ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B58
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 2/19)
25 Φεβρουαρίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
---------------
Χρ. Χριστοδουλίδης, για τoν εφεσείοντα.
Αλ. Σιαπανή (κα), για την εφεσίβλητη.
---------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε, μετά από παραδοχή, σε έξι χρόνια φυλάκιση για το ότι εσκεμμένα και παράνομα έθεσε φωτιά σε πλυντήριο αυτοκινήτων (εμπρησμός κατά παράβαση του άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα).
Στην επιβολή ποινής λήφθηκαν υπόψιν και άλλες εκκρεμείς υποθέσεις τις οποίες ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε, οι οποίες αφορούσαν σε διαρρήξεις, κλοπές, κλεπταποδοχή, επίθεση εναντίον οργάνου της τάξης, μεταφορά κυνηγετικού όπλου χωρίς άδεια και κατοχή μικρής ποσότητας κάνναβης.
Στον εμπρησμό προέβη μαζί με άλλο άτομο, με την χρήση βενζίνης, κατόπιν υποκίνησης τρίτου και έναντι αμοιβής €500. Στο υποστατικό προκλήθηκαν ζημιές €88.720. Όπως το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ο εφεσείων και το άλλο πρόσωπο «αποδέχθηκαν να θέσουν φωτιά στο πλυντήριο, έναντι του ποσού των €500, αδιαφορώντας πλήρως για τις ζημιές που θα προκαλούσαν αλλά και για τους εγγενείς κινδύνους από την παράνομη πράξη τους». Συνεχίζει το Κακουργιοδικείο εκφράζοντας την ανησυχία του για την ευκολία και την απερισκεψία με την οποία έλαβαν την απόφαση να καταστρέψουν την επιχείρηση ενός ανυποψίαστου προσώπου επειδή τους το ζήτησε ένας «φίλος» τους για ασήμαντο λόγο. Ο λόγος ήταν ότι ο ιδιοκτήτης του πλυντηρίου είχε την ατυχή έμπνευση να αναφέρει στο εν λόγω τρίτο πρόσωπο, ότι το αυτοκίνητο του μύριζε «χόρτο». Η αντίδραση του τελευταίου ήταν να παροτρύνει τους άλλους δύο, καταβάλλοντας εις έκαστο €500, να προχωρήσουν με τον εμπρησμό, πράγμα που έπραξαν χωρίς κανένα δισταγμό.
Εκτός από τα γεγονότα αυτά και τις περιστάσεις της υπόθεσης το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν κάθε σχετικό παράγοντα που θα μπορούσε και έπρεπε να λάβει. Αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος το οποίο ταξινομείται ως έγκλημα με προβλεπόμενη ποινή τη φυλάκιση μέχρι και 14 χρόνια. Αναφέρθηκε παράλληλα στην έξαρση με την οποία το έγκλημα τούτο παρατηρείται και στην υποδειχθείσα, ως εκ τούτου, από το Ανώτατο Δικαστήριο αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικών ποινών (Μελανίτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 309, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (2005) 2 ΑΑΔ 125, Gaprindashvili v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 424).
Επιπρόσθετα το δικαστήριο υπέδειξε και τη σοβαρότητα των άλλων αδικημάτων τα οποία λήφθηκαν υπόψιν στην επιμέτρηση της ποινής.
Έλαβε περαιτέρω υπόψιν προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα. Αναφέρθηκαν τέσσερις προηγούμενες καταδίκες, πλην όμως το Κακουργιοδικείο διευκρίνισε ότι δύο ήταν πολύ παλαιές και ως εκ τούτου δεν θα τους προσέδιδε ουσιαστική σημασία. Παράλληλα σημείωσε ορθά την αρχή επί της οποίας λαμβάνονται υπόψιν οι προηγούμενες καταδίκες, ότι δηλαδή δεν πρέπει με την ποινή να αφήνεται η εντύπωση ότι ο δράστης τιμωρείται για δεύτερη φορά, αλλά ότι αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού ενός κατηγορούμενου έναντι των νόμων της Πολιτείας με ανάλογο περιορισμό στις δυνατότητες για επίδειξη εκείνης της επιείκειας που δικαιούται ο δράστης με ποινικό μητρώο.
Δεν παρέλειψε όμως το δικαστήριο να λάβει υπόψιν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα με ιδιαίτερη αναφορά σε προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Είναι ηλικίας 47 ετών και προέρχεται από διαλυμένη οικογένεια χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Είχε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, μένοντας ορφανός από πατέρα και με τη μητέρα να φέρεται ότι ασκούσε σωματική βία εναντίον του. Έτυχε περιορισμένης μόρφωσης. Ο δικός του γάμος, που τέλεσε σε ηλικία μόλις 16 ετών, διαλύθηκε πολύ νωρίς. Τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εργαστεί. Λαμβάνει σύνταξη ανικανότητας.
Από νεαρή ηλικία έκανε χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και παρακολουθείται πολλά χρόνια από ψυχίατρο πάσχοντας από ψύχωση λόγω της χρόνιας τέτοιας χρήσης. Απέδωσε τη διάπραξη του αδικήματος στη λήψη εξαρτησιογόνων ουσιών. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του μετέφερε στο Κακουργιοδικείο τη μεταμέλεια του εφεσείοντα και την πρόθεση του να ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης.
Όλα αυτά ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο υπέδειξε ότι στις περιπτώσεις που ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής, όπως ασφαλώς εν προκειμένω, οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου, ναι μεν λαμβάνονται υπόψιν, αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνουν τον αποτρεπτικό της χαρακτήρα (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224, Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 397).
Η ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική και/ή ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής. Αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο ότι απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, ότι υποβαθμίστηκε ως μετριαστικός παράγων η ψυχιατρική του κατάσταση και ο μακροχρόνιος αγώνας του με τα ναρκωτικά, ότι τέλεσε το έγκλημα γιατί είχε ανάγκη από λεφτά για τη δόση του και ότι ήταν κάτω από την επήρεια ναρκωτικών ή υπό συναισθηματική φόρτιση χωρίς προσχεδιασμό αλλά ενεργώντας ερασιτεχνικά, ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψιν η ετοιμότητα και η προθυμία του να συνεχίσει σοβαρές προσπάθειες για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά και ότι δεν λήφθηκε υπόψιν η άμεση παραδοχή και το σύνολο των ελαφρυντικών παραγόντων.
Με τον δέοντα σεβασμό οι εισηγήσεις αυτές δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Ο εφεσείοντας έναντι πληρωμής ανέλαβε να διαπράξει ένα σοβαρό έγκλημα χωρίς κανένα ενδοιασμό για τις συνέπειες και τους εν δυνάμει κινδύνους. Προσχεδιασμός ασφαλώς υπήρχε αφού μερίμνησαν να προμηθευτούν παγούρια με βενζίνη την οποία χρησιμοποίησαν. Δεν ήταν κάτι που προέκυψε στη στιγμή ή κάτω από οποιαδήποτε φόρτιση. Ήταν ένα προμελετημένο σοβαρό έγκλημα. Σε ότι δε αφορά την χρήση ναρκωτικών και τα προβλήματα υγείας, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (ανωτέρω), στην οποία η τριετής ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ο οποίος ήταν χρήστης ναρκωτικών και αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα αυξήθηκε σε πέντε χρόνια. Το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι:
«Το κοινό πρέπει να προστατευθεί από τέτοια εγκλήματα που προκαλούν ζημιά όχι μόνο στα θύματα τους, αλλά δημιουργούν στους πολίτες αίσθημα ανασφάλειας και φόβο για την επικράτηση της παρανομίας. Δεν μπορεί τέτοιου είδους εγκλήματα να οργιάζουν και να παραμένουν ατιμώρητα.»
Το Κακουργιοδικείο ήταν το αρμόδιο δικαστήριο να επιβάλει ποινή. Η ποινή που επέβαλε ήταν το αποτέλεσμα εξισορρόπησης όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν ήταν έκδηλα υπερβολική, ούτε, πολύ περισσότερο, διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ