ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ε. Ευσταθίου, για εφεσείοντα. Φρ. Κακούρη (κα), για εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-11-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΘΕΟΔΩΡΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 60/2020, 6/11/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B382

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 60/2020)

 

6 Νοεμβρίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Εφεσίβλητη

----------

 

Ε. Ευσταθίου, για εφεσείοντα.

Φρ. Κακούρη (κα), για εφεσίβλητη.

 

-----------------

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

-----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείοντας βρέθηκε ένοχος μετά από ακρόαση για το ότι οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα χωρίς διακριτικά σημεία ταυτότητας, δηλαδή χωρίς πινακίδες εγγραφής (2η κατηγορία), για ότι οδηγούσε το ίδιο όχημα ενώ είχε δηλωθεί ακινητοποιημένο από 1.2.2014 (3η κατηγορία) και για ότι το οδηγούσε χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας (4η κατηγορία).  Τα παραπάνω προέκυψαν όταν ο εφεσείοντας ανακόπηκε από αστυνομικό επειδή χρησιμοποιούσε κινητό τηλέφωνο ενόσω οδηγούσε.  Προς τούτο αντιμετώπισε την 1η κατηγορία στην οποία επίσης βρέθηκε ένοχος μετά από ακρόαση. 

 

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η καταδίκη στις κατηγορίες 2 έως 4 ως εσφαλμένη κατά νόμο (1ος λόγος έφεσης).  Επίσης προβάλλεται ότι κακώς το δικαστήριο απέρριψε, στα πλαίσια αξιολόγησης, την εκδοχή του εφεσείοντα (2ος λόγος έφεσης).  Η καταδίκη του στην κατηγορία 1 παρέμεινε απρόσβλητη. 

 

Αρχίζοντας από το 2ο λόγο έφεσης δεν έχει υποδειχθεί κανένας λόγος που θα επέτρεπε στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως Εφετείο, να παρέμβει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη διατύπωση ευρημάτων.

 

Κατ΄ εξοχήν αρμόδιο για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων και να καταλήξει σε ευρήματα είναι το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες.  Το Εφετείο δεν παρεμβαίνει παρά μόνο όταν τα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648). 

 

Άλλωστε η αρνητική αξιολόγηση του εφεσείοντα, καθόλα εύλογη, αφορούσε κατά κύριο λόγο την 1η κατηγορία και τους αντιφατικούς ισχυρισμούς που προέβαλε για να πείσει ότι, ναι μεν μιλούσε στο τηλέφωνο, αλλά χωρίς να το κρατά με το χέρι του. 

 

Κατά τα λοιπά η έφεση αφορά στην ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο σε πρόνοιες του Νόμου περί Εμπόρων Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Επίδειξη και Δοκιμή), Ν. 56(Ι)/2000 («ο Νόμος») στον οποίο είχε παραπέμψει η υπεράσπιση προβάλλοντας τη θέση ότι ο εφεσείοντας ενομιμοποιείτο να οδηγεί το επίδικο όχημα με πινακίδες δοκιμής, με βάση τις πρόνοιες αυτές. 

 

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) και (3) του Νόμου παρέχεται δικαίωμα χρήσης, σε οποιοδήποτε δρόμο, μηχανοκινήτου οχήματος το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο ή το οποίο είναι ακινητοποιημένο, νοουμένου ότι ο αρμόδιος Έφορος έχει εκδώσει «άδεια επίδειξης και δοκιμής».  Τέτοια άδεια, η οποία είναι ετήσια, εκδίδεται σε έμπορο μηχανοκινήτων οχημάτων, ο οποίος θα ικανοποιήσει τον Έφορο ότι είναι στην πραγματικότητα καλόπιστος έμπορος μηχανοκινήτων οχημάτων και παρέχει το δικαίωμα χρήσης για οχήματα τα οποία ο έμπορος εμπορεύεται, για σκοπούς επίδειξης ή δοκιμής σε πιθανούς αγοραστές. 

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ή και μαρτυρία που προσφέρθηκε από την υπεράσπιση, το επίδικο όχημα ήταν εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι του εφεσείοντα και κατά την εγγραφή του στη Δημοκρατία έλαβε αριθμούς εγγραφής xxxx33. Επιπλέον, δηλώθηκε ακινητοποιημένο από 1.2.2014 μέχρι 31.12.2099. Τέλος, κατά τον επίδικο χρόνο δεν βρισκόταν σε ισχύ πιστοποιητικό καταλληλότητας.  Κατά τον χρόνο εκείνο, ο εφεσείοντας το οδηγούσε με πινακίδες εγγραφής δοκιμής οι οποίες ανήκαν στην εταιρεία C.A. Motors Ltd, ιδιοκτησίας του ΜΥ3, η οποία ως έμπορος μηχανοκινήτων οχημάτων ήταν κάτοχος άδειας επίδειξης και δοκιμής.  Ο εφεσείοντας συνεργαζόταν με τον ΜΥ3 και είχε στην κατοχή του πινακίδες δοκιμής οι οποίες ανήκουν στην εν λόγω εταιρεία επειδή οδηγεί και οχήματα που ανήκουν σε αυτήν.  Είναι επί αυτής της βάσης που τέθηκε και η θέση της υπεράσπισης ότι ο εφεσείοντας είχε δικαίωμα να οδηγεί το επίδικο όχημα με πινακίδες δοκιμής. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, έχοντας παραπέμψει στις προαναφερθείσες πρόνοιες του Νόμου, θεώρησε ότι εξ αυτών προκύπτει ότι η άδεια επίδειξης και δοκιμής αφορά οχήματα τα οποία ο αδειούχος έμπορος εμπορεύεται και έκρινε ότι εν προκειμένω δεν ήταν τέτοια η περίπτωση.  Το γεγονός ότι δύο πρόσωπα συνεργάζονται, συνέχισε, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επιτρέπεται να χρησιμοποιείται η άδεια επίδειξης και δοκιμής πέραν των όσων ο Νόμος ορίζει και ειδικά εφόσον ο αδειούχος έμπορος δεν εμπορευόταν το συγκεκριμένο επίδικο όχημα.  

 

Αγορεύοντας ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι κακώς το δικαστήριο προσέγγισε τις κατηγορίες 2, 3 και 4 στη βάση της απόδειξης του κατά πόσο «ο αδειούχος έμπορος εμπορευόταν το επίδικο όχημα».  Τέτοια προσέγγιση, ισχυρίστηκε, θα είχε θέση εάν το αδίκημα που αντιμετώπιζε ο εφεσείοντας αφορούσε την παράβαση των όρων χρήσης πινακίδων για σκοπούς επίδειξης ή δοκιμής κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6 του Νόμου.  Το δικαστήριο θα έπρεπε να περιοριστεί στη διαπίστωση περί τοποθέτησης των πινακίδων σε όχημα που χρησιμοποιείται για επίδειξη ή δοκιμή, ζήτημα που προβλέπεται από το άρθρο 5 του Νόμου.  Η ορθή ερμηνεία είναι ότι το άρθρο 6(4) αναφορικά με την χρήση κατά παράβαση των όρων συνιστά διαφορετικό αδίκημα και όχι αυτό που εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο και συνεπώς η απόδειξη της εμπορίας του οχήματος ήταν θέμα παντελώς άσχετο με τα επίδικα ζητήματα.  Αφ΄ ης στιγμής το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι οι συγκεκριμένες πινακίδες δοκιμής είχαν εκδοθεί από την αρμόδια Αρχή, αυτό αρκούσε εν όψει της μαρτυρίας περί της ύπαρξης και τοποθέτησης εγκύρων πινακίδων επίδειξης ή δοκιμής στο όχημα.  Η άλλη πλευρά υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως απολύτως ορθή.

 

Με τον δέοντα σεβασμό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση της υπεράσπισης. Η νόμιμη χρήση των πινακίδων επίδειξης ή δοκιμής προϋποθέτει την τήρηση των προνοιών του άρθρου 3.  Υιοθετούμε την πρωτόδικη προσέγγιση ως ορθή.  Η άδεια επίδειξης και δοκιμής αφορά σε όχημα το οποίο ο έμπορος εμπορεύεται και το δικαίωμα για χρήση τέτοιου οχήματος, που δεν είναι εγγεγραμμένο ή που είναι ακινητοποιημένο, αφορά σκοπούς επίδειξης ή δοκιμής σε πιθανούς αγοραστές, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.  

 

Η έφεση απορρίπτεται.

                                                                   Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                                   Α. Πούγιουρου, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο