ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Πισκόπου Aνδρέας Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342
ΠΑΝΑΓΗ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 45/2016, 23/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B510
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:B415
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 301/2018
8 Δεκεμβρίου, 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Eφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
------------------
Ηλίας Στεφάνου μαζί με Κατερίνα Σοφοκλέους (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ζαχαρίας Συμεού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από την Π. Παναγή, Π.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Ο εφεσείων μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο, αντιμετώπισαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού κατηγορίες για αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν29/77, κάποιες εκ των οποίων από κοινού. Τους επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μέγιστη ποινή για τον εφεσείοντα αυτή των 7½ ετών, στις κατηγορίες 4 και 14, οι οποίες αφορούσαν στην εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως «Α», ήτοι 1 κιλό Ecstasy («MDMA»), και στην παράνομη κατοχή του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε τρίτα πρόσωπα. Για τις ίδιες κατηγορίες το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα (από τώρα καλούμενος ο «ΑΓ») ποινή φυλάκισης 7 ετών σε κάθε κατηγορία.
Η έφεση στρέφεται εναντίον της επιβληθείσας ποινής ως έκδηλα υπερβολικής και προωθείται τώρα, μετά την απόσυρση ενός λόγου, στη βάση τριών λόγων έφεσης, στις λεπτομέρειες των οποίων θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου από την Κατηγορούσα Αρχή, αστυνομικοί που βρίσκονταν με υπηρεσιακές μοτοσικλέτες σε περιπολία στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Πάφου, πρόσεξαν ότι ο οδηγός και ο συνοδηγός συγκεκριμένου οχήματος δεν φορούσαν ζώνη ασφαλείας. Επρόκειτο για τον ΑΓ και τον εφεσείοντα. Αφού το όχημα σταμάτησε, μετά από σήμα των αστυνομικών, οι τελευταίοι κατευθύνθηκαν προς αυτό με σκοπό να ελέγξουν τα στοιχεία των επιβαινόντων. Στο στάδιο εκείνο οι αστυνομικοί αντιλήφθηκαν τον εφεσείοντα να προσπαθεί να κρύψει κάτι κάτω από τη θέση του συνοδηγού σπρώχνοντας το με τα πόδια του. Όταν τους ζητήθηκε να εξέλθουν του οχήματος, για να ερευνηθούν οι ίδιοι και το όχημα, ο εφεσείων άρπαξε ένα καφέ φάκελο που βρισκόταν κάτω από τη θέση του συνοδηγού και άρχισε να τρέχει προς τον αυτοκινητόδρομο. Ένας από τους αστυνομικούς ο οποίος τον καταδίωξε οδήγησε τη μοτοσυκλέτα του στο σημείο προς το οποίο είδε τον εφεσείοντα να κατευθύνεται και σταμάτησε. Λίγο αργότερα, ο εφεσείων κατευθύνθηκε προς το μέρος του χωρίς να έχει οτιδήποτε στην κατοχή του και παραδόθηκε.
Ο άλλος αστυνομικός, ο οποίος παρέμεινε στη σκηνή ανακοπής του οχήματος μαζί με τον ΑΓ, ερεύνησε το όχημα στην παρουσία του τελευταίου και εντόπισε ένα σφραγισμένο νάιλον διαφανές σακούλι κάτω από τη θέση του συνοδηγού, το οποίο περιείχε μπεζ κρυσταλλική ουσία ομοιάζουσα με μεταμφεταμίνη, ένα χάρτινο ταχυδρομικό κουτί με στοιχεία αποστολέα από την Ιταλία και στοιχεία παραλήπτη "A. GEORGIADIS.", καθώς και ένα καφέ φάκελο εντός του οποίου υπήρχαν δύο τεμάχια άσπρου χαρτονιού. Μετά από εξετάσεις που διενήργησε το Γενικό Χημείο του Κράτους στην ουσία που βρέθηκε στο αυτοκίνητο που επέβαιναν ο εφεσείων και ο ΑΓ, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για 499,6 γραμμάρια ΜDMA.
Σε μεταγενέστερο στάδιο, ο ΑΓ αποκάλυψε σε ανακριτική κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ότι μετέβη με τον εφεσείοντα στην Ιταλία όπου αγόρασαν τη ναρκωτική ουσία MDMA και την έστειλε σε πακέτο στην Κύπρο, το οποίο παρέλαβε ο ίδιος. Ανέφερε, επίσης, ότι μέσα στο πακέτο υπήρχαν δύο φάκελοι με ναρκωτικές ουσίες του ίδιου βάρους, ένα από τα οποία άρπαξε ο εφεσείων όταν τράπηκε σε φυγή αντιλαμβανόμενος ότι θα ερευνάτο το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν από την Αστυνομία.
Ο ΑΓ ανέφερε, περαιτέρω, ότι ο ίδιος μαζί με τρίτο πρόσωπο παράγγελλαν από την Αγγλία, μέσω διαδικτύου, και εισήγαγαν μεφεδρόνη - ναρκωτική ουσία Τάξεως «Β» - την οποία μεταπουλούσαν, σε μικρές ποσότητες, μέσω διαδικτύου σε πελάτες τους σε διάφορες χώρες. Με τον τρόπο αυτό, πώλησαν 5 κιλά της συγκεκριμένης ναρκωτικής ουσίας. Στη βάση των γεγονότων αυτών, ο ΑΓ αντιμετώπισε τρεις κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις οποίες του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 ετών σε κάθε κατηγορία.
Όπως έχει αναφερθεί, η έφεση προωθείται στη βάση τριών λόγων έφεσης, με κυριότερους, όπως προκύπτει από την προφορική αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, τους πρώτους δύο. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι κατά την επιβολή της ποινής το Κακουργιοδικείο είχε υπόψη λανθασμένο υπόβαθρο γεγονότων, αφού θεώρησε ότι ο εφεσείων αναμείχθηκε οργανωμένα, με προσχεδιασμό, στην εισαγωγή από το εξωτερικό στη Δημοκρατία «σε διαφορετικές ημερομηνίες» μεγάλων ποσοτήτων ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως «Α» και «Β», ενώ η ανάμειξη του περιοριζόταν στη μία εισαγωγή των ναρκωτικών Τάξεως «Α». Με τη θέση αυτή συμφωνεί και ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης, υποστηρίζει ωστόσο, ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, με βάση την πραγματική του εμπλοκή στην υπόθεση, είναι ικανοποιητική και σύμφωνη με τη νομολογία.
Το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή απόφασης για ποινή που επέβαλε κατώτερο Δικαστήριο μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται:
(α) εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα ή το νόμο ή και τα δύο, ή
(β) πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής, ή
(γ) ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. (Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Παναγή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/2016, ημερ. 23.11.2018), ECLI:CY:AD:2018:B510.
Η συνολική εγκληματική συμπεριφορά ενός κατηγορούμενου, ασφαλώς αποτελεί στοιχείο που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σε υποθέσεις δε ναρκωτικών, η ανάμειξη κατηγορούμενου σε διεθνείς οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες καθιστά το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό (βλ. άρθρο 30(4)(α)(ii) των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων του 1977 έως 2000 (Ν.29/1977). Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως:
«Άκρως . επιβαρυντικό στοιχείο και για τους δύο κατηγορούμενους, ως και η σχετική νομοθεσία καθορίζει (βλ. άρθρο 30.4(α)(ii) του Ν.29/1977), . το γεγονός πως οργανωμένα, αναμείχθηκαν σε εγκληματική δραστηριότητα, δια της οποίας με προσχεδιασμό και με συγκεκριμένη μέθοδο εισήγαγαν από το εξωτερικό στην Κύπρο, σε διαφορετικές ημερομηνίες.μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών Τάξεως «Α» και «Β», με αποκλειστικό σκοπό την πώληση και εμπορία τους. Για να πετύχουν δε τον παράνομο σκοπό τους κατόρθωσαν να αποκτήσουν διασυνδέσεις με διεθνή κυκλώματα εμπορίας ναρκωτικών ουσιών στην Αγγλία και στην Ιταλία».
Είναι φανερό πως το Κακουργιοδικείο στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφασή του φαίνεται να καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, αφού καμία μαρτυρία δεν υπήρχε ενώπιον του που να συνδέει τον εφεσείοντα με την εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών Τάξεως «Β» και με εγκληματικές οργανώσεις στην Αγγλία. Ούτε αντιμετώπισε ο εφεσείων σχετικές κατηγορίες. Παρόλο που στη συνέχεια αναφέρει ότι η από κοινού σχεδιασθείσα επιχείρηση ήταν μία και ο ΑΓ εισήγαγε μόνος του άλλες ποσότητες ναρκωτικών, η ασάφεια που δημιουργείται ως προς τα γεγονότα που το Κακουργιοδικείο είχε υπόψη του όταν επέβαλλε την ποινή στον εφεσείοντα, πρέπει να λειτουργήσει προς όφελος του εφεσείοντα. Συνεπώς, το παράπονο του εφεσείοντα ευσταθεί. Η εισήγηση δε του εκπροσώπου της εφεσίβλητης, ότι η επιβληθείσα στον εφεσείοντα ποινή είναι ικανοποιητική με βάση τη νομολογία, παραγνωρίζει εντελώς το σφάλμα του Κακουργιοδικείου.
Ο εφεσείων θεωρεί επίσης ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο η έμπρακτη μεταμέλεια και συνεργασία του με την Αστυνομία για τον εντοπισμό των προσώπων που προμήθευσαν τους κατηγορούμενους με τα ναρκωτικά Τάξεως «Α». Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η συνεργασία των κατηγορουμένων με την Αστυνομία στην εξιχνίαση κάποιων εκ των αδικημάτων αποτελούσε ουσιαστικό μετριαστικό παράγοντα. Προσεγγίζοντας, όμως, το θέμα της συνεργασίας τόνισε ότι «η συμπεριφορά» των δύο διέφερε, σημειώνοντας ότι ο εφεσείων έτρεξε να διαφύγει μετά την ανακοπή από την Αστυνομία του οχήματος στο οποίο επέβαινε με τον ΑΓ, ενώ ο τελευταίος παρέμεινε στη σκηνή. Συνέχισε με τις ακόλουθες αναφορές, στις οποίες στηρίζεται το παράπονο του εφεσείοντα:
«Πέραν τούτου, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 2 [ΑΓ] αποκάλυψε πρώτος στην Αστυνομία .την εμπλοκή του ιδίου και του κατηγορούμενου 1 [εφεσείοντα] στην παράνομη επιχείρηση, ενώ ο κατηγορούμενος 1 αποκάλυψε τα εν λόγω στοιχεία εννιά μέρες αργότερα και αφού προηγήθηκε η αποκάλυψη του κατηγορούμενου 2.
Λαμβάνουμε όμως υπόψη ότι ο κατηγορούμενος 1 έδωσε στις ανακριτικές αρχές τα στοιχεία και τη φωτογραφία του προσώπου στην Ιταλία που τους προμήθευσε το ένα κιλό μεταμφεταμίνη ,αντικείμενο των κατηγοριών 4, 8 και 14. Όπως δε και ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αποδέχθηκε, οι πληροφορίες αυτές ήταν όσες ο κατηγορούμενος 1 γνώριζε για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Δεν μας διαφεύγει βεβαίως ότι το πρόσωπο αυτό με τα στοιχεία που έδωσε ο κατηγορούμενος 1 δεν εντοπίστηκε ούτε και από την Interpol, η οποία διεξήγε σχετικές έρευνες, μετά από αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. »
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Το γεγονός ότι ο ΑΓ συνεργάστηκε πρώτος με την Αστυνομία επαναλαμβάνεται και στο καταληκτικό στάδιο της απόφασης, όπου το Κακουργιοδικείο προβληματίστηκε κατά πόσο οι ποινές που έπρεπε να επιβληθούν στους κατηγορούμενους για τα ίδια αδικήματα «θα πρέπει να είναι οι ίδιες ή αν και εφόσον συντρέχουν λόγοι διαφοροποίησης τους, να είναι διαφορετικές.» Προσεγγίζοντας το ζήτημα, δεν εντόπισε οποιοδήποτε στοιχείο στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων που να δικαιολογούσε διαφοροποίηση στη μεταχείριση των κατηγορουμένων, κρίνοντας ότι ο βαθμός συμμετοχής τους ήταν ο ίδιος. Προχώρησε στη συνέχεια στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
«Λαμβάνουμε βέβαια υπόψη ότι ο κατηγορούμενος 2 [ΑΓ] ήταν αυτός που συνεργάσθηκε πρώτος με την Αστυνομία ως αναφέραμε και ανωτέρω και αποκάλυψε τον τρόπο δράσης τους, γεγονός που αποτελεί μετριαστικό παράγοντα. Παράλληλα όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την έκταση της εγκληματικής δραστηριότητας του κατηγορούμενου 2 στο σύνολο της, που είναι μεγαλύτερη από αυτή του κατηγορούμενου 1 [εφεσείοντα].
Αναφορικά όμως με τα προσωπικά δεδομένα των κατηγορουμένων 1 και 2, παρατηρούμε ότι αυτά διαφοροποιούνται..ο κατηγορούμενος 1 [εφεσείων] βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη. Σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 1, ο κατηγορούμενος 2 είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Στην επιμέτρηση λοιπόν των ποινών που θα επιβάλουμε στους κατηγορούμενους λαμβάνουμε υπόψη ότι ο κατηγορούμενος 1 βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη που αφορά αδικήματα που σχετίζονται επίσης με ναρκωτικά».
Δέον εδώ να σημειωθεί ότι ο εφεσείων είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως «Β».
Θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι στο ενώπιον του Κακουργιοδικείου υλικό δεν υπήρχε οτιδήποτε που να αποκαλύπτει ότι η συνεργασία και έμπρακτη μεταμέλεια του εφεσείοντα είχε ως εφαλτήριο τα όσα ανέφερε ο ΑΓ στη δική του κατάθεση. Όπως δε καταγράφεται στην εκκαλούμενη απόφαση, ήταν παραδεκτό από την Κατηγορούσα Αρχή ότι και οι δύο κατηγορούμενοι «αποκάλυψαν όσα έλαβαν χώρα και το δικό τους ρόλο στα αδικήματα.». Η διαφορά των 9 ημερών μεταξύ της κατάθεσης του ΑΓ και της μεταγενέστερης δήλωσης του εφεσείοντα, στην οποία αποκάλυψε όσα γνώριζε σε σχέση με το πρόσωπο από το οποίο αγόρασαν τα ναρκωτικά Τάξεως «Α» στην Ιταλία, σαφώς δεν μείωνε τη σημασία της συνεργασίας του με την Αστυνομία, όπως και ο μη εντοπισμός του Ιταλού πωλητή των ναρκωτικών από την Interpol. Ωστόσο, οι παραπάνω αναφορές του Κακουργιοδικείου καταδεικνύουν ότι δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην υπό αναφορά συνεργασία του εφεσείοντα με την Αστυνομία, με αποτέλεσμα να προσδίδεται έρεισμα στο παράπονο του.
Προβάλλεται, τέλος, ότι η επιβληθείσα στον εφεσείοντα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική στη βάση των γεγονότων και των προσωπικών δεδομένων του εφεσείοντα. Το μέρος της εισήγησης που αφορά στα γεγονότα και τη συνολική εγκληματική δράση του εφεσείοντα και του ΑΓ καλύπτεται από τις διαπιστώσεις μας αναφορικά με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης. Σε σχέση ειδικότερα με τα αδικήματα για τα οποία αντιμετώπιζαν κοινές κατηγορίες, το Κακουργιοδικείο σημειώνει ότι επρόκειτο για «μία από κοινού σχεδιασθείσα επιχείρηση», διαπίστωση που δεν προσβάλλεται με την έφεση. Δεν διαπιστώνουμε από τα γεγονότα της υπόθεσης που αφορούν στις κατηγορίες 4 και 14 ότι ο ρόλος που διαδραμάτισε ο ΑΓ ήταν πιο καθοριστικός, όπως εισηγείται ο εφεσείων, ώστε να δικαιολογείται σε αυτή τη βάση διαφοροποίηση στην επιβληθείσα ποινή.
Η καταγραφή από το Κακουργιοδικείο των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του εφεσείοντα ήταν λεπτομερής. Παρατηρούμε, ειδικά ότι, παρά το παράπονο του εφεσείοντα ότι απουσιάζει από την εκκαλούμενη απόφαση οποιαδήποτε αναφορά «στην οικονομική δυνατότητα της οικογένειας ούτε ότι οικονομικά εξαρτώνται από τους γονείς του Εφεσίβλητου (sic)», εν τούτοις γίνεται αναφορά από το Κακουργιοδικείο στο ότι «Τα τελευταία 2 χρόνια πριν τη σύλληψη του, [ο εφεσείων] απασχολείτο μερικώς με στατιστικές μελέτες ως αυτοεργοδοτούμενος, λαμβάνοντας μηνιαίο εισόδημα ύψους €500. Η οικογένεια του συντηρείται οικονομικά και από συγγενικά τους πρόσωπα». Επομένως το είχε υπόψη. Οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των κατηγορουμένων, όπως ορθά παρατήρησε, «λαμβάνονται μεν υπόψη, δεν είναι όμως ικανές να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και δεν μπορούν να εξουδετερώσουν την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας .», επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά την πάγια νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία οι προσωπικές περιστάσεις δεν ατονούν, αλλά έχουν σαφώς μειωμένη σημασία έναντι της ανάγκης για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, η οποία προέχει, για προστασία του κοινωνικού συνόλου (βλ., μεταξύ άλλων, Rafael Alexis Valdez v. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Εφ. 144/2016 κ.ά., ημ. 21/2/2017). Ορθά έκρινε, επίσης, ότι ούτε οι οικονομικές δυσκολίες των κατηγορουμένων, που ζήτησαν να ληφθούν υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εγκληματική τους συμπεριφορά. Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Οι διαπιστώσεις μας αναφορικά με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα ώστε να αντανακλώνται σε αυτές, στην πραγματική τους διάσταση, ο ρόλος που διαδραμάτισε στην υπόθεση και η συνεργασία και μεταμέλεια του.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η επιβληθείσα ποινή των 7½ ετών φυλάκισης στον εφεσείοντα σε κάθε μια από τις κατηγορίες 4 και 14 μειώνεται σε 5½ έτη. Οι ποινές θα συντρέχουν μεταξύ τους.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου