίο αποσκοπούσε το επίδικο ένταλμα έρευνας ήταν έρευνα της οικίας του εφεσείοντα και όχι της συγκεκριμένης οικίας που αναφερόταν στο ένταλμα, η οποία βρισκόταν στη διεύθυνση που η Αστυνομία είχε καταχωρημένη για τον εφεσείοντα. Ενδεικτικά, παραθέτουμε τις ακόλουθες απαντήσεις των προαναφερόμενων μαρτύρων:

Από την κυρίως εξέταση του Αστ. Χατζησωτηρίου:-

 

«E: Όταν διάβαζε το εν λόγω ένταλμα έρευνας ο κατηγορούμενος,  σας υπέβαλε οποιανδήποτε ερώτηση σε σχέση με τη διεύθυνση και το περιεχόμενο του εντάλματος;

Α: Τίποτα απολύτως. Η συμπεριφορά του ήταν απολύτως φυσιολογική.  Μάλιστα μας είπε και ο ίδιος "Να σας πάρω εγώ να σας δείξω πού είναι το σπίτι μου"».

 

 

Και από την κυρίως εξέταση του Αστ. Αναξαγόρου:

 

«Α: Τον πληροφόρησα ότι εναντίον της οικίας στην οποία αναγράφεται στο ένταλμα, όπου και διαμένει, πήρα αυτό το ένταλμα ερεύνης και τον ενημέρωσα για την πρόθεση μας να προβούμε σε έρευνα σε αυτήν .».

 

[..]

 

Ε: Πώς γνωρίζατε πού βρισκόταν η εν λόγω οικία στην οποία φτάσατε;

Α: Ο οδηγός του υπηρεσιακού οχήματος ήταν ο αστυφύλακας 1xx5, ο οποίος ρωτούσε τον xxx να του αναφέρει πού βρισκόταν η οδός του και με υποδείξεις του υπόπτου - κατηγορούμενου μεταβήκαμε στη συγκεκριμένη οικία»,

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Σημασία, βέβαια, έχει και η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας για γνώση του εφεσείοντα ότι το συγκεκριμένο ένταλμα έρευνας θα μπορούσε να εκτελεστεί νόμιμα σε σχέση μόνο με την οικία που αναγραφόταν σε αυτό.

Καταλήγουμε, λοιπόν ότι από τα περιστατικά της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι ο εφεσείων γνώριζε για το δικαίωμα του να αρνηθεί  την έρευνα της οικίας του και για τις πιθανές συνέπειες της συναίνεσής του κατά την εξέλιξη της υπόθεσης.   

 

Κρίνουμε, εν κατακλείδι, ότι η έρευνα της οικίας του εφεσείοντα παραβίαζε τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του δυνάμει των Άρθρων 15 και 16 του Συντάγματος.  Συνακόλουθα, το κλειδί που παραλήφθηκε στο πλαίσιο της έρευνας της οικίας του εφεσείοντα από την Αστυνομία, δεν ήταν επιτρεπτό να κατατεθεί ως μαρτυρία στη δίκηΗ εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια κατά την έρευνα οδηγεί αναπόδραστα στην επιτυχία της έφεσης, αφού η κατοχή του κλειδιού από τον εφεσείοντα κατά το χρόνο της επίδικης έρευνας αποτέλεσε στοιχείο το οποίο μαζί με άλλα στοιχεία μαρτυρίας οδήγησαν το Κακουργιοδικείο σε εύρημα ότι ήταν γνώστης της παράνομης επιχείρησης και κατ' επέκταση πως εμπλεκόταν σε αυτή, έχοντας συνωμοτήσει να παράσχει συνδρομή και παράσχοντας συνδρομή σε άλλα πρόσωπα για να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη της παράνομης επιχείρησης στην οποία αφορούσαν τα αδικήματα των κατηγοριών 3,4, 5 και 6, στις οποίες κρίθηκε ένοχος.

 

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στους υπόλοιπους λόγους έφεσης αφού στη βάση των πιο πάνω, η καταδίκη του εφεσείοντα και συνακολούθως η ποινή που του επιβλήθηκε πρέπει να παραμεριστούν.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

 

Ως αποτέλεσμα της έκβασης της έφεσης 105/19, η έφεση της Δημοκρατίας  118/19, στερείται αντικειμένου και απορρίπτεται.

 

Ποινική Έφεση 119/2019

 

Η έφεση της Δημοκρατίας αφορά τις ποινές που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο στον Karelidze (στο εξής «ο εφεσίβλητος») από το Κακουργιοδικείο, μετά από παραδοχή του, στις κατηγορίες 5 και 6, τις οποίες αντιμετώπιζε από κοινού μαζί με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 105/2019 και ακόμη ένα άλλο πρόσωπο (εφεξής ο κατηγορούμενος 1). Συγκεκριμένα, επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο ποινές φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών στην κατηγορία 5, και 7 ετών στην κατηγορία 6, ενώ στον κατηγορούμενο 1 επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 3 ετών και 6 μηνών και 9 ετών αντίστοιχα.  Να σημειωθεί ότι η μέγιστη ποινή που επιβλήθηκε στον 1ον κατηγορούμενο ήταν αυτή των 10 ετών φυλάκισης, στην κατηγορία 2, για εισαγωγή των ναρκωτικών.

 

Σύμφωνα με το ιστορικό, όπως καταγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου για την ποινή, και στο βαθμό που αφορά την υπό εξέταση έφεση, ο κατηγορούμενος 1 στις 3.6.2017 πήγε στο ξενοδοχείο «AJAX» και ενοικίασε δωμάτιο, πληρώνοντας για διανυκτέρευση μιας νύχτας.  Μετά τη λήψη πληροφορίας την ίδια ημέρα για τη διακίνηση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών στο ξενοδοχείο, αυτό τέθηκε υπό παρακολούθηση από μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. Αργότερα την ίδια μέρα, προσέγγισε το ξενοδοχείο αυτοκίνητο ενοικιάσεως και στάθμευσε στο χώρο στάθμευσης. Πέντε λεπτά αργότερα, εξήλθε από το ξενοδοχείο ο κατηγορούμενος 1, κρατώντας ταξιδιωτική βαλίτσα, και προσέγγισε το εν λόγω αυτοκίνητο από το οποίο εξήλθε ο οδηγός του. Όταν ο κατηγορούμενος 1 έκανε έκδηλη την πρόθεση του να παραδώσει τη βαλίτσα στον οδηγό του αυτοκινήτου, τους προσέγγισαν τα μέλη της Υ.ΚΑ.Ν..  Τότε ο οδηγός του αυτοκινήτου, αντιλαμβανόμενος την παρουσία της Αστυνομίας, εισήλθε στο αυτοκίνητο και οδηγώντας με  ιλιγγιώδη ταχύτητα κατάφερε να διαφύγει. Η Αστυνομία εντόπισε εντός της ταξιδιωτικής βαλίτσας που κρατούσε ο κατηγορούμενος 1, δέκα νάιλον διαφανείς συσκευασίες που περιείχαν ποσότητα φυτικής ύλης, η οποία σύμφωνα με επιστημονικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν από το Γενικό Χημείο του Κράτους, ήταν κάνναβη, συνολικού βάρους 9 κιλών και 984,1 γραμμαρίων, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.  Το αυτοκίνητο βρέθηκε εγκαταλελειμμένο, την 3.6.2017, στην περιοχή Γερμασόγειας.  

 

Μετά από πληροφορία ότι ο εφεσίβλητος ήταν το πρόσωπο που οδηγούσε το ως άνω αυτοκίνητο κατά τον επίδικο χρόνο και που θα παραλάμβανε τα ναρκωτικά, η Αστυνομία στις 12.6.2017 εξασφάλισε δικαστικό ένταλμα σύλληψης του. Στις 14.8.2017, ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε αυτοβούλως στην Αστυνομία και συνελήφθηκε.  Σε ανακριτική κατάθεση που του λήφθηκε την ίδια μέρα, παραδέχθηκε ότι ήταν το πρόσωπο που οδηγούσε το αυτοκίνητο όταν διέφυγε από τη σκηνή στο ξενοδοχείο.  Ανέφερε, επίσης, ότι εκτελούσε οδηγίες κάποιου προσώπου, το οποίο δεν κατονόμασε, με το οποίο είχε συνάντηση πριν πάει στο ξενοδοχείο.  Το πρόσωπο αυτό του παρέδωσε ένα άσπρο φάκελο με οδηγίες να δοθεί στον κατηγορούμενο 1, δεν τον παρέδωσε όμως επειδή διέφυγε με το αυτοκίνητο. Ο εφεσίβλητος συνδέθηκε με αριθμό τεκμηρίων που παραλήφθηκαν από το εν λόγω αυτοκίνητο στις 3.6.2017, μέσω εξετάσεων που διενεργήθηκαν σε αυτά με την μέθοδο DNA.

 

Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του έκανε αναφορά σε κάθε παράγοντα που άπτετο του καθορισμού της ποινής για εγκλήματα, όπως αυτά στα οποία ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή, επεξηγώντας τη σοβαρότητά τους μέσα στις σωστές παραμέτρους, όπως έχουν, επανειλημμένα, υποδειχθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Σημείωσε ειδικά την έξαρση που παρουσιάζουν τις τελευταίες δύο δεκαετίες αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, με αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη αύξηση του αριθμού των θυμάτων, και την  επιτακτική ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών και αυστηρής μεταχείρισης των παραβατών.  Τόνισε παράλληλα την αναγκαιότητα αποτροπής και την επιβολή ιδιαίτερα σοβαρών ποινών σε περιπτώσεις όπου η ποσότητα των ναρκωτικών είναι μεγάλη και η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας των ναρκωτικών.  Για τη δράση των τριών κατηγορουμένων σημείωσε ότι «συμμετείχαν σε μια άρτια οργανωμένη εγκληματική επιχείρηση, έδρασαν με βάση συγκεκριμένο και καλά μελετημένο σχέδιο», ο μεν κατηγορούμενος 1 εισήγαγε στην Κύπρο τα ναρκωτικά ενώ οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι συνέργησαν έτσι ώστε αυτά «να διοχετευτούν στην αγορά του αργού θανάτου στην Κύπρο».   Παρόλο που  οι κατηγορούμενοι «Μπορεί να μην ήταν οι ιθύνοντες νώες, ήταν . απαραίτητοι και σημαντικοί κρίκοι στην παράνομη διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών στη Κύπρο, μετά την εισαγωγή τους από τον κατηγορούμενο 1». Στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το Κακουργιοδικείο είχε υπόψη του όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του, ως παράγοντες ελαφρυντικούς, με ιδιαίτερη αναφορά στη συνεργασία του κατηγορούμενου 1 και του εφεσίβλητου με την Αστυνομία, οι οποίοι αμέσως μετά τη σύλληψή τους παραδέχτηκαν την εμπλοκή τους στα υπό διερεύνηση τότε επίδικα αδικήματα, το λευκό ποινικό μητρώο τους, την παραδοχή τους ενώπιον του Δικαστηρίου και τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις.  

 

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, κατά την επιμέτρηση της ποινής ο βαθμός συμμετοχής και ο ρόλος των συνενόχων στην τέλεση του εγκλήματος οπωσδήποτε διαβαθμίζεται και προσμετρά ανάλογα στον καθορισμό του είδους και του ύψους της ποινής (Hassan v Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 356).  Το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του και σε αυτό τον παράγοντα.  Έκρινε ότι οι ρόλοι των κατηγορουμένων ήταν διακριτοί, θεωρώντας πως ο ρόλος του κατηγορούμενου 1, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που παρέλαβε τα ναρκωτικά ενώ ήταν στο εξωτερικό και τα μετέφερε στην Κύπρο,  ήταν πολύ πιο ουσιαστικός από αυτό των συγκατηγορουμένων του ο οποίος ήταν δευτερευούσης σημασίας. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, παραδόθηκε στην Αστυνομία αυτοβούλως, έκρινε όμως ότι το στοιχείο αυτό δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας καθότι «παραδόθηκε . μετά που κρυβόταν για δύο και πλέον μήνες και αφού έμαθε ότι καταζητείτο».

 

Η εφεσείουσα Δημοκρατία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, θεωρεί τις επιβληθείσες στον  εφεσίβλητο ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς για αριθμό λόγων που διατυπώνονται στην ειδοποίηση έφεσης και αναπτύσσονται στο   διάγραμμα αγόρευσης της. Αποδίδει στο Κακουργιοδικείο,  ότι δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο σημαντικό ρόλο και το εύρος της συμμετοχής που ο εφεσίβλητος είχε στη διάπραξη των αδικημάτων, θεωρώντας λανθασμένα πως ο ρόλος του ήταν δευτερεύουσας σημασίας.  Δεν έλαβε υπόψη, εξάλλου, ότι χωρίς τη συνδρομή του εφεσίβλητου δεν θα ήταν εφικτό να διοχετευτούν τα ναρκωτικά στην αγορά «του αργού θανάτου στην Κύπρο». Παραπονείται προσέτι, ότι η ποινή δεν αντανακλάται στο εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσίβλητος και οι συγκατηγορούμενοι του έδρασαν ως «μια άρτια οργανωμένη εγκληματική επιχείρηση» με βάση συγκεκριμένο και καλά μελετημένο σχέδιο, εισηγούμενη ότι οι ρόλοι τους ήταν εξίσου σοβαροί.  Επομένως, δεν δικαιολογείτο η επιβολή μικρότερης ποινής στον εφεσίβλητο από αυτή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο 1, στις κατηγορίες που αυτοί αντιμετώπισαν από κοινού.  Επίσης, το Κακουργιοδικείο δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι συνέτρεχαν όλοι οι σοβαροί επιβαρυντικοί παράγοντες, ούτε στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής σε τέτοιου είδους αδικήματα που βρίσκονται σε έξαρση, με σκοπό την προστασία του κοινωνικού συνόλου, αναγνωρίζοντας λεκτικά μόνο την έξαρση που παρατηρείται, ενώ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην παραδοχή του εφεσίβλητου. Δίνοντας το Κακουργιοδικείο υπέρμετρη βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες, εξασθένισε η αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και στάληκαν λανθασμένα μηνύματα στους παραβάτες τέτοιων αδικημάτων.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου, διακρίνοντας τις αυθεντίες στις οποίες παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας προς υποστήριξη των θέσεων της, στη βάση των δεδομένων τους. Ειδικά για το θέμα της παραδοχής του εφεσιβλήτου, εισηγήθηκε ότι ενόψει, ιδίως, της αυτόβουλης παράδοσής του στις Αρχές, «πολύ ορθά και δίκαια έτυχε της όποιας έκπτωσης της ποινής του».

 

Σύμφωνα με σταθερή νομολογία, το έργο της επιμέτρησης της ποινής είναι στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται όταν η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή στις περιπτώσεις όπου η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική.  Πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο παρέχεται μόνο όπου διαπιστώνεται, όπως επεσήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του.   (Βλ.  επίσης Republic v. Georghiou (1989) 2 C.L.R. 31).

 

Εν προκειμένω, ο ρόλος του κατηγορούμενου 1, ως το πρόσωπο που παρέλαβε τα ναρκωτικά στο εξωτερικό και τα μετέφερε στη Δημοκρατία μέσα σε αποσκευή για να τα παραδώσει σε συγκεκριμένο πρόσωπο, με βάση τις οδηγίες που θα λάμβανε, ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι ήταν «πολύ πιο ουσιαστικός» από το ρόλο των συγκατηγορούμενων του και δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση της ποινής στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν από κοινού.  Υπήρχαν, όμως, και άλλοι παράγοντες που δικαιολογούσαν τη διαφοροποίηση, όπως η παραδοχή του εφεσίβλητου μετά την αυτόβουλη παράδοση του στις Αρχές, σε αντιδιαστολή με την παραδοχή του κατηγορούμενου 1 αφού είχε συλληφθεί, ουσιαστικά, επ' αυτοφώρω με τα ναρκωτικά στην κατοχή του (βλ. Κατσαπάου ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 318), γεγονός που άμβλυνε τη σημασία της.   Όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο χαρακτηριστικά,  «η παραδοχή των κατηγορουμένων. ιδιαίτερα του κατηγορούμενο 1 στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι βαρύνουσας σημασίας». Αυτό γιατί ο συσχετισμός του με τα υπό κρίση αδικήματα δεν ήταν έργο ιδιαίτερα δύσκολο για τις ανακριτικές αρχές  μετά τον εντοπισμό των επίδικων ναρκωτικών στη φυσική του κατοχή. 

 

Η παραδοχή ενοχής, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, για το λόγο, όπως εξηγείται στην Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 ότι «Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της Δικαιοσύνης».  Στην XXX Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 163/2015, ημερ. 11/7/2016, τονίστηκε ότι η παραδοχή «. είναι ο μόνος απτός τρόπος για να μεταφερθεί στο δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και αυτό έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής».   Η σημασία της, βέβαια, ως ελαφρυντικός παράγοντας, δεν επιδρά κατά τρόπο απόλυτο, αλλά εξαρτάται πάντοτε από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Εν προκειμένω, δεδομένων των περιστάσεων της παραδοχής του εφεσίβλητου, όπως έχουν ανωτέρω αναφερθεί, δεν θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο της έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα όπως εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας. 

 

Όσον αφορά τη θέση της εφεσείουσας περί ανεπάρκειας των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο, με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να υπενθυμίσουμε ότι οι προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν καθοδήγηση ως δεσμευτικά προηγούμενα, αλλά αποτελούν ένδειξη για το είδος και το ύψος των ποινών που επιβάλλονται. Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά, και κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα κριθεί και η παρούσα.  Οι ποινές δε που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο 1 από το Κακουργιοδικείο στις  κατηγορίες που οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν από κοινού - οι οποίες δεν είναι αντικείμενο έφεσης ως προς την ορθότητά τους - σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν μέτρο για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο, όπως είναι η εισήγηση, ουσιαστικά, της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας. 

 

Δεν διαπιστώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου σφάλμα αρχής.  Οι ποινές που επέβαλε στον εφεσίβλητο, στα πλαίσια των δεδομένων, δεν μπορούν να κριθούν ως έκδηλα ανεπαρκείς.  Θα μπορούσαν ενδεχομένως να ήταν πιο αυστηρές.  Η διαπίστωση αυτή όμως δεν είναι αρκετή για να δικαιολογείται επέμβαση μας προς αύξηση τους, δεδομένου ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε και συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιο τους ενώπιον του παράγοντες, εξατομικεύοντας τις ποινές που επέβαλε στον εφεσίβλητο, οι οποίες δεν εκφεύγουν των ορίων που καθορίζουν τα πλαίσια της σωστής άσκησης της διακριτικής εξουσίας του, ώστε να καθίσταντο έκδηλα ανεπαρκείς.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

 

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                                   Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

          

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο