ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B138
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 4/2020)
12 Απριλίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
Xxx xxx Heath,
Εφεσείουσα
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
_________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 13.10.2020 ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΓΙΑ
ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ.
Ν. Χαραλαμπίδου (κα.), για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.
Αδ. Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ ης η αίτηση.
__________________________
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας κρίθηκε ένοχη στις 30.12.2019 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου, στην κατηγορία της δημόσιας βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 115 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, αυτή «μεταξύ των ημερομηνιών 17.7.2019-27.7.2019 συμπεριλαμβανομένων, στο Παραλίμνι της επαρχίας Αμμοχώστου εν γνώσει της έδωσε στην Αστυνομία ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, δηλαδή ότι υπέστη ομαδικό βιασμό από 12 Ισραηλινούς ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι η καταγγελία ήταν ψευδής».
Στις 7.1.2020 η ευπαίδευτη συνήγορος που την εκπροσωπούσε, κα. Ρίτσα Πεκρή, ανέφερε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο στάδιο των αγορεύσεων κατά την επιμέτρηση της ποινής, και τα ακόλουθα:
«Η κατηγορούμενη έχει μετανιώσει για την πράξη της αυτή, εξηγώ πως ο λόγος που το έκανε είναι επειδή η κατηγορούμενη βρισκόταν κάτω από ψυχολογική φόρτιση. Καλούμε το σεβαστό Δικαστήριο όπως λάβει ιδιαίτερα υπόψη το νεαρό της ηλικίας της κατηγορούμενης καθότι ο τρόπος που η κατηγορούμενη διαχειρίστηκε το πρόβλημα που προέκυψε με τους Ισραηλίτες, οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας της και από την ανωριμότητα που διακατέχεται λόγω του νεαρού της ηλικίας της.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου, την ίδια ημέρα, επέβαλε στην Εφεσείουσα ποινή φυλάκισης 4 μηνών την οποία ανέστειλε για περίοδο 3 ετών σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Με αναφορά στη Νομολογία, έλαβε υπόψη του και την πιο πάνω δήλωση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας για να καταλήξει ως εξής: «Είναι λοιπόν υπό αυτή την σκοπιά που θα προσεγγίσω το θέμα της επιβολής ποινής στην κατηγορούμενη και θα δώσω στη δήλωση της συνηγόρου της, όπως βέβαια και σε όλους τους άλλους παράγοντες που αναφέρω στην απόφαση μου, την ανάλογη βαρύτητα που υποδεικνύει η νομολογία».
Η Εφεσείουσα με 14 λόγους έφεσης θεωρεί ότι η καταδικαστική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι λαθεμένη. Στις 17.6.2020 καταχωρίστηκε το διάγραμμα της Εφεσείουσας και στις 24.7.2020 το διάγραμμα της Εφεσίβλητης. Η τελευταία εγείρει με το διάγραμμα τις δύο «προδικαστικές ενστάσεις». Η πρώτη αφορά σε κατάχρηση διαδικασίας. Είναι η θέση της ότι η Εφεσείουσα με τις προσβλητικές, εναντίον του πρωτόδικου Δικαστή δηλώσεις της στον Τύπο, έχει πλήξει την αξιοπρέπεια και την Εντιμότητα του καθώς και το κύρος της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου θεωρεί ότι αυτή δεν μπορεί να ακουστεί ενώπιον του Εφετείου μέχρι να ανακαλέσει τις εν λόγω δηλώσεις της. Η δεύτερη αφορά σε κατάργηση του δικαιώματος έφεσης. Εδώ η θέση της Εφεσίβλητης είναι ότι η Εφεσείουσα με τη μεταμέλεια που εξέφρασε μέσω της αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου της για μετριασμό της ποινής «αντιφάσκει με την από μέρους της, έντονη αμφισβήτηση της ορθότητας των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου ή/και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου».
Με αφορμή τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις, η Εφεσείουσα καταχώρισε την υπό εκδίκαση αίτηση με την οποία αξιώνει:
«Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο δίδεται άδεια για προσαγωγή της μαρτυρίας που παρατίθεται και συνίσταται αυτούσια στις ένορκες δηλώσεις που παρατίθενται ως Παράρτημα 1 και Παράρτημα 2 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση.»
Η νομική βάση της αίτησης παρατίθεται αυτολεξεί:
«Η Αίτηση βασίζεται στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στο άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 ως έχει τροποποιηθεί, στο άρθρο 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Κοινοδίκαιο και στις συμφυείς εξουσίες και την πρακτική του Δικαστηρίου.»
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της συνηγόρου κας Στέλλας Αυξεντίου, η οποία, ανάμεσα σ΄ άλλα, αναφέρει ότι:
«Με τη λήψη του Διαγράμματος Αγόρευσης της Εφεσίβλητης ήρθαν σε γνώση των δικηγόρων της Εφεσείουσας οι προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες ήγειρε ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης.
Συγκεκριμένα, με τις δύο προδικαστικές ενστάσεις η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η Εφεσείουσα κωλύεται από του να προωθήσει την έφεση της για το λόγο ότι πρώτον, προέβη σε προσβλητικές δηλώσεις εναντίον του Πρωτόδικου Δικαστή στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και δεύτερον, ότι προέβη σε δήλωση έμπρακτης μεταμέλειας κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής που καταργεί κατά τη θέση της το δικαίωμα της έφεσης».
Οι δύο ένορκες δηλώσεις που επιθυμεί τώρα η Εφεσείουσα να θέσει ενώπιον του Εφετείου, προέρχονται η μια από τη συνήγορο που την εκπροσώπησε τότε, κα Ρίτσα Πεκρή, και η άλλη από την ίδια την Εφεσείουσα. Η κα Ρίτσα Πεκρή αναφέρει στην εν λόγω σκοπούμενη ένορκη δήλωση και τα ακόλουθα:
«Ως εκ τούτου, και θέλοντας να πετύχω τη μέγιστη επιείκεια του Δικαστηρίου και την αποφυγή πιθανής φυλάκισης της Εφεσείουσας, η οποία ήταν κατά την άποψη μου ορατή, έχοντας προσωπική γνώση ολόκληρης της δικαστικής διαδικασίας και το πώς αυτή εξελίχθηκε, για τους λόγους που αναφέρω ανωτέρω, προέβηκα στις πιο πάνω αναφορές μεταμέλειας με δική μου πρωτοβουλία. Ωστόσο, πριν προβώ στις πιο πάνω αναφορές μεταμέλειας, προέβηκα επίσης σε μελέτη της σχετικής νομολογίας και διαπίστωσα ότι η νομολογία αναγνωρίζει το δικαίωμα ενός κατηγορουμένου να προβεί σε αναφορές μεταμέλειας κατά τον μετριασμό της ποινής χωρίς αυτές να αποσκοπούν στην εξουδετέρωση της αρχικής άρνησης των κατηγοριών αλλά απλώς να φανερώνουν την αποδοχή του κατηγορούμενου στη δεδομένη κατά τον εν λόγω χρόνο ετυμηγορία του δικαστηρίου και προσπάθεια προς μετριασμό των συνεπειών.»
Η Εφεσείουσα με την δική της ένορκη δήλωση αναφέρει ότι ουδέποτε έδωσε οδηγίες στη δικηγόρο της «. ότι μετάνιωσα σχετικά με κάτι που έκανα αφού δεν έκανα κάτι λάθος... Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας θα άκουγα την ποινή μου, είχα διερμηνεία στα Αγγλικά σχετικά με το τι λεγόταν στο Δικαστήριο, αλλά δεν κατάλαβα πλήρως τι συνέβαινε και τι λέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλιώς θα είχα επέμβει στη διαδικασία».
Η Εφεσίβλητη καταχώρισε στις 9.11.2020 ένσταση και με έξι λόγους ζητά όπως η αίτηση απορριφθεί. Ανάμεσα σ΄ αυτούς υπάρχει λόγος ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται τώρα να τεθεί ενώπιον του Εφετείου «δεν άπτεται αξιολόγησης οποιασδήποτε μαρτυρίας αλλά είναι ζήτημα αντικειμενικής ερμηνείας των όσων δηλώθηκαν από τη δικηγόρο υπεράσπισης κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής και καταγράφηκαν στα πρακτικά». Με άλλο λόγο ένστασης αναφέρει ότι «η εξουσία του Εφετείου να δέχεται επιπρόσθετη μαρτυρία περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία πραγματικών γεγονότων, που αφορούν την ουσία της υπόθεσης και η οποία έρχεται στο φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης, η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντοπιστεί προγενέστερα».
Οι νομολογιακά απαιτούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις για να προσαχθεί περαιτέρω μαρτυρία ενώπιον του Εφετείου, παρατίθενται και στην υπόθεση Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 ΑΑΔ, 29. Τις επαναλαμβάνουμε:
(α) Η μαρτυρία δεν μπορούσε να είχε εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.
(β) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης, αν και δεν είναι αναγκαίο να είναι αποφασιστικής σημασίας.
(γ) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη, αν και δεν είναι αναγκαίο να είναι αναντίλεκτη.
Για το ίδιο θέμα παραπέμπουμε στην Athinis v. Republic (1989) 2 ΑΑΔ, 214 και στην πρόσφατη απόφαση ημερ. 25.2.2021 που εξεδόθη στην υπόθεση Ανθίτσα Ιωάννου κ.α. ν. Σοφιανού, Πολιτική Έφεση αρ. 155/15.
Το πρώτο πράγμα που σημειώνουμε είναι ότι εδώ η ενοχή της Εφεσείουσας δεν κρίθηκε στη βάση των δηλώσεων στις οποίες προέβη η συνήγορος που την εκπροσωπούσε, και οι οποίες δηλώσεις έγιναν μετά την καταδίκη της. Εν πάση περιπτώσει, αυτά που η Εφεσείουσα επιθυμεί να θέσει ενώπιον μας με την υπό εκδίκαση αίτηση, δεν εμπίπτουν στις πιο πάνω προϋποθέσεις. Υπάρχει όμως και άλλος λόγος για τον οποίο δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση η αίτηση να πετύχει. Η κα Πεκρή που την εκπροσώπησε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, επιθυμεί να αναφέρει με την εν λόγω σκοπούμενη ένορκη δήλωση της, πως στα πλαίσια άσκησης του λειτουργήματος της, και για να πετύχει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προέβη σε αναφορές μεταμέλειας θεωρώντας πως αυτή της η ενέργεια, και μάλιστα μετά από μελέτη της Νομολογίας, όπως η ίδια αναφέρει, δεν εξουδετερώνει «την αρχική άρνηση των κατηγοριών αλλά απλώς φανερώνουν την αποδοχή του κατηγορούμενου στη δεδομένη κατά τον εν λόγω χρόνο ετυμηγορία του Δικαστηρίου και προσπάθεια προς μετριασμό των συνεπειών». Με αυτά υπόψη, προς τί η προσκόμιση περαιτέρω «μαρτυρίας» ενώπιον του Εφετείου; Να σημειώσουμε για ό,τι αξίζει, πως δεν υπάρχει λόγος έφεσης ότι η κα Ρίτσα Πεκρή (η οποία ειρήσθω εν παρόδω είναι αυτή που υπογράφει την έφεση) άσκησε έκδηλα ανίκανη δικηγορία (flagrantly incompetent advocacy - Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ, 402) ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όταν προέβαινε στην πιο πάνω δήλωση μεταμέλειας για να πετύχει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.
Καθίσταται σαφές πως με την πιο πάνω απόφαση μας, δεν αποφασίζεται οτιδήποτε που αφορά στην έφεση ή στις προδικαστικές ενστάσεις που έχει εγείρει η Εφεσίβλητη με το διάγραμμα αγόρευσης της. Όλα αυτά παραμένουν ζωντανά και θα εξεταστούν στα πλαίσια εκδίκασης της έφεσης.
Υπό το φως των πιο πάνω, η αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και απορρίπτεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.