ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B137
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 355/18)
12 Απριλίου, 2021
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΜΑΤΣΑΚΗΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Μ.Β. Ιωάννου, για τον εφεσείοντα.
Α. Αριστείδης για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
---------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στα πλαίσια εκδίκασης μιας σοβαρής υπόθεσης εξέδωσε, κατόπιν αιτήσεως της υπεράσπισης, εκ συμφώνου διάταγμα για «παροχή αρωγής και/ή βοήθειας και/ή διευκόλυνσης στον κατηγορούμενο-αιτητή στο διορισμό ιατροδικαστή με σκοπό τη διεξαγωγή έρευνας, των συνθηκών του θανάτου του Ο.Θ. (θύματος του εγκλήματος) και παροχής συμβουλών στον κατηγορούμενο και τα όποια έξοδα να καταβληθούν από τη Δημοκρατία». Η υπεράσπιση ακολούθως διόρισε γι΄ αυτό τον σκοπό τον εφεσείοντα ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του. Στο διάταγμα δεν έγινε οποιαδήποτε ειδική μνεία ή εισήγηση για τον τρόπο υπολογισμού των εξόδων.
Μετά το πέρας της διαδικασίας ο εφεσείων υπέβαλε προς τον πρωτοκολλητή κατάλογο εξόδων, ο οποίος τα υπολόγισε σε €644. Ακολούθως ο εφεσείων ζήτησε την αναθεώρηση του υπολογισμού αυτού από το Κακουργιοδικείο, επικαλούμενος τη Δ.59 θ.17 και Δ.48 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο και την πρακτική και τις εξουσίες του δικαστηρίου. Ήταν η θέση του ότι τα έξοδα του θα έπρεπε να είχαν υπολογιστεί με βάση τον τιμοκατάλογο παροχής ιατροδικαστικών υπηρεσιών του Παγκυπρίου Ιατρικού Συλλόγου. Η κατηγορούσα αρχή εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης. Το Κακουργιοδικείο, με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 28.11.2018, συμφώνησε με την τελευταία αυτή εισήγηση, υποδεικνύοντας ότι η Δ.59 θ.17 ρυθμίζει θέμα δικηγορικών εξόδων στα πλαίσια πολιτικών υποθέσεων και όχι ποινικών, όπως είναι η παρούσα. Επίσης υπέδειξε ότι η αίτηση δεν αφορούσε δικηγορικά έξοδα, αλλά έξοδα πραγματογνώμονα και ότι στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια σε σχέση με το θέμα αυτό. Γενικά, κατέληξε ότι δεν εντόπισε οποιαδήποτε πρόνοια που να δίδει εξουσία στο δικαστήριο να αναθεωρήσει κατάλογο εξόδων που υπολογίστηκαν από τον πρωτοκολλητή σε σχέση με έξοδα πραγματογνώμονα. Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίφθηκε.
Ακολούθησε η παρούσα έφεση. Με τον μοναδικό λόγο έφεσης προσβάλλεται η προαναφερθείσα απόφαση του Κακουργιοδικείου Λεμεσού ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας και ως αποτέλεσμα εσφαλμένης διαδικασίας. Στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης αναφέρεται ότι τα έξοδα, σύμφωνα με τη νομολογία, καθορίζονται από το εκδικάζον δικαστήριο με βάση τη σοβαρότητα και το περίπλοκο της υπόθεσης και εγείρεται ο ισχυρισμός ότι το ίδιο δικαστήριο σε άλλη περίπτωση έδωσε οδηγίες όπως τα έξοδα του ιατροδικαστή να είναι σύμφωνα με τον κατάλογο παροχής ιατροδικαστικών υπηρεσιών του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου. Σημειώνεται περαιτέρω ότι τόσο η κατηγορούσα αρχή, όσο και ο πρωτοκολλητής δεν καταχώρισαν ένσταση και ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ότι στερείται δικαιοδοσίας. Οι θέσεις αυτές υποστηρίχθηκαν με περαιτέρω λεπτομέρειες με το διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα.
Όμως, παρά τα παράπονα αυτά επί της ουσίας είναι η θέση της Δημοκρατίας πως η έφεση είναι νόμω αβάσιμη. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η έφεση δεν είναι αβάσιμη καθότι το θέμα, όπως το έθεσε, έχει επιλυθεί από δύο αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψε (ΚΟΤ ν. Χαραλάμπους (2000) 2 ΑΑΔ 603 και ΚΟΤ ν. Χάρη Βασιλείου & Σία Λτδ (2001) 2 ΑΑΔ 411). Ανέφερε περαιτέρω ότι σε άλλη υπόθεση το Κακουργιοδικείο ανέλαβε δικαιοδοσία, εξ ου και ο ισχυρισμός για ανισότητα, και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν δικονομικοί κανονισμοί για τα έξοδα μαρτύρων και διαδίκων δεν πρέπει να είναι σε βάρος του εφεσείοντα.
«Δεν χωρεί έφεση σε ποινικές υποθέσεις εκτός όπως προβλέπεται
131.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό.
(2) Δεν χωρεί έφεση από αθωωτική απόφαση παρά μόνο με τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό.»
Ειδικότερα, το άρθρο 132 ρυθμίζει τις εφέσεις από αποφάσεις Κακουργιοδικείου περιορίζοντας το δικαίωμα σε πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο από Κακουργιοδικείο σε σχέση με την καταδικαστική απόφαση ή την επιβληθείσα ποινή.
Ο περί Δικαστηρίων Νόμος ορίζει ότι τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου οι αποφάσεις δικαστηρίου που ασκεί ποινική δικαιοδοσία υπόκεινται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και κάθε τέτοια έφεση δύναται να ασκηθεί κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης ή της απόφασης με την οποία επιβάλλεται ποινή για οποιοδήποτε λόγο.
Η Ολομέλεια είχε πρόσφατα την ευκαιρία, στην υπόθεση Αίτηση Κακαράντζα, Ποινική Έφεση Αρ. 281/18, ημερ. 1.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:B70, να υπενθυμίσει τα ακόλουθα σε σχέση με το δικαίωμα άσκησης έφεσης:
«Συμπληρώνουμε, προς ολοκλήρωση, ότι δεν αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα, ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως δικαίωμα, η δυνατότητα άσκησης έφεσης. Τέτοια δυνατότητα μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο, χωρίς τον οποίο δεν χωρεί έφεση, όπως επισημαίνεται στη σχετική επί του θέματος απόφαση Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 2 ΑΑΔ 174, 183:
«Ούτε το Σύνταγμα ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζουν ως δικαίωμα τη δυνατότητα άσκησης έφεσης. Η δυνατότητα άσκησης έφεσης μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο. Χωρίς τον οποίο, δεν χωρεί έφεση. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε από τον Τριανταφυλλίδη Π. στην Georkadji and Another v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 229, με αναφορά στην Healy v. Ministry of Health [1954] 3 All E.R. 449, τα Δικαστήρια δεν εφευρίσκουν δικαίωμα έφεσης όταν τέτοιο δεν παρέχεται ούτε σφετερίζονται κατ΄ έφεση δικαιοδοσία όταν τέτοια δεν δημιουργείται. (Βλ. συναφώς και Christofi v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117, Lazarou and Others v. The Police (1973) 2 C.L.R. 81, Attorney-General v. Pouris & Others, (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδης κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459 και Χριστοδούλου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443.).»
Εν όψει των παραπάνω νομοθετικών προνοιών και της αποκρυσταλλωμένης νομολογίας η κατάληξη μας είναι ότι ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα έφεσης σε σχέση με την απόφαση του κακουργιοδικείου που επιχείρησε να προσβάλει με την υπό εκδίκαση έφεση η οποία είναι, ως εκ τούτου, καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η έφεση απορρίπτεται.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ