ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B297
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 165/2018
(Σχ. με 166/2018, 169/2018, 170/2018)
7 Σεπτεμβρίου 2020
[Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
xxx xxx FAROOQ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 166/2018
(Σχ. με 165/2018, 169/2018, 170/2018)
xxx xxx IORDACHE
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 169/2018
(Σχ. με 165/2018, 166/2018, 170/2018)
xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 170/2018
(Σχ. με 165/2018, 166/2018, 169/2018)
xxx SCRIPCARIUM
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Ν. Κληρίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στην 165/2018.
Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα στην 166/2018.
Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες στην 169/2018 και στην 170/2018.
Ε. Φλουρέντζου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. : Από την ενώπιον του μαρτυρία, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι οι τέσσερεις Εφεσείοντες και οι τρεις συγκατηγορούμενοι τους είχαν μεταξύ τους συνωμοτήσει « . όπως με απάτη ή άλλο δόλιο μέσο . καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία ή και Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την τέλεση εικονικών γάμων με ευρωπαίους πολίτες με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της παραχώρησης δελτίου παραμονής στη Δημοκρατία ή σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.» και τους καταδίκασε για συνωμοσία για καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (κατηγορία 18).
Η υπόθεση αφορούσε στην εξώθηση τριών γυναικών, υπηκόων Ρουμανίας, να ταξιδεύσουν από τη χώρα τους στη Κύπρο, δήθεν για εργασία και την κατακράτηση τους, παρά τη θέληση τους, με σκοπό αυτές να συνάψουν εικονικούς γάμους με τρείς άνδρες από το Πακιστάν, τον Κατηγορούμενο 1 (Εφεσείοντα στην 165/2018) και τους Κατηγορούμενους 2 και 3. Η έγκαιρη, κατόπιν πληροφοριών, παρέμβαση της Αστυνομίας απέτρεψε τη τέλεση των γάμων. Ωστόσο, διαπιστώθηκε πως, πέραν της συνωμοσίας και της απόπειρας διάπραξης τέλεσης των εικονικών γάμων, είχαν στο μεταξύ διαπραχθεί και αριθμός άλλων αδικημάτων.
Το Κακουργιοδικείο διάκρινε μέσα από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό τη συμμετοχή και το ρόλο του καθενός στην υπόθεση και τους καταδίκασε όλους εκτός από τον Κατηγορούμενο 7 (Εφεσείοντα στην 169/2018) και σε αριθμό άλλων κατηγοριών. Περιοριζόμαστε τις κατηγορίες που αφορούν τους Εφεσείοντες.
Τον Κατηγορούμενο 5 (Εφεσείοντα στην 170/2018) καταδίκασε σε τρεις κατηγορίες εμπορίας ενηλίκου προσώπου κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(ε) και 15 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014 (Ν.60(Ι)/2014) και του άρθρου 7Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105, σε σχέση με την μεταφορά των τριών γυναικών την 3.3.2016 από το αεροδρόμιο Λάρνακας στη Λευκωσία, καταχρώμενος την ευπαθή θέση τους, η οποία ήταν τέτοια που δεν μπορούσαν παρά να υποταχθούν στην εν λόγω κατάχρηση, με σκοπό την εκμετάλλευση τους για τέλεση εικονικών γάμων (κατηγορίες 1-3).
Την Κατηγορούμενη 4 (Εφεσείουσα στην 166/2018) καταδίκασε επίσης σε τρεις κατηγορίες εμπορίας ενηλίκου προσώπου κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(β), 6(ε) και 15 του Ν.60(Ι)/2014 και του άρθρου 7Δ του Κεφ.105, γιατί, μεταξύ της 17.3.2016 και 21.3.2016, τις στέγασε και τις υπέκρυψε (κατηγορίες 4-6). Την καταδίκασε ακόμα σε δύο κατηγορίες απαγωγής κατά παράβαση του άρθρου148 του Κεφ.154, για την ίδια περίοδο, σε σχέση με δύο από τις γυναίκες, στη βάση ότι τις κατακρατούσε χωρίς τη θέληση τους με σκοπό να τελέσουν γάμο με άλλο πρόσωπο (κατηγορίες 7 και 8). Περαιτέρω, την καταδίκασε σε δύο κατηγορίες απόπειρας διάπραξης τέλεσης εικονικού γάμου κατά παράβαση των άρθρων 366 και 367 του Κεφ.154 και του άρθρου 7Δ του Κεφ.105, σε σχέση με τις ίδιες δύο γυναίκες και τους Κατηγορούμενους 1 και 2 (κατηγορίες 10 και 9) και ότι αποπειράθηκε να υποβοηθήσει τους Κατηγορούμενους 1 και 2, που ήταν υπήκοοι τρίτης χώρας, να παραμείνουν παράνομα στη Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 7Α, 7Δ, 19Α(2) και 19Β(2) του Κεφ.105, με την τέλεση εικονικών γάμων (κατηγορίες 11 και 12).
Tον Κατηγορούμενο 1 καταδίκασε στην κατηγορία της απόπειρας διάπραξης τέλεσης εικονικού γάμου (κατηγορία 10).
Όλοι οι Εφεσείοντες προσβάλλουν τις καταδίκες τους, ενώ η Κατηγορούμενη 4 εφεσιβάλλει και τις ποινές που της επιβλήθηκαν.
Εκθέτουμε τις βασικές παραμέτρους της υπόθεσης. Οι τρεις παραπονούμενες γυναίκες συναντήθηκαν με την Κατηγορούμενη 6 στη Ρουμανία, στο αεροδρόμιο, κατά την ημέρα της αναχώρησης τους για την Κύπρο. Στο ταξίδι τους τις συνόδευσαν κάποια Bettie και κάποια Mari, κόρη και αδελφότεκνη αντίστοιχα της Κατηγορούμενης 6. Στο αεροδρόμιο Λάρνακας τις ανέμενε ο Κατηγορούμενος 5 ο οποίος οδηγώντας το αυτοκίνητο του μετέφερε την Bettie και δύο από τις γυναίκες σε διαμέρισμα στη Λευκωσία, το οποίο ο ίδιος είχε διευθετήσει από προηγουμένως για τη διαμονή τους. Η τρίτη γυναίκα μαζί με τη Mari μετέβηκαν στη Λευκωσία με άλλο αυτοκίνητο. Και οι τρεις γυναίκες κατέλυσαν στο διαμέρισμα, στο ίδιο δωμάτιο. Σε άλλο δωμάτιο εγκαταστάθηκαν η Bettie και η Mari που τις έλεγχαν και δεν τους επέτρεπαν να διακινούνται ελεύθερα. Λίγες μέρες μετά έφθασε στην Κύπρο η Κατηγορούμενη 6 που επίσης εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα. Σε κάποιο στάδιο στο διαμέρισμα εγκαταστάθηκε και η Κατηγορούμενη 4. Μετά από λίγες ημέρες δύο από τις γυναίκες μεταφέρθηκαν σε άλλο διαμέρισμα όπου διέμεναν και πολλοί αλλοδαποί άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο Κατηγορούμενος 3. Την επομένη εγκαταστάθηκε εκεί και η τρίτη γυναίκα μαζί με την Κατηγορούμενη 4 που συνέχισε να διαμένει μαζί τους, ελέγχοντας τις. Σε κάποιο στάδιο η Κατηγορούμενη 4 ανακοίνωσε στις τρεις γυναίκες ότι οι αλλοδαποί που διέμεναν στο διαμέρισμα θα ήταν οι μελλοντικοί τους σύζυγοι. Οι γυναίκες αντέδρασαν. Κατάφεραν να κινητοποιήσουν συγγενικά τους πρόσωπα που ειδοποίησαν την Aστυνομία που τις εντόπισε στο διαμέρισμα.
Οι δικηγόροι όλων των Εφεσείοντων υποστήριξαν ότι από την προσφερθείσα μαρτυρία δεν προέκυπτε ενδεχόμενο τέλεσης εικονικών γάμων. Οι γάμοι, που κατά την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής θα τελούνταν, δεν θα μπορούσαν εκ των πραγμάτων να ήταν εικονικοί. Και εφόσον πλείστες κατηγορίες συναρτούνταν και απέδιδαν ως σκοπό της αδικοπραγίας την τέλεση εικονικού γάμου ήταν, κατά την εισήγηση τους, έκθετες σε απόρριψη.
Αιχμή του δόρατος της επιχειρηματολογίας τους ήταν η απόφαση στη Singh ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ.27/2019, ημερ.8.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:D286, όπου ερμηνεύτηκε το άρθρο 2 του Κεφ.105 όπως ίσχυε τότε και στην παρούσα: «"Εικονικός γάμος" σημαίνει γάμο ο οποίος τελέστηκε μεταξύ πολίτου της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία·»
Στη Singh, το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απόφαση του οποίου ανατράπηκε στη Ποινική Έφεση Αρ.27/2019 πιο πάνω, είχε λάβει καθοδήγηση από την απόφαση του Κακουργιοδικείου στη παρούσα και την κατάληξη του ότι: «Τόσο από την ερμηνεία του όρου αλλά και από την προαναφερόμενη απόφαση [Γκαζάλ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 375], προκύπτει πως το αδίκημα του εικονικού γάμου συντελείται όταν αποκλειστικός σκοπός είναι η εξασφάλιση μόνιμης παραμονής στη Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων και αλλοδαπών οι οποίοι βρίσκονται στην Κύπρο και επιθυμούν να εξασφαλίσουν μόνιμη άδεια παραμονής εδώ».
Κρίθηκε από το Εφετείο στη Singh ότι η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 2 είναι σαφής. Δεν είναι αρκετό για να είναι ένας γάμος εικονικός να έχει τελεστεί με αποκλειστικό σκοπό αλλοδαπός να εξασφαλίσει την παραμονή του στη Κύπρο. Πρέπει η τέλεση του γάμου να έχει ως αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του αλλοδαπού στη Δημοκρατία, δηλαδή να αποδειχτεί και η είσοδος του στη Δημοκρατία ως αποκλειστικός σκοπός. Η επισήμανση ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να αποδειχτεί εφόσον ο αλλοδαπός που η υπόθεση αφορούσε βρισκόταν ήδη στην Κύπρο, επιβεβαιώνει πως δεν είναι εικονικός, στην έννοια του άρθρου 2, γάμος που τελείται όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται ήδη στη Κύπρο.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πρόσφατη νομολογία. Η εισήγηση της είχε δύο πτυχές. Η πρώτη ήταν ότι η Γκαζάλ, παρά το ότι επιδοκιμάζεται στη Singh, αποδίδει διαφορετική ερμηνεία στον «εικονικό γάμο», ότι δηλαδή σκοπός του είναι η εξασφάλιση της παραμονής του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Και επομένως έχουμε την ευχέρεια να ακολουθήσουμε, ανάλογα της κρίσης μας, τη μια ή την άλλη (Caspi Shipping Limited κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1015 και Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77). Η δεύτερη ήταν πως θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τον ορισμό του «εικονικού γάμου» κατά τρόπο ώστε να αποφύγουμε παράλογα και ασυνεπή αποτελέσματα που να προκαλούν σοβαρές δυσκολίες και περιπλοκές στην εφαρμογή του νόμου.
Δεν συμφωνούμε ότι Singh συγκρούεται με τη Γκαζάλ. Προς άρση οιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την κατεύθυνση της νομολογίας, σημειώνουμε πως και στη Γκαζάλ καταγράφεται ότι για να συντελεστεί το αδίκημα του άρθρου 7(Δ) του Κεφ.105, που προνοεί πως: «Αλλοδαπός ή πολίτης της Δημοκρατίας που τέλεσε εικονικό γάμο ή με οποιοδήποτε τρόπο συνέβαλε στην τέλεση τέτοιου γάμου διαπράττει αδίκημα .» πρέπει ο αποκλειστικός σκοπός της τέλεσης του γάμου να είναι η είσοδος και παραμονή του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Ενδεχομένως σύγχυση θα μπορούσε να είχε προκαλέσει η αναφορά του Εφετείου (σελ.378) ότι: «. η διαπίστωση πως ο γάμος ήταν εικονικός δεν επιδέχεται κριτικής», ενώ επρόκειτο για γάμο κύπριας με αλλοδαπό που βρισκόταν για δύο χρόνια στη Κύπρο. Προκύπτει όμως από την συνέχεια του κειμένου της απόφασης πως η διαπίστωση δεν αφορούσε στην εικονικότητα στην έννοια του Νόμου, αλλά στην κατάληξη πως δεν επρόκειτο για γάμο με σκοπό την συμβίωση και τη δημιουργία οικογένειας. Είχε αμέσως μετά σημειωθεί ότι (σελ.378-9): «Μένει όμως το άλλο συστατικό στοιχείο που ο ίδιος ο Νόμος ορίζει για να συντελεστεί το αδίκημα, ο αποκλειστικός δηλαδή σκοπός της τέλεσης του γάμου που πρέπει να είναι η είσοδος και παραμονή του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.» Διατυπώνοντας με σαφήνεια ποια ήταν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, το Εφετείο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι ο σκοπός του γάμου ήταν για να εξασφαλίσει ο αλλοδαπός την παραμονή του στη Δημοκρατία, που ήταν αυτό που του αποδιδόταν, χωρίς να εξετάσει το ζήτημα της εισόδου του στη Κύπρο, γεγονός που μπορεί να έχει επιτείνει την όποια σύγχυση.
Σε σχέση με τη δεύτερη της εισήγηση η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα μας παρέπεμψε στη Theodorides v. The Central Bank of Cyprus (1985) 3(B) C.L.R. 721, 729-30, όπου συνοψίζονται οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία νομοθετημάτων[1] (αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στη Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αίτηση 4/2010, ημερ.24.10.2011). Μας παρέπεμψε ακόμα στη Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ και άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348, 352-355, όπου, ακολουθώντας την εξέλιξη του δικαίου στην Αγγλία (Carter v. Bradbeer [1975] 3 All E.R. 158 και Pepper v. Hart [1993] 1 All E.R. 42 (H.L.)) υιοθετείται η θέση ότι η ερμηνεία με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος έχει πλέον εδραιωθεί και πως η αυστηρή γραμματική ερμηνεία ανήκει στο παρελθόν.
Σημειώνουμε πως στη Theodorides αναφέρθηκε ότι οι αρχές επιβεβαίωναν τη γραμματική ερμηνεία, επιτρέποντας παρέκκλιση από αυτή μόνο κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις. Στη δε Πλάζα αναφέροντας ότι η αγγλική προσέγγιση είχε επικρατήσει και στη Κύπρο μνημονεύτηκε η Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας [1995] 3 Α.Α.Δ. 59, όπου αναφέρθηκε ότι «Σκοπός της ερ΅ηνείας του νό΅ου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νο΅οθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερ΅ηνεύει ΅ε βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ΄ ένα νο΅οθέτη΅α γενικά ερ΅ηνεύονται ΅ε τη συνήθη τους ση΅ασία, αλλά και ΅ε βάση τα συ΅φραζό΅ενα, έχοντας δε υπόψη το αντικεί΅ενο και το σκοπό του νό΅ου.» Η Southfields αφορούσε φορολογικούς νό΅ους και αναφέρθηκε πως «πρέπει να ερ΅ηνεύονται αυστηρά και δεν επιβάλλεται στον πολίτη φορολογία, εκτός εάν το λεκτικό του νό΅ου καθαρά επιβάλλει φορολογική υποχρέωση.»
Η γραμματική ερμηνεία δεν συνιστά οτιδήποτε άλλο παρά μέθοδο με την οποία διαπιστώνεται η βούληση του νομοθέτη, που επέλεξε τις συγκεκριμένες λέξεις για να την εκφράσει, με την απόδοση της απλής γραμματικής και κατά κυριολεξία σημασίας στις λέξεις που χρησιμοποιούνται (Τ. Γεωργιάδης & Υιός Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 4(Β) Α.Α.Δ. 1142, 1149-1150). Όταν λοιπόν η φρασεολογία του νό΅ου είναι σαφής, αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοιά τους (Δ. Γαλατάκης Λτδ ν. Δη΅οκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, 80-81 και πιο πρόσφατα ΧΧΧ Σέπου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθεωρητική Έφεση 94/2013, ημερ. 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:C262 και Φυσεντζίδη ν. K & C Snooker & Pool Entertainment, Πολιτική Έφεση Αρ.30/2019, ημερ.1.6.2020, ECLI:CY:AD:2020:A171). Στην xxx Χρίστου κ.ά. ν. xxx xxx Πιερίδου Διαχειρίστριας της Περιουσίας του Αποβιώσαντα Κώστα Μαραγκού, Πολιτική Έφεση Αρ.311/2011, αναφέρθηκε ότι: «η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων δεν καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις. Όπου οι πρόνοιες του νόμου είναι σαφείς, το κείμενό του αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νόμου (ΚΟΤ ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 ΑΑΔ 86, Τροκκούδη ν. Πέτρου κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 683).»
Η εισήγηση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα να ερμηνεύσουμε το νόμο με τις απαραίτητες προσαρμογές, ώστε να αποφευχθούν παράλογα και ασυνεπή αποτελέσματα, απολήγει στο να μας ζητά να αγνοήσουμε λέξη από τον ορισμό που ο νομοθέτης εισήγαγε και να μην αποδώσουμε την όποια σημασία σε αυτή. Στη xxx Φυσεντζίδη ν. K & C Snooker & Pool Entertainment, Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2019, ημερ.1.6.2020, ECLI:CY:AD:2020:A171 γίνεται αναφορά στους Halsbury's Laws of England, 3η έκδ., Τόμος 36, παρ.583, υπό τον τίτλο «Presumption that words are not used unnecessarily», όπου αναφέρεται ότι τεκμαίρεται ότι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται στους νόμους χωρίς κάποιο νόημα και δεν είναι ταυτολογικές ή περιττές. Πρέπει, εάν είναι δυνατό, να αποδίδεται σημασία σε όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούνται γιατί θεωρείται ότι ο νομοθέτης δεν σπαταλά τις λέξεις του, ούτε αναφέρει κάτι μάταια.
Περαιτέρω, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η ποινικοποίηση της τέλεσης εικονικού γάμου έχει ως αποτέλεσμα την αναγωγή των στοιχείων του ορισμού του σε συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Εάν ακολουθήσουμε την εισήγηση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα θα έχουμε αφαιρέσει ένα συστατικό στοιχείο του αδικήματος του άρθρου 7Δ του Κεφ.105 και θα έχουμε διευρύνει τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες το αδίκημα θα μπορεί να διαπραχθεί, εγχείρημα εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων μας ως δικαστική εξουσία.
Σε πλήρη συμφωνία με την απόφαση στη Singh και χωρίς καμιά δυσκολία, βρίσκουμε ότι η ερμηνεία που δόθηκε ήταν απόλυτα ορθή και την υιοθετούμε. Η είσοδος στη Δημοκρατία δεν συνιστά διαζευκτικό της παραμονής σκοπό, αλλά οι δύο προϋποθέσεις συντρέχουν σωρευτικά όπως η χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» μεταξύ των δύο λέξεων προδίδει. Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται εδώ. Σημειώνεται ότι με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 2020, Ν.116(Ι)/2020 που δημοσιεύτηκε την 17.8.2020 αντικαταστάθηκε ο ορισμός του εικονικού γάμου με νέο. Η τροποποίηση δεν επηρεάζει την παρούσα υπόθεση.
Στην περίπτωση που θα καταλήγαμε ως ανωτέρω, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα μας κάλεσε να μην ανατρέψουμε τις καταδίκες αναφορικά με το αδίκημα της συνωμοσίας, υποστηρίζοντας πως τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν αποδειχτεί και πως δεν ήταν αναγκαίο να αποδειχτεί πως ο σκοπός της εξασφάλισης δελτίου παραμονής στη Δημοκρατία θα επιτυγχανόταν με την τέλεση εικονικών γάμων. Υπέδειξε ότι το αδίκημα της συνωμοσίας κατά παράβαση του άρθρου 302 του Κεφ.154, προϋποθέτει τη συμφωνία δύο ή περισσότερων προσώπων να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα (Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134) και εισηγήθηκε πως υπήρξε συνωμοσία ώστε να επιτευχθεί η απόκτηση από τους Κατηγορούμενους 1-3 δικαιώματος μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία με την χρήση παράνομων μέσων, δηλαδή την εμπορία ενηλίκων προσώπων και τον εξαναγκασμό τους σε γάμο.
Προχωρούμε στην εξέταση όλων των κατηγοριών στις οποίες καταδικάστηκαν οι Εφεσείοντες με υπόβαθρο πλέον την πιο πάνω κατάληξη όσον αφορά τον Νόμο.
Δεδομένου ότι και οι τρείς άνδρες με τους οποίους οι παραπονούμενες γυναίκες προορίζονταν να τελέσουν γάμους, οι Κατηγορούμενοι 1-3, διέμεναν στην Κύπρο, είχαν δηλαδή ήδη εισέλθει στη Δημοκρατία από προηγουμένως, δεν θα μπορούσε να τελεστεί κανένας εικονικός γάμος με αυτούς ως γαμπρούς.
Το πλήρες αδίκημα του άρθρου 7Δ του Κεφ.105 έχει ως συστατικό του στοιχείο την τέλεση εικονικού γάμου. Προβλέπει ότι: «Αλλοδαπός ή πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας που τέλεσε εικονικό γάμο ή με οποιοδήποτε τρόπο συνέβαλε στην τέλεση τέτοιου γάμου διαπράττει αδίκημα .». Κατ' ακολουθία και τα αδικήματα των κατηγοριών 9 και 10, που αφορούν σε απόπειρα διάπραξης εικονικού γάμου, έχουν ως συστατικό στοιχείο να είναι ο γάμος που θα τελείτο εικονικός και δεν μπορούσαν, εκ των πραγμάτων, να στοιχειοθετηθούν. Οι καταδίκες της Κατηγορούμενης 4 στις κατηγορίες 9 και 10 και του Κατηγορούμενου 1 στη κατηγορία 10 θα πρέπει να ακυρωθούν, όπως και οι επιβληθείσες σε αυτές τις κατηγορίες ποινές.
Περαιτέρω εκπίπτουν οι κατηγορίες εναντίον της Κατηγορούμενης 4 για απόπειρα υποβοήθησης των Κατηγορούμενων 1 και 2 να παραμείνουν παράνομα στη Δημοκρατία (κατηγορίες 11 και 12). Το πλήρες αδίκημα, όπως προνοείται από το άρθρο 19Α(2) του Κεφ. 105 προνοεί ότι: «Πρόσωπο το οποίο με πρόθεση και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας προκειμένου να διαμείνει στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της οικείας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αντίστοιχα, διαπράττει ποινικό αδίκημα ...» και στοιχειοθετείται όταν η παραμονή στη Δημοκρατία θα είναι παράνομη. Η παραμονή των Κατηγορούμενων 1 και 2 θα ήταν παράνομη εφόσον ο γάμος που θα ήταν το υπόβαθρο της παραμονής δεν ήταν γάμος στην έννοια του άρθρου 3(1) του περί Γάμου Νόμου του 2003 (Ν.104(Ι)/2003), ήταν δηλαδή ανυπόστατος και στην προκειμένη περίπτωση εικονικός (άρθρο 19(1)(γ) του Ν.104(Ι)/2003).
Ακόμα, οι Εφεσείοντες δεν συνωμότησαν για «να καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία ή και Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την τέλεση εικονικών γάμων», όπως είχαν κατηγορηθεί και καταδικαστεί, ούτε μπορούσαν να προκύψουν χωρίς άλλο οι καταδίκες για εμπορία ενηλίκου προσώπου με σκοπό την εκμετάλλευση του για τέλεση εικονικού γάμου. Μόνο οι καταδίκες της Κατηγορούμενης 4 στις κατηγορίες της απαγωγής δεν επηρεάζονται από την πιο πάνω κατάληξη.
Σε ό,τι οδηγεί η εισήγηση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα είναι να ασκήσουμε την εξουσία που παρέχεται στο Εφετείο από το άρθρο 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 «να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σ' αυτόν ποινή ανάλογα.» Η κάθε κατηγορία συναρτάται από την έκθεση αδικήματος, αλλά και τις λεπτομέρειες αδικήματος. Κατηγορία με ταυτόσημη έκθεση αδικήματος αλλά με διαφορετικές λεπτομέρειες αδικήματος από αυτές του κατηγορητηρίου συνιστά διαφορετικό ποινικό αδίκημα στην έννοια του άρθρου 145(1)(γ), που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο σύμφωνα με το άρθρο 85(4)(α) του Κεφ.155 (βλ. Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458, 467 και Issa and Another v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39). Θα πρέπει συνεπώς να εξετάσουμε τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τον κάθε Εφεσείοντα, ώστε ανάλογα να ασκήσουμε και τη διακριτική μας ευχέρεια.
Ο δικηγόρος των Κατηγορούμενων 5 και 7 εισηγήθηκε ότι η μόνη μαρτυρία επί της οποίας θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το εύρημα για την εμπλοκή τους και επί της οποίας βασίστηκε το Κακουργιοδικείο ήταν το περιεχόμενο της κατάθεσης της Κατηγορούμενης 6 την Αστυνομία. Η Κατηγορούμενη 6 καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο, μεταξύ άλλων, σε κατηγορίες εμπορίας ενηλίκου προσώπου σε σχέση με τη στρατολόγηση και μεταφορά στη Δημοκρατία των τριών γυναικών. Η κατάθεση της, που έγινε αποδεχτή ως θεληματική μετά από δίκη εντός δίκης, εντάχθηκε στο μαρτυρικό υλικό ως μαρτυρία εναντίον της και θα ήταν επιτρεπτό να χρησιμοποιηθεί εναντίον του καθενός των Κατηγορούμενων 5 και 7, συγκατηγορούμενων της, μόνο μετά που με άλλη αποδεχτή μαρτυρία θα είχε διαφανεί πως ο κάθε ένας από αυτούς είχε συνωμοτήσει μαζί της. Παρέπεμψε στην πολύ παλιά αγγλική υπόθεση του 1884, R v. Blake and Tye, 6 Q.B.126.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα δεν εισηγήθηκε ότι η ορθή νομική προσέγγιση είναι διαφορετική και η Κυπρίζογλου κ.ά ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ.53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, ημερ.15.12.2017, απόσπασμα από την οποία παράθεσε στην αγόρευση της, επιβεβαιώνει την ίδια θέση. Είχε γίνει αποδεχτή η παραπομπή σε νομολογία (R. v. Williams (2002) EWCA Crim 2208, R. V. Jones (Brian) [1997] 2 Cr. App. R. 119, Walters (1979) 69 Cr. App. R. 115, R. v. A. Ltd [2017] 1 Cr. App. R. 1 ("three-pronged test")) σύμφωνα με την οποία «ενέργειες και δηλώσεις ενός συνωμότη μπορεί να ληφθούν ως μαρτυρία εναντίον άλλου συνωμότη, εάν λαμβάνουν χώρα προς προώθηση του κοινού τους σκοπού, νοουμένου ότι υπάρχει και άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο άλλος εμπλέκεται ως μέρος της συνομωσίας.»
Πότε κατάθεση κατηγορούμενου μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία εναντίον συγκατηγορούμενου του αναπτύσσεται στο σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη και Ν. Γ. Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2η Εκδ., 2016, σελ.907. Αναφέρεται ότι:
«Εκτός αν ο συγκατηγορούμενος μαρτυρήσει εναντίον συγκατηγορούμενου του από το εδώλιο του μάρτυρα, οπόταν και η μαρτυρία αυτή απαιτεί προσήκουσα αξιολόγηση (Miliotis v The Police (1971) 2 CLR 292), το περιεχόμενο της ομολογίας κατηγορούμενου - όπως, τηρουμένων των αναλογιών και η ανώμοτη του δήλωση (Fourri and Others v The Republic (1980) 2 CLR 152) - συνιστά μαρτυρία μόνο εναντίον του και όχι εναντίον του συγκατηγορούμενου του (Αριστοφάνους ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 450, R v Finch (2007) 1 Cr App R 439, R v Hayter (2005) 2 All ER 209, Καττής και ’λλου ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 262, Νεάρχου ν Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 38, Milliotis v The Police (1971) 2 CLR 292, R v Rhodes (1959) 44 Cr App R 23). ... Σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, μια ομολογία ενδέχεται να γίνει αποδεκτή, όχι μόνο ως μαρτυρία εναντίον του προσώπου που την έκαμε, αλλά και εναντίον συγκατηγορούμενου του. Η πρώτη, είναι όταν ο συγκατηγορούμενος, με λόγια ή συμπεριφορά, αποδέχεται την αλήθεια του περιεχομένου της ομολογίας, έτσι που να θεωρείται ως δική του (Miliotis v The Police (1971) 2 CLR 292, Nestoros v The Republic (1961) CLR 217, R v Rudd (1948) 32 Cr App R 138). H δεύτερη, αναφέρεται σε υποθέσεις συνωμοσίας, όταν δηλώσεις ή πράξεις συνωμότη που λέγονται ή εκτελούνται για υλοποίηση του κοινού σκοπού, γίνονται αποδεκτές εναντίον του άλλου συνωμότη, για να αποδείξουν τη φύση και έκταση της συνωμοσίας, νοουμένου ότι υπάρχει κάποια άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία για τη συνωμοσία (R v Hayter (2005) 2 All ER 209, R v Shellard (1840) 9 C & P 277).»
Δεδομένης της καλά καθιερωμένης νομικής προσέγγισης στο ζήτημα, δεν έχουμε παρά να απομονώσουμε την μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε σε σχέση αφ' ενός με τον Κατηγορούμενο 5 και αφ' ετέρου με τον Κατηγορούμενο 7, αγνοώντας το περιεχόμενο της κατάθεσης της Κατηγορούμενης 6, και να διαπιστώσουμε κατά πόσο, από αυτή και μόνο, προέκυπτε ότι οποιοσδήποτε είχε συνωμοτήσει μαζί της, δηλαδή συμφωνήσει (Mulcahy v. The Queen (1868) L.R. 3 H.L. 306), ώστε να επιτευχθεί η απόκτηση από τους Κατηγορούμενους 1-3 δικαιώματος μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία με την χρήση παράνομων μέσων, δηλαδή την εμπορία ενηλίκων προσώπων και τον εξαναγκασμό τους σε γάμο. Εφόσον αυτή τεκμηριωθεί το αδίκημα συντελείται και είναι αδιάφορο ότι για οποιοδήποτε λόγο ο σκοπός της συνωμοσίας δεν επιτεύχθηκε.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι υπάρχει μαρτυρία σχετικών γεγονότων η οποία ιδωμένη στο σύνολο της καταδεικνύει την εμπλοκή τους στη συνωμοσία. Παρέπεμψε στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», σελ.552, σε σχέση με την αποδεικτική δύναμη που τα ανεξάρτητα κομμάτια περιστατικής μαρτυρίας μπορεί να αποκτήσουν όταν μπορούν να λειτουργήσουν ως συνεκτικοί και αλληλένδετοι κρίκοι συνθέτοντας ένα αδιάσπαστο σύνολο.
Έχουμε εξετάσει με κάθε προσοχή τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας στα οποία μας παρέπεμψε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, διαπιστώνοντας ωστόσο πως δεν δύνανται, εξ' αντικειμένου, να τεκμηριώσουν συνωμοσία του Κατηγορούμενου 7 με την Κατηγορούμενη 6. Θα επανέλθουμε για να σχολιάσουμε τα στοιχεία της μαρτυρίας αυτής, επισημαίνοντας εκ προοιμίου πως το Κακουργιοδικείο ακολούθησε άλλη πορεία. Έχοντας στη βάση γεγονότων που αφορούσαν τους Κατηγορούμενους 1-6 καταλήξει ότι αυτοί είχαν μεταξύ τους συνωμοτήσει, κατεύθυνε τη σκέψη του στον Κατηγορούμενο 7, παραπέμποντας, χωρίς άλλο, στην κατάθεση της Κατηγορούμενης 6 που τον ενέπλεκε σε συνωμοσία με την ίδια.
Αναφέρει η απόφαση του Κακουργιοδικείου:
«Ως εκ τούτου ικανοποιούμαστε πως η κατηγορία 18 έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό εναντίον των Κατηγορουμένων 1-6.
Αναφορικά με τον Κατηγορούμενο 7, η κατηγορία 18 αφορά στο αδίκημα της συνωμοσίας, και με βάση τη σχετική νομολογία η οποία παρατίθεται ανωτέρω, σε τέτοια περίπτωση η μαρτυρία ενός κατηγορουμένου αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία ενός συγκατηγορουμένου του, όταν αφορά σε δηλώσεις ή πράξεις οι οποίες γίνονται για υλοποίηση του κοινού σκοπού, προς απόδειξη της φύσης και έκτασης της συνωμοσίας, νοουμένου ότι υπάρχει άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία για τη συνωμοσία.
Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει η αποδεκτή μαρτυρία μέσα από τις καταθέσεις της Κατηγορουμένης 6 πως περί τα τέλη του 2015 κατόπιν προτροπής του Κατηγορουμένου 7, αυτή συμφώνησε μαζί του . .».
Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο καταγράφει την μαρτυρία που υπήρχε εναντίον του Κατηγορούμενου 7. Αναφέρει:
«Επιπλέον υπάρχει η ανεξάρτητη μαρτυρία βάσει της οποίας ο Κατηγορούμενος 7 μεσολάβησε για την εξεύρεση χώρου διαμονής των κοπέλων στην Κύπρο, συμμετέχοντας στο τηλεφώνημα του Κατηγορουμένου 5 προς τον Μ.Κ.24, και μάλιστα υποστήριξε το αίτημα του και παρότρυνε τον Μ.Κ.24 να το δεχθεί, και ο Κατηγορούμενος 5, γαμπρός του Κατηγορουμένου, είχε αναλάβει την πληρωμή για το νερό, το ρεύμα και ένα ποσό ως ενοίκιο. Επίσης υπάρχει η μαρτυρία πως η έκδοση και πληρωμή των εισιτηρίων και για τις πέντε κοπέλες έγινε στην Κύπρο, πως ο Κατηγορούμενος 5 παρέλαβε τις κοπέλες και τις μετέφερε στο διαμέρισμα, πως εκείνος διευθέτησε το φαγητό τους την πρώτη μέρα, πως ο Κατηγορούμενος 7 επισκέφθηκε το πρώτο διαμέρισμα και συνομίλησε με τη Mari και πως ενδιαφέρθηκε και μάλιστα μετέφερε γκάζι στην κουζίνα και φαγητό στις κοπέλες. Υπάρχει και η μαρτυρία της Μ.Υ.3, δικηγόρου, πως ο Κατηγορούμενος 7 της σύστησε την Κατηγορουμένη 6, και την 1.12.15 καταχώρισε εκ μέρους της αίτηση διαζυγίου, στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Επιπλέον, υπάρχει η μαρτυρία πως στις 23.3.16 ο Κατηγορούμενος 7 κατείχε και παρέδωσε στον Μ.Κ.22 το usb, Τεκμήριο 55, το οποίο (usb) απεικονίζει την έξοδο όλων των κοπέλων, συμπεριλαμβανομένης και της Κατηγορουμένης 6, σε νυκτερινό κέντρο στις 8.3.16, και η αναφορά του πως «Είναι τα θύματα σας που διασκεδάζουν σε ρουμάνικο κέντρο».».
Από αυτά τα στοιχεία μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε διάφορα συμπεράσματα. Αναφέρεται (η έμφαση είναι δική μας):
«Πέραν της αναφοράς της Κατηγορουμένης 6 περί της συμφωνίας της με τον Κατηγορούμενο 7, η πιο πάνω μαρτυρία καταδεικνύει πως ο Κατηγορούμενος 7 είχε εκ των προτέρων γνώση για την άφιξη όλων των κοπέλων από τη Ρουμανία στην Κύπρο, στην οποία είχε καθοριστικό ρόλο η Κατηγορουμένη 6, πως αυτός μεσολάβησε και προέτρεψε τον Μ.Κ.24 να δεχθεί να προσφέρει στέγη στις κοπέλες με ανάληψη των εξόδων από τον γαμπρό του Κατηγορούμενο 5, πως αυτός γνώριζε για την παραλαβή τους από τον Κατηγορούμενο 5 και τη μεταφορά τους εκεί για διαμονή, πως αυτός επισκέφθηκε τη Mari και μίλησε μαζί της και ενδιαφέρθηκε για τις συνθήκες διαμονής των κοπέλων, παίρνοντας τους γκάζι και προσφέροντας τους φαγητό, και πως γνώριζε για την άφιξη και διαμονή της Κατηγορουμένης 6 στο διαμέρισμα και τη μετάβαση όλων των κοπέλων για διασκέδαση για την οποία μάλιστα εξασφάλισε και κατείχε usb στο οποίο απεικονίζετο αυτή η έξοδος τους. Αυτή η μαρτυρία, ιδωμένη στο σύνολο της, ουδόλως καταδεικνύει ένα απλό συμπτωματικό ενδιαφέρον του Κατηγορουμένου 7 για τις κοπέλες αλλά εύλογα παραπέμπει σε μια προσυνεννοημένη στενότερη εμπλοκή του και συνεχή επαφή και παρακολούθηση εκ μέρους του της όλης διακίνησης των κοπέλων, πριν καν την άφιξη τους στην Κύπρο μέχρι και μετά την άφιξη της Κατηγορουμένης 6 και διαμονής μαζί τους. Αναφορικά με την κατοχή του usb σχετικά με τη νυκτερινή τους έξοδο, και χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση από τον Κατηγορούμενο 7 ως προς τούτο, δεν παρέχεται άλλη λογική εξήγηση παρά μόνο πως αυτός είχε ανάμειξη και συμμετοχή σε όλη αυτή τη διαδικασία μετάβασης και διαμονής των κοπέλων, εξ ου και επεδείκνυε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και λόγο να ενημερώνεται για τις κινήσεις των κοπέλων, και σε αυτά τα πλαίσια η κατοχή του υλικού το οποίο να τις απεικονίζει και μάλιστα εν ώρα διασκέδασης προφανώς είχε τον δικό της σκοπό να εξυπηρετήσει.
Τέτοια μαρτυρία επιβεβαιώνει την επικοινωνία και συνεννόηση του Κατηγορουμένου 7 με την Κατηγορουμένη 6 ως προς την όλη διαδικασία, ήτοι ως προς τα άτομα που θα ταξίδευαν στην Κύπρο και τον σκοπό μετάβασης τους εδώ, ως προς τα στοιχεία της πτήσης τους, ως προς τη διευθέτηση της διαμονής τους στην Κύπρο, ως προς τις ανάγκες των κοπέλων στο διαμέρισμα, ως προς τις λεπτομέρειες άφιξης της Κατηγορουμένης 6 στην Κύπρο και τις συνθήκες διαμονής της με τις κοπέλες, ακόμα και ως προς την έξοδο τους, για την οποία μάλιστα είχε φροντίσει να κατέχει σχετική μαρτυρία. Τέλος επιβεβαιώνει την υλοποίηση της σύστασης δικηγόρου η οποία ανέλαβε το διαζύγιο της Κατηγορουμένης 6, ως είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους.».
Κάποια από τα γεγονότα ήταν ουδέτερα, ενώ τα υπόλοιπα, ακόμα και συνολικά ιδωμένα δεν θα μπορούσαν αντικειμενικά να οδηγήσουν στο καθοριστικό συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, ότι δηλαδή δεν παρεχόταν άλλη λογική εξήγηση παρά μόνο πως ο Κατηγορούμενος 7 είχε ανάμειξη και συμμετοχή σε όλη αυτή τη διαδικασία μετάβασης και διαμονής των τριών γυναικών και μάλιστα ότι επιβεβαίωναν επικοινωνία και συνεννόηση του με την Κατηγορουμένη 6. Αυτό επιβεβαιώνεται από το καταληκτικό σχόλιο του ιδίου του Κακουργιοδικείου. Αναφέρεται αμέσως στη συνέχεια (η έμφαση είναι και πάλι δική μας):
«Οι αναφορές της Κατηγορουμένης 6 σε συνδυασμό με την εν λόγω μαρτυρία είναι ικανές να καταδείξουν την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του Κατηγορουμένου 7 και της Κατηγορουμένης 6 για την εξεύρεση από την τελευταία κοπέλων από τη Ρουμανία και μετάβαση τους στην Κύπρο για να τελέσουν γάμους με αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών με σκοπό την εξασφάλιση παραμονής στη Δημοκρατία.».
Ήταν συνεπώς η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η κατάδειξη συμφωνίας μεταξύ του Κατηγορούμενου 7 και της Κατηγορούμενης 6, απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της συνωμοσίας, πρόκυπτε ως αποτέλεσμα του συνδυασμού των δύο μαρτυριών, δηλαδή των αναφορών της Κατηγορούμενης 6 και της περιστατικής μαρτυρίας. Όμως, η συμφωνία έπρεπε να τεκμηριώνεται από μόνο την τελευταία για να μπορούσε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο να ανατρέξει και στη πρώτη. Tο Κακουργιοδικείο δεν αποστασιοποιήθηκε από το περιεχόμενο της κατάθεσης της Κατηγορούμενης 6. Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της κατάθεσης δεν προσέγγισε την μαρτυρία εναντίον του Κατηγορούμενου 7 απελευθερωμένο από αυτό που, αφήνοντας κατά μέρος τους αποδεικτικούς κανόνες, εύλογα μπορούσε να προκύπτει. Το Κακουργιοδικείο εξέλαβε ότι η συμμετοχή του Κατηγορούμενου 7 σε αριθμό γεγονότων, που εύλογα καταδείκνυε πως δεν ήταν συμπτωματική, απαρέγκλιτα οδηγούσε και στο ότι γνώριζε το σκοπό της Κατηγορούμενης 6 σε σχέση με τις τρείς γυναίκες και ότι είχε προς την προώθηση του ο ίδιος συμφωνήσει μαζί της.
Στη περίπτωση του Κατηγορούμενου 5, η τεκμηρίωση συνωμοσίας του με την Κατηγορούμενη 6 είναι αλληλένδετη με τη τεκμηρίωση της διάπραξης αδικημάτων εμπορίας προσώπων, δηλαδή της ένοχης διάνοιας για την διάπραξη τους. Αναφορικά με την εμπλοκή του, τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ήταν ότι:
« . πολύ πριν την άφιξη των κοπέλων στην Κύπρο ο Κατηγορούμενος 5 διευθέτησε τη διαμονή τους στη Λευκωσία και μετέβη στο αεροδρόμιο της Λάρνακας εν αναμονή της άφιξης της πτήσης. Σύμφωνα και πάλι με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Κατηγορούμενος 5 γνώριζε τα άτομα τα οποία είχαν τον καθοδηγητικό ρόλο σε αυτό το ταξίδι των κοπέλων, ήτοι τη Bettie και τη Mari οι οποίες συνόδευσαν τις κοπέλες στην Κύπρο, καθώς επίσης και την Κατηγορουμένη 6 η οποία συντόνισε το ταξίδι. Επομένως, εύλογα συνάγεται πως ο Κατηγορούμενος 5 ήταν το πρόσωπο που είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για την επικειμένη αναχώρηση των κοπέλων από τη Ρουμανία και για τις λεπτομέρειες της πτήσης τους. Η εξεύρεση από τον ίδιο χώρου διαμονής τους, καθώς επίσης η παρουσία τόσο του ιδίου όσο και του άλλου προσώπου με δύο οχήματα στο αεροδρόμιο, και ελλείψει οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας ως προς τις συνθήκες παρουσίας του δεύτερου προσώπου εκεί, καταδεικνύει πως ο Κατηγορούμενος 5 γνώριζε επίσης εκ των προτέρων τον αριθμό των κοπέλων που θα έφθαναν και διέμεναν στην Κύπρο, εξ ου και τις ανέμεναν δύο οχήματα εφόσον δεν χωρούσαν όλες σε ένα. Όπως τονίστηκε και ανωτέρω, η όλη εξέλιξη των γεγονότων πριν και κατά την άφιξη των κοπέλων στην Κύπρο σε συνδυασμό αφενός με τη σχέση του Κατηγορούμενου 5 με τη Bettie, τη Mari και την Κατηγορουμένη 6 και αφετέρου με τις ενέργειες του Κατηγορουμένου 5 τόσο πριν όσο και μετά την άφιξη τους στην Κύπρο, οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα πως επρόκειτο για ένα καλά συντονισμένο και οργανωμένο σχέδιο μεταφοράς των κοπέλων στην Κύπρο μέσω κατάχρησης της ευπαθούς τους θέσης και με σκοπό την εκμετάλλευση τους μέσω της τέλεσης εικονικών γάμων, του οποίου γνώστης και μέρος ήταν και ο Κατηγορούμενος 5. Ο ρόλος του δεν ήταν τυχαίος, συμπτωματικός ή περιορισμένος αλλά σαφώς εντάσσεται στο όλο σχέδιο και αφορούσε το κομμάτι της εξεύρεσης διαμονής, της παραλαβής και της μεταφοράς των κοπέλων στο διαμέρισμα όπου θα διέμεναν. Αυτή η διαπίστωση του Δικαστηρίου ενδυναμώνεται από το γεγονός πως όταν ο Κατηγορούμενος 5 ζήτησε από τον Μ.Κ.24 το διαμέρισμα του προέβαλε μια ψευδή αναφορά, ήτοι πως ήθελε να φιλοξενήσει κάποια συγγενικά του άτομα. Δεν αντιλαμβανόμαστε τη λογική και σκοπιμότητα τέτοιας αναληθούς αναφοράς, κυρίως από τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος 5 είχε αναλάβει και την πληρωμή για τη διαμονή των κοπέλων, εκτός από του ότι ο Κατηγορούμενος 5 ήθελε να αποκρύψει από τον Μ.Κ.24 τον πραγματικό λόγο για τον οποίο οι κοπέλες ήρθαν στην Κύπρο, τον οποίο εάν ο Μ.Κ.24 γνώριζε, ενδεχομένως να μην δεχόταν να παραχωρήσει το διαμέρισμα του στις κοπέλες για ένα τέτοιο σκοπό.
Εδώ σημειώνουμε και την παραδοχή του ιδίου του Κατηγορουμένου 5 πως εξηύρε τον χώρο διαμονής των κοπέλων κατόπιν συνομιλίας του με τη Bettie και πως παρέλαβε τη Bettie, τη Μ.Κ.3 και την Elena και τις μετέφερε στο διαμέρισμα του Μ.Κ.24 στη Λευκωσία.
Επομένως, ικανοποιούμαστε πως ο Κατηγορούμενος 5 στις 3.3.16, παρέλαβε και μετέφερε τις τρεις κοπέλες στη Λευκωσία εν πλήρη γνώσει του για τις συνθήκες και τον σκοπό μετάβασης τους στην Κύπρο.»
Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ενοχής όταν δεν συμβιβάζεται με οτιδήποτε άλλο παρά με συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χάρπα, Ποινική Έφεση Αρ.71/2012, ημερ.21.2.2014). Αυτό συμβαίνει όταν δεν επιδέχεται άλλη λογική ερμηνεία ή εξήγηση, συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, έτσι ώστε η ενοχή του κατηγορούμενου να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687, 696).
Έχοντας το Κακουργιοδικείο οδηγηθεί στο εύλογο, όπως αποφάνθηκε, συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος 5 ήταν και γνώστης του σχεδίου μεταφοράς των γυναικών στην Κύπρο, με σκοπό την εκμετάλλευση τους για να συμμετάσχουν σε εικονικούς γάμους, διαπίστωσε πως το ψεύδος του προς τον Μ.Κ.24 ενδυνάμωνε το πιο πάνω συμπέρασμα του.
Το ψεύδος του κατηγορούμενου εκτός Δικαστηρίου μπορεί να συνιστά περιστατική σε βάρος του μαρτυρία όταν (α) είναι σκόπιμο, (β) αναφέρεται σε θεμελιακό θέμα, (γ) κίνητρο για την προβολή του είναι η αντίληψη ενοχής και ο φόβος της αλήθειας και (δ) καταδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία (R v. Lucas [1981] 2 All ER 1008, [1981] 73 Cr.App. R. 159, που έχει υιοθετηθεί μεταξύ άλλων στη Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, 278-9 και στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, 269-70, Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 563, 580-1).
Στη Τσεκούρα, με αναφορά στη Lucas σημειώνεται ότι: «Ένας κατηγορούμενος μπορεί να πει ψέματα για διάφορους λόγους, π.χ. για να στηρίξει μια αληθινή υπεράσπιση, για να προστατεύσει κάποιον άλλο, για να αποκρύψει μια δική του επονείδιστη συμπεριφορά που δεν έχει σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος ή λόγω πανικού ή σύγχυσης. Αν υπάρχει ή, είναι δυνατό να υπάρχει, κάποια αθώα εξήγηση για τα ψεύδη, τότε αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Αν όμως είναι βέβαιο ότι τα ψεύδη δεν λέχθηκαν για οποιοδήποτε τέτοιο ή για άλλο αθώο λόγο, τότε μπορούν να αποτελέσουν μαρτυρία που κατατείνει να αποδείξει την ενοχή του.»
Το δε ψεύδος του Κατηγορούμενου 5 προς το Μ.Κ.24 δεν ήταν τέτοιο που απαρέγκλιτα σκοπούσε στην απόκρυψη στοιχείων του αδικήματος. Κάλλιστα θα μπορούσε να αναφέρει την αλήθεια, αποφεύγοντας να αναφέρει τον λόγο της παρουσίας των γυναικών στην Κύπρο και δεν αποκλείεται η αναφορά σε συγγενικά πρόσωπα να σκοπούσε μόνο στην διευκόλυνση της εξασφάλισης της συγκατάθεσης του Μ.Κ.24.
Για το ίδιο θέμα, ο Κατηγορούμενος 5 είπε ψέματα και μέσα στο Δικαστήριο κατά την ανώμοτη του δήλωση, που το Κακουργιοδικείο κατέγραψε σε άλλο μέρος της απόφασης του, χωρίς να το χρησιμοποιήσει.
Ωστόσο, όπως και το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το ζήτημα, το ψεύδος συνιστά ενισχυτική μαρτυρία, στην έννοια ότι τα ψέματα του κατηγορούμενου δεν μπορούν χωρίς άλλο να τεκμηριώσουν την κατηγορία. Αναφέρεται στην Al-Hamad and Another ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117 ότι: «Η προσφυγή στο ψεύδος δε στοιχειοθετεί (θετικά) τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Αποτελεί μαρτυρία, η οποία επεξηγεί και ρίπτει φως στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και δίδει εγκληματικό χαρακτήρα σε πράξεις για τις οποίες χωρεί και αθώα εξήγηση. Γίνεται παραπομπή στο σύγγραμμα Wills on Circumstantial Evidence, 7η Εκδ., σελ 112, όπου αναφέρεται ότι: «All such false, incredible, or contradictory statements, if disproved, or disbelieved, are not simply neutralized, but become of a substantive inculpatory effect. Even in such circumstances, however, guilt cannot be safely inferred, unless such a substratum of evidence, direct or circumstantial, has been laid as creates an independent 'prima facie' case against the prisoner». Και: «In criminal cases, as a rule, it is for the prosecution to prove their case and an accused person should not be convicted merely because he has told lies in his defence. In cases of circumstantial evidence, however, where facts are put forward on behalf of the prosecution which unless explained justify an inference of guilt being drawn against the accused it is both lawful and proper for the Court to consider the explanation of these facts which the accused puts forward in his defence.» Στην Κωνσταντίνου (σελ.270) εξηγείται ότι το ψέμα πρέπει να συνδέεται με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο με άλλα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας και ότι τα ψέματα αφ' εαυτών δεν αποδεικνύουν θετικά την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.
Ότι ο ρόλος του Κατηγορούμενου 5 δεν ήταν τυχαίος, συμπτωματικός ή περιορισμένος αλλά εντασσόταν στο όλο σχέδιο, δεν εξυπακούει χωρίς άλλο ότι ο Κατηγορούμενος 5 γνώριζε το σκοπό των συνωμοτών και πως ήταν ο ίδιος μέρος της συνωμοσίας. Ούτε μπορούσε να προκύπτει η κατάληξη πως ο Κατηγορούμενος 5 παρέλαβε και μετέφερε τις τρεις γυναίκες στη Λευκωσία εν γνώσει του για τις συνθήκες και τον σκοπό μετάβασης τους στην Κύπρο.
Επομένως, τόσο στη περίπτωση του Κατηγορούμενου 7, όσο και στη περίπτωση του Κατηγορούμενου 5, εσφαλμένα έγινε αποδεχτή εναντίον τους η κατάθεση της Κατηγορούμενης 6 στην Αστυνομία, που θα μπορούσε να τεκμηριώσει την εμπλοκή τους σε συνωμοσία. Περαιτέρω, στη περίπτωση του Κατηγορούμενου 5 είναι αυτή και μόνη που θα μπορούσε να προσδώσει στις ενέργειες του που περιεγράφηκαν την ένοχη διάνοια για την στοιχειοθέτηση αδικημάτων εμπορίας προσώπων.
Ο Κατηγορούμενος 1 δεν εφεσίβαλε το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ήταν μέρος συνωμοσίας. Είχε τη γνώση ότι θα τελούσε γάμο με μια άγνωστη του γυναίκα για να επιτύχει την παραμονή του στη Κύπρο. Στη περίπτωση του ανατρέξαμε στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου για να διαπιστώσουμε κατά πόσο τεκμηριώνεται συμφωνία του με οιονδήποτε πρόσωπο ώστε να επιτευχθεί η απόκτηση από τους Κατηγορούμενους 1-3, ή έστω από τον ίδιο μόνο, δικαιώματος μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία με την χρήση παράνομων μέσων, δηλαδή την εμπορία ενηλίκων προσώπων και τον εξαναγκασμό τους σε γάμο, όπως μας εισηγήθηκε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα. Διαπιστώνουμε την απουσία ευρήματος ότι ο Κατηγορούμενος 1 γνώριζε ή αντιλήφθηκε ότι οι τρείς γυναίκες ή οιαδήποτε από αυτές ήταν υπό εξαναγκασμό ή ότι θα συμμετείχε στο σχεδιασμό χωρίς τη θέλησή της.
Καταλήγουμε ότι δεν υφίσταται το υπόβαθρο για την άσκηση από μέρους του Εφετείου της εξουσίας που παρέχεται από το άρθρο 145(1)(γ) του Κεφ. 155 ώστε να καταδικάσει τους Κατηγορούμενους 1, 5 ή 7 για την διάπραξη οιουδήποτε άλλου αδικήματος.
Η Έφεση της Κατηγορούμενης 4 στρέφεται τόσο κατά της καταδίκης της, όσο και κατά των ποινών που της επιβλήθηκαν. Το ζήτημα του έκτου λόγου έφεσης που αφορούσε στην ερμηνεία του εικονικού γάμου και έχει επιτύχει οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι οι καταδίκες της στις κατηγορίες 4-6, 9-12, και 18 ήταν εσφαλμένες, καθιστώντας αχρείαστη την ενασχόληση με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται προς υποστήριξη των λόγων έφεσης 4, 7 και 8. Έτσι θα μας απασχολήσουν μόνο οι υπόλοιποι.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη, πεπλανημένη και αυθαίρετη την κατάληξη του Κακουργιοδικείου να μην αποδώσει οιανδήποτε αξία στην ανώμοτη της δήλωση.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη δύο στοιχεία που το οδήγησαν να καταλήξει ότι σκοπός της Κατηγορούμενης 4 ήταν με την ανώμοτη της δήλωση να αποποιηθεί της όποιας συμμετοχής και σχέσης της με την υπόθεση. Διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο πως η αναφορά της Κατηγορούμενης 4 στην ανώμοτη της δήλωση ως προς το λόγο της εγκατάστασης της με τις τρεις γυναίκες στο τρίτο διαμέρισμα, ότι δηλαδή της το πρότειναν οι τρεις γυναίκες, διέφερε από την εκδοχή της στην κατάθεση της στην Αστυνομία. Αυτό που η Κατηγορούμενη 4 είπε στην ανώμοτη της δήλωση ήταν πως η Κατηγορούμενη 6 της είπε ότι οι γυναίκες θα πήγαιναν σε άλλο διαμέρισμα και αν ήθελε μπορούσε να μείνει μαζί τους. Δεν είπε πως της το πρότειναν οι τρεις γυναίκες. Η ουσία όμως είναι πως η αναφορά στην ανώμοτη δήλωση ήταν διαφορετική από αυτή στην κατάθεση της Κατηγορούμενης 4, όπου είχε αναφέρει ότι η Κατηγορούμενη 6 της είπε να πάει να μείνει μαζί τους. Είχε τη μορφή εντολής και όχι επιλογής όπως αναφέρθηκε στην ανώμοτη δήλωση. Το δεύτερο ζήτημα που προσμέτρησε στη επιμέρους κρίση του Κακουργιοδικείου ήταν πως ενώ στην κατάθεση της άφησε ξεκάθαρα να νοηθεί πως πρόσεχαν τις τρεις γυναίκες, στην ανώμοτη της δήλωση ανέφερε πως αυτές είχαν απόλυτη ελευθερία διακίνησης. Κατά την υπεράσπιση της τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορούσε να εξαχθεί από την κατάθεση. Όμως, η αναφορά στην κατάθεση πως η Mari της είπε ότι αν ήθελε μπορούσε να φύγει και να έρθει η Bettie να προσέχει τις γυναίκες δικαιολογεί το συμπέρασμα πως στην κατάθεση άφησε ξεκάθαρα να νοηθεί πως πρόσεχαν τις τρεις γυναίκες.
Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη σημασία ανώμοτης δήλωσης κατηγορουμένου προσώπου και την αξία που μπορεί να αποδοθεί σε αυτή παραθέτοντας πλούσια νομολογία (Σίφουνας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 354, Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397 και Α.Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ.91/2014, ημερ.22.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:B296). Η εντύπωση που αποκόμισε, ότι δηλαδή η ανώμοτη δήλωση της Kατηγορούμενης 4 είχε ως σκοπό την αποποίηση της όποιας συμμετοχής και σχέσης της με τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν δικαιολογημένη, όπως και η κατάληξη να μην αποδώσει οποιαδήποτε αξία σε αυτή. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος έφεσης της Κατηγορούμενης 4 απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο αυθαίρετο και αντινομικό το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι η Kατηγορούμενη 4 «είχε έρθει στην Κύπρο και διέμενε στο πρώτο διαμέρισμα μαζί με τις κοπέλες κατόπιν οδηγιών της Kατηγορουμένης 6». Υποδεικνύεται ότι τέτοιο εύρημα δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Αυτό που η μαρτυρία καταδείκνυε ήταν πως ενώ η Kατηγορούμενη 4 βρισκόταν στην Κύπρο, έμεινε χωρίς χρήματα και χώρο διαμονής και τότε ήταν που σηματοδοτήθηκε χρονικά η όποια εμπλοκή της στην υπόθεση.
Πράγματι δεν υφίστατο μαρτυρία από την οποία θα μπορούσε να τεκμηριωθεί πως η Κατηγορούμενη 4 είχε έρθει στην Κύπρο κατόπιν οδηγιών της Κατηγορούμενης 6. Όμως, για τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών στις οποίες η Κατηγορούμενη 4 καταδικάστηκε, δεν ήταν απαραίτητο όπως η εμπλοκή της περιλαμβάνει και το ταξίδι στην Κύπρο. Δεν ήταν δηλαδή απαραίτητο να είχε έρθει στην Κύπρο επί σκοπώ, αλλά αρκούσε ότι ενώ βρισκόταν στην Κύπρο ενεπλάκη διαπράττοντας τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Το συμπέρασμα, αν ήταν ορθό, θα καταδείκνυε ευρύτερη εμπλοκή και συνέργεια της μετά των υπολοίπων αδικοπραγούντων. Και θα ήταν ουσιώδες εάν είχε προσμετρήσει σε βάρος της κατά την επιμέτρηση της ποινής που της επιβλήθηκε. Αυτό δεν συνέβη όπως προκύπτει από την ίδια την επιχειρηματολογία του δικηγόρου της, που παρέπεμψε στην απόφαση για την ποινή για να καταδείξει πως η πραγματική αντίληψη του Κακουργιοδικείου ήταν πως η Κατηγορούμενη 4 δεν είχε εξ αρχής ανάμειξη στην υπόθεση «αλλά αυτή ενεπλάκη στο σχέδιο λίγες μέρες πριν τη μετακόμιση των κοπέλων από το πρώτο διαμέρισμα» με αντάλλαγμα την παροχή σε αυτή διαμονής και διατροφής. Έτσι, ενώ ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει, κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να έχει, εφόσον η ποινή της Κατηγορούμενης 4 επιμετρήθηκε στη ορθή βάση, ότι δηλαδή η εμπλοκή της άρχισε λίγες μέρες πριν τη μετακόμιση των γυναικών από το πρώτο διαμέρισμα.
Στη βάση των ιδίων υποδείξεων προσβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι η άφιξη της Κατηγορούμενης 4 λίγες μέρες πριν τη μετακόμιση σε άλλο διαμέρισμα καταδείκνυε τον πλήρη συντονισμό και συνεννόηση μεταξύ της και της Κατηγορούμενης 6 ως προς τον ρόλο της τελευταίας. Εκλαμβάνει η υπεράσπιση πως η αναφορά σε πλήρη συντονισμό και συνεννόηση εξυπακούει την ολοκληρωτική εμπλοκή της στα γεγονότα κάτι που δεν συνέβαινε. Όποιος συντονισμός και ουσιαστικά η συνεννόηση αφορούσε στο χρόνο που η Κατηγορούμενη 4 ενεπλάκη στα γεγονότα και εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα και όχι προηγουμένως. Κατά συνέπεια ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η Κατηγορούμενη 4 ήταν ένοχη στις δύο κατηγορίες απαγωγής. Σε σχέση με τις κατηγορίες αυτές, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι: « . μετά τη μεταφορά των δύο κοπέλων στο τρίτο διαμέρισμα, και μέχρι τον εντοπισμό τους από την Αστυνομία στις 21.3.16, αυτές παρέμειναν εκεί κλειδωμένες εντός του διαμερίσματος και περιορισμένες υπό τον συνεχή έλεγχο και επίβλεψη της Κατηγορουμένης 4, χωρίς ελευθερία διακίνησης τους εκτός αυτού, παρά μόνο με τη συνοδεία της Κατηγορουμένης 4, και χωρίς τη θέληση τους με μοναδικό σκοπό την τέλεση του γάμου τους με τους Κατηγορούμενους 1 και 2, και πάλι ενάντια στη θέληση τους και χωρίς την όποια δυνατότητα διαφυγής.». Κατέληξε συνεπώς ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 148 του Κεφ. 154, που προνοεί ότι: «Όποιος με σκοπό το γάμο ή τη συνουσία με αυτό ή με άλλο απαγάγει ή κατακρατεί γυναίκα χωρίς τη θέληση της, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.».
Ο δικηγόρος της Κατηγορούμενης 4 υποστήριξε πως το συστατικό στοιχείο της κατακράτησης «με σκοπό το γάμο», αφορά μόνο νόμιμους γάμους και εφόσον το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τους γάμους που επρόκειτο να τελεστούν εικονικούς τα αδικήματα της απαγωγής δεν στοιχειοθετούνταν.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου της Κατηγορούμενης 4. Πέραν του ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι οι γάμοι που επρόκειτο να τελεστούν ήταν εικονικοί ήταν λανθασμένη, γεγονός που εκθεμελιώνει την επιχειρηματολογία του δικηγόρου της Κατηγορούμενης 4, καμιά ελαττωματικότητα στο γάμο που ήταν ο σκοπός να τελεστεί, δεν αποσυνθέτει το αδίκημα, εφόσον συνυπάρχουν τα υπόλοιπα συστατικά του στοιχεία.
Τα επιμέρους ευρήματα του Κακουργιοδικείου στοιχειοθετούσαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απαγωγής και στις δύο περιπτώσεις και ορθά το Κακουργιοδικείο καταδίκασε την Κατηγορούμενη 4 στις κατηγορίες 7 και 8. Κατά συνέπεια ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει της επικύρωσης της καταδίκης της Κατηγορούμενης 4 στις κατηγορίες της απαγωγής, θεωρούμε αχρείαστη την ενασχόληση μας με το κατά πόσο θα μπορούσε στη περίπτωση της να στοιχειοθετηθεί και το αδίκημα της συνωμοσίας κατά την εισήγηση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα.
Με το ένατο λόγο έφεσης η Κατηγορούμενη 4 προσβάλλει τις επιβληθείσες σε αυτή ποινές. Ενδιαφέρουν μόνο οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των τριών ετών που της επιβλήθηκαν στις δύο κατηγορίες της απαγωγής, αφού οι μεγαλύτερες ποινές των τεσσάρων ετών φυλάκισης που της επιβλήθηκαν στις κατηγορίες της εμπορίας ενηλίκου προσώπου θα ακυρωθούν. Τα παράπονα της Κατηγορούμενης 4 είναι ότι δεν συνεκτιμήθηκε το γεγονός της μη δίωξης άλλων εμπλεκομένων στην υπόθεση προσώπων, ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο ποινικό της μητρώο και λήφθηκε υπόψη ως επιβαρυντικός παράγοντας, όπως και η επιλογή της να μην παραδεχτεί τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Περαιτέρω, ότι το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε να την θεωρήσει ως θύμα εμπορίας στη βάση ότι ήταν φτωχή, βρισκόταν στην Κύπρο σε αναζήτηση του συζύγου της και ήταν άστεγη και σε απόγνωση. Ακόμα, ότι δεν απέδωσε την αρμόζουσα βαρύτητα στο σύνολο των ελαφρυντικών παραγόντων που υπήρχαν και απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη συμπεριφορά της έναντι των τριών γυναικών.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε και τις τρεις περιπτώσεις προσώπων που αναφέρθηκε ότι είχαν ανάμειξη στην υπόθεση χωρίς να διωχθούν διαπιστώνοντας για το ένα, κάποιο xxx Hashmi πως είχε διαφύγει και δεν εντοπίστηκε, ενώ για τις προαναφερόμενες Bettie και Mari κατέγραψε πως δεν είχε ικανοποιηθεί πως δεν ήταν ευλόγως εφικτό να εντοπιστούν. Με αυτά τα δεδομένα και κατευθυνόμενο από τη σχετική νομολογία, σε αποσπάσματα από την οποία παρέπεμψε (Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 22/2014, ημερ. 25.11.2015 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 260) κατέληξε ότι η μη δίωξη και προσαγωγή άλλων εμπλεκομένων προσώπων αποτελούσε ελαφρυντικό παράγοντα ο οποίος θα συνεκτιμάτο. Το παράπονο της Κατηγορούμενης 4 ότι στην πραγματικότητα ο παράγοντας αυτός δεν λήφθηκε υπόψη μπορεί να τεκμηριωθεί μόνο με την κατάδειξη ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική στη βάση του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης και του προσώπου της.
Δεν είναι δικαιολογημένο το παράπονο της Κατηγορούμενης 4 ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τις προηγούμενες καταδίκες της ως παράγοντα επιβαρυντικό. Αναφέρθηκε από το Κακουργιοδικείο με παραπομπή στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, ότι οι προηγούμενες καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού ενός κατηγορούμενου στους νόμους της πολιτείας, καθιστώντας ωστόσο σαφές, με αναφορά στις Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Τσιάκκας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282, πως «οι προηγούμενες καταδίκες περιορίζουν τα ερείσματα επιείκειας».
Εξίσου αδικαιολόγητο βρίσκουμε το παράπονο της Κατηγορούμενης 4 ότι λειτούργησε ως επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος της το γεγονός ότι δεν παραδέχθηκε την εμπλοκή της στην υπόθεση. Έχει παρερμηνευτεί η σημασία της αναφοράς του Κακουργιοδικείου ότι «η Κατηγορούμενη 4 ουδέποτε προέβαλε ισχυρισμό πως αυτή πιέστηκε ή αναγκάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο να δεχθεί την προσφορά της Κατηγορούμενης 6 . αλλά επέμενε αβάσιμα πως αυτή δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη με τις κοπέλες». Ό,τι εξηγούσε το Κακουργιοδικείο ήταν πως εφόσον η Κατηγορούμενη 4 είχε αρνηθεί τις κατηγορίες, εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να προσφέρει δικαιολογία για κάτι που δεν παραδεχόταν. Είχε την ευχέρεια, κατά το στάδιο του μετριασμού της ποινής να αλλάξει αντιμετώπιση και να εγείρει τέτοιο ζήτημα, πλην όμως δεν υιοθέτησε τέτοια προσέγγιση εξ' ου και ότι με την Έφεση της προσβάλλει και τις καταδίκες της. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν θεώρησε το Κακουργιοδικείο ότι η μη παραδοχή στις κατηγορίες ήταν παράγοντας επιβαρυντικός για την ποινή. Αυτό που σημειώνεται στην απόφαση του με παραπομπή σε σχετική νομολογία (Ευστρατίου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 42 και Kolev ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 197) είναι πως «η μη παραδοχή των Κατηγορουμένων ουδόλως επενεργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας, απλώς λαμβάνεται υπόψη ως ουδέτερο στοιχείο το οποίο τους στερεί το δικαίωμα του ευεργετήματος της ανάλογης επιείκειας και έκπτωσης της ποινής όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση άμεσης παραδοχής.».
Ούτε το παράπονο της ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στη συμπεριφορά της έναντι των τριών γυναικών είναι δικαιολογημένο. Δικαιολογημένα το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τη συμπεριφορά της ως άκρως απαράδεκτη με αναφορά στο γεγονός ότι απαγόρευε τη διακίνηση τους και εκστόμιζε απειλές για τις ίδιες και τις οικογένειες τους όταν αυτές αντιδρούσαν. Σημειώνεται πως είχε καταφέρει να κρατήσει «αιχμάλωτες» τις τρεις γυναίκες υπό τον εκφοβισμό και τις απειλές για την ασφάλεια των ιδίων και των οικογενειών τους. Αυτή ήταν η πραγματική διάσταση της συμμετοχής και του ρόλου της και ορθά λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο.
Τέλος, ούτε το παράπονο της ότι δεν αποδόθηκε η βαρύτητα που άρμοζε στους ελαφρυντικούς παράγοντες βρίσκει έρεισμα. Το Κακουργιοδικείο επεσήμανε ότι η εμπλοκή της στην υπόθεση άρχισε μόλις την 15.3.2016 κάτω από τις συνθήκες που αυτή βρέθηκε και ότι το όφελος της ήταν η εξασφάλιση τροφής και διαμονής. Οι δε προσωπικές της περιστάσεις καταγράφηκαν στην απόφαση του Κακουργιοδικείου και λήφθηκαν υπόψη.
Για το αδίκημα της απαγωγής με βάση το άρθρο 148 του Κεφ.154 προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη. Στην βάση των γεγονότων της υπόθεσης και στην απουσία των δύο από τους βασικότερους μετριαστικούς παράγοντες, της παραδοχής και του λευκού ποινικού μητρώου, ο καθορισμό της ποινής κάτω από το μισό της μέγιστης προβλεπόμενης επιβεβαιώνει πως το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλες τις παραμέτρους που επισήμανε στην απόφαση του για την ποινή.
Βρίσκουμε συνεπώς πως η επιβληθείσα ποινή επιμετρήθηκε λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους που θα έπρεπε να προσμετρήσουν στον καθορισμό του είδους της ποινής και του εύρους της και πως δεν ήταν τέτοια ώστε να υπάρχει περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου.
Κατά συνέπεια, η Έφεση 165/2018 επιτυγχάνει και οι καταδίκες του Εφεσείοντα-Κατηγορούμενου 1 στις κατηγορίες 10 και 18, όπως και οι επιβληθείσες σε αυτές ποινές, ακυρώνονται και αυτός αθωώνεται και απαλλάσσεται αυτών.
Η Έφεση 166/2018 επιτυγχάνει μερικώς και οι καταδίκες της Εφεσείουσας-Κατηγορούμενης 4 στις κατηγορίες 4-6, 9-12, και 18, όπως και οι επιβληθείσες σε αυτές ποινές, ακυρώνονται και αυτή αθωώνεται και απαλλάσσεται αυτών. Επικυρώνονται οι καταδίκες της στις κατηγορίες 7 και 8 και οι εκεί επιβληθείσες ποινές.
Η Έφεση 169/2018 επιτυγχάνει και η καταδίκη του Εφεσείοντα-Κατηγορούμενου 7 στη κατηγορία 18, όπως και η επιβληθείσα σε αυτή ποινή, ακυρώνεται και αυτός αθωώνεται και απαλλάσσεται αυτής.
Τέλος, η Έφεση 170/2018 επιτυγχάνει και οι καταδίκες του Εφεσείοντα-Κατηγορούμενου 5 στις κατηγορίες 1-3 και 18, όπως και οι επιβληθείσες σε αυτές ποινές, ακυρώνονται και αυτός αθωώνεται και απαλλάσσεται αυτών.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] (a) That the rule of Law upon the construction of all statutes is to construe them according to the plain, literal and grammatical meaning of the words.
(b) That where the grammatical construction is clear and manifest and without doubt, that construction ought to prevail, unless there be some strong and obvious reason to the contrary.
(c) That however plain the apparent grammatical construction of a sentence may be, if it be properly clear from the contents of the same document that the apparent grammatical construction cannot be the true one, then that which, upon the whole, is the true meaning shall prevail, inspite of the grammatical construction of a particular part of it.
(d) That it is a rule in the construction of statutes that in the first instance the grammatical sense of the words is to be adhered to. If that is contrary to, or inconsistent with, any expressed intention or declared purpose of the statutes, or if it would involve any absurdity, repugnance, or inconsistency the grammatical sense must then be modified, extended or abridged so far as to avoid such an inconvenience but no further.
(e) That the mere literal construction of a statute ought not to prevail if it is opposed to the intentions of the legistature as apparent by the statute, and if the words are sufficiently flexible to admit of some other construction by which that intention can be better effectuated.