ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Δημητρίου με Μ. Καούλα, για τον εφεσείοντα στην 103/2020. Α. Πελεκάνος, για τον εφεσείοντα στην 104/2020. Αντ. Δημητρίου με Μ. Καούλλα, για τον Εφεσείοντα στην Α. Πελεκάνος, για τον Εφεσείοντα στην Α. Κωνσταντίνου (κα), για την Εφεσίβλητη και στις CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-09-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο DYDI κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103/2020, 104/2020, 3/9/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B293

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

3 Σεπτεμβρίου, 2020

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103/2020

             (ΣΧ. ΜΕ 104/2020)

 

ΧΧΧ DYDI,

 

Εφεσείοντα,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Eφεσίβλητης.

 

 

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 104/2020

             (ΣΧ. ΜΕ 103/2020)

 

ΧΧΧ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ,

 

Εφεσείοντα,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Eφεσίβλητης.

 

------------------

Α. Δημητρίου με Μ. Καούλα, για τον εφεσείοντα στην 103/2020.

Α. Πελεκάνος, για τον εφεσείοντα στην 104/2020.

Α. Κωνσταντίνου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

Εφεσείων στην 104/20 παρών.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Ψαρά-Μιλτιάδου και μ΄ αυτή συμφωνεί η Δικαστής Πούγιουρου.  Προσωπικά θα δώσω διιστάμενη απόφαση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας εναντίον των δύο εφεσειόντων αφορά κατηγορίες συνωμοσίας για φόνο σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ του Οκτώβρη του 2017 έως 20 Νοεμβρίου 2017, απόπειρας φόνου, κατοχής πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών, αδικήματα τα οποία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο και την υπόθεση της Δημοκρατίας, διαπράχθηκαν στη Λευκωσία στις 20.11.2017, όταν οι δύο εφεσείοντες ομού με τον ΧΧΧ Ιωσήφ άλλως Σήφη αποπειράθηκαν παράνομα να επιφέρουν τον θάνατο του ΧΧΧ Παναγιώτου άλλως «Γλύκα» από τη Λευκωσία, δηλαδή πυροβολώντας τον με πυροβόλο όπλο.

 

          Το Κακουργιοδικείο σε απόφαση του ημερ. 6.3.2020 έκρινε πως οι δύο εφεσείοντες θα έπρεπε να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους.  Η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε και το Εφετείο στις 29.6.2020 επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση[1].

 

Να σημειωθεί πως το Κακουργιοδικείο στην ως άνω απόφαση του είχε θεωρήσει την κράτηση αναγκαία σε δύο ξεχωριστούς πυλώνες, δηλαδή του κινδύνου φυγοδικίας αφενός και του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, αφετέρου.  Η εφετειακή επικύρωση κάλυψε μόνο τον κίνδυνο φυγοδικίας, αφού σύμφωνα με  το Εφετείο, η διαπίστωση της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης με αναφορά στον κίνδυνο φυγοδικίας οδηγούσε εν πάση περιπτώσει στην απόρριψη των εφέσεων, οπότε το θέμα δεν εξετάστηκε περαιτέρω.

 

Στις 30.6.2020 η υπόθεση, επανερχόμενη στο Κακουργιοδικείο για ακρόαση, δυστυχώς αναβλήθηκε λόγω έκτακτου σοβαρού κωλύματος μέλους του Κακουργιοδικείου, ασθένειας της συνηγόρου της Δημοκρατίας και με την ταυτόχρονη επισήμανση του Κακουργιοδικείου πως προηγείτο συνεχιζόμενη ακρόαση.  Προγραμματίστηκε  η νέα ημερομηνία ακρόασης για τις 25.9.2020.  Όταν ζητήθηκε εκ νέου η κράτηση των εφεσειόντων με επίκληση μόνο του κινδύνου φυγοδικίας, οι δικηγόροι υπεράσπισης έφεραν ένσταση, στη βάση του ότι, στο διαρρεύσαντα χρόνο, μαρτυρία-κατάθεση συγκεκριμένου μάρτυρα που ήταν επιβεβαιωτική της μαρτυρίας του παραπονούμενου είχε «αποσυρθεί».  Πρόκειται για την κατάθεση του ΜΚ35 ο οποίος με ένορκη δήλωση του ημερ. 18.6.2020 απέσυρε την προηγούμενη του κατάθεση η οποία ήταν στηρικτική της εκδοχής του παραπονούμενου, επικαλούμενος ως αιτία αυτής, απειλές που δέχτηκε στον ουσιώδη χρόνο από τον τελευταίο.   Η απόσυρση αυτή είχε, κατά τους ευπαίδευτους συνηγόρους, καταλυτική επίδραση επί της πιθανότητας καταδίκης αφού ενδυνάμωνε την πιθανότητα αθώωσης.  Διαφορετική προσέγγιση, κατά την εισήγηση, θα έπληττε το τεκμήριο της αθωότητας. 

 

Βασικά τα πιο πάνω αποτελούν τον πυρήνα και την ουσία όλων των λόγων έφεσης, ομού με το θέμα της χρονικής παράτασης της κράτησης ενόψει της αναβολής μέχρι τη νέα ημερομηνία.  Έσφαλε, κατά την άποψη τους, το Κακουργιοδικείο στην σύντομη και χωρίς επαρκή - πάντα κατά την θέση τους - απόφαση, όταν κατέληξε στα εξής:

«Τώρα, όσον αφορά την ουσία του σημερινού αιτήματος και στο κατά πόσο έχουν διαφοροποιηθεί ουσιαστικά τα δεδομένα από την απόφαση μας ημερομηνίας 6.03.20 ώστε να μην δικαιολογείται η κράτηση, σημειώνουμε ότι σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση μας αλλά και αυτήν του Εφετείου που την επικύρωσε, είναι η κατάθεση του παραπονούμενου ημερομηνίας 27.01.20 που συνιστά την βασική μαρτυρία, στην οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής και είναι στη δύναμη αυτής που εξετάστηκε η πιθανότητα καταδίκης. Αυτό με τις αναγκαίες εξηγήσεις βέβαια από τον παραπονούμενο, γιατί δεν δόθηκε αρχικά το όνομα των κατηγορουμένων, αλλά και με την επισήμανση της αρχικής αναφοράς σε κομμώτρια, που σύμφωνα με μαρτυρίες τρίτων προσώπων, αναφέρεται στον κατηγορούμενο 1. Η πιο πάνω κύρια μαρτυρία του παραπονουμένου επιβεβαιώθηκε βέβαια και από τη μαρτυρία του ΜΚ35, όπως αναφέρεται στην απόφαση μας ημερομηνίας 6.03.20. Η επιβεβαίωση αυτή σήμερα έχει αποσυρθεί με αναφορές σε απειλές από τον παραπονούμενο για να δοθεί αυτού του είδους η μαρτυρία».

 

Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία από τους δικηγόρους στις τελευταίες παραγράφους της απόφασης του Κακουργιοδικείου:

          «Κατά την άποψη μας όμως η απόσυρση αυτής της κατάθεσης του ΜΚ35 δεν μειώνει σημαντικά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, σε βαθμό που να αδυνατίζει την πιθανότητα καταδίκης. Η δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής σύμφωνα με την απόφαση μας αλλά και αυτή του Εφετείου, που δικαιολογεί την πιθανότητα καταδίκης, στηρίζεται κατά βάση στην κατάθεση του παραπονούμενου ημερομηνίας 27.01.20 και αυτό το στοιχείο δεν έχει αλλάξει. Η αλλαγή της κατάθεσης του ΜΚ35 κατά την κρίση μας δεν επηρεάζει σημαντικά την πιθανότητα καταδίκης. ΄Ετσι παρά τη νέα κατάθεση/ένορκη δήλωση του ΜΚ35, κρίνουμε ότι από το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό, το οποίο εξετάζουμε αντικειμενικά και εξ όψεως, εξακολουθεί να προκύπτει η πιθανότητα καταδίκης και των δύο κατηγορουμένων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την πιθανή αυστηρή ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, δικαιολογεί τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό ο κίνδυνος φυγοδικίας».

         

(Σημειώνεται ότι δυνάμει του άρθρου 214(α) του Π.Κ. η προνοούμενη ποινή για απόπειρα φόνου, είναι ισόβια).

 

Για την παράταση δε του χρόνου κράτησης το Κακουργιοδικείο σημείωσε τα ακόλουθα:

«Αλλά ούτε και το ζήτημα του χρόνου επηρεάζει κατά την άποψη μας την προηγούμενη θέση μας για κράτηση και των δύο κατηγορουμένων. Όπως έχει νομολογηθεί ο χρόνος πρέπει να σταθμίζεται έναντι του βαθμού πρόβλεψης του ενδεχομένου, που αποτελεί και το έρεισμα για την κράτηση. Κατά την κρίση μας ο χρόνος εκδίκασης δεν είναι τέτοιος που να υπερφαλαγγίζει την αναγκαιότητα κράτησης λόγω του ενδεχομένου φυγοδικίας, όπως έχει εξηγηθεί πιο πάνω. Τελική κατάληξη μας είναι ότι και οι δύο κατηγορούμενοι θα πρέπει να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους λόγω κινδύνου φυγοδικίας».

 

          Επειδή τα ως άνω ζητήματα παρουσιάζονται ως δεσπόζοντα σε όλους τους λόγους έφεσης και των δύο εφέσεων, θεωρούμε ότι δυνάμεθα να τους εξετάσουμε σωρευτικά.  Προς αυτό δε το σκοπό έχουμε διαβάσει τα εκτενή διαγράμματα των συνηγόρων και των δύο πλευρών και έχουμε ακούσει τα αναλυτικά τους προφορικά επιχειρήματα και θέσεις.

 

          Στάθηκαν ιδιαίτερα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων στο σύντομο της απόφασης και την ανυπαρξία ή ανεπάρκεια της δοθείσας αιτιολογίας.

 

          Κατ΄ αρχάς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η πρωταρχική κρίση, εφ' όλης της ύλης, δόθηκε με την πρώτη απόφαση του Κακουργιοδικείου, κρίση που επικυρώθηκε εφετειακά.  Οπότε τα μόνα ερωτήματα που είχε το Δικαστήριο να αποφασίσει ήσαν τα θέματα της απόσυρσης της κατάθεσης του μάρτυρα και το θέμα του χρόνου μέχρι την ημερομηνία της ακρόασης.

 

          Με όλο το σεβασμό, θεωρούμε πως το Κακουργιοδικείο απάντησε σύντομα, αλλά περιεκτικά, ότι εκείνο που θεμελίωνε κυρίως την πιθανότητα καταδίκης ήταν η κατάθεση του παραπονούμενου για την οποία εμπλέκει τον ένα εφεσείοντα, ως ηθικό αυτουργό και τον έτερο ως φυσικό αυτουργό.  Πρόκειται για την κατάθεση στην οποία αναφέρθηκε και στην πρώτη του απόφαση.  Η προτεινόμενη ενίσχυση του Μ.Κ.35, η οποία αποσύρθηκε δεν αποτελούσε την κύρια συνισταμένη της κρίσης του Κακουργιοδικείου στις 6.3.20 αλλά ούτε της κρίσης του Εφετείου στις 29.6.20[2].  Η μαρτυρία του παραπονούμενου που ενέπλεκε τους εφεσείοντες ήταν υφισταμένη και παραμένει εντός του μαρτυρικού υλικού.  Στην όψη της  και χωρίς αξιολόγηση η οποία δεν είναι επιτρεπτή στο παρόν στάδιο θεμελίωνε πιθανότητα καταδίκης.  Το γεγονός της ύπαρξης άλλων θέσεων του παραπονούμενου στο χρόνο πριν την κατάθεση που εντέλει εμπλέκει τους εφεσείοντες, και οι τυχόν εξηγήσεις ή όχι που δίδει είναι αντικείμενο άλλης φύσεως εργασίας, αυτής της αξιολόγησης της μαρτυρίας και θα πρέπει να γίνει σε άλλο στάδιο της διαδικασίας, αυτό της δίκης, όταν ακουστεί δια ζώσης αυτή η μαρτυρία. Στο ίδιο πλαίσιο θα κριθεί η αξία ή η απαξία της κατάθεσης ή της απόσυρσης της κατάθεσης του ΜΚ35 ομού με τους επικαλούμενους λόγους ως προς την πρώτη κατάθεση.  (Βλ. Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας (2009)2 Α.Α.Δ. 442).    Η ίδια η λέξη «πιθανότητα» ως προς την καταδίκη ακριβώς επιτρέπει την ενιαία διεργασία σκέψης του Δικαστηρίου και δεν πρόκειται για μαθηματικές ποσοστώσεις επί τοις εκατόν, λαμβανομένης υπόψη πάντοτε και της προσδοκίας αθώωσης.  Στην Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, ποιν.εφ.131/20 και 132/20, 20.8.20 με επίκληση παλαιότερης νομολογίας αναφέρθηκε ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται «σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και αποφασίζει μόνο το κατά πόσο η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη, έστω και αν διαπιστώνεται και εύλογη προσδοκία αθώωσης, όπως διευκρινίστηκε στην Τσέκκουρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32. Είναι ζήτημα εκτίμησης του βαθμού πιθανολόγησης. Στην Τσεκκούρα, όπου αναπτύχθηκαν επιχειρήματα αναφορικά με την πράγματι δύναμη της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής στα οποία η Δημοκρατία αντέταξε τις δικές της αντίθετες θέσεις και ερμηνείες, λέχθησαν τα ακόλουθα, τα οποία θεωρούμε ότι αρμόζουν πλήρως εν προκειμένω. Είναι στοιχειώδες πως δεν τίθεται τώρα ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, όπως ορθά επισήμανε και το Κακουργιοδικείο. Και πως δεν θα πρέπει με τωρινές ατελέσφορες παρατηρήσεις να επηρεάσουμε οτιδήποτε που θα ανήκει στη δίκη.»

 

 

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία βεβαίως την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση είναι μέτρο κατ΄εξαίρεση.  Eπέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα.  Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997)2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα  Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις».  (Βλ. επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251 και  Suleyman v. Αστυνομίας, ποιν.εφ. 120/20, 11.8.20), ECLI:CY:AD:2020:B286.

 

΄Εχοντας εξετάσει την εκκαλούμενη απόφαση υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών δεν βρίσκουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που άσκησε την διακριτική του ευχέρεια το Κακουργιοδικείο, ούτε θεωρούμε ότι είχε υποχρέωση να προβεί σε τέτοια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας.  Δεν έχουμε διαγνώσει ούτε εσφαλμένη εφαρμογή αρχών και κριτηρίων ούτε παρείσφρυσαν στη σκέψη του Κακουργιοδικείου εξωγενείς παράγοντες.  Θα λέγαμε δε, πως το σύντομο της αιτιολογίας συνάδει και με την ορθή νομολογιακή προσέγγιση ότι η μαρτυρία σ' αυτό το στάδιο κρίνεται στην όψη της.  Γι' αυτό το λόγο, όχι μόνο δεν ενδείκνυται αλλά δεν θα ήταν ορθή περαιτέρω αναφορά ή ανάλυση μαρτυρίας, όπως εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων.  Περαιτέρω δεν θεωρούμε ότι οι αποφάσεις που οι επικαλέστηκαν[3] έρχονται σε αντίθεση με τον τρόπο που λειτούργησε το Κακουργιοδικείο στη βάση των δεδομένων που είχε σε συνδυασμό, όπως ορθά ανάφερε, με την σοβαρότητα των αδικημάτων και την πιθανή αυστηρή ποινή που μπορεί να επιβληθεί. 

         

Οι αυθεντίες που αναφέρθηκαν είχαν τα δικά τους δεδομένα τα οποία δεν ταυτίζονται με την υπό κρίση υπόθεση.  Ο δε φόβος που εξέφρασαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για αντιφατικές προσεγγίσεις στη νομολογία δεν ευσταθεί αφού ευθέως και καθηκόντως η εκάστοτε κατάληξη για το αν δικαιολογείται ή όχι η κράτηση συναρτάται με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το θέμα της κράτησης αλλά μόνο με αναφορά στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.  Είναι αυτό που ελέγχεται.  (Βλ. Ονουφρίου ν. Αστυνομίας (2012)2 Α.Α.Δ. 924).

 

Ως προς δε την εισήγηση της πλευράς των εφεσειόντων για το ότι η κυπριακή νομολογία δεν συμβαδίζει με την ευρωπαϊκή, σφόδρα θα διαφωνήσουμε.  Η πλήρης ταύτιση της νομολογίας με αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε σχέση με την κράτηση έχει διαπιστωθεί  πλειστάκις (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω και Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011)2 Α.Α.Δ. 54). 

 

Αναφορικά με τις θέσεις που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έθιξαν ως προς την παράλειψη του Κακουργιοδικείου να ασχοληθεί με τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων καθώς και με άλλες διαθέσιμες επιλογές εκτός της κράτησης που θα πρέπει να είναι ύστατη λύση, θα παρατηρήσουμε το αυτονόητο.  Τα θέματα αυτά είχαν καλυφθεί στην προηγούμενη απόφαση του Κακουργιοδικείου η οποία είχε τύχει και επικύρωσης από το Εφετείο.  Δεν θα ήταν λογικό λοιπόν να επαναξιολογηθούν με τον τρόπο που εισηγούνται οι εφεσείοντες, εφόσον επ΄αυτής της πτυχής δεν είχε τεθεί ο,τιδήποτε διαφορετικό.

 

΄Οσα δε αναφέρθησαν από τους εφεσείοντες για την ανατροπή αναφορικά με τον παράγοντα χρόνο, η αναβολή από τις 30/6 έως 25/9, δηλαδή για τρεις επιπρόσθετους μήνες και η συνολική πορεία της υπόθεσης από τον χρόνο πρώτης εμφάνισης στο Κακουργιοδικείο, τον Μάρτη του 2020, θα συμφωνήσουμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν αλλοιώνουν τα δεδομένα με τρόπο που να καθίσταται μη αναγκαία η κράτηση.  (Κρασοπούλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012)2 Α.Α.Δ. 450).  Αναμένεται βεβαίως ότι κατά την επόμενη δικάσιμο η υπόθεση θα αρχίσει.

 

Καταληκτικά, έχοντας υπόψη τα στεγανά επέμβασης του Εφετείου στη διακριτική εξουσία του Κακουργιοδικείου διαπιστώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα ορθά πλαίσια της ευχέρειας του και έδωσε επαρκείς λόγους προς αιτιολόγηση της απόφασης του.  Ως εκ τούτου δεν χωρεί περιθώριο επέμβασης και οι εφέσεις απορρίπτονται.

                                                                  

 

 

                                                                   Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                    Α.ΠΟΥΓΙΟΥΡΓΟΥ, Δ.

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 103/2020 και 104/2020)

 

3 Σεπτεμβρίου 2020

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π/ρος, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020)

(Σχ. με Ποινική Έφεση Αρ. 104/2020)

 

ΧΧΧ DYDI,

Εφεσείων

-         v.   -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

        Εφεσίβλητης

--------------------------------------------------

(Ποινική Έφεση Αρ. 104/2020)

(Σχ. με Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020)

 

ΧΧΧ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ,

Εφεσείων

-         v.   -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

        Εφεσίβλητης

--------------------------------------------------

 

Αντ. Δημητρίου με Μ. Καούλλα, για τον Εφεσείοντα στην

Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020.

Α. Πελεκάνος, για τον Εφεσείοντα στην

Ποινική Έφεση Αρ. 104/2020.

Α. Κωνσταντίνου (κα), για την Εφεσίβλητη και στις

δύο Ποινικές Εφέσεις.

 

-----------------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Διϊστάμενη)

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.:  Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ημερ. 30.6.2020, με την οποία παρατάθηκε για δεύτερη φορά η κράτηση τους μέχρι την έναρξη της δίκης στις 25.9.2020. 

 

        Εν συντομία το ιστορικό που οδήγησε στην πιο πάνω διαταγή έχει ως εξής:  Στις 20.11.2017, το παραπονούμενο στην υπόθεση άτομο, δέχθηκε αριθμό πυροβολισμών.  Πολύ αργότερα και μετά πάροδο δύο και πλέον ετών, ο παραπονούμενος προέβηκε σε κατάθεση με την οποία ενέπλεξε τους δύο εφεσείοντες τον μεν ένα ως ηθικό αυτουργό, τον δε άλλον ως  δράστη της απόπειρας.  Ως αποτέλεσμα των θέσεων του παραπονούμενου οι εφεσείοντες συνελήφθησαν και εναντίον τους καταχωρήθηκε κατηγορητήριο με τέσσερεις κατηγορίες, η πρώτη εκ των οποίων αφορά σε συνωμοσία για φόνο κατά παράβαση του άρθρου 217 του Ποινικού Κώδικα      Κεφ. 154, η δεύτερη σε απόπειρα φόνου κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ιδίου Κώδικα και οι υπόλοιπες σε κατηγορίες για κατοχή πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια.  Τα αδικήματα αφορούν, όπως ήδη λέχθηκε, την περίοδο Οκτωβρίου 2017 έως 20 Νοεμβρίου 2017. Στις λεπτομέρειες των αδικημάτων αναφέρεται και τρίτο πρόσωπο ως συνεργός, ο οποίος, όμως, δεν είναι κατηγορούμενος ούτε και εμφανίζεται ως μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου.  Αποτελεί δεδομένο, παραδεκτό και από την εφεσίβλητη Δημοκρατία, ότι το παραπονούμενο πρόσωπο είχε προβεί σε αριθμό καταθέσεων και συγκεκριμένα σε επτά διαφορετικές καταθέσεις με διαφορετικές περιγραφές και αναγνωρίσεις προσώπων.  Μόλις το 2020 και στην έκτη κατάθεση του ενέπλεξε τους δύο εφεσείοντες. 

 

        Οι εφεσείοντες εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στις 5.3.2020 ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αφού αρνήθηκαν τις κατηγορίες η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 30.6.2020, μετά δε από σχετικό αίτημα στο οποίο υπήρξε ένσταση, το Κακουργιοδικείο αποφάσισε την κράτηση αμφοτέρων λόγω του ότι υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσης τους κατά τη δίκη, αλλά και διότι υπήρχε ενδεχόμενο διάπραξης νέων αδικημάτων στο μεσοδιάστημα.  Η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε με τις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 31/2020 και Αρ. 32/2020, το δε Εφετείο με ομόφωνη απόφαση του ημερ. 29.6.2020, τις απέρριψε αμφότερες για τους λόγους που κατέγραψε στο σχετικό σκεπτικό και στο οποίο, όπου χρειάζεται, θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.

 

        Στις 30.6.2020, όταν οι εφεσείοντες επαναεμφανίσθησαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου για την έναρξη της ακρόασης, σημειώθηκε πρόβλημα ως προς την έναρξη της υπόθεσης τόσο εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, όσο και εκ μέρους του ιδίου του Κακουργιοδικείου υπό το φως του γεγονότος ότι ένα από τα Μέλη του λόγω εκτάκτου σοβαρού κωλύματος απουσίαζε.  Αναφέρθηκε όμως από το Κακουργιοδικείο ότι λόγω προγραμματισθείσας άλλης συνεχιζόμενης ακρόασης και η  υπό κρίση ακρόαση θα αναβαλλόταν ούτως ή άλλως.  Συνεπώς η ακρόαση προγραμματίσθηκε εκ νέου για τις 25.9.2020, η δε Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε την περαιτέρω παραμονή αμφοτέρων υπό κράτηση.  Είναι σημαντικό να τονισθεί από αυτό το στάδιο ότι η Κατηγορούσα Αρχή στήριξε το αίτημα για περαιτέρω κράτηση μόνο στον κίνδυνο φυγοδικίας λόγω των σοβαρών κατηγοριών που οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν, την πιθανότητα καταδίκης και την ενδεχομένως αυστηρή ποινή που θα επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης.

 

 Ως προς την πιθανότητα καταδίκης το Κακουργιοδικείο παραπέμφθηκε στο υλικό που ήταν ήδη ενώπιον του από την προηγούμενη εμφάνιση, με την Κατηγορούσα Αρχή να τονίζει ότι η πιθανότητα καταδίκης εξάγεται από τη μαρτυρία του παραπονούμενου δεχόμενη ότι στις καταθέσεις του 2020 είχε κατονομάσει τους κατηγορούμενους ως ηθικό αυτουργό και ως το πρόσωπο που όντως πυροβόλησε, αντίστοιχα, με εξηγήσεις που δόθηκαν ως προς το λόγο που προηγούμενες καταθέσεις του παραπονούμενου ήταν αντιφατικές ως προς αυτές που ακολούθησαν.  Η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε επίσης ότι το Εφετείο είχε ήδη κρίνει την αναγκαιότητα κράτησης βασιζόμενη στον  κίνδυνο φυγοδικίας θεωρώντας ορθή την προηγηθείσα κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την ενώπιον του μαρτυρία, χωρίς να είχε αξιολογήσει τις αντιφατικές εκδοχές του παραπονούμενου.  Το τι άλλαξε, όπως ανέφερε η Κατηγορούσα Αρχή, είναι η διαφοροποίηση της θέσης του Μ.Κ.35 στο κατηγορητήριο, η μαρτυρία του οποίου δεν ήταν πλέον διαθέσιμη στην Κατηγορούσα Αρχή, παρά το γεγονός ότι στην αρχική κατάθεση του φαινόταν να επιβεβαίωνε τον παραπονούμενο.  Όμως η αλλαγή αυτή, πάντοτε κατά την Κατηγορούσα Αρχή, δεν διαφοροποιούσε τη δύναμη του μαρτυρικού υλικού που προερχόταν από τον βασικότερο μάρτυρα που ήταν ο παραπονούμενος. Σε ερώτηση του Κακουργιοδικείου, η Κατηγορούσα Αρχή ρητώς ανέφερε ότι το αίτημα για κράτηση στηριζόταν αποκλειστικά στον κίνδυνο φυγοδικίας και όχι και στη διάπραξη άλλων αδικημάτων.

 

        Οι θέσεις των συνηγόρων των εφεσειόντων ήταν ότι το Κακουργιοδικείο, υπό το φως και της προηγούμενης του απόφασης για κράτηση, δεν μπορούσε να αντιμετώπιζε κατά τον ίδιο τρόπο το ζήτημα ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε πλέον διαθέσιμη τη μαρτυρία του Μ.Κ.35.  Θα έπρεπε να προβληματιστεί ότι ενώ η προηγούμενη θέση του Μ.Κ.35 είχε θεωρηθεί από το Κακουργιοδικείο ως επιβεβαιωτική των θέσεων του παραπονούμενου, τώρα με ένορκη δήλωση του Μ.Κ.35, τα δεδομένα άλλαξαν άρδην, εφόσον ο Μ.Κ.35 δεν είπε απλώς ότι δεν επιθυμεί  να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά προέβηκε σε συγκεκριμένες τοποθετήσεις ότι ο παραπονούμενος τον είχε απειλήσει να προβεί στη συγκεκριμένη αρχική κατάθεση γνωρίζοντας ότι αυτά που θα έλεγε ο Μ.Κ.35 σε σχέση με τον φερόμενο ως ηθικό αυτουργό, εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση  Αρ. 104/2020, ήταν ψέματα.  Η υπεράσπιση τόνισε ότι κατά την άποψη της ήταν σημαντικό να συνεξεταστεί από το Κακουργιοδικείο η δήλωση του Μ.Κ.35 ότι ο παραπονούμενος του είχε πει ότι δεν είχε σχέση με την υπόθεση ο συγκεκριμένος εφεσείων, με αποτέλεσμα να προκύπτει ότι το παραπονούμενο πρόσωπο για να πετύχει τους δικούς του αλλότριους σκοπούς, απείλησε και εξανάγκασε άλλο πρόσωπο, τον Μ.Κ.35, να προβεί σε ψευδείς δηλώσεις.  Τονίσθηκε περαιτέρω ότι ενώ η αστυνομία ως διωκτική αρχή έγινε κοινωνός της συγκεκριμένης νέας θέσης του Μ.Κ.35, ουδέν έπραξε περαιτέρω.  Επομένως, όλα αυτά θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη υπό το φως και των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να διδόταν εμπράκτως σημασία στο τεκμήριο αθωότητας ώστε αμφότεροι οι εφεσείοντες να μπορούσαν να αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους που ήθελαν εγκριθεί έχοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες εκάστου.

 

        Το Κακουργιοδικείο σε μια σύντομη απόφαση, αποτελούμενη από τρισήμισι  σελίδες, και αφού αναφέρθηκε στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι εφεσείοντες, παρέπεμψε στην προηγούμενη απόφαση του περί κράτησης, η οποία και επικυρώθηκε από το Εφετείο.  Το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης κρινόμενο αντικειμενικά στην όψη του είχε θεωρηθεί επαρκές για την πιθανότητα καταδίκης, αλλά και την πιθανότητα στο μεταξύ διάπραξης άλλων αδικημάτων.  Παρά τις αντιφατικές καταθέσεις του παραπονούμενου, σημείωσε ότι:

 

 «.. εξ όψεως και αντικειμενικά σε συνδυασμό και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό δεν απέκλειε την πιθανότητα καταδίκης.  Λήφθηκε υπόψη και άλλη μαρτυρία, κυρίως του Μ.Κ.35 στο κατηγορητήριο σύμφωνα με την οποία επιβεβαιωνόταν η εκδοχή του παραπονούμενου ως προς την εμπλοκή των κατηγορουμένων στα υπό κρίση αδικήματα.  Λήφθηκε επίσης υπόψη άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία τρίτων προσώπων, που έκαναν αναφορά σε κομμώτρια, παραπέμποντας στον κατηγορούμενο 1, δεδομένου ότι ο παραπονούμενος είχε αναφέρει αυτή τη λέξη ως το πρόσωπο που εμπλεκόταν στην απόπειρα φόνου εναντίον του.»

 

        Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο σημειώνοντας ότι αντίθετα με την προηγούμενη φορά, η Κατηγορούσα Αρχή στήριξε τώρα το αίτημα της για περαιτέρω κράτηση μόνο στον κίνδυνο φυγοδικίας, αναφέρθηκε στις βασικές θέσεις της υπεράσπισης με αναφορά σε δύο παράγοντες.  Ο ένας σχετιζόταν με τη νέα κατάθεση/ένορκη δήλωση του Μ.Κ.35 και ο άλλος ότι ο χρόνος κράτησης επιμηκύνεται εφόσον η νέα δικάσιμος ήταν πλέον ορισμένη για το Σεπτέμβριο του 2020.  Ως προς το χρόνο, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν επηρέαζε την προηγούμενη απόφαση του για κράτηση αμφοτέρων των εφεσειόντων εφόσον ο χρόνος σταθμίζεται έναντι του βαθμού πρόβλεψης του ενδεχόμενου φυγοδικίας που αποτελούσε και το έρεισμα για την κράτηση.  Ως προς την αναίρεση της θέσης του Μ.Κ.35, η θέση του Κακουργιοδικείου καταγράφηκε ως ακολούθως:

 

        «Κατά την άποψη μας όμως η απόσυρση αυτής της κατάθεσης του Μ.Κ.35 δεν μειώνει σημαντικά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, σε βαθμό που να αδυνατίζει την πιθανότητα καταδίκης.  Η δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής σύμφωνα με την απόφαση μας, αλλά και αυτή του Εφετείου, που δικαιολογεί την πιθανότητα καταδίκης, στηρίζεται κατά βάση στην κατάθεση του παραπονούμενου ημερ. 27.01.20 και αυτό το στοιχείο δεν έχει αλλάξει.  Η αλλαγή της κατάθεσης του Μ.Κ.35 κατά την κρίση μας δεν επηρεάζει σημαντικά την πιθανότητα καταδίκης.  Έτσι παρά τη νέα κατάθεση, ένορκη δήλωση του Μ.Κ.35, κρίνουμε ότι από το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό, το οποίο εξετάζουμε αντικειμενικά και εξ όψεως, εξακολουθεί να προκύπτει η πιθανότητα καταδίκης και των δύο κατηγορουμένων.»

 

        Με τις εφέσεις τίθεται υπό αμφισβήτηση η όλη απόφαση του Κακουργιοδικείου για αριθμό λόγων που έχουν καταγραφεί διεξοδικά στο διάγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, αλλά και τους συμπληρωματικούς λόγους έφεσης που προστέθηκαν μετά από άδεια του Εφετείου που ενδιαμέσως είχε αναλάβει την υπόθεση στις 21.7.2020.  Οι θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων κάλυψαν σωρεία θεμάτων και διανθίστηκαν με σχετική νομολογία.  Μεταξύ άλλων, τόνισαν την αναγκαιότητα ένα Δικαστήριο να κρίνει και τα υπέρ και τα κατά κάθε περίπτωσης και να εξετάζει και τους λόγους εκείνους που μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα για προσδοκία αθώωσης και όχι μόνο να τονίζονται οι λόγοι εκείνοι που τείνουν προς καταδίκη.  Περαιτέρω, θα πρέπει να υπάρχει μια ασφάλεια δικαίου ως προς κατευθυντήριες γραμμές που καθοδηγούν τα Δικαστήρια σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, δεδομένου ότι σε άλλες, αλλά παρόμοιες περιπτώσεις, επικράτησε το τεκμήριο αθωότητας ώστε τα κατηγορούμενα πρόσωπα να είχαν αφεθεί ελεύθερα με όρους.  Ήταν επίσης η θέση των συνηγόρων ότι, εκτός των άλλων, παραβιάστηκε και η αρχή της αναλογικότητας, δεν εξετάστηκε ορθά το ενώπιον του Κακουργιοδικείου υλικό μετά τη διαφοροποίηση της θέσης   του      Μ.Κ.35 και δεν δόθηκε η αναγκαία σημασία στο τεκμήριο αθωότητας με συστάθμιση όλων των δεδομένων που περιβάλλουν την υπόθεση.  Αντίθετα, παρουσιάζεται ότι το Κακουργιοδικείο εστίασε την προσοχή  του μόνο σε μια πτυχή της υπόθεσης και σε μόνο μια εκ των πολλών αντιφατικών καταθέσεων του ιδίου του παραπονούμενου, χωρίς να εξετάσει ταυτόχρονα και τη δυνατότητα εύλογης προσδοκίας αθώωσης στη βάση του απλού δεδομένου ότι ο Μ.Κ.35, όχι μόνο απέσυρε την προηγούμενη επιβεβαιωτική προς τον παραπονούμενο κατάθεση, αλλά ανέφερε ότι αυτός γνώριζε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καμία σχέση με τα εναντίον τους καταλογιζόμενα αδικήματα. 

 

        Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης Δημοκρατίας ήταν υποστηρικτική προς την απόφαση του Κακουργιοδικείου, με αναφορά επίσης σε αριθμό αυθεντιών, τονίζοντας ότι η βασική μαρτυρία προέρχεται από τον ίδιο τον παραπονούμενο, ο οποίος έδωσε λόγους γιατί διαφοροποίησε στην πορεία τη θέση του, εξηγώντας ότι όταν έλαβε πληροφορίες από την αστυνομία ότι κινδύνευε εκ νέου η ζωή του, αναγκάστηκε να κατονομάσει τους εφεσείοντες παρά το γεγονός ότι  προηγουμένως διατηρούσε σχέσεις με αυτούς, ιδιαίτερα με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση             Αρ. 104/2020. 

 

        Εξετάζοντας τα όλα δεδομένα της έφεσης υπό το φως του ιστορικού που αναφέρθηκε, επανατονίζεται ότι σε όλες τις πτυχές της ποινικής πορείας μιας υπόθεσης, ένα άτομο είτε είναι ύποπτο, είτε είναι κατηγορούμενο, είτε είναι υπόδικος, θεωρείται και παραμένει αθώος μέχρι και την τυχόν καταδίκη του από Δικαστήριο.  Διαθέτει, συνεπώς, υπέρ του και εκ προοιμίου, το συνταγματικά κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας κατά το Άρθρο 11 του Συντάγματος με το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας να είναι δεδομένα, αυτών αποστερουμένων μόνο στις σαφείς και ρητές περιπτώσεις που το ίδιο το Άρθρο ορίζει.  Πρόσθετα, κατά το Άρθρο 12 του Συντάγματος, κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο θεωρείται αθώο μέχρι απόδειξης ενοχής συμφώνως του Νόμου.

 

        Κατά νομοθετικά δεδομένο τρόπο, το άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δίδει στο Δικαστήριο το δικαίωμα να απολύει με εγγύηση κάθε πρόσωπο και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας «αν θεωρεί ότι είναι σωστό».  Ενυπάρχει, συνεπώς, διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο που εξετάζει ζήτημα απόλυσης με εγγύηση να αποφασίζει αναλόγως και, βεβαίως, μέσα στις ορθές νομολογιακά καθορισθείσες παραμέτρους.

 

        Είναι επίσης νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, εκτός και εάν η σχετική εξουσία του δεν ασκήθηκε δικαστικά ή αν έχουν εμφιλοχωρήσει εξωγενείς παράγοντες ή έχουν παραγνωρισθεί παράγοντες και κριτήρια που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία.  Η αναθεώρηση πρωτόδικης κρίσης περί κράτησης λαμβάνει χώραν υπό το φως αντικειμενικών και μετρήσιμων κριτηρίων και δεν υπεισέρχεται στην εικόνα η υποκειμενική άποψη των Μελών του Εφετείου.  Με άλλα λόγια, δεν έχει σημασία αν το Εφετείο θα μπορούσε να αποφάσιζε διαφορετικά εάν το σκεπτικό της κράτησης τη δικαιολογεί στη βάση εκείνης της δικαστικής κρίσης που διέρχεται μέσα από τις ορθές παραμέτρους όπως τις έχει καθιερώσει η νομολογία, (Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας  (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251). 

 

        Το βασικό παράπονο εδώ των εφεσειόντων εστιάζεται στον τρόπο με τον  οποίο το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε την αναίρεση της κατάθεσης του Μ.Κ.35, ο οποίος είχε κατά τη συλλογή της μαρτυρίας και την παρουσίαση της υπόθεσης στο Δικαστήριο για σκοπούς κράτησης, επιβεβαιώσει τις θέσεις του παραπονούμενου περί της ανάμειξης των εφεσειόντων στα αδικήματα που τους καταλογίζονται.  Με δεδομένο ότι και οι εφεσείοντες αποδέχονται τη σοβαρότητα των αδικημάτων, αλλά και την ενδεχόμενη αυστηρότατη ποινή που θα επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, το θέμα που παραμένει να εξεταστεί αφορά την πιθανότητα καταδίκης.  Όπως είναι γνωστό από τη νομολογία, και έχει κατ΄ επανάληψη επιβεβαιωθεί, ο κίνδυνος φυγοδικίας, που είναι ένας από τους παράγοντες που δυνατόν να δικαιολογήσει την κράτηση, εξετάζεται υπό το φως τριών επί μέρους παραγόντων ή κριτηρίων που είναι η σοβαρότητα του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης και η ενδεχόμενη ποινή που μπορεί να επιβληθεί, (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, ΧΧΧ ΧΧΧ Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 302/2018, ημερ. 4.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:B31 και ΧΧΧ Χουσείν κ.ά. ν. Δημοκρατίας Ποινικές Εφέσεις Αρ. 80/2019,  κ.ά., ημερ. 8.7.2019).

 

        Τι ακριβώς, όμως, σημαίνει ο όρος «πιθανότητα καταδίκης»;  Είναι δύσκολο να απαντηθεί η έννοια αυτή.  Όμως οι παράμετροι που έχει θέσει μέχρι στιγμής η νομολογία είναι βοηθητικές για την οριοθέτηση της. Αναμφίβολα δεν εμπίπτει στην πασίγνωστη φόρμουλα περί καταδίκης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας που οριοθετεί το επίπεδο εκείνο το οποίο ένα Δικαστήριο οφείλει να αναζητήσει ως θεμελιωθέν από τη μαρτυρία μετά από την αξιολόγηση της και τον συναφή καθορισμό των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση και τα οποία καθίστανται ευρήματα. Σε εκείνο το επίπεδο πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο πριν προχωρήσει σε καταδίκη μετά από δίκη.  Εφόσον το στάδιο στο οποίο τίθεται ζήτημα κράτησης προηγείται χρονικά από την έναρξη της δίκης, εξ αντιδιαστολής, το επίπεδο που καλείται το Δικαστήριο να κρίνει ότι ισχύει, οριοθετείται από τη λέξη «πιθανότητα».  Σε επίπεδο βεβαίως πολύ κατώτερο εκείνου που είναι αναγκαίο για καταδίκη. Περαιτέρω, υποβοηθητική είναι και η απόφαση στην Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, όπου λέχθηκε ότι η πιθανότητα καταδίκης δεν εξετάζεται ως παρουσίαση εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, αλλά κατά πόσο  υπάρχει το ενδεχόμενο, πιθανολόγηση, δηλαδή, καταδίκης του κατηγορούμενου.». Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει στο στάδιο που ελέγχεται η κράτηση ατόμου και σε κάθε επόμενο στάδιο που τίθεται παρόμοιο ζήτημα, έστω στην όψη της, μαρτυρία η ισχύς της οποίας πιθανολογεί καταδίκη, είναι, δηλαδή, για να τεθεί με αριθμητικά δεδομένα, τουλάχιστον πέραν του 50% και σίγουρα πολύ πιο κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο για καταδίκη, ή, ύπαρξης εκ πρώτης όψεως  υπόθεσης.

 

        Στη Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, το Εφετείο σημείωσε ότι δεν πρέπει να παρασύρει το γεγονός και μόνο της παραπομπής μιας υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο ως προς την ένδειξη της πιθανότητας καταδίκης.  Η παραπομπή από μόνη της υποδηλώνει, βέβαια, θεωρουμένης της σχετικής κρίσης της Κατηγορούσας Αρχής ως εύλογης και καλόπιστης, την ύπαρξη τέτοιας μαρτυρίας που αποτιμούμενη στο πλαίσιο των κανόνων απόδειξης θεωρείται πρόσφορη για την εξαγωγή συμπερασμάτων ενοχοποιητικών για τον κατηγορούμενο.  Από την άλλη για σκοπούς κράτησης, η σχετική διεργασία διαφέρει.  Το ζητούμενο εδώ είναι αν χρειάζεται η κράτηση κατά τη διάρκεια της δίκης. 

 

        Πέραν της παραπομπής όμως μιας υπόθεσης στο Δικαστήριο είτε για συνοπτική δίκη, είτε στο Κακουργιοδικείο, το Δικαστήριο οφείλει να συνεξετάζει σφαιρικά, έστω στην όψη τους, όλα τα στοιχεία και δεδομένα σε ένα πλαίσιο ολιστικής προσέγγισης που περιλαμβάνει και τα υπέρ και τα κατά.  Η παράθεση σε αντίστοιχες στήλες των θετικών στοιχείων συνηγορούντων προς την πιθανότητα καταδίκης, έναντι εκείνων των αρνητικών δεδομένων που θα έδειχναν προς την αντίθετη κατεύθυνση, συνηγορούντων σε  μια εύλογη προσδοκώμενη αθώωση, δεν θα εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε το ουσιαστικό, ούτε θα βοηθούσε.   Αυτού του είδους οι ασκήσεις δεν επιδέχονται μαθηματικές οριοθετήσεις.  Το σημαντικό είναι το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποτιμήσει ορθολογιστικά τα όλα δεδομένα, έχοντας  υπόψη τη φύση της υπόθεσης, τη διαθέσιμη μαρτυρία και την ισχύ της, συνδυαστικά με τους υπόλοιπους παράγοντες που έχει καθορίσει η νομολογία όπως είναι ο χρόνος κράτησης και οι προσωπικές συνθήκες του συγκεκριμένου προσώπου.   Είναι η προσμέτρηση όλων των στοιχείων που αποκτά σημασία, (Κουννάς ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 423), πάντοτε για σκοπούς κράτησης.

 

        Η άσκηση αυτή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο που περιβάλλει τη διαδικασία που προηγείται της έναρξης της δίκης και που στην  υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - έχει χαρακτηρισθεί ως μια «απόλυτα θεμιτή διαδικασία (που) δεν έχει σχέση με την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης και δεν την επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο.»  Ακριβώς εδώ είναι που εφαρμόζεται αυτό που λέχθηκε προηγουμένως ότι, δηλαδή, ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.  Το τεκμήριο αθωότητας όχι μόνο είναι προεξάρχον, αλλά και διατρέχει κάθε στάδιο της διαδικασίας.  Το τεκμήριο, στη βάση  και της νομολογίας του ΕΔΑΔ, επιτρέπει στην ουσία σε ένα κατηγορούμενο πρόσωπο, και του δίδει πρακτικά, τη δυνατότητα να προσέρχεται στη δίκη του χωρίς στο μεταξύ να είναι υπόδικος.  Η ευκαιρία αυτή που δίδεται σε ένα κατηγορούμενο πρόσωπο μπορεί να αναιρεθεί οποτεδήποτε από το Δικαστήριο, ενεργώντας  βεβαίως πάντοτε δικαστικά, είτε στη βάση νέας μαρτυρίας που εμπλέκει το άτομο σε παράνομες πράξεις, είτε διότι δεν έχει τηρήσει τους όρους με τους οποίους το Δικαστήριο τον έχει αφήσει ελεύθερο.

 

 Η δυνατότητα που δίδεται σε κατηγορούμενο να είναι ελεύθερος υπό όρους αποτελεί έκφανση και επέκταση του τεκμηρίου αθωότητας.  Ταυτόχρονα δίδει και πρακτικότητα στην ελευθερία του ατόμου εφόσον κατά το άρθρο 5 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η κράτηση προσώπου που δεν έχει καταδικαστεί είναι δρακόντειο και εξαιρετικό μέτρο, (Khayletdinov v. Russia, Appl. No. 2763/13 ημερ. 12.1.2016).  Αποτελεί ταυτόχρονα και έκφραση αναλογικότητας, εφόσον η κράτηση μπορεί υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες μιας υπόθεσης η  οποία δυνατόν να πάρει αρκετό χρόνο προς εκδίκαση, να αποδειχθεί ιδιαίτερα επαχθής.  Αν ολιγότερα αυστηρά μέτρα συνηγορούν ή προσφέρονται ως εναλλακτική λύση για την παρουσία ενός κατηγορούμενου στη δίκη του, αυτά πρέπει να έχουν προτεραιότητα, (Ladent v. Poland, Appl. No. 11036/03, ημερ. 18.3.2008 και Khayredinov v. Ukraine, Appl. No. 38717/04, ημερ. 14.10.2010).

 

        Κατά την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών στα επίδικα θέματα, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, κατ΄ αρχάς, ένα πολύ σημαντικό, ενδεχομένως και καταλυτικό, δεδομένο.  Ότι το αίτημα για την περαιτέρω κράτηση από πλευράς κατηγορούσας αρχής, συγκεκριμενοποιήθηκε με αναφορά μόνο στον κίνδυνο διαφυγής και όχι και στον πρόσθετο λόγο, (όπως είχε συμβεί την πρώτη φορά), ότι υπήρχε κίνδυνος διάπραξης και άλλων αδικημάτων.  Αυτό σημαίνει ότι στη συνεκτίμηση των  υπέρ και εναντίον παραγόντων που συνηγορούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, δεν υπεισέρχεται πλέον ο κίνδυνος διάπραξης άλλων παράνομων πράξεων και ούτε έστω και υποσυνείδητα  μπορεί να τίθεται τέτοιο ζήτημα.

 

        Το δεύτερο, εξίσου σημαντικό δεδομένο, το οποίο και κατ΄ επανάληψη και απερίφραστα δήλωσε και ενώπιον του Εφετείου σε σχετικές ερωτήσεις η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, είναι ότι δεν υπάρχει άλλη σχετική συνδετική, υποστηρικτική, περιστασιακή ή επιστημονική μαρτυρία που εμπλέκει τους δύο εφεσείοντες, πέραν από την κατάθεση του ίδιου του παραπονούμενου.

 

        Στην  ολότητα, επομένως, των δεδομένων κρίνεται ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλματα αρχής.  Πρώτον, η διακριτική του ευχέρεια δεν ασκήθηκε υπό το φως των καθιερωμένων νομολογιακών παραμέτρων.  Δεύτερο, δεν αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση του για πρόσθετη κράτηση παρά τη διαφοροποίηση, εμφανή μάλιστα, των ενώπιον του γεγονότων, ώστε να είναι δυνατόν για το Εφετείο να αντιληφθεί τη βάση της νέας κράτησης.  Τρίτο, φαίνεται να υπεισήλθε ανεπίτρεπτα στη σκέψη του ή να επηρεάστηκε κατά τρόπο που δεν το άφησε ελεύθερο, η προηγούμενη απόφαση του για κράτηση, αλλά και η επικύρωση αυτής από το Εφετείο.

 

        Αναλυτικότερα ως προς τα ως άνω σφάλματα αρχής, καταγράφονται τα εξής:  Στις 6.3.2020, στην απόφαση περί της πρώτης κράτησης, το Κακουργιοδικείο, και ορθά, επισήμανε, όπως άλλωστε φαίνεται από το πρώτο απόσπασμα που παρατέθηκε προηγουμένως, ότι η κατάθεση του παραπονούμενου υποστηριζόταν «κυρίως» από την κατάθεση του Μ.Κ.35.  Όπως όμως δήλωσε η εφεσίβλητη Δημοκρατία δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.  Επομένως, τα λεχθέντα από το Κακουργιοδικείο περί άλλης μαρτυρίας,  αφήνοντας  να  νοηθεί ότι υπήρχε μαρτυρία άλλη από του Μ.Κ.35, δεν ευσταθούν.  Τα περί «κομμώτριας» από τρίτα πρόσωπα  παραπέμποντας  στον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 104/2020, προέρχονταν από τον ίδιο τον παραπονούμενο.  Με άλλα λόγια, η σύνδεση από τρίτους του εν λόγω εφεσείοντα με την έννοια της «κομμώτριας» έγινε διότι ήταν ο παραπονούμενος που ανέφερε τη λέξη αυτή.  Αν, λοιπόν, η θέση του παραπονούμενου πλήγηκε εξ αιτίας της αναίρεσης της κατάθεσης του Μ.Κ.35, αυτό αναγκαστικά συμπαρασύρει σε αποδυνάμωση και αυτή την πτυχή.

 

         Όταν λοιπόν ο Μ.Κ.35 προέβηκε στις 18.6.2020 σε νέα δήλωση, τα δεδομένα που ενέπλεκαν τους εφεσείοντες στη βάση της κατάθεσης του παραπονούμενου, δεν θα μπορούσαν με καμία λογική ή νομική έννοια, να θεωρούνταν εφεξής τα ίδια.  Οι λόγοι που οδήγησαν τον Μ.Κ.35 να αλλάξει τη θέση του, πέραν των όσων ο ίδιος λέγει ότι είναι για να έχει ήσυχη τη συνείδηση του, δεν αφορούσαν το Κακουργιοδικείο, ούτε βεβαίως το Εφετείο, στην απουσία άλλης αντίθετης ένδειξης ή μαρτυρίας.  Ο Μ.Κ.35 δεν είπε απλώς στη νέα του ένορκη δήλωση ότι δεν επιθυμεί να δώσει μαρτυρία εναντίον των εφεσειόντων, όπως ήταν βασικά η θέση της Δημοκρατίας λέγοντας ότι η μαρτυρία του δεν ήταν πλέον διαθέσιμη.  Η δήλωση του τέθηκε αυτούσια και ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ενώπιον του Εφετείου.  Είναι αποκαλυπτική της θέσης ότι ο παραπονούμενος του είχε πει ότι γνώριζε ότι ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 104/2020 όχι μόνο δεν είχε σχέση με την απόπειρα φόνου εναντίον του, αλλά και είχε μάθει ποιοι ήταν πίσω από αυτή.  Αργότερα όμως του ζήτησε να πει ηθελημένα ψέματα δίδοντας κατάθεση εναντίον του εφεσείοντα και ότι αυτός τον είχε παροτρύνει να τον σκοτώσει, διαφορετικά θα είχε πρόβλημα τόσο με τον ίδιο (τον παραπονούμενο), όσο και με την παρέα του.  Θεωρώντας το ως απειλή εναντίον του και ανησυχώντας για την ασφάλεια της οικογένειας του, έδωσε  εν τέλει νέα κατάθεση στην αστυνομία εμπλέκοντας τον εφεσείοντα.

 

        Αυτή αφενός η αναίρεση και αφετέρου η εξήγηση ως προς το τι διαμείφθηκε μεταξύ του ιδίου του Μ.Κ.35 και του παραπονούμενου, δεν αφήνουν αλώβητη τη μαρτυρία, έστω εξ όψεως, του ιδίου του παραπονούμενου που ήταν η βάση της αρχικής κρίσης του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία που εμπλέκει τους εφεσείοντες είναι αυτή του παραπονούμενου.  Δεν γίνεται εδώ καμία αξιολόγηση ή έστω απόπειρα εξέτασης της ποιότητας της μαρτυρίας.  Το απλό δεδομένο είναι ότι αν στις 5.3.2020 η πιθανότητα καταδίκης στηρίχθηκε σε ορισμένα δεδομένα, καθοριζόμενα ως μια ενότητα «Α», στις 30.6.2020, η ενότητα αυτή ήταν «Α πλην».  Κατά βασικό μάλιστα τρόπο, εφόσον όπως ήδη καταγράφηκε δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία πλην του παραπονούμενου που ενέπλεκε τους εφεσείοντες.  Πώς  όμως  αντιμετώπισε  το  νέο   αυτό πακέτο μαρτυρίας, τύπου «Α πλην», το Κακουργιοδικείο;

 

         Στο απόσπασμα που ήδη μνημονεύθηκε δεν γίνεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη ανάλυση επί του θέματος.  Το Κακουργιοδικείο περιορίζεται να πει ότι η απόσυρση της θέσης του Μ.Κ.35 «δεν μειώνει σημαντικά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής σε βαθμό που αδυνατίζει την πιθανότητα καταδίκης».  Όμως αυτή η θέση είναι μια γενικευμένη και επιφανειακή τοποθέτηση χωρίς εξειδίκευση και ιδιαίτερη αιτιολόγηση.  Αυτά τα γνωρίσματα θα έπρεπε να ήταν παρόντα ιδιαίτερα στην παρούσα φάση της διαδικασίας όπου τέθηκε για δεύτερη φορά ζήτημα κράτησης οπότε και, κατά πάγια νομολογία, γίνεται επανεξέταση όλων των δεδομένων με αυξημένη μάλιστα την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να δικαιολογήσει την κράτηση υπό το φως και του χρόνου που στο μεταξύ έχει διαρρεύσει.  Αλλά και αυξημένη την ανάγκη από το Δικαστήριο να αιτιολογήσει.  Ακριβώς η ανάγκη αιτιολόγησης κράτησης ενυπάρχει σε αυξημένο βαθμό για κάθε νέα περίοδο κράτησης, η δε επανεξέταση των όλων δεδομένων δεν είναι άτοπη,  (Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατία (2013) 2 Α.Α.Δ. 281). Εδώ, το Κακουργιοδικείο δεν προσδιόρισε την έννοια του «σημαντικού», ως προς το βαθμό που επηρέασε την κατάθεση του παραπονούμενου.  Δεχόμενο εμμέσως πλην σαφώς ότι η αναίρεση είχε επίπτωση στην  υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, έκρινε, χωρίς όμως οποιαδήποτε απαραίτητη αιτιολόγηση, ότι δεν τη μείωνε σε βαθμό που αδυνάτιζε την πιθανότητα καταδίκης.  Η αναφορά στο «ενώπιον μας μαρτυρικό  υλικό, το οποίο εξετάζουμε αντικειμενικά και εξ όψεως», δεν μπορούσε να παραπέμπει σε οποιοδήποτε άλλο μαρτυρικό  υλικό, το οποίο απλά δεν υπήρχε.

 

        Όπως τονίστηκε λοιπόν κατ΄ επανάληψη, δεν υπάρχει καμιά άλλη μαρτυρία που να συνδέει τους εφεσείοντες με τα εγκλήματα που τους αποδίδονται.  Ο ίδιος ο παραπονούμενος έδωσε αριθμό καταθέσεων αντιφατικών ή αλληλοσυγκρουόμενων.  Η επιβεβαίωση της τελευταίας του θέσης περί εμπλοκής των εφεσειόντων από τον Μ.Κ.35, έπαυσε να υπάρχει. Επομένως, ακόμη και αυτή η τελευταία κατάθεση του με την οποία ενέπλεξε τους εφεσείοντες, που αποτελεί τη μαρτυρία που ουσιαστικά θα κληθεί το εκδικάζον την υπόθεση Κακουργιοδικείο να εξετάσει, μειώθηκε έστω εξ όψεως σε σημασία και δύναμη.  Όλα αυτά δεν μπορούν παρά, αντικειμενικά ιδωμένα, να θεωρηθούν ότι έχουν αδυνατίσει την  υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ή της αφαίρεσε την απαιτούμενη δύναμη που θα έφθανε στον αναγκαίο εκείνο βαθμό ή επίπεδο πιθανολόγησης.  Μάλιστα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το ίδιο το Κακουργιοδικείο προέβη με την πιο πάνω θέση του σε μια έμμεση αξιολόγηση της μαρτυρίας, ανεπίτρεπτα βεβαίως, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κατά βάση το στήριγμα της πιθανότητας καταδίκης παραμένει η κατάθεση του παραπονούμενου, «και αυτό το στοιχείο δεν έχει αλλάξει».

 

        Πώς όμως είναι λογικό να θεωρηθεί ότι το στοιχείο αυτό δεν έχει αλλάξει, όταν ο Μ.Κ.35 που προηγουμένως επιβεβαίωνε τη θέση του παραπονούμενου, τώρα του αποδίδει αλλότρια κίνητρα και ψεύδη;   Τα εδώ αναφερόμενα δεν αποτελούν αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία για να αξιολογηθεί πρέπει να ακουσθεί σε κύρια εξέταση, αντεξέταση και επανεξέταση.  Το τι κρίνεται τώρα είναι η δύναμη της υπόθεσης αποτιμούμενη σφαιρικά και εξ όψεως.  Αν μη τι άλλο, η αναίρεση και τα όσα πρόσθεσε ο Μ.Κ.35 ως προς τον παραπονούμενο αποτελούσαν ένα στοιχείο βοηθητικό προς τους εφεσείοντες (όπως ήταν η περίπτωση και στη Σπανού - ανωτέρω -), που δυνητικά έπρεπε να εξεταστεί κατά ισορροπημένο τρόπο και λογισθεί ως ένα θετικό στοιχείο για τους εφεσείοντες που εξακολουθούν να έχουν υπέρ τους το τεκμήριο της αθωότητας.  Η κράτηση, επαναλαμβάνεται φορτικά από τη νομολογία, αποτελεί την εξαίρεση και μόνο όταν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, (Wahel ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 508).

 

        Παρείσφρυσε επίσης στη σκέψη του Κακουργιοδικείου η προηγούμενη απόφαση του, αλλά και η απόφαση του Εφετείου.  Παρέμεινε το Κακουργιοδικείο  στην ίδια τοποθέτηση όπως είχε κάμει και προηγουμένως χωρίς να λάβει επαρκώς υπόψη τη διαφοροποιημένη κατάσταση.  Το Εφετείο ορθά έκρινε ότι στη βάση των δεδομένων που είχε τότε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο, η απόφαση για κράτηση ήταν δικαιολογημένη.  Μάλιστα, τεθέντος ενώπιον του το γεγονός ότι υπήρξε η αναίρεση της κατάθεσης του Μ.Κ.35, είπε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να εξεταστεί εφόσον δεν ήταν μέρος των δεδομένων που είχε τότε εξετάσει το Κακουργιοδικείου και θα έπρεπε να αφεθεί να τεθεί σε νέο τυχόν αίτημα για κράτηση.  Όπως και έγινε.  Χωρίς όμως αποτέλεσμα διότι το Κακουργιοδικείο στην ουσία το παραγνώρισε παρά το ότι η κατάθεση του παραπονούμενου επηρεάστηκε προς το αρνητικό μετά τη νέα θέση του Μ.Κ.35.

 

        Η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να αποτιμάται στο σύνολο της (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 418), χωρίς να απομονώνονται στοιχεία.  Ούτε όμως και μονόπλευρα.  Στοιχεία ή δεδομένα υπέρ του κατηγορούμενου πρέπει να τίθενται στην πλάστιγγα και να συνεκτιμούνται δικαστικά, συνυπολογιζόμενα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Αν η διακριτική ευχέρεια ασκείται χωρίς τη συνδρομή των  ορθών παραμέτρων, τότε ξεφεύγει της ορθής ή εύλογης πορείας της, δικαιολογώντας παρέμβαση, (Ψύλλας ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 444).

 

        Η νομολογία του ΕΔΑΔ συνηγορεί στο ότι υπάρχει τεκμήριο το κατηγορούμενο πρόσωπο να αφήνεται ελεύθερο εκτός και εάν το κράτος μπορεί να δείξει «relevant and sufficient reasons» για το αντίθετο, (Wemhoff v. Germany 27 June 1968, Series A 107, §12 και Yagci and Sargin v. Turkey 8 June 1995, Series A, No. 319-A, §52).  Το κατηγορούμενο πρόσωπο δεν έχει οποιοδήποτε βάρος και η τυχόν μετατόπιση βάρους σ΄ αυτό, αποδυναμώνει καίρια το δικαίωμα στην ελευθερία όπως διατυπώνεται στο Άρθρο 5 της Σύμβασης. 

 

        Τα επιχειρήματα υπέρ και εναντίον της κράτησης δεν πρέπει να είναι «general and abstract», (Clooth v. Belgium, 12 December 1991, §44, Series A No. 225), αλλά συγκεκριμένα περιέχοντας σαφείς τοποθετήσεις.  Ακόμη και η ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου που δυνατόν να εμποδίζει τη διεξαγωγή της διαδικασίας, δεν παραπέμπει κατ΄ ανάγκη σε κράτηση.  Οι εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται κατά περίπτωση, πρέπει να αιτιολογούνται ως προς το λόγο μη επιλογής τους, (Jablonski v. Poland, No. 33492/96, §83, 21 December 2000).  Όπου η κράτηση θεωρείται ότι δεν είναι πλέον εύλογη, ο κατηγορούμενος πρέπει να αφήνεται ελεύθερος υπό όρους, (Castravet v. Moldova, No. 23393/05, §30, 13 March 2007).

 

 Περαιτέρω, λέχθηκε και στις Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48 και Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, ότι δεν επιτρέπεται η εκτίμηση της πιθανότητας μη προσέλευσης «με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα, δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων.».  Όπως λέχθηκε και στην Khodorkovskiy v. Russia, Appl. No. 5829/04, ημερ. 31.5.2011, η πιθανότητα διαφυγής δεν πρέπει να υπολογίζεται μόνο στη βάση της αυστηρότητας της πιθανής ποινής στην απουσία συνεξέτασης και των υπολοίπων στοιχείων. Είναι η αποτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας που λαμβάνεται υπόψη και όχι μόνο η «αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ΄ ισχυρισμό διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος ..», (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).

 

        Κατά τη θέση μου, το Κακουργιοδικείο περιέπεσε σε σφάλματα αρχής που  θα δικαιολογούσαν την παρέμβαση του Εφετείου και την απελευθέρωση αμφοτέρων των εφεσειόντων υπό όρους, οι οποίοι όμως δεν χρειάζεται να συζητηθούν ή καταγραφούν δεδομένης της απόφασης της πλειοψηφίας.

 

        Θα επέτρεπα συνεπώς τις εφέσεις για τους λόγους που έχω αναπτύξει.

 

 

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                          Π.

 

 

 

/ΕΘ



[1] Μαυρομιχάλη κ.ά.  ν. Δημοκρατίας, ποιν.εφ.31 και 32/20 ημερ. 29.6.20

[2] Στην απόφαση του εφετείου αναφέρονται τα εξής:  «Το Κακουργιοδικείο, με γνώση της ύπαρξης καταθέσεων του παραπονούμενου με διαφορετικό περιεχόμενο, εκτίμησε την προϋπόθεση της πιθανότητας καταδίκης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή ικανοποιείτο. Δεν ήταν ζήτημα επιλογής της τελευταίας κατάθεσης του παραπονούμενου έναντι των προηγούμενων, όπως οι δικηγόροι των Εφεσειόντων απέδωσαν στο Κακουργιοδικείο έπραξε. Είναι η κατάθεση του παραπονούμενου της 27.1.2020 που συνιστά την μαρτυρία στην οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο η υπόθεση εναντίον των Εφεσειόντων και είναι στην δύναμη αυτής που εξετάστηκε η πιθανότητα καταδίκης.

Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το μαρτυρικό υλικά αντικειμενικά και στην όψη του καταλήγοντας ότι είχε καταδειχθεί η πιθανότητα καταδίκης των Εφεσειόντων. Κατευθύνθηκε ορθά από την νομολογία ότι εξετάζοντας ζήτημα κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας ή της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα, ζητήματα που αφορούν το στάδιο της εκδίκασης της υπόθεσης και αποφασίζει μόνο αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου κ.α. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135). Και ήταν με αυτή τη θεώρηση που κατάληξε ότι σε περίπτωση που κατά τη δίκη γινόταν αποδεκτή η εκδοχή του παραπονούμενου, όπως διατυπώθηκε στην κατάθεση του ημερ. 27.1.2020, η μαρτυρία του ήταν δυνατά να εδραιώσει την καταδίκη των Εφεσειόντων για τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν. Το παράπονο άτι δεν εκτίμησε τις ισχυρές προσδοκίες αθώωσης που οι Εφεσείοντες εύλογα μπορούν να διατηρούν δεν βρίσκει έρεισμα στην εκκαλούμενη απόφαση. Η προσδοκία αθώωσης δεν είναι πτυχή ανεξάρτητη της παραμέτρου που αφορά στη πιθανότητα καταδίκης που θα πρέπει να εξεταστεί ως ξεχωριστό ζήτημα».

 

 

[3] (κυρίως την Wahel v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 508, Καλλής Αντωνίου ν. Αστυνομίας,  ποιν.εφ.319/15, ημερ. 21.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:B855, Σπανού  κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013)2 A.A.Δ. 281, Μαλά ν. Αστυνομίας (2008)2 Α.Α.Δ. 135).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο