ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D84
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 38/2020)
10 Μαρτίου 2021
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
xxx ΡΟΥΣΟΥΝΙΔΟΥ
Εφεσίβλητης
---------------
Γ. Παπασάββα (κα), για τον Εφεσείοντα.
Κ. Μανώλης, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην καλέσει σε απολογία και να αθωώσει και απαλλάξει την Εφεσίβλητη από κατηγορία που αντιμετώπιζε δυνάμει του άρθρου 15(1)(γ) του περί Αποβλήτων Νόμου του 2011 (Ν.185(Ι)/2011) όπως έχει τροποποιηθεί. Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες Αδικήματος της κατηγορίας, η Εφεσίβλητη, οδοντίατρος, «ως κάτοχος αποβλήτων δεν εξασφάλισε την ανάκτηση/διάθεση των αποβλήτων (οδοντιατρικών) μέσω διακανονισμού με αδειοδοτημένο διαχειριστή αποβλήτων, με αποτέλεσμα να της επιβληθεί εξώδικο πρόστιμο €300 το οποίο δεν έχει εξοφληθεί μέχρι σήμερα».
Το άρθρο 15(1) προνοεί ότι:
«Κάθε κάτοχος αποβλήτων και κάθε αρχικός παραγωγός αποβλήτων υποχρεούται -
(α) να πραγματοποιεί ο ίδιος την ανάκτηση και τη διάθεση των αποβλήτων ή
(β) να αναθέτει την ανάκτηση και τη διάθεση των εν λόγω αποβλήτων σε έμπορο ή σε πρόσωπο που εκτελεί εργασίες επεξεργασίας αποβλήτων ή
(γ) να εξασφαλίζει, μέσω διακανονισμού με δημόσιο οργανισμό ή ιδιώτη που ασχολείται με τη συλλογή αποβλήτων, την ανάκτηση και τη διάθεση των εν λόγω αποβλήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 και 10.»
Το άρθρο 49 προνοεί ότι πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 15(1) είναι ένοχο αδικήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ως ανωτέρω στη βάση της ερμηνείας που έδωσε στο άρθρο 15(1). Αποφάνθηκε ότι «το αδίκημα φαίνεται να συντελείται όταν καμιά εκ των τριών επιλογών που θέτει το άρθρο 15(1) του Νόμου, δεν ενεργοποιείται από πλευράς του κατόχου αποβλήτων». Η ουσία της κατάληξης του ήταν ότι ο κάτοχος αποβλήτων δεν διαπράττει ποινικό αδίκημα απλά και μόνο γιατί δεν έχει συμμορφωθεί με μια ή δύο από τις διαζευκτικές υποχρεώσεις που περιγράφονται στις τρεις παραγράφους του άρθρου. Διαπράττει αδίκημα αυτός ο οποίος δεν έχει συμμορφωθεί με καμιά από τις υποχρεώσεις. Ουσιαστικά δεν διαπράττει αδίκημα αυτός που έχει συμμορφωθεί με μια από τις υποχρεώσεις.
Η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή. Οι τρεις παράγραφοι προνοούν τρεις διαφορετικούς, ανεξάρτητους τρόπους με τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί νόμιμα η ανάκτηση και διάθεση των αποβλήτων που κάποιος κατέχει. Εφόσον ο κάτοχος (ή αρχικός παραγωγός) συμμορφωθεί με τη μια, ασφαλώς και δεν υποχρεούται να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε άλλη. Αδίκημα διαπράττεται όταν ο κάτοχος (ή αρχικός παραγωγός) δεν έχει εφαρμόσει κανένα από τους τρόπους που προνοούνται. Επομένως, αυτό πρέπει να αποδίδεται στις λεπτομέρειες κατηγορίας που εδράζεται στο άρθρο 15(1), ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος παρέλειψε να συμμορφωθεί με οιονδήποτε από τους τρείς τρόπους.
Συνεπώς, ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε εξασφαλίσει την ανάκτηση και τη διάθεση των αποβλήτων που κατείχε ως οδοντίατρος «μέσω διακανονισμού με αδειοδοτημένο διαχειριστή αποβλήτων», δηλαδή όπως προνοείται στο άρθρο 15(1)(γ), «μέσω διακανονισμού με δημόσιο οργανισμό ή ιδιώτη που ασχολείται με τη συλλογή αποβλήτων», δεν στοιχειοθετούσε, χωρίς άλλο, αδίκημα.
Η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή, όπως και η απόφαση του να μην καλέσει την Εφεσίβλητη να προβάλει την υπεράσπιση της στην κατηγορία ως είχε. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος έφεσης 4, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε
το άρθρο 15(1), απορρίπτεται.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης η βασική θέση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να καλέσει την Εφεσίβλητη σε απολογία στην κατηγορία ως είχε. Και τούτο, παρά το ότι, πέραν του λόγου έφεσης 4, οι υπόλοιποι τέσσερεις υποστηρίζουν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε αυτεπάγγελτα να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, διασφαλίζοντας άρση της παρανομίας από την Εφεσίβλητη, κάτι που εσφαλμένα δεν έπραξε (λόγος έφεσης 1), αποτυγχάνοντας να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (λόγος έφεσης 2), λανθασμένα αποφασίζοντας, όχι επί της ουσίας, αλλά βασιζόμενο στην ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου (λόγος έφεσης 5). Και όλα αυτά στη βάση, όπως αναφέρεται στο λόγο έφεσης 3, ότι «αποδέχθηκε» ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε συμμορφωθεί με καμιά από τις παρ.(α), (β) ή (γ) του άρθρου 15(1) του Νόμου.
Δεν απαιτείται να διαπιστώσουμε κατά πόσο υπήρχε μαρτυρία που να μπορούσε εξ αντικειμένου να στοιχειοθετήσει ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε συμμορφωθεί ούτε με τις παρ.(α) και (β) του άρθρου 15(1), απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση, στην προκειμένη περίπτωση, των εξουσιών του πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 83 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 για τη μεταβολή του κατηγορητηρίου. Και τούτο αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να προβεί, με δική του πρωτοβουλία στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού άλλως «Αβισσινός» (1993) 2 Α.Α.Δ. 104, 108-9).
Η έφεση απορρίπτεται.
Δεν υπάρχει η ευχέρεια επιδίκασης εξόδων υπέρ της Εφεσίβλητης, όπως ζητήθηκε από τον δικηγόρο της (Θωμά ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 465, 471).
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.