ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
SEYED TAGHI HOSSEINI BAYATI, Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 6/2017, 9/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:D76
DAVID PISHORN ν. THE POLICE (1972) 2 CLR 68
ATTORNEY-GENERAL ν. GEORGHIOU (1984) 2 CLR 251
Δημοκρατία ν. Ερμογένους & άλλων (1990) 2 ΑΑΔ 459
Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 ΑΑΔ 414
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:B49
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Αίτηση Αρ. 9/2020)
22 Φεβρουαρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
1. WHITE ARCHES F1 ADMINISTRATOR COMMITTEE
2. xxx ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Αιτήτριες,
ν.
TRUST INTERNATIONAL INSURANCE
COMPANY (CYPRUS) LIMITED
Καθ'ων η Αίτηση.
Μ. Σωφρονίου, για τις Αιτήτριες.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση Ποινική Αίτηση οι Αιτήτριες εξαιτούνται τα ακόλουθα Διατάγματα:
«(α) Διάταγμα με το οποίο να επιτρέπεται η καταχώρηση ειδοποίησης Έφεσης σε απόφαση για λανθασμένες οδηγίες από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση υπ' αρ. 2990/2019 ημερομηνίας 01/12/2020, ως προς τα έξοδα.
(β) Διάταγμα για παράταση χρόνου καταχώρησης Ειδοποίησης Έφεσης στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση υπ' αρ. 2990/2019 για περίοδο 35 ημερών από το Σεβαστό Δικαστήριο και/ή σε τέτοια περίοδο που το Σεβαστό Δικαστήριο θεωρεί εύλογο και δίκαιο να δώσει εν όψει των περιστάσεων από την ημερομηνία χορήγησης και/ή σύνταξης του διατάγματος άδειας καταχώρησης Ειδοποίησης έφεσης ως το (α) αιτητικό ανωτέρω.»
Η Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 169 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στη Δ.35, θ.20, Δ.48, θθ. 1-3, 7-9, Δ.35 και Δ.57, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περίγραμμα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1996.
Συνοδεύεται δε από ένορκη δήλωση στην οποία προβαίνει η xxx Κυριάκου, η οποία εργάζεται σε δικηγορική εταιρεία, η οποία συνεργάζεται με τη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τις Αιτήτριες στην παρούσα Αίτηση.
Στην εν λόγω ένορκη δήλωση γίνεται αναφορά στην Απόφαση που εκδόθηκε στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 2990/2019 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 1/12/2020, στην οποία οι Αιτήτριες ήταν οι Κατηγορούμενες 1 και 3 και οι οποίες είχαν αθωωθεί και απαλλαγεί από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν στην εν λόγω υπόθεση. Επισημαίνεται ότι αντικείμενο των κατηγοριών της πιο πάνω υπόθεσης ήταν, καθόσον αφορά την Αιτήτρια αρ. 1, η πρόκληση χωρίς εύλογη αιτία της μη εξόφλησης επιταγής και, καθόσον αφορά την Αιτήτρια αρ. 3, η παροχή συνδρομής προς πρόκληση χωρίς εύλογη αιτία μη εξόφλησης επιταγής, αμφότερες οι κατηγορίες κατά παράβαση του Άρθρου 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι οι Αιτήτριες έπρεπε να επωμιστούν τα έξοδα τους, καθώς το Δικαστήριο απάλλαξε τις Κατηγορούμενες από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Αναφέρεται, ακόμη, ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μπορεί να χαρακτηριστεί ως τιμωρητική, καθότι, παρά το ότι οι Αιτήτριες δεν διέπραξαν οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα με βάση το κατηγορητήριο και δεν ευθύνονταν για την όλη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν δικηγορικά έξοδα.
Επεξηγείται στην πιο πάνω ένορκη δήλωση ότι η Παραπονούμενη είχε όλο τον απαραίτητο χρόνο να διαπιστώσει το λόγο που δεν κατέστη πληρωτέα η επίδικη επιταγή, αντικείμενο της πιο πάνω ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της υπόθεσης.
Για τους λόγους που θα εξηγήσουμε πιο κάτω, είναι αναγκαίο εξ' αρχής να αποφασιστεί αν η υπό κρίση Αίτηση, όπως έχει συνταχθεί και προωθηθεί, έχει αντικείμενο.
Εγείρεται, εν προκειμένω, το ερώτημα κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα καταχώρησης έφεσης σε ποινική υπόθεση επί του μέρους της Απόφασης που αφορά μόνο στο θέμα των εξόδων, όπως είναι η υπό κρίση περίπτωση.
Είναι βασική αρχή του Κοινοδικαίου, όπως εφαρμόζεται στην Κύπρο, ότι δικαίωμα έφεσης υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις όπου παρέχεται ρητά με νομοθετική διάταξη. (Δέστε Attorney General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251 και Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ 459, 464).
Το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικού Δικαστηρίου το οποίο διαλαμβάνεται στο Άρθρο 25(2) του Ν. 14/60 δεν παρέχει απεριόριστο δικαίωμα έφεσης σε ποινικές υποθέσεις. Το δικαίωμα που αναγνωρίζει ρητά υπόκειται στις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. (Δέστε Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 480). Αυτό προκύπτει, όπως διαπιστώθηκε, από την εξάρτηση του δικαιώματος έφεσης από το εισαγωγικό μέρος του Άρθρου 25(2), το οποίο ορίζει «Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου .». Η αίρεση, υπό την οποία τίθεται το δικαίωμα έφεσης, περιορίζει, ως κρίθηκε, την εμβέλειά του σε αποφάσεις ποινικού Δικαστηρίου, στις οποίες ρητά προβλέπεται δικαίωμα έφεσης από τις διατάξεις του Κεφ. 155. Από μόνο του το Άρθρο 25(2) του Ν. 14/60 δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης σε περιπτώσεις που τέτοιο δικαίωμα δεν παρέχεται είτε από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, είτε από οποιοδήποτε άλλο Νόμο. (Δέστε Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459, 471).
Βασικά το ένδικο μέσο της έφεσης σε ποινική διαδικασία, επιτρέπεται μόνο μέσα στο αυστηρό πλαίσιο που οριοθετεί ο Νόμος. Δεν εκτείνεται στο σύνολο των αποφάσεων ποινικού Δικαστηρίου.
Η αρχή ότι δικαίωμα έφεσης υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις όπου παρέχεται ρητά με νομοθετική διάταξη ενσωματώθηκε, στην περίπτωση έφεσης εναντίον αποφάσεων Δικαστηρίων που ασκούν ποινική δικαιοδοσία, στην πρόνοια του Άρθρου 131(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο διαλαμβάνει τα εξής:
«Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό.»
Εν ολίγοις, έφεση από απόφαση ή διάταγμα ποινικού Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός όπου αυτό ορίζεται ρητά από Νόμο.
Η μόνη πρόβλεψη που υπάρχει στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, αναφορικά με δικαίωμα εφέσεως εναντίον αποφάσεως Επαρχιακού Δικαστηρίου που ασκεί ποινική δικαιοδοσία, είναι η πρόνοια του Άρθρου 133(1), σύμφωνα με την οποία, η έφεση στρέφεται αποκλειστικά εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντα ή της ποινής[1].
Κατά συνέπεια κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα μόνο να εφεσιβάλει την καταδικαστική εναντίον του απόφαση, χωρίς περιορισμό ή προηγούμενη άδεια, ή την ποινή που επιβλήθηκε.
Αποφάσεις που αφορούν σε διαταγές εξόδων οι οποίες δεν συνιστούν μέρος της ποινής, όπως στην περίπτωση διαταγής εξόδων με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 168 του Κεφ. 155[2], δεν υπόκεινται σε έφεση.
Το Ανώτατο δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάζει απαράδεκτες εφέσεις γιατί η εφετειακή δικαιοδοσία οριοθετείται από την προεκτεθείσα νομοθεσία. (Δέστε Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414).
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι στην υπόθεση Pishorn v. The Police (1972) 2 C.L.R. 68, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε έφεση η οποία ασκήθηκε εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση με την οποία αρνήθηκε να εκδώσει, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 169 του Κεφ. 155, διάταγμα εξόδων προς όφελος αθωωθέντα κατηγορούμενου.
Με δεδομένο, ωστόσο, ότι στην πιο πάνω υπόθεση δεν ηγέρθηκε θέμα παραδεκτού της έφεσης, η υπόθεση Pishorn (ανωτέρω) δεν πρέπει να θεωρείται αυθεντική δήλωση του Νόμου και, ως τέτοια, δεν δημιουργεί οποιοδήποτε δεσμευτικό προηγούμενο.
Παρόμοιο ζήτημα, όπως η υπό εξέταση περίπτωση, εξετάστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Ποινική Αίτηση αρ. 6/2017, ημερ. 22/3/2017, όπου σε ιδιωτική ποινική υπόθεση στην οποία η Κατηγορούμενη είχε αθωωθεί και απαλλαγεί, επιχειρήθηκε η προσβολή αυτοτελώς της Διαταγής με την οποία οι Αιτητές /Παραπονούμενοι, είχαν καταδικαστεί στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας. Κρίθηκε ότι «αφού καμία πρόνοια του Νόμου δεν δίδει αυτοτελές δικαίωμα προς καταχώρηση ποινικής έφεσης για το θέμα των εξόδων, δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί τέτοιο δικαίωμα χωρίς νομοθετικό έρεισμα».
Τονίστηκε δε ότι στη βάση της σαφούς πρόνοιας του Άρθρου 131 του Κεφ. 155, το οποίο ορίζει ότι εκτός όπου προβλέπεται «δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική δικαιοδοσία», δεν θα ήταν νοητό το Δικαστήριο να ενεργήσει εκτός του πλαισίου της Ποινικής Δικονομίας.
Επισημάνθηκε επίσης ότι και αν ακόμη τίθετο το βάθρο της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου, το θέμα δεν κρίνετο ως εγγενές με τη διασφάλιση λειτουργίας του Δικαστηρίου ως Δικαστηρίου δικαιοσύνης.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, εφόσον δεν παρέχεται δικαίωμα καταχώρησης έφεσης σε απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των εξόδων της υπόθεσης, το αιτητικό (Α) της υπό κρίση Αίτησης δεν μπορεί να επιτύχει και, συνεπώς, απορρίπτεται ενώ το αιτητικό (Β) καθίσταται άνευ αντικειμένου.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΔΓ
[1] «133.-(1) Κάθε πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο από Επαρχιακό Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε περίοδο φυλάκισης ή σε χρηματική ποινή που υπερβαίνει τις δέκα λίρες δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 135 και 136, να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου -
(α) κατά της καταδίκης του, ως δυνάμει δικαιώματος για οποιοδήποτε λόγο ο οποίος συνεπάγεται νομικό ζήτημα μόνο,
(β) με άδεια Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον της καταδίκης του ή της ποινής.»
[2] 168. Όταν πρόσωπο καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει αυτό να καταβάλει τα έξοδα της κατηγορίας επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή η οποία δύναται να επιβληθεί σε αυτό και σε περίπτωση δημοσίων διώξεων τα έξοδα αυτά, όταν εισπραχθούν, καταβάλλονται στις δημόσιες προσόδους.