ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B324
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 110/2019)
29 Σεπτεμβρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Μ. Σατολιά (κα) και Η. Σατολιάς, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε κατηγορία κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α΄, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (ο Νόμος). Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου του επέβαλε ποινή φυλάκισης 8 ετών, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα και ποινή φυλάκισης 664 ημερών, η εκτέλεση της οποίας είχε ανασταλεί.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
Στις 7.4.2019 λήφθηκε πληροφορία στην ΥΚΑΝ ότι ο Εφεσείων θα μετέφερε ναρκωτικά με σκοπό να τα παραδώσει σε άγνωστο πρόσωπο. Εντοπίσθηκε από μέλη της ΥΚΑΝ να οδηγεί το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής xxx x42 και τέθηκε υπό παρακολούθηση. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, επιχειρήθηκε ανακοπή του, αλλά κατάφερε να διαφύγει. Στη συνέχεια, μέλος της ΥΚΑΝ αντιλήφθηκε να ρίχνεται έξω από το παράθυρο του συνοδηγού ένα σακούλι νάϋλον και, ακολούθως, θεάθηκε ο Εφεσείων να ρίχνει από το παράθυρο του οδηγού ακόμη ένα τέτοιο σακούλι. Επίσης, ρίχθηκαν έξω από το αυτοκίνητο, τρίτο σακούλι μαζί με ένα χειρουργικό γάντι. Τα εν λόγω σακούλια περιείχαν την ναρκωτική ουσία που αφορούσε η κατηγορία στην οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, ήτοι κοκαΐνη βάρους 830 γραμμαρίων. Αργότερα την ίδια ημέρα, κατόπιν δικαστικού εντάλματος, διενεργήθη έρευνα στην οικία του Εφεσείοντα, όπου ανευρέθηκαν και παραλήφθηκαν ως τεκμήρια, μεταξύ άλλων, ένα πακέτο με πλαστικά γάντια και ένα ρολό από μικρά, νάϋλον, διάφανα σακούλια. Την επομένη, 8.4.2019, ο Εφεσείων παρουσιάστηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λευκωσίας, συνοδεία του δικηγόρου του, όπου και συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος που εκκρεμούσε εναντίον του. Δεν απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, επικαλούμενος το δικαίωμα της σιωπής. Ο Εφεσείων, βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη, στην υπόθεση υπ΄ αρ. 36943/12, του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, που αφορούσε παρόμοια αδικήματα.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα προσβάλλουν ως έκδηλα υπερβολική την επιβληθείσα ποινή, ιδίως λόγω της αυτόματης ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής των 664 ημερών, η οποία και θα εκτιθεί διαδοχικά. Προβάλλουν επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο δεν συνεκτίμησε στα ορθά πλαίσια τους μετριαστικούς παράγοντες που καλύπτουν το πρόσωπο του Εφεσείοντα. Εισηγούνται, ακόμη, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο Εφεσείοντας ενήργησε υπό το καθεστώς φόβου για τη ζωή του και τη ζωή του παιδιού του, λόγω απειλών που δεχόταν από τρίτα πρόσωπα προκειμένου να μεταφέρει τις ναρκωτικές ουσίες.
Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ismen Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 79/2017, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, με αναφορά στη Δημοκρατία ν. Niland, Ποιν. Εφ. Αρ. 18/17 κ.α., ημερ. 14.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B79 και στα λεχθέντα στην Ρίκκος Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/17 κ.α., ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, υπενθυμίζονται οι αρχές που διέπουν το ζήτημα ενεργοποίησης της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής. Λέχθηκαν τα εξής:
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»
Λέχθηκε επιπρόσθετα στην Bora (ανωτέρω):
«Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κατοχής τέτοιων ουσιών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα, τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών.
Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κα, ημερ. 5.10.2016), ECLI:CY:AD:2016:B469.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων, με αναφορά στην ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή της διά βίου φυλάκισης, σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Ακολούθως, διέτριψε και έλαβε υπόψη του το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που τέθηκαν ενώπιόν του συμπεριλαμβανομένων των οικογενειακών και προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα και δεν παρέλειψε να συνεκτιμήσει, προς όφελός του, την παραδοχή του.
Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί από την καθοδήγηση που παρέχει η νομολογία ως προς το ύψος της ποινής σε κατηγορίες αυτής της μορφής και, ιδίως, με αναφορά σε ναρκωτικές ουσίες Τάξεως Α΄, κατά κανόνα επιβάλλονται μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης, σε μια προσπάθεια περιορισμού ή εξάλειψης παρόμοιων αδικημάτων και προστασίας του κοινού.
Όπως ορθά εντόπισε το Κακουργιοδικείο, επιχειρώντας να προσδιορίσει το ορθό μέτρο ποινής στην υπό κρίση περίπτωση, στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Sak (2005) 2 AAΔ 377, το Εφετείο αύξησε την ποινή φυλάκισης σε 8 χρόνια για κατοχή ηρωΐνης βάρους 391,25 γραμμαρίων, με σκοπό την προμήθεια, στη Ρεσλάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 127, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 8 χρόνων σε παρόμοια κατηγορία για ποσότητα 199,1013 γραμμαρίων ηρωΐνης, στην Hassan v. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 356, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 6 χρόνων για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 227,82 γραμμαρίων ηρωΐνης, στην Tomatari v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 169, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 χρόνων σε σχέση με 498,6158 γραμμάρια οπίου και στη Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 59, το Εφετείο μείωσε την ποινή φυλάκισης σε 10 χρόνια για 1.045,06 γραμμάρια κοκαΐνης.
Οι πιο πάνω προσεγγίσεις είναι ενδεικτικές ως προς το ύψος της ποινής προς αντιμετώπιση των παρανομιών αυτής της μορφής, χωρίς βεβαίως να εκλαμβάνεται ότι, με τις ποινές που κατά καιρό επιβάλλονται, καθορίζεται με οποιοδήποτε τρόπο μια στατική διατίμηση. Τονίζουμε ότι η ανάγκη για επιβολή ποινών αποτρεπτικής μορφής είναι ακόμα πιο επιτακτική στη σημερινή εποχή, με δεδομένες τις τρομακτικές διαστάσεις που εκλαμβάνει η χρήση ναρκωτικών ουσιών και τις ολέθριες συνέπειες που αυτό ενέχει στη ζωή ιδίως των νεαρών προσώπων.
Με αναφορά στο πιο πάνω μέτρο, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κατάληξη ως προς το ύψος της συνολικής ποινής που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα. Η ενεργοποίηση της ποινής φυλάκισης των 664 ημερών λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο, κατ΄ εφαρμογή της αρχής της συνολικότητας της ποινής και εκπληρώνοντας το καθήκον του να βεβαιωθεί πως η έκταση της όλης ποινής δεν θα ήταν υπερβολική υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Σημειώνουμε ότι, τα όποια περιθώρια επιείκειας είχαν εξαντληθεί, με δεδομένη την προηγούμενη καταδίκη του Εφεσείοντα για παρόμοια αδικήματα και την εμπλοκή του και πάλι σε έκνομη συμπεριφορά αυτής της μορφής, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου Αποφυλακίσεων Κρατουμένων Επ΄ Αδεία με συγκεκριμένους όρους.
Ούτε συνιστούσε μετριαστικό παράγοντα, όπως ορθά κρίθηκε από την πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου στην απόφαση επί της ποινής, το γεγονός ότι ο Εφεσείων διέπραξε το αδίκημα επειδή τον απειλούσαν τρίτα πρόσωπα. Εάν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, όφειλε να αποταθεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους και όχι να εμπλακεί σε εγκλήματα αυτής της μορφής, αποτέλεσμα των οποίων είναι η εξαθλίωση άλλων ανθρώπων.
Καταληκτικά, για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν, ιδίως της σημαντικής ποσότητας των ναρκωτικών. Το Κακουργιοδικείο, συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιό τους τα ενώπιόν του δεδομένα και, ορθά εφαρμόζοντας τα νομολογιακά καθορισμένα κριτήρια, επέβαλε την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται, η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.