ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Καττής Στέλιος Γεωργίου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 262
Rodosthenous Lefkios and another ν. The Police (1961) 1 CLR 48
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:B145
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 170/2020)
16 Απριλίου 2021
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
xxx xxx ACHKHANIAN
Εφεσείοντα
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Η. Χρίστου με Ν. Μαντοβάνη, για Ηλίας Χρίστου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μασούρα (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο για αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά και η ποινή του μειώθηκε από το Εφετείο στα 8 χρόνια (Achkhanian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262). Αποφυλακίστηκε την 23.12.2003 αφού εξέτισε 4½ χρόνια από την ποινή του.
Την 9.9.2020 καταχώρισε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξαιτούμενος διάταγμα αποκατάστασης του, κατ΄επίκληση, μεταξύ άλλων, του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν.70/1981) όπως τροποποιήθηκε και του Συντάγματος. Η αίτηση του απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 24.9.2020. Η περίπτωση του καλυπτόταν από την πρόνοια του άρθρου 5(1)(β) του Νόμου που προνοεί ότι ποινές φυλάκισης που υπερβαίνουν τα 2 χρόνια «αποκλείουν την αποκατάστασιν δυνάμει του παρόντος Νόμου».[1] Και εφόσον η ποινή του ήταν 8 χρόνια φυλάκιση, η περίπτωση του δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του άρθρου 5(3) του Νόμου, που αφορούν στη δυνατότητα αποκατάστασης με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου ποινών φυλάκισης που υπερβαίνουν τα 2 χρόνια αλλά δεν υπερβαίνουν τα 4 χρόνια.[2]
Εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας καταχωρίστηκε η παρούσα ποινική έφεση, με ένα λόγο έφεσης που τιτλοφορείται «Αντισυνταγματικότητα του άρθρου 5(3) του Νόμου 70/81». Ακολουθεί, στον ίδιο το λόγο, κείμενο στη μορφή αγόρευσης που καλύπτει επτά σελίδες. Ο Εφεσείων δεν επικαλείται ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν εσφαλμένη. Ήταν ξεκάθαρο εξ αρχής, αναφέρει, ότι δεν είχε δικαίωμα με βάση το Νόμο να αποκατασταθεί και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του. Σκοπός της καταχώρισης της αίτησης ήταν η αναφορά στην αντισυνταγματικότητα του Ν.70/1981 «και η αποστέρηση του δικαιώματος του Εφεσείοντα σε αποκατάσταση», έτσι ώστε με την απόρριψη της αίτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξεταστεί η αντισυνταγματικότητα του Νόμου από το Εφετείο. Ούτε ζήτησε, ανάφερε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει ζήτημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5(3) του Ν.70/1981.
Η Δημοκρατία, προς την οποία επιδόθηκε η έφεση, εγείρει ζήτημα κατά πόσο υφίσταται δικαίωμα καταχώρισης τέτοιας ποινικής έφεσης. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα και η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα επιχειρηματολόγησαν κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, ώστε το ζήτημα της παραδεχτότητας της έφεσης να αποφασιστεί προδικαστικά.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα παρέπεμψε στις πρόνοιες του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), που προνοεί ότι: «Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ περί Πoιvικής Δικovoμίας Νόμoυ πληv ως άλλως πρoβλέπεται εις τo εδάφιov τoύτo, πάσα απόφασις δικαστηρίoυ ασκoύvτoς πoιvικήv δικαιoδoσίαv θα υπόκειται εις έφεσιv εις τo Αvώτατov Δικαστήριov. Πάσα τoιαύτη έφεσις δύvαται vα ασκηθή κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής απoφάσεως ή της επιβαλλoύσης πoιvήv τoιαύτης δι' oιovδήπoτε λόγov.». Παρέπεμψε ακόμα στο άρθρο 131 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο αναφέρει ότι: «Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό.» Υποστήριξε, με αναφορά στη νομολογία (Rodosthenous and Another v. The Police (1961) C.L.R. 48), ότι το δικαίωμα έφεσης μπορεί να ασκηθεί στα πλαίσια που ορίζουν τα πιο πάνω νομοθετήματα και ότι οι πρόνοιες του άρθρου 25(2) του Ν.14/1960 πρέπει να διαβάζονται μαζί με και υπό την αίρεση των προνοιών του Κεφ.155. Παρέπεμψε και στην Αδάμου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 263-288/2014, ημερ. 19.11.2015, όπου αναφέρθηκε ότι «Σαφώς και προκύπτει απ΄αυτό το Κεφάλαιο της Ποινικής Δικονομίας ότι δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό. Δηλαδή σε σχέση με αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απόφαση επί της ποινής. Και το άρθρο 25 ανωτέρω είναι μέσα σε αυτές τις παραμέτρους που διαβάζεται.»
Κατά τη συζήτηση της Έφεσης η Εφεσίβλητη ήγειρε περαιτέρω ζήτημα, κατά πόσο η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία δεν ήταν ποινική αλλά πολιτική και επομένως τυχόν προσβολή της απόφασης που εκδόθηκε θα έπρεπε να γίνει με την καταχώρηση πολιτικής έφεσης. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα ανάφερε ότι η απόφαση μας θα δώσει καθοδήγηση ως προς την διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται.
Ο Εφεσείοντας προβάλλει ως και δική του θέση ότι η έφεση του δεν στρέφεται ούτε ενάντια σε καταδίκη, ούτε ενάντια σε ποινή, αλλά, όπως το θέτει, προσβάλλει «απόφαση παρεπόμενη της ποινής». Επικαλούμενος, μεμονωμένα, την πρώτη πρόταση του άρθρου 25(2) του Ν.14/1960 και τις πρόνοιες του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος[3] αναζητεί πρόσβαση στο Εφετείο.
Η θέση της Δημοκρατίας ως προς τη δυνατότητα που παρέχεται για την καταχώρηση ποινικής έφεσης, όπως την έχουμε μεταφέρει πιο πάνω, είναι απόλυτα ορθή.
Η απόφαση που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν ούτε καταδικαστική, ούτε και αθωωτική. Ούτε και επιβλήθηκε με αυτή οιαδήποτε ποινή. Παρεμπιπτόντως, ο ίδιος ο Εφεσείοντας δεν την επικαλείται ότι ήταν εσφαλμένη.
Δεν καθίσταται επιτακτικό να αποφανθούμε κατά πόσο η πρωτόδικη διαδικασία ήταν πράγματι ποινική. Ο ίδιος ο Εφεσείων επέλεξε να τη θεωρήσει τέτοια προωθώντας ενώπιον μας την υπό κρίση ποινική έφεση. Η κρίση μας περιορίζεται στο ότι ποινική έφεση για το ζήτημα που με αυτή εγείρεται δεν είναι επιτρεπτή από το Νόμο.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1] «5.-(1) Αι πoιvαί αίτιvες απoκλείoυv τηv απoκατάστασιv δυvάμει τoυ παρόvτoς Νόμoυ είvαι-
(α) Πoιvή φυλακίσεως διά βίoυ
(β) πoιvή φυλακίσεως υπερβαίvoυσα τα δύo έτη,
πάσα δε ετέρα πoιvή απoτελεί πoιvήv υπoκειμέvηv εις εξάλειψιv δυvάμει τoυ παρόvτoς Νόμoυ.»
[2] «5.-(3) Αvεξαρτήτως τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (2) πας όστις κατεδικάσθη εις φυλάκισιv υπερβαίvoυσαv τα δύo έτη αλλ' oυχί τα τέσσαρα έτη δύvαται vα απoκατασταθή διά διατάγματoς τoυ Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ της Επαρχίας εv τη oπoία διαμέvει κατόπιv αιτήσεως τoυ υπoβαλλoμέvης μετά παρέλευσιv οκτώ ετώv από της ημερoμηvίας της απαγγελίας της καταδίκης εv σχέσει πρoς τηv oπoίαv επεβλήθη η πoιvή.»
[3] «30.1- Εις ουδένα δύναται ν' απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.»