ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Ιωαννίδης, Ιωάννης Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα 1. Στ. Παπουή (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-04-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΣΣΙΩΤΗΣ κ.α. v. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 143/2020, 12/4/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B135

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 143/2020)

 

12 Απριλίου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

1.    XXX ΑΣΣΙΩΤΗΣ,

2.   OLYMPIA DESINGS (PROPERTIES) LTD,

Εφεσείοντες

       v.

 

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου

_________________________

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα 1.

Στ. Παπουή (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα

της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:     Με την υπό εκδίκαση έφεση παρέμεινε ένας και μοναδικός λόγος έφεσης.   Κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέδωσε και εναντίον του Εφεσείοντα 1 (φυσικό πρόσωπο) διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται και αυτός να καταβάλει στον Έφορο Φορολογίας τα οφειλόμενα ποσά (φόροι, τόκοι και επιβαρύνσεις).  Να σημειώσουμε πως και οι δύο Εφεσείοντες (νομικό και φυσικό πρόσωπο), κατόπιν δικής τους παραδοχής, βρέθηκαν ένοχοι σε 44 κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν σε παραβάσεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν 95(Ι)/2000, ως αυτός έχει τροποποιηθεί.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο,   στο μεν νομικό πρόσωπο επέβαλε χρηματικές ποινές, στο δε φυσικό πρόσωπο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη εκ των οποίων ήταν 3 μήνες.   Να σημειωθεί ότι το φυσικό πρόσωπο εξέτισε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης.   

 

Ο Εφεσείων 1 ήταν, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, Διευθυντής της Εφεσείουσας 2 εταιρείας, εναντίον της οποίας επίσης εξεδόθη διάταγμα καταβολής των οφειλόμενων ποσών.   Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία εξεδόθη διάταγμα καταβολής των οφειλόμενων ποσών εναντίον της εταιρείας, ορθά δεν αμφισβητείται.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα έκδοσης διαταγμάτων εναντίον και των δύο Εφεσειόντων ως εξής:

 

«Περαιτέρω, ασκώντας την εξουσία που δίδεται στο παρόν Δικαστήριο από το άρθρο 46(12) του Νόμου, καταλήγω όπως εκδώσω και εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η Κατηγορούμενη 1 όπως καταβάλει στον Έφορο Φορολογίας τα οφειλόμενα ποσά Φ.Π.Α., πρόσθετους φόρους, τόκου και επιβαρύνσεων, όπως αυτά αναλυτικά καταγράφονται στο Πιστοποιητικό της Κατηγορούσας Αρχής, Έγγραφο Α, το οποίο και καθίσταται αναπόσπαστο μέρος της παρούσας.

 

Όμοιο διάταγμα εκδίδεται και εναντίον του Κατηγορούμενου 2 ακολουθώντας την ερμηνεία για το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 46(12) που δόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σολομωνίδη, Ποινική Έφεση αρ. 323/15, 324/15 και 325/15, 14.2.2019.   Στην υπόθεση εκδόθηκαν διατάγματα όχι μόνο εναντίον της εταιρείας αλλά και των συμβούλων αυτής και τούτο παρά το γεγονός ότι ο ένας εξ αυτών είχε καταδικαστεί σε ποινή στερητικής της ελευθερίας.

 

Συνεπώς εκδίδεται διάταγμα τόσο εναντίον της Κατηγορουμένης 1 όσο και εναντίον του Κατηγορουμένου 2 όπως καταβάλουν τα ποσά που καταγράφονται στο Τεκμήριο Α με τους τόκους που εκεί αναγράφονται αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως.»

 

 

Είναι φανερό πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τη σχετικά πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Σολομωνίδης (πιο πάνω).   Πράγματι, στην εν λόγω υπόθεση είχαν εκδοθεί διατάγματα στη βάση του άρθρου 46(12) του Νόμου όχι μόνο εναντίον του νομικού προσώπου που ήταν το υποκείμενο σε Φ.Π.Α. πρόσωπο, αλλά και εναντίον των φυσικών προσώπων, τα οποία ήταν οι διοικητικοί σύμβουλοι του νομικού προσώπου.  Τόσο το νομικό πρόσωπο όσο και τα φυσικά πρόσωπα υπό την πιο πάνω ιδιότητα τους, καταδικάστηκαν σε κατηγορίες του εδράζονταν στον περί  Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000, Ν 95(Ι)/2000, ως αυτός έχει τροποποιηθεί.   Το Εφετείο με την  πιο πάνω απόφαση του εξέδωσε εναντίον και των τριών προσώπων διατάγματα για τα αντίστοιχα ποσά για τα οποία γινόταν αναφορά στις κατηγορίες στις οποίες είχαν κριθεί ένοχοι.  Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό άρθρο 46(12) του Νόμου:

 

«46 (12)  Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το ποινικό δικαστήριο που κηρύσσει οποιοδήποτε πρόσωπο ένοχο για παράλειψη καταβολής στον Έφορο οποιουδήποτε ποσού που οφείλει με βάση τις διατάξεις του  παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκου, έχει εξουσία εκτός από την επιβολή ποινής, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διατάσσει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στον Έφορο το εν λόγω ποσό.»

 

          (Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο)

 

Να προσθέσουμε ότι στο άρθρο 46(13) του Νόμου, γίνεται αναφορά ότι ένα τέτοιο διάταγμα θεωρείται απόφαση πολιτικού δικαστηρίου και ότι αυτό μπορεί να συντάσσεται, υπογράφεται και εκτελείται ως απόφαση που εξεδόθη σε αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

 

Αυτό που προέχει είναι να ερμηνευθούν οι πρόνοιες του άρθρου 46(12).  Δεν θα πούμε πολλά για την ερμηνεία των Νόμων, απλώς θα παραπέμψουμε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Matossian (1992) 3 ΑΑΔ, 399, όπου στη σελ. 412 λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Γ.Μ. Πική, Δ.:       

 

«Η ερμηνεία των νόμων είναι νομικό θέμα που ανάγεται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σκοπός της ερμηνείας των νόμων είναι η διαπίστωση των προθέσεων του νομοθέτη. Αυτές δεν εξάγονται αόριστα αλλά συγκεκριμένα, με αναφορά στο κείμενο που επέλεξε ο νομοθέτης για την εκδήλωσή τους. Είναι εύλογο να υποτεθεί, και αυτός αποτελεί τον πρωταρχικό κανόνα ερμηνείας του κειμένου των νόμων, ότι ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τις λέξεις ή εκφράσεις που υιοθετεί με τη φυσιολογική τους έννοια, εκείνη που ενέχουν στην καθομιλουμένη, εκτός αν αυτή διαφοροποιείται από το κείμενο του σχετικού άρθρου της νομοθεσίας.»

 

 

Έχουμε μελετήσει το περιεχόμενο του Νόμου, και ειδικότερα το περιεχόμενο του άρθρου 46(12).  Βρίσκουμε ότι οι πιο πάνω πρόνοιες του εν λόγω άρθρου είναι σαφείς, και συνεπώς η ερμηνεία του άρθρου αυτού δεν παρουσιάζει, κατά την άποψη μας, ιδιαίτερη δυσκολία.  Το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα εναντίον του προσώπου που έχει καταδικαστεί για ποσό που αυτό οφείλει.   Με άλλα λόγια, θα πρέπει να έχουμε καταδίκη προσώπου, και αυτή η καταδίκη θα πρέπει να έχει ως βάση, ποσό που το εν λόγω πρόσωπο οφείλει.   Ως εκ τούτου, αυτό που πρέπει τώρα να εξεταστεί είναι ποιο ή ποια είναι αυτά τα πρόσωπα που οφείλουν ποσό, στη βάση των διατάξεων του Ν 95(Ι)/2000.

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σολομωνίδη κ.α., Ποινική ΄Εφεση αρ. 323/15 (σχ. με 324/15 και 325/15), απόφαση ημερ. 18.12.2018, το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, βρήκε ενόχους και τους αξιωματούχους της εταιρείας, η οποία ήταν το μοναδικό υποκείμενο σε Φ.Π.Α. πρόσωπο.   Το Εφετείο εκεί ρητά είχε αναφέρει ότι το πρόσωπο που όφειλε τα ποσά ήταν μόνο η εταιρεία.   Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση του:

 

«.. Οι δηλώσεις υποβλήθηκαν από την εταιρεία, έφεραν όλα τα δεδομένα και τα εξωτερικά τυπικά χαρακτηριστικά ότι η εταιρεία κατέθεσε τις δηλώσεις στις οποίες αναγνώριζε ότι όφειλε να καταβάλει διάφορα ποσά ως Φ.Π.Α..  Οι δηλώσεις αυτές ήταν δηλώσεις εναντίον συμφέροντος.»  

 

(Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο)

 

 

Από την ίδια απόφαση διαβάζουμε λίγο πιο κάτω και τα ακόλουθα:

«Από την παράδοση της Βεβαίωσης στον διευθυντή προέκυπτε, κατά το Δικαστήριο, και η πλήρης γνώση της ύπαρξης της Βεβαίωσης Φόρου και της υποχρέωσης της εταιρείας για καταβολή του ποσού που βεβαιωνόταν.  Αυτή η γνώση όντως αφορούσε την ίδια την εταιρεία, η οποία και είχε και το δικαίωμα, όπως άλλωστε αναγράφεται και στο Τεκμήριο 1, να υπέβαλλε ένσταση με βάση το άρθρο 51Α του Νόμου εντός 60 ημερών.  Το δικαίωμα ένστασης στη

 

Βεβαίωση Φόρου αφορά την εταιρεία και όχι ένα έκαστο των διοικητικών συμβούλων, οι οποίοι ενεργούν εκ μέρους της.  Επομένως, δεν είναι ορθή η θέση της συνηγόρου της Λάμπρου ότι αυτή λόγω του ότι δεν της γνωστοποιήθηκε το Τεκμήριο 1 δεν υπέχει ευθύνη.  Αποτελεί εσωτερικό θέμα της εταιρείας και των διοικητικών της συμβούλων, η δέουσα αλληλοενημέρωση.»

 

        (Η υπογράμμιση γίνεται από παρόν το Δικαστήριο)

 

Καθίσταται σαφές και από το περιεχόμενο της πιο πάνω απόφασης, πως είναι μόνο το υποκείμενο σε Φ.Π.Α. πρόσωπο που οφείλει τα ποσά.  Με άλλα λόγια, σε περίπτωση που αυτό το υποκείμενο σε Φ.Π.Α. πρόσωπο είναι εταιρεία, την οφειλή έχει μόνο αυτή και όχι οι αξιωματούχοι της.  Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που αυτή η οφειλή θεωρείται, σύμφωνα με το εδάφιο (13) του άρθρου 46, ουσιαστικά ως αστικό χρέος.   Και δεν θα μπορούσε, θεωρούμε, να έχει κάποιος αστικό χρέος με απόφαση δικαστηρίου, χωρίς αυτός να έχει οφειλή.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγουμε πως εδώ ο Διευθυντής της εταιρείας, Εφεσείων 1, δεν καταδικάστηκε για παράλειψη καταβολής στον Έφορο ποσού που ο ίδιος όφειλε.  Καταδικάστηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, και ορθά, για παράλειψη καταβολής ποσού που όφειλε μόνο η εταιρεία, εναντίον της οποίας ορθά εξεδόθη από το πρωτόδικο δικαστήριο διάταγμα καταβολής των οφειλόμενων ποσών.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου εις επίρρωση της θέσης της ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα και εναντίον των αξιωματούχων του υποκείμενου στο Φ.Π.Α. προσώπου, παρέπεμψε και στο άρθρο 48 του Νόμου, το οποίο έχει ως εξής:

 

"48. (1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα αυτό φέρουν εκτός από το  ίδιο το νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι του νομικού προσώπου.

 

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου 'διευθύνων αξιωματούχος', σε σχέση με νομικό πρόσωπο, σημαίνει οποιοδήποτε διευθυντή, γραμματέα ή άλλο παρόμοιο αξιωματούχο του νομικού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που φέρεται ότι ενεργεί σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα ή ως σύμβουλος.»

 

 

Με κάθε σεβασμό διαφωνούμε.   Το εν λόγω άρθρο ομιλεί για ποινική ευθύνη των αξιωματούχων για ποινικό αδίκημα που διαπράττει το νομικό πρόσωπο, και όχι για ευθύνη των αξιωματούχων για το οφειλόμενο από το νομικό πρόσωπο ποσό.  Με άλλα λόγια, δεν αναφέρεται σε αστική ευθύνη των αξιωματούχων.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας  ν. Krashias Footwear Industry Limited κ.α., Ποινικές Εφέσεις αρ. 332-336/15, απόφαση ημερ. 30.4.2018.   Η εν λόγω απόφαση αφορούσε σε παραβάσεις του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν 94(Ι)/2004.    Εκεί είχε εκδοθεί διοικητική πράξη επιβολής φόρων και δασμών εναντίον όλων των κατηγορουμένων.  Συγκεκριμένα, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων είχε ενημερώσει όλους τους κατηγορουμένους ότι αυτοί όφειλαν δασμούς, φόρους κλπ.    Με άλλα λόγια η υποχρέωση όλων των κατηγορουμένων (συμπεριλαμβανομένων των αξιωματούχων) για καταβολή των φορολογικών οφειλών προέκυπτε από διοικητική  πράξη.   Μάλιστα η εν λόγω διοικητική  πράξη προσεβλήθη με προσφυγή, η οποία και απερρίφθη τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση (Krashias Footwear Industry Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ, 709).    Περαιτέρω, στο άρθρο 115 του Ν 94(Ι)/2004, το οποίο τιτλοφορείται «Ποινική και αστική ευθύνη συμβούλων»,  ρητά αναφέρεται πως όταν ο αξιωματούχος του νομικού προσώπου υπέχει ποινική ευθύνη για αδίκημα που διαπράττει το νομικό πρόσωπο, αυτός «ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή κεχωρισμένως σε οποιαδήποτε αστική διαδικασία».   Με άλλα λόγια ρητά ορίζεται στο Νόμο ότι οι αξιωματούχοι του νομικού προσώπου έχουν και αστική ευθύνη.

 

Είναι γεγονός ότι μετά την καταδικαστική απόφαση στην υπόθεση Σολομωνίδης (πιο πάνω) ακολούθησε η απόφαση της ποινής από το Εφετείο, ημερ. 14.2.2019, την οποία δικαιολογημένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο μνημονεύει στην απόφαση του. Πράγματι στην απόφαση του Εφετείου ημερ. 14.2.2019 είχαν εκδοθεί διατάγματα και εναντίον των διοικητικών συμβούλων της εταιρείας.   Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην εν λόγω απόφαση:

 

«Εκδίδονται,  όμως, ανάλογα διατάγματα στη βάση του               άρθρου 46(12) του Νόμου και για τους τρεις εφεσίβλητους.  Για μεν την εταιρεία και τον xxx Σολομωνίδη εκδίδονται διατάγματα για τα αντίστοιχα ποσά για τα οποία κρίθηκαν από το Εφετείο ένοχοι στις αντίστοιχες κατηγορίες επιπρόσθετα, για δε την xxx Λάμπρου διατάγματα για τα ποσά που αναφέρονται σ΄ όλες τις κατηγορίες για τις οποίες και κρίθηκε ένοχη.»

 

 

 

Γνωρίζουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό πριν αποφασίσει να διαφοροποιηθεί από προηγούμενη απόφαση του.   Γνωρίζουμε ακόμη ότι δικαστικό προηγούμενο που αφορά σε ερμηνεία Νόμου, δεν πρέπει να ανατρέπεται με ευκολία.  Βρίσκουμε όμως πως στην απόφαση της ποινής στην υπόθεση Σολομωνίδης (πιο πάνω) δεν ετέθη προς εξέταση και δεν ακούστηκαν επιχειρήματα σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 46(12), και ειδικότερα σε σχέση με την αναφορά στο εν λόγω άρθρο η οποία έχει να κάνει με την έκδοση του εν λόγω διατάγματος εναντίον προσώπου που κηρύσσεται ένοχο για παράλειψη καταβολής στον Έφορο οποιουδήποτε ποσού που αυτό οφείλει.  Κατ΄  επέκταση, με την έκδοση από το Εφετείο διαταγμάτων και εναντίον των αξιωματούχων, δεν αποφασίστηκε οτιδήποτε σε σχέση με την εμβέλεια του εν λόγω άρθρου, ούτως ώστε το εν λόγω μέρος της απόφασης να είναι δεσμευτικό για το παρόν Εφετείο.

 

Η έφεση του Εφεσείοντα 1 σε σχέση με τον εναπομείναντα λόγο έφεσης επιτυγχάνει.   Το εκδοθέν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο διάταγμα εναντίον του ακυρώνεται.

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

/ΕΑΠ.                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο