ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B228
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 25/2019)
24 Ιουνίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΗΜΟΣ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. GELATOLOGY HOLDINGS LTD,
2. xxx ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Ν.Α. Τσιαπαλής, για τον Εφεσείοντα.
Α. Γεωργίου για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι - κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου κατηγορίες αλλαγής ή μετατροπής εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής χωρίς την άδεια της Αρμοδίας Αρχής και κατοχής και χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Είναι κατηγορίες οι οποίες εδράζονται επί των σχετικών προνοιών του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και του περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/85.
Ταυτόχρονα με την καταχώριση του κατηγορητηρίου, καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση εκ μέρους του Δήμου Πάφου, Εφεσείοντα, με αντικείμενο την αναζήτηση διατάγματος του Δικαστηρίου «.. με το οποίο να διατάσσεται η κατηγορούμενη 1 - καθ΄ ης η αίτηση, προσωπικά και/ή διά των διευθυντών και/ή υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων της να αναστείλει τη λειτουργία επιχείρησης παγωταρίας - take away με την επωνυμία DAVINCI GELATO, που λειτουργεί σε κατάστημα .......» μέχρι της τελικής εκδίκασης της υπό αναφορά ποινικής υπόθεσης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αναφορά με την πιο πάνω αίτηση εκδόθηκε στις 24.1.2019. Ηταν η κρίση του ότι το αίτημα του Εφεσείοντα δεν μπορούσε να επιτύχει, καθώς αυτό δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στις πρόνοιες του άρθρου 103 του Ν. 111/85, αλλά ούτε και στις πρόνοιες του άρθρου 20(3) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου. Ως προς το άρθρο 103, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στο ενώπιόν του κατηγορητήριο δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε αναφορά στη νομική βάση των κατηγοριών στο άρθρο αυτό και, συνεπώς, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος, παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο άρθρο αναφερόταν στη νομική βάση της αίτησης. Σε σχέση με τις πρόνοιες του άρθρου 20(3Α) το Δικαστήριο σημείωσε ότι αφορούν σε αναστολή περαιτέρω εργασιών «... αναφορικά με κάποια υπό ανέγερση, κατεδάφιση, κατασκευή ή ανοικοδόμηση οικοδομή ή οδό ή την υπό μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης της οικοδομής .». Δεδομένου δε ότι κατά το χρόνο καταχώρισης της μονομερούς αίτησης δεν διεξάγονταν στο επίδικο υποστατικό οποιεσδήποτε εργασίες με σκοπό τη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε εξουσία να προχωρήσει στην έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης.
Τίθεται ενώπιόν μας μέσω των λόγων έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε την πρόνοια του άρθρου 20(3Α) του Κεφ. 96, θεωρώντας ότι καλύπτει κατασκευαστικές και/ή οικοδομικές εργασίες μόνο και όχι εργασίες που σχετίζονται με τη χρήση της οικοδομής αυτής καθ΄ εαυτής, αυτοπεριορίζοντας με αυτό τον τρόπο τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του πιο πάνω άρθρου.
Με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα.
Το λεκτικό του επίμαχου άρθρου 20(3Α) είναι σαφές, προκειμένου να οδηγήσει στη διακρίβωση της έννοιας της συγκεκριμένης πρόνοιας. Με βάση τη γραμματική ερμηνεία, ήτοι την απόδοση της φυσικής και συνήθους έννοιας των λέξεων του κειμένου του νόμου, διαπιστώνεται η ξεκάθαρη βούληση του νομοθέτη επί του προκειμένου. Η υπό κρίση νομοθετική διάταξη, όπως η λεκτική διατύπωσή της επιμαρτυρεί, παρέχει τη δυνατότητα, μέσω καταχώρησης μονομερούς αιτήσεως, εξασφάλισης διατάγματος αναστολής οικοδομικών εργασιών, με σκοπό την άμεση παρεμπόδιση περαιτέρω συνέχισής τους από πρόσωπο το οποίο αντιμετωπίζει κατηγορία στη βάση των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 20(1) του Κεφ. 96. Είναι γι΄ αυτές τις επείγουσες περιπτώσεις που ο νομοθέτης προέβλεψε την εξαιρετική διαδικασία της προσφυγής στο Δικαστήριο μονομερώς, ούτως ώστε, στις κατάλληλες υποθέσεις, να ασκείται η δραστική εξουσία του Δικαστηρίου στην απουσία της αντίδικης πλευράς, προς αποφυγή διεξαγωγής περαιτέρω εργασιών από πρόσωπα τα οποία κατηγορούνται ότι δεν κατέχουν τη σχετική προς τούτο άδεια από την Αρμόδια Αρχή.
Αναπόδραστο αποτέλεσμα της πιο πάνω προσέγγισής μας είναι η απόρριψη της έφεσης. Είναι όμως επιβεβλημένο να τονίσουμε ότι μας προκαλεί εντύπωση η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση εκδίκασης της μονομερούς αίτησης και η καθυστέρηση που παρατηρείται στην διεκπεραίωση της ποινικής υπόθεσης που αφορά η ενώπιόν μας περίπτωση. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 15.11.2017 και καλύπτει κατηγορίες οι οποίες έχουν ως βασικό πυλώνα τον ισχυρισμό περί κατοχής ή χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης και περί αλλαγής ή μετατροπής εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής χωρίς άδεια της Αρμοδίας Αρχής. Λέχθηκε, κατ΄ έφεση, από τους ευπαίδευτους συνήγορους ότι με κοινά αιτήματά τους αναβλήθηκε κατ΄ επανάληψη η υπόθεση και ένας από τους παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν και η εκκρεμότητα της ενώπιόν μας έφεσης. Όμως, αφενός, το αντικείμενο της έφεσης δεν αφορούσε και δεν επηρέαζε την ουσία της ποινικής υπόθεσης - αντιθέτως η εκδίκασή της θα καθιστούσε χωρίς αντικείμενο την παρούσα έφεση - και, αφετέρου, τα αιτήματα των εμπλεκομένων μερών για αναβολή δεν δέσμευαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποχρέωση του οποίου είναι η διεκπεραίωση της ενώπιόν του ποινικής διαδικασίας το συντομότερο δυνατό.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος του Εφεσείοντα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΣΦ.