ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B234
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. 136/2019
9 Ιουλίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
1. xxx Ι. ΣΕΛΛΑ
2. xxx ΣΕΛΛΑ
3. ΜΙ. ΠΑ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΛΤΔ
Εφεσίβλητων
.......
Έλενα Θεοδότου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την εφεσείουσα
Μιχάλης Σταματάρης, για τον Εφεσίβλητο 1
................
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τους κατηγορούμενους από αριθμό κατηγοριών που αντιμετώπιζαν στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 9900/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ενώ τους κάλεσε σε απολογία σε άλλες. Ό,τι όμως ενδιαφέρει την παρούσα έφεση είναι η αθώωση και απαλλαγή του εφεσίβλητου αρ. 1 (στο εξής ο εφεσίβλητος) στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης εφόσον η έφεση εναντίον της αθώωσης και απαλλαγής των εφεσιβλήτων 2 και 3 αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Είναι θέση της αστυνομίας (εφεσείουσας) ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της αμελούς οδήγησης είναι προϊόν πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης, θέση η οποία αποτελεί και τον μόνο λόγο έφεσης τον οποίο θα εξετάσουμε αφού παραθέσουμε σε συντομία τη μαρτυρία που τέθηκε επί του προκειμένου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. ΄Εχει ως ακολούθως:
Γύρω στις 8:00 μ.μ. της 6.11.2014 συνέβη τροχαίο δυστύχημα στο Γέρι με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ο Slavi Dikov (στο εξής το θύμα), ηλικίας 36 ετών. Το δυστύχημα συνέβη υπό συνθήκες που ουσιαστικά δεν αμφισβητούνται. Το θύμα, εργάτης αποκομιδής σκυβάλων στο σκυβαλοφόρο xxxx55 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, ανέβηκε σε κάποια στιγμή στο αριστερό πατίδι του σκυβαλοφόρου και την ίδια στιγμή ο άλλος εργάτης περπάτησε δεξιά για να μαζέψει σκουπίδια από την οδό Ιδαλίου. Ενώ λοιπόν το θύμα βρισκόταν στο αριστερό πατίδι του σκυβαλοφόρου, ο εφεσίβλητος εισήλθε με κλίση αριστερά στην οδό Ιδαλίου και αφού ευθυγραμμίστηκε, σταμάτησε και προχώρησε με πισινή ταχύτητα για 3 μέτρα. Τότε, όπως ήταν η κατάθεση του προς την αστυνομία, αντιλήφθηκε κάποια αντίσταση στο όχημα και όταν σταμάτησε, είδε από το αριστερό καθρεφτάκι το θύμα πεσμένο στο έδαφος πίσω από τους αριστερούς τροχούς του σκυβαλοφόρου. Ο εφεσίβλητος κατέβηκε από το σκυβαλοφόρο και αφού αντίκρυσε το θύμα πεσμένο μπρούμυτα, με τα πόδια του να εξέχουν από το αριστερό πισινό μέρος του οχήματος, ειδοποίησε την αστυνομία.
Η αστυνομία έφτασε στη σκηνή 50 λεπτά μετά το δυστύχημα και από έλεγχο που διενήργησε ο λοχίας Σωκράτους (ΜΚ1) διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να δει το θύμα, από τους εξωτερικούς καθρέφτες του σκυβαλοφόρου, αλλά θα μπορούσε να το δει από ειδική κάμερα που ήταν τοποθετημένη στο πίσω μέρος τους σκυβαλοφόρου. Στην ίδια ουσιαστικά διαπίστωση κατέληξε και ο αστυφ. Σιαλής (ΜΚ2), ο οποίος ετοίμασε το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος.
Μαρτυρία για τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος έδωσε και αυτόπτης μάρτυρας, ο xxx Πηλάτσης (ΜΚ3), ο οποίος κατέθεσε ότι όταν αντιλήφθηκε το σκυβαλοφόρο να κινείται με χαμηλή ταχύτητα προς τα πίσω και το θύμα να γλιστρά και να πέφτει από το πατίδι, φώναξε στον οδηγό να σταματήσει αλλά αυτός δεν τον άκουσε με αποτέλεσμα το άτυχο θύμα να καταπλακωθεί από τον αριστερό πισινό τροχό του σκυβαλοφόρου. Τα ίδια ουσιαστικά κατέθεσε και ο συνάδελφος του θύματος (ΜΚ10) και η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ολοκληρώθηκε από τους ΜΚ4, 5, 6, 7 και 8 οι οποίοι κατέθεσαν ότι το σκυβαλοφόρο δεν παρουσίαζε μηχανικά προβλήματα, ενώ δεν αμφισβητήθηκε η ιατροδικαστική θέση του ΜΚ9 ότι ο θάνατος του θύματος προήλθε από πολυτραυματισμό λόγω της καταπλάκωσης του από το σκυβαλοφόρο.
Στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις πάγιες νομικές αρχές που διέπουν το εκ πρώτης όψεως στάδιο και αφού προέβη σε εκτενή και σε βάθος ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας, κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να δει μέσα από τους εξωτερικούς καθρέφτες το θύμα αλλά μπορούσε να το δει μόνο από την ειδική κάμερα. Τούτο όμως, όπως αποφάνθηκε, δεν ήταν δυνατό για τον εφεσίβλητο εφόσον δεν ήταν σε θέση να ελέγχει ταυτόχρονα διαφορετικά σημεία πίσω από το σκυβαλοφόρο, με αποτέλεσμα την αθώωση και απαλλαγή του στο εκ πρώτης όψεως στάδιο θεωρώντας ως γενεσιουργό αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος την ανεξήγητη πτώση του θύματος από το πατίδι του σκυβαλοφόρου. Προς τούτο τόνισε ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε με πολύ χαμηλή ταχύτητα, έλεγξε ότι το θύμα στεκόταν στο πατίδι, οπότε κινήθηκε προς τα πίσω στρέφοντας την προσοχή του στους καθρέφτες χωρίς να μεσολαβήσει οτιδήποτε ώστε να έχει συνεχώς στραμμένη την προσοχή του στο θύμα.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις των δικηγόρων σε συνάρτηση με τα πρακτικά και τα τεκμήρια στα οποία έχουμε ανατρέξει.
Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, το σκεπτικό στη βάση του οποίου κατέληξε να κάμει δεκτή την εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Υπάρχει πλούσια νομολογία πότε μια εισήγηση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πρόσφατες υποθέσεις Κώστα Χατζηστυλλή Είδη Υγιεινής Λτδ ν. Πέτρου Χριστοδούλου Ιωάννου, Ποιν. Έφ. 85/2015, ημερ. 7/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B99 και Di Tri Holdings Ltd v. Χαράλαμπου Ιακωβίδη, Ποιν. Έφ. 121/2013 ημερ. 11/5/2015, ECLI:CY:AD:2015:B324. Στην τελευταία απόφαση με αναφορά στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 τονίστηκε ότι το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, δεν προβαίνει κατά κανόνα σε αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η απαλλαγή ενός κατηγορούμενου δικαιολογείται μόνο όταν:
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και
(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορουμένου.
Στη δεύτερη δε περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό γιατί το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου Δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου. Δεν προβαίνει ο Δικαστής σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας εφόσον το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης.
Εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των όσων καταγράψαμε ανωτέρω, προέβη σε μια εκτενή ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας την οποία αφού αξιολόγησε προέβη σε αριθμό ευρημάτων, καταλήγοντας ότι η ενώπιον του μαρτυρία δεν ήταν αρκετά ισχυρή στην ουσία της για να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό ότι ο εφεσίβλητος απέτυχε να εκπληρώσει τα καθήκοντα που του αναλογούσαν κατά το δεδομένο τόπο, χρόνο και περιστάσεις. Και εδώ έγκειται κατά την άποψή μας το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και αυτό γιατί η εκτεταμένη και σε βάθος ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας αναγόταν στο τελικό στάδιο και όχι στο εκ πρώτης όψεως στάδιο όπου, στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του. Το ουσιώδες ήταν ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε να δει το θύμα από τη κάμερα πλην όμως δεν το είδε. Το κατά πόσο η παράλειψή του να δει το θύμα ήταν ή όχι δικαιολογημένη ανάτρεχε στο τελικό στάδιο, με την εις βάθος ανάλυση της ενώπιον του μαρτυρίας και όχι στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ο δε φάκελος της υπόθεσης παραπέμπεται στον ίδιο Δικαστή για ολοκλήρωση της υπόθεσης.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.