ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Πελεκάνος με Ν. Δαμιανού, για τον εφεσείοντα. Α. Χατζηκύρου για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-02-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση 240/18, 25/2/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B67

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση 240/18)

 

25 Φεβρουαρίου, 2021

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Εφεσίβλητη

 

---------

 

Α. Πελεκάνος με Ν. Δαμιανού, για τον εφεσείοντα.

Α. Χατζηκύρου για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

 

--------

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείοντας καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού επί τω ότι στις 7.12.2016 εκ προμελέτης επέφερε δια παρανόμου πράξεως το θάνατο του Ανδρέα Στυλιανού τέως από τη Λεμεσό (φόνος εκ προμελέτης, άρθρα 203(1) και 204 του Ποινικού Κώδικα).

 

Είχε από την προηγούμενη ημέρα δημιουργηθεί μεγάλη ένταση μεταξύ τους μετά που το θύμα θύμωσε με τον εφεσείοντα γιατί θεώρησε πως ο τελευταίος συνεργάστηκε με την ΥΚΑΝ και τον κατέδωσε σε σχέση με υπόθεση ναρκωτικών, στα πλαίσια της οποίας έγινε έρευνα στο αυτοκίνητο του θύματος όπου εντοπίστηκαν ναρκωτικά.  Όταν ο εφεσείοντας πληροφορήθηκε για την αντίδραση αυτή του θύματος προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του και ακολούθησαν επανειλημμένα μεταξύ τους τηλεφωνήματα.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία, τσακώνονταν, βρίζονταν και απειλούσε ο ένας τον άλλο. Αργά το βράδυ της επόμενης ημέρας ο εφεσείοντας, γνωρίζοντας ότι το θύμα κατευθυνόταν προς την οικία του με μοτοσυκλέτα για να υλοποιήσει τις απειλές του, περιφερόταν στην περιοχή αναζητώντας το θύμα. Στις 23:34 σταμάτησε, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, το αυτοκίνητο του στην αριστερή πλευρά του δρόμου όπου βρίσκεται το σπίτι του. Στις 23:41 αντελήφθη μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα με οδηγό το θύμα να κατευθύνεται εξ αντιθέτου και να ρίχνει αριθμό πυροβολισμών[1] προς την οικία του εφεσείοντα.   Τότε ο τελευταίος ξεκίνησε το αυτοκίνητο του με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν.  Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης  προκλήθηκε ο θάνατος του θύματος από βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση.

 

Ήταν η θέση της κατηγορούσας αρχής ότι η σύγκρουση προκλήθηκε από τον εφεσείοντα, ο οποίος εισήλθε στο ρεύμα κυκλοφορίας της μοτοσυκλέτας.  Η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι ο εφεσείων, όχι μόνο τέλεσε παράνομη πράξη με πρόθεση να επιφέρει το θάνατο του θύματος, αλλά ότι ενήργησε με προμελέτη. 

 

Αντίθετα, ήταν η θέση της υπεράσπισης πρωτοδίκως, την οποία επεχείρησε ο εφεσείων να υποστηρίξει ενόρκως από το εδώλιο του μάρτυρα, ότι επρόκειτο για τροχαίο δυστύχημα που προκλήθηκε όταν το θύμα ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το αυτοκίνητο του, το οποίο εκινείτο με χαμηλή ταχύτητα, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με αυτό και να επέλθει το μοιραίο.  Αμφισβητήθηκε τοιουτοτρόπως η ίδια η επιθετική  και παράνομη πράξη που θα συνιστούσε το πρώτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος.  Συνεπακόλουθα και έτι περαιτέρω αμφισβητήθηκε η πρόθεση πρόκλησης θανάτου και βεβαίως η προμελέτη.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία και την εκδοχή του εφεσείοντα.  Επί της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής θεώρησε ότι υπήρχε συντριπτική περιστατική μαρτυρία που δεν άφηνε λογική αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος, όχι μόνο απέκοψε την πορεία της μοτοσυκλέτας προκαλώντας με πρόθεση τη βίαιη και θανατηφόρα σύγκρουση, αλλά και ότι έπραξε τούτο με προμελέτη. 

 

Στο στάδιο της έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντα, άλλος από το δικηγόρο που τον είχε εκπροσωπήσει πρωτοδίκως, δήλωσε ότι δεν αμφισβητείται πλέον το παράνομο της πράξης ή το σημείο σύγκρουσης, κάνοντας δεκτό ότι είναι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα που κινήθηκε προς την πλευρά της επερχόμενης εξ αντιθέτου μοτοσυκλέτας. Συνεπακόλουθα αποσύρθηκαν λόγοι έφεσης που αφορούσαν στο ζήτημα αυτό (λόγοι έφεσης 10, 11, 12, 13, 14, 16).  Παρά ταύτα όμως παρέμεινε ο λόγος έφεσης 8 με τον οποίο αμφισβητείται η κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως αναξιόπιστης.  Δεν θα υπεισέλθουμε όμως ενόψει της εγκατάλειψης της εκδοχής που προώθησε με τη μαρτυρία του αυτή αναφορικά με τις συνθήκες της σύγκρουσης.  Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους έφεσης 17 και 18 που αφορούν στη μαρτυρία σε σχέση με εικόνες από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που βρίσκονταν σε οικία στην περιοχή, οι οποίες έδειχναν ένα αυτοκίνητο, σύμφωνα με τη μαρτυρία το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, να κάνει επαναστροφή στις 23:34:3 και να σταματά στην αρχή της οδού Τ., στα αριστερά σύμφωνα με την κατεύθυνση του και στις 23:41:4 να ανάβει τα φώτα του και να κινείται.  Αυτά, για το λόγο που αναφέραμε, έχουν ξεπεραστεί.    

 

Το στοιχείο της προμελέτης αμφισβητήθηκε κατ' έφεση, είτε άμεσα με επί τούτου λόγο έφεσης (λόγος έφεσης 1), είτε έμμεσα με διάφορους επιμέρους λόγους οι οποίοι καταλήγουν ουσιαστικά στην αμφισβήτηση της προμελέτης. 

Στα πλαίσια αυτά, αφενός αμφισβητήθηκε η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με ό,τι θεώρησε ως στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που να καταδεικνύουν άνευ ετέρου προμελέτη, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης και της διατύπωσης ευρημάτων τα οποία το δικαστήριο χρησιμοποίησε στη συνέχεια ως στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας (λόγοι έφεσης 2, 3, 6, 7, 9, 19). Αφετέρου προβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψιν του τις «σωρευτικές προκλήσεις» από το θύμα προς τον εφεσείοντα και το σύνολο των περιστάσεων, ώστε να μπορούσε να εξετάσει την ενέργεια του εφεσείοντα υπό το πρίσμα της πρόκλησης που δέχθηκε με τους πυροβολισμούς προς το σπίτι του και την ψυχική και νοητική κατάσταση του κατά τον ουσιώδη χρόνο (άρθρο 208 του Ποινικού Κώδικα) (λόγος έφεσης 4).

 

Επιπρόσθετα τέθηκε ακόμα και ζήτημα μη καταλογισμού με επίκληση των προνοιών του άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα περί αυτοάμυνας (λόγος έφεσης 5).  Το ζήτημα αυτό, όπως θα αναφέρουμε και κατωτέρω, ρητώς δεν προωθήθηκε.

 

Περαιτέρω τέθηκε και ζήτημα ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε και δεν έκρινε την οδική συμπεριφορά του θύματος (λόγος έφεσης 15).  Επίσης τέθηκε ζήτημα μη δίκαιης δίκης λόγω έκδηλα ανίκανης δικηγορίας πρωτοδίκως (λόγος έφεσης 20).

 

Η προμελέτη.

Αρχίζοντας από το ζήτημα της προμελέτης παραθέτουμε το νομοθετικό πλαίσιο του φόνου εκ προμελέτης το οποίο προσδιορίζεται από τα άρθρα 203(1) και 204:

 

«203(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο εκ προμελέτης επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου  με παράνομη πράξη ή παράλειψη, είναι ένοχο του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης.

(2) [.]

 

204. Προμελέτη είναι η πρόθεση πρόκλησης θανάτου οποιουδήποτε προσώπου η οποία αποδεικνύεται με ευθύ τρόπο ή συμπερασματικά, αδιάφορα αν τέτοιο πρόσωπο είναι εκείνο που εφονεύθη ή όχι, η οποία υπάρχει τόσο πριν από τη διενέργεια της πράξης ή παράλειψης που θα προκαλέσει το θάνατο όσο και κατά το χρόνο τέτοιας διενέργειας.»

 

Σε ότι αφορά το πρωταρχικό συστατικό στοιχείο, εκείνο της παράνομης πράξης, ο εφεσείοντας δέχθηκε, ως άνω, τελικά ότι τέλεσε την παράνομη πράξη της οποίας πιθανή και πραγματωθείσα εν τέλει συνέπεια ήταν ο θάνατος του θύματος.  Κατόπιν τούτου, ορθά δεν αμφισβητήθηκε η πρόθεση θανάτωσης, εφόσον είναι αρκετή η απόδειξης της πρόθεσης για τέλεση της παράνομης πράξης που επέφερε το θάνατο ώστε να αποδειχθεί η πρόθεση πρόκλησης του θανάτου (Fostieri v. Republic (1969) 2 CLR 105, Bo Yo Hong κ.α. v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 293).

 

Όμως η πρόθεση πρόκλησης θανάτου δεν επιμαρτυρεί αφ'  εαυτής προμελέτη. Η προμελέτη διακρίνεται από την πρόθεση πρόκλησης θανάτου και πρέπει να αποδεικνύεται ανεξάρτητα, ως το επιπρόσθετο συστατικό στοιχείο το οποίο διακρίνει το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης (άρθρο 203, Κεφ. 154) από εκείνο της ανθρωποκτονίας (άρθρο 205, Κεφ. 154).  Όπως υποδείχθηκε στην Ονησίλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556:

  

«Η προμελέτη όπως υποδηλώνει ο όρος πρέπει να αποδειχθεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόθεση πρόκλησης του θανάτου του θύματος, εκδηλούμενη από την παράνομη πράξη που επιφέρει το θάνατο.  Η προμελέτη πρέπει να αποδειχθεί ως η κινητήρια δύναμη για τη φόνευση του θύματος.  Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της προμελέτης και της θανάτωσης πρέπει να είναι άμεση».

Το κατά πόσον υπήρξε ή όχι προμελέτη αποφασίζεται πάντοτε υπό το φως των γεγονότων της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης.  Όπως επιγραμματικά ελέχθη στην R. v. Halil Shaban, (V.8) 1 CLR 82, απόφαση που έχει χαρακτηριστεί ως locus classicus επί του θέματος της προμελέτης (Λ. Λοϊζου, Δ., στην Αnastassiades ν. Republic (1977) 2 CLR 97):

 

«The question of premeditation is a question of fact.  A test often applicable in such cases is whether in all circumstances of the case the accused had a sufficient opportunity after forming his intention, to reflect upon it and relinquish it

 

Παρομοίως στην Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 402 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το κριτήριο ως προς την ύπαρξη ή μη προμελέτης είναι αν κάτω από το φως όλων των περιστάσεων της υποθέσεως ο δράστης είχε αρκετή ευχέρεια μετά που σχημάτισε την πρόθεση να σκοτώσει να ξανασκεφτεί με σκοπό να αποφασίσει αν θα θανατώσει ή όχι και ότι αποφάσισε να σκοτώσει σαν αποτέλεσμα αυτής της σκέψης. Με άλλα λόγια η δολοφονία πρέπει να είναι αποτέλεσμα αυτού του αναλογισμού και όχι κάτι το ξαφνικό. Βέβαια πολλά εξαρτώνται από την ψυχική και πνευματική κατάσταση του δράστη την ώρα εκείνη, την ηρεμία του πνεύματος του ή το αντίθετο. Υπάρχουν περιπτώσεις που έχει ένας δράστης αρκετό χρόνο μεταξύ της απόφασης να σκοτώσει και της εκτέλεσης της πρόθεσης του αλλά η κατάσταση του είναι τέτοια που να μη μπορεί να αναλογισθεί τις συνέπειες και αποστεί από την εκτέλεση της απόφασης. Σε άλλες περιπτώσεις η ψυχραιμία και η περίσκεψη του δράστη μπορεί να είναι τέτοια που και ένα ασήμαντο διάστημα μεταξύ του σχηματισμού της πρόθεσης και της εκτέλεσης της να ήταν αρκετό για την προμελέτη. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται και η επιμονή του δράστη στο να επιφέρει το θάνατο είναι στοιχεία αποκαλυπτικά των προθέσεων του που μπορεί να συνεκτιμηθούν για την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την ύπαρξη προμελέτης.»

 

Στην Ονησίλου έγινε με επιδοκιμασία αναφορά και στα όσα είχαν αναφερθεί προηγουμένως στην Hadjisavvas v. Republic (1988) 2 CLR 37 ως ακολούθως:

«"Premeditation connotes prior planning or contemplation of the heinous deed in circumstances permitting cool reflection upon one's acts. To find premeditated murder the killing must be the result of contemplated action conceived and carried out in cold blood...."

Μετάφραση στα Ελληνικά:

"Η προμελέτη υποδηλώνει προγενέστερο σχεδιασμό ή μελέτη της αποτρόπαιας πράξης (νοείται του φόνου) κάτω από συνθήκες που επιτρέπουν ψυχρό αναλογισμό των πράξεων που μελετούνται. Για την απόδειξη του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης ο φόνος πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μελετημένης πράξης η οποία συνελήφθη και εκτελέστηκε εν ψυχρώ. ..  "

Αφού εξηγείται ότι πρέπει να μεσολαβήσει κάποιος χρόνος μεταξύ της μελέτης του φόνου και της εκτέλεσης του σχεδίου, τονίζεται (σ. 44):

"The significant element of the crime of premeditated murder, the one that primarily distinguishes it from the crime of murder with malice aforethought, known to English law, is that no inference about premeditation can be drawn from the fact of killing itself. In other words the Court cannot infer premeditation from the fact that the accused killed the victim. Premeditation must be proved as a separate fact. ..."

Μετάφραση στα Ελληνικά:

"To κεφαλαιώδες στοιχείο του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης, εκείνο το οποίο διακρίνει το έγκλημα από το φόνο με δόλια πρόθεση, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο, είναι ότι δε μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την προμελέτη από το γεγονός της θανάτωσης. Με άλλα λόγια δε μπορεί να εξαχθεί εύρημα για προμελέτη από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος φόνευσε το θύμα. Η προμελέτη πρέπει να αποδειχθεί ως ξεχωριστό γεγονός. .." »

 

Ως προς την έννοια της προμελέτης χαρακτηριστική είναι και η ακόλουθη αναφορά από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Αυξεντίου (2005) 2 ΑΑΔ 197:

 

«Η προμελέτη αποτελεί προγενέστερο σχεδιασμό ή μελέτη της πράξης κάτω από συνθήκες που επιτρέπουν ψυχρό αναλογισμό των πράξεων που μελετούνται και είναι αποτέλεσμα μελετημένης πράξης που εκτελέστηκε εν ψυχρώ.»

 

Επίσης στην Ζαρή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 193/10, ημερ. 11.11.2015 εξηγήθηκε ότι ο φόνος εκ προμελέτης ισοδυναμεί με σχεδιασμένο φόνο εν ψυχρώ (βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Θωμά, Ποιν. Έφ. 132/17, ημερ. 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B260).

 

Συνεπώς, σταθερή γραμμή της νομολογίας μας υποδηλώνει ότι η  προμελέτη προϋποθέτει απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από την κατηγορούσα αρχή, προγενέστερου σχεδιασμού υπό περιστάσεις που να επιτρέπουν ψύχραιμο αναλογισμό του δράστη για τις πράξεις του.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που αποδίδεται βαρύτητα στην κατάσταση του δράστη κατά τον ουσιώδη χρόνο, στην ηρεμία του μυαλού του και στο κατά πόσο είχε επαρκή ευκαιρία, μετά που σχημάτισε την πρόθεση του, να την αναλογιστεί και να υπαναχωρήσει.  Η χρονική αυτή ανάπαυλα για τον αναλογισμό των πράξεων του από τον δράστη και η ευκαιρία απεμπόλησης της φονικής πρόθεσης κάτω από την επίδραση της συνείδησης του ανθρώπου, αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της έννοιας του φόνου εκ προμελέτης (Hadjisavvas v. The Republic (1988) 2 CLR 37, Τσιάκκας ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 349).  Για τον ίδιο λόγο είναι σημαντικό το κατά πόσον είχε μεσολαβήσει κάποια άλλη αιτία (intervening cause) όπως λ.χ. η πρόκληση του θύματος προς το δράστη η οποία να δημιουργεί αμφιβολίες για την νοητική ή ψυχολογική κατάσταση του δράστη κατά τον χρόνο που επιφέρει το θανατηφόρο πλήγμα (Mustafa Halil v. The Republic (1962) CLR 18 και Dervish Halil v. The Republic (1961) CLR 432). 

 

Περιστατική μαρτυρία.

Η ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου και ειδικότερα το συμπέρασμα του περί προμελέτης στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία.  Έκρινε ότι υπήρχε μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησε με την απαιτούμενη ασφάλεια σε ένα και μόνο συμπέρασμα, εκείνο της προμελέτης.  Ήταν ειδικότερα η κατάληξη του ότι ο εφεσείων σχεδίασε και μελέτησε τη δολοφονία του θύματος από τη στιγμή που πληροφορήθηκε ότι το θύμα κατευθυνόταν προς το σπίτι του για να υλοποιήσει τις απειλές του.  Στη συνέχεια, ενώ είχε την ευκαιρία να αποστεί μετά που αντελήφθη ότι το θύμα πυροβόλησε προς το σπίτι του χωρίς σοβαρές συνέπειες και να ειδοποιήσει την Αστυνομία, δεν το έπραξε, αλλά προχώρησε στην υλοποίηση της προμελετημένης παράνομης πράξης που επέφερε το θάνατο του θύματος. 

Ένα από τα στοιχεία αυτά περιστατικής μαρτυρίας (στοιχείο (γ)) ήταν το εύρημα, επί της μαρτυρίας του ΜΚ14, ο οποίος ήταν κοινός γνωστός του εφεσείοντα και του θύματος, ότι στις 7.12.2016 όταν εκείνοι οι δύο τσακώνονταν, βρίζονταν και απειλούσε ο ένας τον άλλο από τηλεφώνου, ο ΜΚ14 ευρισκόμενος στην κατοικία του θύματος, είπε στον εφεσείοντα από τηλεφώνου «ρε ο πελλός έρκεται κάτω», οπότε ο εφεσείοντας απάντησε «ασ' τον να έρτει κάτω».  Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι υπό τις περιστάσεις, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης που υπήρχε, η απάντηση αυτή του εφεσείοντα υποδήλωνε την ετοιμότητα του να αντιμετωπίσει το θύμα.  Αυτή όμως ήταν μια αναφορά του ΜΚ14 στην κατάθεση του προς την Αστυνομία την οποία ναι μεν υιοθέτησε, πλην όμως αντεξεταζόμενος διευκρίνισε ότι δεν θυμόταν εάν ο εφεσείοντας είπε αυτή τη φράση.  Όπως δε δέχθηκε τελικά ενώπιον μας ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ο ισχυρισμός του ΜΚ14 ανατράπηκε και ως εκ τούτου εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο τον ενέταξε ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας.  Άλλωστε, τέτοια δήλωση δεν θα μπορούσε να έχει την έννοια της προμελέτης, εκτός βέβαια αν υπήρχαν άλλα πιο συγκεκριμένα ισχυρά στοιχεία με τα οποία να μπορούσε να διασυνδεθεί προς αυτή την κατεύθυνση. 

 

Ένα άλλο στοιχείο (στοιχείο (λ)) που θεώρησε το Κακουργιοδικείο ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ήταν η αντίληψη του ότι μετά τη σύγκρουση ο εφεσείοντας κατέβηκε από το όχημα και αναζήτησε το θύμα μαζί με τον αδελφό του ο οποίος πήγε στην σκηνή αμέσως.  Επί του προκειμένου το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε στη μαρτυρία της ΜΚ19, κατοίκου της οδού Τ., η οποία ανέφερε ότι όταν άκουσε θόρυβο στο δρόμο κοίταξε από το παράθυρο του υπνοδωματίου της και είδε ένα «τουμπαρισμένο» αυτοκίνητο και μια μοτοσυκλέτα κάτω στο έδαφος τα οποία ξεκάπνιζαν.  Πάνω στη μοτοσυκλέτα ήταν δύο άτομα, ένα εκ των οποίων ήταν ο γείτονας της ο εφεσείοντας και ένα άλλο πρόσωπο το οποίο δεν αναγνώρισε γιατί έβλεπε την πλάτη του.  Ο εφεσείοντας, κατά τη ΜΚ19, κρατούσε ένα μακρύ χοντρό ξύλο και είπε στο άλλο πρόσωπο «πού ένει, εύρε τον γλήορα».  Την ίδια ώρα η ΜΚ19 είδε και τους δύο να τρέχουν βόρεια προς το σπίτι του εφεσείοντα. Από την άλλη όμως, υπήρχε η μαρτυρία του ΜΚ12, μπροστά από το σπίτι του οποίου είχε καταλήξει στην τελική του θέση το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, ο οποίος είχε αναφέρει ότι μετά που άκουσε το θόρυβο κοίταξε και αυτός από το παράθυρο της κατοικίας του και είδε από το αυτοκίνητο «να βγαίνει ένα άτομο από τη θέση του οδηγού και να τρέχει προς τα πάνω.»  Συνεχίζει το Κακουργιοδικείο σε σχέση με τον ΜΚ12 ως εξής: 

«Σε ερώτηση αν αντιλήφθηκε τον οδηγό του αυτοκινήτου να κάνει οτιδήποτε ανέφερε ότι ήταν συγχυσμένος, σαστισμένος, διότι όταν βγήκε από το αυτοκίνητο έμεινε και έβλεπε όπως τον χασκιασμένο, άκουε ουρλιαχτά από 2-3 σπίτια πιο πάνω και όταν βγήκε από το αυτοκίνητο ο οδηγός σαστισμένος, τον είδε να τρέχει προς τα πάνω».

 

Ο ΜΚ12 συμπλήρωσε ότι ταυτόχρονα είδε ένα άτομο να σηκώνεται από τη μέση του δρόμου και με αργές κινήσεις να κάθεται στο πεζοδρόμιο. Στο πεζοδρόμιο βρέθηκε από την Αστυνομία τραυματισμένο το θύμα. 

 

Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τόσο τη μαρτυρία του ΜΚ19, όσο και τη μαρτυρία του ΜΚ12, παρά την έκδηλη μεταξύ τους διαφορά.  Δεν είναι μόνο η διαφορά αναφορικά με τις ενέργειες και τον τρόπο που κινήθηκε ο εφεσείοντας, είναι και η τοποθέτηση του ΜΚ12 ότι το θύμα βρισκόταν στην σκηνή, κινούμενο αργά προς το πεζοδρόμιο, ενώ σύμφωνα με τη ΜΚ19 ο εφεσείοντας τον αναζητούσε. Παρά ταύτα, στο τέλος, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν τη μαρτυρία μόνο της ΜΚ19 ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας και μάλιστα με την περαιτέρω πεπλανημένη αντίληψη ότι το άλλο πρόσωπο ήταν ο αδελφός του εφεσείοντα, ενώ, ως άνω, δεν ήταν αυτή η μαρτυρία της ΜΚ19. Τον αδελφό τον έθεσε στην σκηνή μετά το συμβάν ο εφεσείοντας. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε απλώς επί του προκειμένου ότι ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντα είχε υποβάλει στη ΜΚ19 ότι το πρόσωπο που κρατούσε το ξύλο δεν ήταν ο εφεσείοντας, αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο που του έμοιαζε. Ο χειρισμός αυτός έδωσε έρεισμα, μαζί με άλλα, ώστε να προβληθεί λόγος έφεσης περί έκδηλα ανίκανης δικηγορίας, ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα.  Εκείνο που τώρα έχει σημασία είναι πως εξ αυτής και μόνο της υποβολής και με δεδομένη τη άλυτη διαφορά από τη μαρτυρία του ΜΚ12 για το συγκεκριμένο τρόπο που αμέσως μετά κινήθηκε ο εφεσείοντας δεν θα μπορούσε το Κακουργιοδικείο να προβεί σε ασφαλές εύρημα, όπως και έπραξε, ότι «μετά τη σύγκρουση ο κατηγορούμενος κατέβηκε από το όχημα και αναζήτησε το θύμα μαζί με τον αδελφό του», χρησιμοποιώντας το εύρημα αυτό ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας σε σχέση με τις προθέσεις του.

 

Ήδη ως εκ των παραπάνω παρατηρήσεων δημιουργούνται ρήγματα στο πλέγμα της μαρτυρίας που το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως περιστατική. Αλλά ακόμα και έτσι, θα μπορούσε να παραμένει το ερώτημα κατά πόσον τα υπόλοιπα στοιχεία θα είχαν τέτοια ισχύ, ώστε αλληλοσυνδεόμενα να δημιουργούν τελικά το απαιτούμενο ασφαλές υπόβαθρο για καταδίκη στο έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης. 

Ως προς τα υπόλοιπα αυτά στοιχεία, ήταν η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η προηγηθείσα έντονη αντιπαράθεση με ύβρεις και απειλές και η επίγνωση του εφεσείοντα ότι το θύμα κατευθυνόταν προς το σπίτι του για να κάμει κακό τόσο στον ίδιο όσο και στην οικογένεια του, παρείχαν το κίνητρο για να δολοφονήσει το θύμα.  Ο ίδιος βγήκε στο δρόμο προσπαθώντας να εντοπίσει το θύμα αναζητώντας πληροφορίες από τον ΜΚ4 για τις κινήσεις του, ενώ το θύμα κατευθυνόταν προς τη Λεμεσό.  Όταν αντελήφθη το θύμα να πυροβολεί προς το σπίτι του έκαμε τα tips του αυτοκινήτου του, ενέργεια η οποία κατά το Κακουργιοδικείο δεν είχε άλλο σκοπό παρά να οδηγήσει το θύμα προς το μέρος του ώστε να μην διαφύγει και ξεκίνησε το αυτοκίνητο του οδηγώντας το προς τη μοτοσυκλέτα «παλαρισμένος».  Επίσης ο εφεσείων είπε διάφορα ψέματα και ισχυρίστηκε ότι η σύγκρουση ήταν ένα τροχαίο ατύχημα.  Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, συνέχισε το Κακουργιοδικείο, γιατί δεν ειδοποίησε την Αστυνομία αλλά έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι το θύμα πυροβόλησε προς την οικία του.  Κατέληξε δε αναφέροντας ότι ο εφεσείοντας, υπό τις περιστάσεις, είχε την ευκαιρία μετά που αντιλήφθηκε ότι το θύμα πυροβόλησε προς το σπίτι του, χωρίς σοβαρές συνέπειες, να ειδοποιήσει την Αστυνομία, ή να το πει στον ΜΚ4, με τον οποίο μιλούσε τη στιγμή εκείνη στο τηλέφωνο και άκουσε τους πυροβολισμούς.  Αντ'  αυτού, έκαμε τα tips του αυτοκινήτου του ώστε να δείξει την παρουσία του, γνωρίζοντας ότι το θύμα δεν θα έφευγε όταν τον έβλεπε, για να υλοποιήσει τον προσχεδιασμένο σκοπό του.

 

Το καίριο ερώτημα κατά πόσο προκύπτει ασφαλές καταδικαστικό συμπέρασμα από την περιστατική μαρτυρία, δεν μπορεί παρά να απαντηθεί με βάση τη θεμελιακή αρχή ότι τούτο τότε μόνο είναι επιτρεπτό, εάν τέτοιο συμπέρασμα βρίσκεται σε σχέση άμεσης συνάφειας με τα στοιχεία που συνθέτουν την περιστατική μαρτυρία και εάν είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τέτοια μαρτυρία (Fournides v. Republic (1986) 2 CLR 73, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444, Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 693, Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/14, 20.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:D411).  Έχοντας κατά νου τις νομικές αυτές αρχές, αλλά και το αυτονόητο αξίωμα πως «η προμελέτη κρίνεται με αυστηρό τρόπο αφού απαιτείται απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» (βλ. Θωμά (ανωτέρω)), με το δέοντα σεβασμό δεν συμφωνούμε ότι τα στοιχεία που παρέθεσε το Κακουργιοδικείο επαρκούσαν, πολύ περισσότερο όπως έχουν αποδυναμωθεί, ώστε το μόνο λογικό συμπέρασμα να μπορούσε να ήταν ότι ο εφεσείοντας εκτέλεσε εν ψυχρώ ένα προμελετημένο φόνο. 

 

Πέραν τούτου το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε καθόλου υπόψιν το γεγονός που μεσολάβησε, ότι δηλαδή ο εφεσείων προχώρησε στην εγκληματική πράξη  αμέσως μετά που το θύμα είχε πυροβολήσει προς το σπίτι του, μια ενέργεια που δεν συνάδει με υλοποίηση προσχεδιασμένου εγκλήματος εν ψυχρώ, όπως θα αναπτύξουμε κατωτέρω.

 

Το ζήτημα της πρόκλησης.

Όπως έχουμε αναφέρει προβλήθηκαν με αντίστοιχους λόγους έφεσης τόσο το ζήτημα της πρόκλησης όσο και της αυτοάμυνας, τα οποία δεν είχαν τεθεί πρωτοδίκως.  Στο στάδιο όμως των αγορεύσεων ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, αναγνώρισε ότι τα γεγονότα δεν άφηναν στο πρωτόδικο δικαστήριο το περιθώριο να εξετάσει ζήτημα αυτοάμυνας και δήλωσε ότι η υπεράσπιση δεν θέτει τέτοιο ζήτημα αλλά είναι η θέση της υπεράσπισης ότι «στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υφίσταται προμελέτη και αυτό που υφίσταται είναι ανθρωποκτονία».  Επικεντρώθηκε έτσι στο ζήτημα της πρόκλησης ως στοιχείο που αναιρεί την έννοια της προμελέτης και υποβαθμίζει το έγκλημα του φόνου σε εκείνο της ανθρωποκτονίας. 

 

Το γεγονός ότι το ζήτημα της πρόκλησης δεν είχε τεθεί πρωτοδίκως δεν είναι μοιραίο για την υπεράσπιση.   Η μη προώθηση από την υπεράσπιση μιας εκδοχής πρωτοδίκως ή η απόρριψη της εξήγησης που προωθήθηκε, είναι μοιραία μόνο αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, στο βαθμό που παραμένει ακλόνητη από την υπεράσπιση, είναι επαρκώς ισχυρή ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη του κατηγορούμενου (Kafalos v. The Queen, 19 CLR 121).  Τούτο, ως απότοκο της θεμελιώδους αρχής ότι είναι η κατηγορούσα αρχή που έχει το βάρος να αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητα του.  Συνεπώς δεν απαιτείται η εκδοχή του κατηγορούμενου να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή.  Αρκεί, στο τέλος, να παραμένει από το σύνολο της μαρτυρίας, έστω και αν προέρχεται από την κατηγορούσα αρχή (R. v. Bullard [1957] A.C. 63), εύλογη, έστω και υποβόσκουσα, αμφιβολία (lurking doubt) (Woolmington v. DPP, 25 Cr.App.R. 72, Prince, 28 Cr.App.Rep. 60, [1941] 3 All ER 37, R. v. McPherson (Franklin Roupert) (1957) 41 Cr.App.R. 213, Charitonos a.o. v. Republic (1971) 2 CLR 40, Ayres v. The Republic (1971) 2 CLR 40, Attorney General v. Hassan (1971) 2 CLR 316, R. ν. Murtagh and Kennedy, 39 Cr. App. R. 72, 83, Koutras v. The Republic (1976) 2 CLR 13, Fournaris v. The Republic (1978) 2 CLR 20, Κυπρίζογλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/17 κ.α., 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). 

 

Συνεπώς, το γεγονός ότι η πρόκληση δεν προβλήθηκε από την υπεράσπιση ή ότι η εκδοχή του εφεσείοντα απορρίφθηκε, δεν απάλλασσε άνευ ετέρου το Κακουργιοδικείο από το καθήκον να εξετάσει στο τέλος το σύνολο της μαρτυρίας, εάν βεβαίως υπήρχε σχετική μαρτυρία που να δίδει τέτοιο έρεισμα, ώστε το εύρημα για προμελέτη να είναι απαλλαγμένο από κάθε εύλογη αμφιβολία.  Όπως αναφέρθηκε στην Prince (ανωτέρω):

 

«On a trial for murder, the jury should be directed that, if upon a review of all the evidence they are left in reasonable doubt as to whether, even if the prisoner's explanation is not accepted, the act was unintentional or provoked, the prisoner is entitled to be acquitted. »

 

Βέβαια, αν και η πρόκληση (όπως και η αυτοάμυνα) δεν αποτελεί υπεράσπιση υπό την έννοια ότι τίθεται βάρος απόδειξης τους ώμους του κατηγορούμενου όπως θα αναπτύξουμε περαιτέρω παρακάτω, κανονικά, αναμένεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα προσφερθεί σχετική μαρτυρία από την υπεράσπιση και τούτο συμβαίνει στη μεγάλη πλειονότητα των υποθέσεων.  Όμως το θέμα μπορεί να εγείρεται μέσα από τη μαρτυρία που προσέφερε η κατηγορούσα αρχή.  Όπως εξηγήθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση ΜcPherson, στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα:

 

«.Τhere are cases in which the prosecution open facts which of themselves would show provocation, and then it would be clearly for the prosecution to destroy those facts or prove other facts which would show a jury that there was not provocation in the case to reduce the offence from murder to manslaughter.  But in the great majority of cases in which provocation is relied on as reducing the case to manslaughter, it is the prisoner who brings evidence to show that he was provoked, and that he acted under the influence of the provocation.  But as I said in giving the judgment of the court in Lobell, 41 Cr.App.R. 100, at p.104; [1957] 1 Q.B. 547, at p.551 dealing with self-defence - and for the purpose we are now discussing there is no difference between the burden of proof in self-defence and provocation - "If an issue relating to self-defence is to be left to the jury, there must be some evidence from which a jury would be entitled to find that issue in favor of the accused, and ordinarily, no doubt, such evidence would be given by the defence.  But there is a difference between leading evidence which would enable a jury to find an issue in favour of a defendant and in putting the onus upon him.  The truth is that a jury must come to a verdict on the whole of the evidence that has been laid before them.  If on a consideration of all the evidence the jury are left in doubt whether the killing or wounding may not have been in self-defence, the proper verdict would be Not Guilty.»

 

Η απόφαση του Privy Council στην DPP (Jamaica) v. Bailey (1993) 12 WLUK 185, η οποία αφορούσε σε υπόθεση φόνου, είναι χαρακτηριστική.  Πρωτοδίκως δεν είχε εγερθεί ζήτημα αυτοάμυνας από την υπεράσπιση της οποίας η απορριφθείσα εκδοχή αναφερόταν σε ατύχημα.  Ο δικαστής ρητώς δεν έθεσε το ζήτημα αυτό προς εξέταση από τους ενόρκους, ενώ θα όφειλε εφόσον, όπως κρίθηκε κατ'  έφεση και επιβεβαιώθηκε από το Privy Council, επί των γεγονότων της υπόθεσης υπήρχε επαρκής μαρτυρία ώστε να εγείρεται εκ πρώτης όψεως τέτοιο ζήτημα, οπότε θα έπρεπε να αφεθεί να αποφασιστεί από τους ενόρκους.

 

Όμως, για να εξεταστεί τέτοιο ζήτημα, σταθερή και σαφής είναι η νομολογία ότι πρέπει να υπάρχει μαρτυρία από το σύνολο της οποίας να είναι δυνατόν τελικά να εξαχθεί το συμπέρασμα ή να προκληθεί εύλογη αμφιβολία ότι ο δράστης ενήργησε υπό συνθήκες πρόκλησης (Dervish Halil v. The Republic (ανωτέρω), Mustafa Halil v. The Republic (ανωτέρω), Anastassiades (ανωτέρω), Γιουρούκης (ανωτέρω), Ονησίλου (ανωτέρω), Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706).  Εάν υπάρχει τέτοια μαρτυρία έχει πλέον το βάρος η κατηγορούσα αρχή να αποκλείσει το ενδεχόμενο της πρόκλησης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Bailey (ανωτέρω) και Kallishis v. The Republic (1981) 2 CLR 143 που αφορά στο παρόμοιο ζήτημα της αυτοάμυνας).

 

Όπως λέχθηκε σχετικά στην R. v. Wheeler 52 Cr.App.R. 28, 30:

 

«None of those issues of justification are properly to be regarded as defences . they are not defences in respect of which any onus rests upon the accused, but are matters which the prosecution must disprove as an essential part of their case before a verdict of guilty is justified. »

 

Η πρόκληση αφορά στην περίπτωση που ο δράστης διενεργεί την πράξη που επιφέρει το θάνατο «σε βρασμό ψυχικής ορμής που οφείλεται σε ξαφνική πρόκληση, δηλαδή σε άδικη πράξη, ύβρη ή εκνευρισμό τέτοιας φύσης, ώστε να αποστερεί τον συνετό άνθρωπο της ικανότητας για αυτοέλεγχο και πριν παρασχεθεί ο χρόνος για κατευνασμό της ψυχικής ορμής τέτοιου ανθρώπου, είναι ένοχος μόνο ανθρωποκτονίας» (άρθρο 208 του Ποινικού Κώδικα). 

 

Συνεπώς το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ακόμα και μετά την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα υπήρχε, παρά ταύτα, μαρτυρικό υλικό ώστε να εγείρεται εκ πρώτης όψεως ζήτημα πρόκλησης, οπότε και θα είχε πλέον το βάρος η κατηγορούσα αρχή να αποκλείσει τέτοιο ενδεχόμενο, προκειμένου να καταλήξει το δικαστήριο σε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ετυμηγορία για φόνο εκ προμελέτης.

 

Επανερχόμαστε έτσι στα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης.  Όπως αναφέραμε, η εγκληματική πράξη έλαβε χώρα αμέσως μετά που το θύμα είχε πυροβολήσει προς την οικία του εφεσείοντα.  Εκείνη τη στιγμή, σύμφωνα με μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο δέχθηκε, ο εφεσείων μιλούσε στο τηλέφωνο με τον ΜΚ4.  Ο ΜΚ4 στη μαρτυρία του είχε περιγράψει τον εφεσείοντα ως ανήσυχο και σοκαρισμένο επειδή το θύμα συνέχιζε να τον απειλεί ότι θα κάνει κακό στον ίδιο και την οικογένεια του.  Γι΄ αυτό το λόγο προσπάθησε, είπε, ο εφεσείων να μιλήσει με το θύμα ώστε να κατευνάσει τα πνεύματα.  Ενόσω έλεγαν αυτά, ο ΜΚ4 άκουσε τους πυροβολισμούς και κατάλαβε ότι έπεσε το τηλέφωνο του εφεσείοντα.  Αυτή ήταν η κατάσταση του εφεσείοντα αμέσως πριν τη διάπραξη του εγκλήματος.  Ήταν ανήσυχος και φοβισμένος σε βαθμό που να περιγράφεται ως σοκαρισμένος. 

 

Ακολούθησαν οι πυροβολισμοί προς την οικία του.  Επρόκειτο ασφαλώς για μια ξαφνική πρόκληση την οποία το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε καθόλου υπόψιν ή την υποβάθμισε, ενώ η προμελέτη προϋποθέτει, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, όχι μόνο προγενέστερο σχεδιασμό ή μελέτη της πράξης, αλλά και ψύχραιμο αναλογισμό της. 

 

Τότε είναι, μετά τους πυροβολισμούς και υπ' αυτές τις εν όλω συνθήκες, που επιτέθηκε ο εφεσείων, ο οποίος και μετά το συμβάν περιγράφεται, ως άνω, ως «συγχυσμένος, σαστισμένος, χασκιασμένος».  Η ψυχραιμία ή μη του δράστη μπορεί να είναι σχετική ακόμα και μετά τη διάπραξη του εγκλήματος στην αποτίμηση του ζητήματος της προμελέτης (Αnastassiades (ανωτέρω)).

 

Το ζήτημα της πρόκλησης και των προνοιών του άρθρου 208 εξετάστηκαν στην Θωμά (ανωτέρω) με αναφορά αφενός στο απαιτούμενο υποκειμενικό στοιχείο, που αναφέρεται στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και στο κατά πόσον πράγματι προκλήθηκε ώστε να χάσει τον αυτοέλεγχο του και αφετέρου στο απαιτούμενο αντικειμενικό στοιχείο, που αναφέρεται στο λογικό άνθρωπο.  Το αντικειμενικό στοιχείο εξηγήθηκε περαιτέρω με αναφορά στην H.M. Attorney General for Jersey v. Halley Council, Appeal No. 3 of 2004 έχει δύο σκέλη.  Το πρώτο αφορά στην εκτίμηση της βαρύτητας της πρόκλησης και το δεύτερο είναι η εφαρμογή ενός εξωτερικού προτύπου αυτοελέγχου, δηλαδή τι αναμένεται να πράξει ένας άνθρωπος με συνήθη αυτοέλεγχο. 

 

Όπως αναφέρεται  στο Penal Law of India του Sir Hari Singh Gour, 9η έκδοση, Τόμος 3, σελ.2299, και έχει υιοθετηθεί στην υπόθεση Αnastassiades (ανωτέρω), η προμελετημένη δολοφονία προϋποθέτει ότι:

«. the killing should be a pre-determined killing upon consideration and not a sudden killing under the momentary excitement and impulse of passion upon provocation given at the time or so recently before as not to allow time for reflection».

(η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Το ξαφνικό και η σοβαρότητα της επίθεσης που προηγήθηκε και η μαρτυρία που περιγράφει τον εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι παράγοντες τέτοιοι που ικανοποιούν τα απαιτούμενα κριτήρια, ή εν πάση περιπτώσει δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες προς την κατεύθυνση της πρόκλησης.  Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις που ο εφεσείοντας διέπραξε την εγκληματική πράξη κρίνουμε ότι δεν θα μπορούσε το Κακουργιοδικείο να καταλήξει σε άνευ αμφιβολίας διαπίστωση, όπως έπραξε, ότι αυτός είχε ενεργήσει με την απαιτούμενη, ως συστατικό στοιχείο του εγκλήματος, ψύχραιμη υλοποίηση προμελετημένης απόφασης.  

 

Η διαπίστωση αυτή θα πρέπει να έχει ως συνέπεια τον παραμερισμό της καταδίκης σε φόνο εκ προμελέτης και την αντικατάσταση της με καταδίκη για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.

 

 

Η οδική συμπεριφορά του θύματος.

Με το λόγο έφεσης 15 εγείρεται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε και δεν έκρινε την οδική συμπεριφορά του θύματος και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψιν ότι αυτός οδηγούσε με πιστόλι στο ένα χέρι, ότι οδηγούσε με υπερβολική αλκοόλη και ναρκωτικά, ότι ανέπτυξε ταχύτητα και ότι δεν επρόκειτο για συνήθη οδηγό μοτοσικλέτας αλλά οδηγό που διέπραξε εγκληματικές πράξεις έχοντας κάνει χρήση υπερβολικής αλκοόλης και κοκτέιλ σκληρών ναρκωτικών.  Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία οι αναλύσεις κατέδειξαν ότι στο αίμα του θύματος ανιχνεύθηκε μεθαμφεταμίνη, κοκαΐνη και συστατικά που υποδηλώνουν λήψη κάνναβης.  Επίσης, στο αίμα το επίπεδο αιθυλικής αλκοόλης ήταν 115 MS/DL, ενώ το όριο είναι 50 MS/DL.  Αυτά είναι δεδομένα.

 

Όμως, καταρχάς δεν έχει διευκρινιστεί εάν η συμπεριφορά του θύματος τέθηκε υπό την έννοια της διακοπής της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ενέργειας του εφεσείοντα και του θανάτου του θύματος ή υπό την έννοια της συντρέχουσας αμέλειας.

 

Η συμπεριφορά ή οι ενέργειες του προσώπου που φονεύθηκε ή άλλων προσώπων, υπεισέρχεται, όταν εξετάζεται το ζήτημα της πρόκλησης θανάτου, εάν και εφόσον η πράξη ή η παράλειψη του ίδιου του κατηγορούμενου δεν θα επέφερε τον θάνατο, εκτός εάν ακολουθείτο από πράξη ή παράλειψη του θύματος ή άλλων προσώπων (άρθρο 211(ε) του Ποινικού Κώδικα).  Πρόκειται για την περίπτωση που η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ενέργειας του κατηγορούμενου και του θανάτου διακόπτεται από κάποιο νέο γεγονός τέτοιας φύσεως ώστε αυτό να μπορεί να θεωρηθεί ως η μοναδική πλέον αιτία του θανάτου, με την ενέργεια του κατηγορούμενου να μην αποτελεί την αιτία, αλλά απλώς ένα μέρος της ιστορίας (novus actus interveniens, R. v. Pagett (1983) 76 Cr.App.R. 279, Rossides v. The Republic (1983) 2 CLR 931, Kolokotronis v. The Police (1974) 2 CLR 32).

 

Εάν είναι ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας που προβλήθηκε με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης, τότε θα πρέπει να σημειωθεί η διαφορά επί του προκειμένου μεταξύ αστικού και ποινικού δικαίου.  Στο αστικό δίκαιο η ευθύνη του ιδίου του θύματος είναι πάντοτε σχετική είτε υπό την έννοια της συντρέχουσας αμέλειας, είτε με βάση τα αξιώματα volenti non fit injuria ή ex turpi non oritur actio.  Στο ποινικό δίκαιο όμως παραπονούμενο δεν είναι το θύμα, αλλά η Πολιτεία.  Το ζήτημα εξηγήθηκε ως εξής στην υπόθεση R. v. Wacker [2003] Cr.App.R. 22:

 

«Why is there, therefore this distinction between the approach of the civil law and the criminal law? The answer is that the very same public policy that causes the civil courts to refuse the claim points in a quite different direction in considering a criminal offence.  The criminal law has as its function the protection of citizens and gives effect to the state's duty to try those who have deprived citizens of their rights of life, limb or property. It may very well step in at the precise moment when civil courts withdraw because of this very different function. The withdrawal of a civil remedy has nothing to do with whether as a matter of public policy the criminal law applies. The criminal law should not be disapplied just because the civil law is disapplied. It has its own public policy aim which may require a different approach to the involvement of the law».

 

Συνεπώς, η συντρέχουσα αμέλεια δεν αποτελεί υπεράσπιση σε ποινική κατηγορία (Swindall and Osborne (1846) 2 Cox CC 141).  Μόνο έμμεσα μπορεί να υπεισέλθει, εάν και εφόσον είναι τέτοιου βαθμού ώστε η ενέργεια του κατηγορούμενου να μην αξιολογείται πλέον ως η ενεργός και ουσιαστική αιτία του θανάτου (operating and substantial cause of death).  Όπως αναφέρεται στο Indian Penal Code (ανωτέρω), σελ. 2499:

 

«...contributory negligence does play a part, though indirectly, in determining whether the act of the accused was so rash or negligent that it caused the death. Contributory negligence, though not per se a defence may thus become relevant, not because it is by itself an exonerating circumstance, but as a fact showing that the consequence complained of was too remote».

 

Εν προκειμένω δεν είναι τέτοια η περίπτωση.  Το εάν το θύμα, όπως του αποδίδεται με το σχετικό λόγο έφεσης και σύμφωνα με τη μαρτυρία, οδηγούσε με πιστόλι στο ένα χέρι, ή με υπερβολική αλκοόλη και έχοντας καταναλώσει κοκτέιλ σκληρών ναρκωτικών ή αν ανέπτυξε ταχύτητα, αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν την έννοια της συντρέχουσας αμέλειας ή της διακοπής της αιτιώδους συνάφειας σε σχέση με την ενέργεια του εφεσείοντα να αποκόψει την πορεία της μοτοσυκλέτας και να την ανατρέψει βίαια.  Η ενέργεια αυτή του εφεσείοντα αποτελούσε τη μοναδική αιτία του θανάτου του θύματος. 

 

 

Ο ισχυρισμός για έκδηλα ανίκανη δικηγορία.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων υπέστη αδικία ως αποτέλεσμα έκδηλα ανίκανης δικηγορίας του συνηγόρου ο οποίος τον είχε εκπροσωπήσει πρωτοδίκως.  Έχει όντως αναγνωριστεί ότι αν και εφόσον στοιχειοθετηθεί, ή το Εφετείο διατηρεί αμφιβολία περί τούτου, ότι ο χειρισμός του συνηγόρου υπεράσπισης πρωτοδίκως συνιστούσε έκδηλα ανίκανη δικηγορία (flagrantly incompetent advocate) η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κακοδικία, η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί (Γιουρούκκης (ανωτέρω)).

 

Εν προκειμένω όμως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει θέμα προς εξέταση επειδή το σχετικό παράπονο του εφεσείοντα περιστρέφεται γύρω από σημεία τα οποία έχουμε εντοπίσει ως σφάλματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και συνεκτιμήθησαν ως τέτοια στην παρούσα έφεση, έτσι ώστε να μην παραμένει, εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε πιθανότητα πρόκλησης αδικίας στον εφεσείοντα. Ειδικότερα, το πρώτο σημείο που ηγέρθη στα πλαίσια αυτά είναι ο χειρισμός του συνηγόρου υπεράσπισης σε σχέση με τους ισχυρισμούς της ΜΚ19 ότι είχε δει τον εφεσείοντα να κρατά ξύλο και να αναζητά κάποιον μαζί με ένα άλλο πρόσωπο.  Συναφώς αποδόθηκε ως κακή δικηγορία και το γεγονός ότι ο συνήγορος παρέλειψε να κλητεύσει τον αδελφό του εφεσείοντα.  Όμως για τους λόγους που εξηγήσαμε, αυτά κακώς συμπεριλήφθηκαν στα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας.  Ένα περαιτέρω σημείο που προβλήθηκε ήταν οι κατ' ισχυρισμόν παραλείψεις του συνηγόρου σε σχέση με την αντεξέταση του ΜΚ28 και οι κατ'  ισχυρισμόν λανθασμένοι χειρισμοί στην παρουσίαση της μαρτυρίας του ΜΥ2.  Πρόκειται για δύο μάρτυρες που παρουσιάστηκαν ως πραγματογνώμονες αναφορικά με την αναπαράσταση τροχαίων συγκρούσεων.  Ο μεν ΜΚ28 υποστήριξε ότι ήταν το αυτοκίνητο που εισήλθε στο ρεύμα κυκλοφορίας της μοτοσυκλέτας αποκόπτοντας την ευθεία πορεία της, ο δε ΜΥ2 ισχυρίστηκε ότι το συμπέρασμα αυτό είναι λανθασμένο.  Αυτό όμως το ζήτημα ως εκ του περιορισμού της έφεσης ενώπιον μας και της αποδοχής ότι είναι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα που κινήθηκε προς την πλευρά της μοτοσυκλέτας, στερείται αντικειμένου.  Είναι γι'  αυτούς τους λόγους που αναφέραμε ανωτέρω ότι αντικειμένου στερείται γενικότερα ο σχετικός λόγος έφεσης. 

 

 

 

 

Η κατάληξη.

Για όλους τους παραπάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Η καταδίκη για φόνο εκ προμελέτης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με καταδίκη για ανθρωποκτονία (άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα).  Συνεπακόλουθα παραμερίζεται και η ποινή που επιβλήθηκε για το φόνο.  Θα επιβληθεί ποινή για την ανθρωποκτονία.

 

                                                          Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Α. Πούγιουρου, Δ.

 

/φκ

 



[1] Ο ΜΚ8 αναφέρθηκε σε τρεις πυροβολισμούς, ο ΜΚ12 σε 5-6 πυροβολισμούς, η ΜΚ19 σε 3-4 και ο ΜΚ4 σε αριθμό πυροβολισμών χωρίς να τον προσδιορίζει.  Πάντως στην σκηνή βρέθηκαν τέσσερις κάλυκες και μια βολίδα, όπως επίσης πιστόλι και γεμιστήρας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο