ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B243
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 184/2018)
9 Ιουλίου, 2020
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη
---------------
Σ. Φλουρέντζος για Ν. Νικήτα, για τον εφεσείοντα.
Ε. Μανώλη (κα), για την εφεσίβλητη.
--------------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο 25χρονος τότε εφεσείοντας, ενώ οδηγούσε αυτοκίνητο χωρίς να κατέχει ασφαλιστήριο που να αφορά ευθύνη έναντι τρίτου, παρέλειψε να συμμορφωθεί σε σήμα αστυνομικού και διέφυγε αναπτύσσοντας ταχύτητα. Στη συνέχεια παραβίασε δύο σήματα αλτ, εισήλθε σε χωράφι και ακολούθως ξανά σε δρόμο, οδηγούσε ζικ-ζακ για να αποφύγει σταθμευμένα οχήματα αλλά και οχήματα που οδηγούνταν εξ αντιθέτου και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν ακινητοποιήθηκε σε αδιέξοδο.
Αντιμετώπισε τρεις σχετικές κατηγορίες:
(1) Αλόγιστη ή επικίνδυνη οδήγηση, κατά παράβαση του άρθρου 7 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν. 86/1972,
(2) Παράλειψη συμμόρφωσης σε σήμα αστυνομικού εν στολή, κατά παράβαση των Καν. 58(1)(ιβ) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 και,
(3) Χρήση μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς ασφαλιστήριο έναντι τρίτου κατά παράβαση του άρθρου 3 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση έναντι τρίτου) Νόμου του 2000, Ν. 96(Ι)/2000). Παραδέχθηκε σε όλες τις κατηγορίες.
Το Δικαστήριο έλαβε αφενός υπόψιν τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του εφεσείοντα την οποία χαρακτήρισε ως απαράδεκτη και αφετέρου τους μετριαστικούς παράγοντες και ειδικότερα την παραδοχή, την έκφραση μεταμέλειας, την έλλειψη προηγούμενων καταδικών και τις προσωπικές και οικονομικές του περιστάσεις. Ο εφεσείων κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής ήταν 27 ετών, ήταν κατά τους τελευταίους μήνες άνεργος και εσυντηρείτο από τον πατέρα του. Από ηλικίας 17 ετών ήταν περιστασιακά χρήστης ουσιών αλλά τα τελευταία 2 χρόνια είχε σταματήσει τέτοια χρήση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, εξισορροπώντας την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής και τους μετριαστικούς παράγοντες περιορίστηκε σε επιβολή χρηματικών ποινών σε συνδυασμό με βαθμούς ποινής και στέρηση άδειας οδηγού θέλοντας, όπως ανέφερε, να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στον εφεσείοντα να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Ειδικότερα επέβαλε τις ακόλουθες ποινές:
1η κατηγορία, €500 πρόστιμο και 3 βαθμοί ποινής.
2η κατηγορία, €200 πρόστιμο.
3η κατηγορία, €250 πρόστιμο.
Επιπρόσθετα επέβαλε στέρηση της άδειας οδήγησης για περίοδο ενός μηνός στις κατηγορίες 1 και 3, με την περίοδο στέρησης να συντρέχει.
Καθορίζοντας τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς, το δικαστήριο αναφέρθηκε στην Ζυπιτής ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220 όπου ελέχθη ότι «το αυτοκίνητο αποτελεί . αντικείμενο ικανό να προκαλέσει το θάνατο ή σοβαρή βλάβη, κατά πάντα χρόνο, όταν αυτό βρίσκεται σε κίνηση, γεγονός που προσδιορίζει και τις ευθύνες του οδηγού για την χρήση και το καθήκον του για την προστασία της ασφάλειας τρίτων .» Σε σχέση με τη 2η κατηγορία, ορθά επεσήμανε πως η μη συμμόρφωση σε σήμα αστυνομικού εν στολή αντιστρατεύεται την έννομη τάξη και αποτελεί εκδήλωση περιφρόνησης στα εντεταλμένα όργανα του κράτους τα οποία προσπαθούν να επιτελέσουν το καθήκον τους στο οποίο τους έταξε η πολιτεία. Αναφορικά με το αδίκημα της οδήγησης χωρίς ασφαλιστήριο έναντι τρίτου παρέπεμψε στην υπόθεση Πουλλής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 57, όπου σημειώθηκε ότι «Οι σοβαρές επιπτώσεις για τα θύματα δυστυχημάτων από ανασφάλιστη χρήση οχήματος καθιστούν το αδίκημα σοβαρό. Σε μια εποχή μάλιστα που τα ατυχήματα αυτά βρίσκονται σε συνεχή άνοδο».
Η άνοδος στη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την χρήση μηχανοκινήτων οχημάτων που είχε τότε, πριν από 20 χρόνια, διαγνωσθεί, όχι μόνο δεν έγινε κατορθωτό να ανακοπεί, αλλά η έξαρση που παρατηρείται, με σοβαρές και πολλές φορές τραγικές συνέπειες, έχει καταστεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα στην Κύπρο.
Η οδική συμπεριφορά πολλών, αντί να χαρακτηρίζεται από τη συμμόρφωση στο νόμο και το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και τα δικαιώματα των άλλων χρηστών του δρόμου, κυριαρχείται από το στοιχείο του ετσιθελισμού, του εγωισμού και της πλήρους αδιαφορίας και για το νόμο και για τον συνάνθρωπο.
Είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να επαναλάβουμε την ανάγκη για την επιβολή αυστηρών ποινών σε αυτής της φύσεως τα αδικήματα που είναι κατεξοχήν δεσπόζοντα και αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για κάθε άνθρωπο που κυκλοφορεί στους δρόμους, τονίζοντας πως ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου. (Καλαϊτζήδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 307/18, 20.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:B505 και Τουμάζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 166/2016, ημερ. 5.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B432).
Ό,τι εγείρεται τώρα με την έφεση είναι πως κακώς το δικαστήριο επέβαλε χρηματική ποινή, εφόσον είχε δηλωθεί από το δικηγόρο του ότι ο εφεσείοντας ήταν άνεργος και θα ήταν σε πολύ δύσκολη θέση αφού δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει το πρόστιμο. Θα έπρεπε, εν όψει τούτου εισηγήθηκε, να αποφευχθεί η χρηματική ποινή και να εκδοθεί διάταγμα κηδεμονίας με όρους κοινοτικής εργασίας, ποινή που επιβάλλεται σε νεαρά πρόσωπα για μικροπαραβάσεις, όπως το έθεσε. Ενώπιον μας υπέδειξε ότι υπήρχε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας με βάση την οποία ο εφεσείοντας κρίθηκε κατάλληλος για ένταξη στο πρόγραμμα κοινοτικής εργασίας χωρίς αμοιβή.
Η επιβολή ποινής είναι έργο του δικάζοντος δικαστηρίου. Είχε κατεξοχήν διακριτική ευχέρεια να επιλέξει το είδος και τη φύση της ποινής, κάτι που έπραξε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του. Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο επέμβασης. Δεν έχει καν τεθεί ότι ο νεαρός εφεσείοντας βρισκόταν εκτός εργασίας για κάποιο πρόβλημα υγείας ή για άλλο σοβαρό λόγο, ώστε να είχε ενδεχομένως, και χωρίς να παίρνουμε θέση επί τούτου, έρεισμα η όποια συζήτηση σε σχέση με την απόφαση του δικαστηρίου να επιβάλει χρηματική ποινή.
Εάν κάτι θα μπορούσε να λεχθεί και επιβάλλεται να λεχθεί, είναι η διαπίστωση μας για την επιεική μεταχείριση σε ότι αφορά τη διάρκεια στέρησης της άδειας οδήγησης για ένα μόνο μήνα. Η συμπεριφορά του νεαρού εφεσείοντα ήταν εν δυνάμει επικίνδυνη και συνιστούσε προκλητική περιφρόνηση στο νόμο και σε εντεταλμένο όργανο του. Αργότερα στο δικαστήριο δεν υποδείχθηκε οποιοσδήποτε λόγος για να είχε περιοριστεί η επιβεβλημένη στέρηση στον ένα μόνο μήνα.
Οι διαπιστώσεις για την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών δεν μπορεί να μένουν φραστικές, πρέπει να τυγχάνουν πρακτικής εφαρμογής. Τα δικαστήρια έχουν καθήκον, τηρουμένων βεβαίως πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, να διασφαλίσουν την εφαρμογή του νόμου και τη συμμόρφωση προς τις υποδείξεις των εντεταλμένων οργάνων του μέσα στους δρόμους.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/φκ